Άντζελο Πολιτσιάνο | |
---|---|
Πραγματικό όνομα | Άντζελο Αμπρογκίνι |
Γέννηση | 14 Ιουλίου 1454 Μοντεπουλτσιάνο, Τοσκάνη, Ιταλία |
Θάνατος | 24 Σεπτεμβρίου 1494 Φλωρεντία, Τοσκάνη, Ιταλία |
Σχολή | Ανθρωπισμός, Αναγέννηση |
Αξιοσημείωτες Ιδέες | Ανθρωπισμός, Αναγέννηση |
Επιδράσεις | Μαρσίλιο Φιτσίνο, Δημήτριος Χαλκοκονδύλης |
Επηρέασε | Τζιοβάνι Πίκο ντε Μιράντολα |
Σχετικά πολυμέσα |
Ο Άντζελο Αμπρογκίνι (14 Ιουλίου 1454 - 24 Σεπτεμβρίου 1494), γνωστός με το ψευδώνυμό του Πολιτσιάνο (λατινικά: Politianus), [1] ήταν Ιταλός λόγιος μελετητής, κληρικός και ποιητής της Φλωρεντινής Αναγέννησης. Η μελέτη του ήταν καθοριστική για τη διαμόρφωση της Λατινικής Αναγέννησης (ή Ανθρωπιστικής) από τα μεσαιωνικά πρότυπα [2] [3] και για τις εξελίξεις της εποχής στη φιλολογία [4]. Το ψευδώνυμό του, με τον οποίο αναγνωρίζεται μέχρι σήμερα, προέρχεται από το λατινικό όνομα της γενέτειράς του, του χωριού της Τοσκάνης Montepulciano (Mons Politianus).
Τα έργα του Πολιτσιάνο περιλαμβάνουν μεταφράσεις αποσπασμάτων από την Ιλιάδα του Ομήρου, την ποίηση του ρωμαίου Catullus και σχόλια σε κλασσικούς συγγραφείς και λογοτεχνία. Ήταν η μελέτη της κλασικής λογοτεχνίας που του αποκόμισε την εύνοια της πλούσιας και ισχυρής οικογένειας των Medici που κυβερνούσε τη Φλωρεντία. Υπηρέτησε τον Λαυρέντιο τον Μεγαλοπρεπή ως δάσκαλος στα παιδιά του και αργότερα ως στενός φίλος και πολιτικός σύμβουλος, αφιερώνοντάς του αργότερα το ποίημά του La Giostra.
Ανταγωνίστηκε τον Έλληνα λόγιο δάσκαλο Δημήτριο Χαλκοκονδύλη και τελικά τον οδήγησε στο να φύγει από τη Φλωρεντία το 1491.
Ο Πολιτσιάνο γεννήθηκε ως Άντζελο Αμπρογκίνι στο Μοντεπουλτσιάνο, στην κεντρική Τοσκάνη το 1454. [5] Ο πατέρας του Μπενεντέτο, νομικός ευγενούς οικογένειας και υψηλής ικανότητας, δολοφονήθηκε to 1464 από πολιτικούς αντιπάλους διότι υποστήριζε τον Πέτρο των Μεδίκων στον τόπο του. Το περιστατικό αυτό κι η θυσία του πατέρα του έδωσε στον μεγαλύτερο γιο του, Άντζελο, κληρονομικά δικαιώματα στον οίκο των Μεδίκων.
Σε ηλικία δέκα ετών ο Πολιτσιάνο άρχισε τις σπουδές του στη Φλωρεντία, αρχικά φιλοξενούμενος ενός ξαδέλφου του. Εκεί έμαθε Λατινικά και Ελληνικά, την εποχή που στην πόλη δίδασκε ελληνικά ο Κωνσταντινουπολίτης Ιωάννης Αργυρόπουλος. Από τον Μαρσιλίο Φιτσίνο στην Πλατωνική Ακαδημία έμαθε τα εισαγωγικά στοιχεία της φιλοσοφίας. Στα 13 του άρχισε να κυκλοφορεί ήδη εκθέσεις στα λατινικά και στα 17 έγραψε δοκίμια στα ελληνικά. Στα 18 του δημοσίευσε μια έκδοση του Catullus. Το 1470 κέρδισε τον τίτλο του homericus adulescens(ομηρικός έφηβος) μεταφράζοντας βιβλία της Ιλιάδας σε λατινικό εξάμετρο, τραβώντας τα βλέμματα της καλής κοινωνίας πάνω του. Ο άρχοντας της πόλης Λαυρέντιος των Μεδίκων, που ταν ο επικεφαλής της αναγεννησιακής μάθησης στην Ιταλία την εποχή εκείνη, τον πήρε στο σπίτι του και τον έκανε δάσκαλο των παιδιών του [6], Πέτρου του Άτυχου και Τζιοβάννι, ο μελλοντικός Πάπας Λέων Χ. Το περιεχόμενο των μαθημάτων του Πολιτσιάνο τον έφερνε σε συνεχή σύγκρουση με τη μητέρα τους Κλάρις που το θεωρούσε αντισυμβατικό. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Πολιτσιάνο διδάσκει στην Πλατωνική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Μαρσίλιο Φιτσίνο, στη βίλα Careggi(Καρέτζι).
Το 1471 συνέθεσε τον Ορφέα (La favola di Orfeo), ένα εμπνευσμένο λυρικό δράμα που προέκυψε όπως ισχυριζόταν σε οίστρο μεσα σε δύο μόλις ημέρες και προκάλεσε αίσθηση.
Μεταξύ των μαθητών του βρίσκουμε σημαντικούς φοιτητές της αναγεννησιακής Ευρώπης, άνδρες που προορίζονταν να μεταφέρουν στα σπίτια τους την αφρόκρεμα (spolia opima) του ιταλικού πολιτισμού. Μαθητές του υπήρξαν ο Μικελάντζελο, ο Γιόχαν Ρόιχλιν, ο Σάντρο Μποτιτσέλι, οι Άγγλοι λόγιοι Thomas Linacre και William Grocyn κ.ά. Εκπαιδευσε ακόμα και φοιτητές από τη Γερμανία, την Αγγλία και την Πορτογαλία.
Το 1472 ήρθε στη Φλωρεντία για να διδαξει ελληνικά ο Θεσσαλονικιός λόγιος Ανδρόνικος Κάλλιστος και το 1475 αντικαταστάθηκε από τον Αθηναίο Δημήτρη Χαλκοκονδύλη. Ο Πολιτσιάνο τους είδε ανταγωνιστικά κι έλεγε οτι η πόλη δε χρειάζεται ξεπεσμένους ευγενείς.
Ο Πολιτσιάνο είναι ο ίσως ο μόνος που, μετά τη ρωμαϊκή εποχή, έγραψε στίχους στη λατινική με τόση άνεση, όπως θα τους έγραφε κάποιος άλλος, μόνο στη μητρική του καθομιλούμενη γλώσσα. Οι λατινικοί αυτοί στίχοι είναι γραμμένοι σε ύφος τόσο αβίαστο και ρέον, τόσο ζωηρό σε φαντασία, που οι ουμανιστές της εποχής τον αναγνώρισαν ως δάσκαλό τους, παρά τη νεαρή ηλικία του και χαίρονταν ιδιαίτερα, γιατί η ευγενική γλώσσα που αυτοί προσπαθούσαν να αναβιώσουν, είχε αρχίσει να ζει στα ποιητικά του δημιουργήματα.
Η αυθόρμητη δημιουργία του Πολιτσιάνο συνδέθηκε, όπως ήταν φυσικό, με τη ζωντανή ιταλική γλώσσα. Παίρνοντας αφορμή από την ερωτική χαρά του ωραίου φίλου του Giuliano (Τζουλιάνο), αδελφού του Λαυρέντιου, με τη Σιμονέττα Καττάνεο, την καλλονή της εποχής της, έγραψε το ποίημα «Ωραία Σιμονέττα» στο οποίο υμνεί την αριστοκρατική ομορφιά της αγαπημένης του φίλου του με τόση ευγλωττία και μελωδική λεπτότητα, που η ιταλική ποίηση απέκτησε από τότε μια νέα αβρότητα στο λεκτικό και στο συναίσθημα.
Τον συνέδεε μεγάλη φιλία με τον Τζουλιάνο και για χάρη του έγραψε το 1475 Για την κονταρομαχία του, όπου απαθανατίζεται η κονταρομαχία του 1475, στην οποία νίκησε ο Τζουλιάνο. Θρήνησε όμως τον πρόωρο θάνατο και δολοφονία του το 1478.
Χρησιμοποίησε το διδακτικό του ποίημα Manto, που γράφτηκε στη δεκαετία του 1480, ως εισαγωγή στις διαλέξεις του για τον Βιργίλιο.
Γνωρίστηκε και με τον Τζιοβάνι Πίκο ντε λα Μιράντολα και κοντά του έμαθε λίγα εβραϊκά.
To 1480 o Λαυρέντιος του εξασφάλισε επίσης μια θέση καθηγητή φιλοσοφίας και ρητορικής στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας, στα 26 του χρόνια. Από το σημείο αυτό κορυφώθηκαν οι συκοφαντίες του προς τον συνάδελφο καθηγητή Δημήτριο Χαλκοκονδύλη[8], χαρακτηρίζοντάς τον αχρείαστο ξεπεσμένο ευγενή μια κ μπορούσε ο ίδιος να διδάξει ελληνικά, σε μια πόλη, τη Φλωρεντία που με την έφεση της στη μόρφωση εκπροσωπούσε κατα τη γνώμη του πια καλύτερα την Ελλάδα απο ότι η τουρκοκρατούμενη Αθήνα.
Το 1485 χειροτονήθηκε ιερέας της καθολικής εκκλησίας.
Συνηθισμένη μέθοδος των φιλολόγων εκείνη την εποχή ήταν να διαβάζουν ελληνικά και λατινικά κείμενα στην τάξη τους, υπαγορεύοντας φιλολογικές και κριτικές σημειώσεις, επισημαίνοντας διεφθαρμένα χωρία, προσφέροντας διευκρινίσεις, τη διδασκαλία των νόμων, τα ήθη, τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές απόψεις των αρχαίων. Ο Πολιτσιάνο κάλυψε εκτενέστατη ύλη της κλασσικής λογοτεχνίας κατά τη διδασκαλία του και δημοσίευσε τις σημειώσεις των μαθημάτων του πάνω στους Οβίδιο, Σουητώνιο, Στάτιο, Πλίνιο τον Νεώτερο και Κοϊντιλιανό. Επίσης έκανε μια εκτενή αναδρομή στο κείμενο του Πανδέκτη του Ιουστινιανού Β ', που επηρέασε τον ρωμαϊκό νομικό κώδικα.
Ο Πολιτσιάνο έγραψε το 1491 μια ιδιαίτερα κολακευτική επιστολή προς τον βασιλιά της Πορτογαλίας Ιωάννη Β'
θεωρώντας τα επιτεύγματά του σημαντικότερα από του Μέγα Αλέξανδρου ή του Ιούλιου Καίσαρα. Προσφέρθηκε μάλιστα να γράψει ένα επικό έργο δίνοντας μια περιγραφή των επιτευγμάτων του Ιωάννη Β στις ναυτικές πλοηγήσεις και κατακτήσεις. Ο Ιωάννης απάντησε θετικά, σε επιστολή του στις 23 Οκτωβρίου 1491, αλλά καθυστέρησε την εφαρμογή. Το επικό έργο σχετικά με τις πορτογαλικές ανακαλύψεις γράφτηκε μόνο εκατό χρόνια αργότερα από τον Luís de Camões. [9]
Ο Πολιτσιάνο πέθανε απροσδόκητα σε ηλικία 40 ετών, πιθανόν από δηλητηρίαση στις 24 Σεπτεμβρίου του 1494, εποχή που χωρίς οικονομικές ή άλλες ανησυχίες, μελετούσε φιλοσοφία αλλά η Φλωρεντία βρισκόταν σε μεγάλη πολιτική αναταραχή κι η οικογένεια των Μεδίκων που τον προστάτευε είχε εκδιωχθεί. Ο παλιός του μαθητής Πέτρος ο Άτυχος είχε ζητήσει από τον Πάπα Αλέξανδρο VI να τον κάνει καρδινάλιο.
Είναι πιθανό ότι ο Πολιτσιάνο ήταν ομοφυλόφιλος, ή τουλάχιστον είχε άνδρες εραστές. Σιγουρα δεν παντρεύτηκε ποτέ. [10] Τα αποδεικτικά στοιχεία περιλαμβάνουν τις καταγγελίες για σοδομισμό στις αρχές της Φλωρεντίας, ποιήματα και επιστολές σύγχρονων, παραπομπές στο έργο του (κυρίως το Ορφέο) και τις συνθήκες του θανάτου του. Το τελευταίο δείχνει ότι σκοτώθηκε από πυρετό (πιθανώς από σύφιλη), η οποία επιδεινώθηκε αφού στεκόταν κάτω από το παράθυρο ενός αγοριού που είχε ερωτευτεί αν και ήταν ήδη άρρωστος. [11] Εικάζεται επίσης ότι ήταν εραστής του Πίκο ντε λα Μιράντολα [12].
Ωστόσο εξίσου πιθανό θεωρείται ο θάνατός του να προήλθε από τη συγκλονιστική γι' αυτόν απώλεια του φίλου και του προστάτη Λαυρέντιου των Μεδίκων τον Απρίλιο του 1492. Πολιτσιάνο πέθανε λίγο πριν την εισβολή των Γάλλων που σάρωσε την Ιταλία.
Το 2007, τα σώματα του Πολιτσιάνο και του Πίκο ντε λα Μιράντολα εκτάφηκαν από την εκκλησία του San Marco στη Φλωρεντία. Επιστήμονες υπό την εποπτεία του Giorgio Gruppioni, καθηγητή ανθρωπολογίας από την Μπολόνια, χρησιμοποίησαν σύγχρονες τεχνικές δειγματοληψίας για να μελετήσουν τα λείψανα των ανδρών και να προσδιορίσουν τις αιτίες θανάτων τους. Ένα τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ έχει πρόσφατα προβληθεί για την έρευνα αυτή [13] και ανακοινώθηκε ότι αυτές οι εγκληματολογικές εξετάσεις έδειξαν ότι τόσο ο Πολιτσιάνο όσο και ο Πίκο πιθανόν δηλητηριάστηκαν από αρσενικό. Ο βασικός ύποπτος θεωρήθηκε ο Πέτρος ο Άτυχος, ο διάδοχος του Λαυρέντιου και μοναδικός ηγέτης της Φλωρεντίας τον Σεπτέμβρη του 1494, αλλά όχι μόνο αυτός. [14]
Ο Πολιτσιάνο ήταν γνωστός ως μελετητής, καθηγητής, κριτικός λογοτεχνίας και ποιητής λατινικών σε μια εποχή που οι σπουδαστές εξακολουθούσαν να μελετούν με μεγάλη όρεξη και όχι με τη σύγχρονη βιομηχανοποιημένη ανάγκη επαγγελματικής αποκατάστασης. Επροσωπούσε μια εποχή ουσιαστικής μελέτης στην οποία οι μαθητές έψαχναν το ιδανικό της ζωής στην αρχαιότητα. Ήταν επίσης γνωστός ως Ιταλός ποιητής, σύγχρονος του Ariosto.
Επίσης ήταν παραγωγικός μεταφραστής από τα ελληνικά. Εκδόσεις του Επίκτητου, του Ιπποκράτη, του Γαληνού, Ερωτικός του Πλούταρχου «και Χαρμίδης του Πλάτωνα» τον έκαναν να διακριθεί και ως συγγραφέας. Από όλες αυτές τις εργασίες, η πιο γενικά αποδεκτή από το κοινό της εποχής ήταν μια σειρά από δοκίμια σε μορφή διαλόγου για τη φιλολογία και την κριτική, που δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά το 1489 με τον τίτλο διάφορα (Miscellanea). Είχαν άμεσο και διαρκές αποτέλεσμα, επηρεάζοντας τους μελετητές του επόμενου αιώνα.
Ο Anthony Grafton γράφει ότι η «συνειδητή υιοθέτηση ενός νέου προτύπου ακρίβειας και ακρίβειας» του Πολιτσιάνo του επέτρεψε να αποδείξει ότι η μελέτη του ήταν κάτι νέο, κάτι ξεχωριστά καλύτερα από εκείνο της προηγούμενης γενιάς »:
Θεωρώντας ότι η μελέτη της αρχαιότητας είναι εντελώς άσχετη με την πολιτική ζωή και υπονοώντας ότι σε κάθε περίπτωση μόνο μια μικρή ελίτ θα μπορούσε να μελετήσει τον αρχαίο κόσμο με επαρκή αυστηρότητα, ο Poliziano έφυγε από την παράδοση των κλασικών σπουδών στη Φλωρεντία. Παλιότεροι ανθρωπιστές της Φλωρεντίας είχαν μελετήσει τον αρχαίο κόσμο για να γίνουν καλύτεροι άνδρες και πολίτες. Αντιθέτως, ο Poliziano επέμεινε κυρίως στην ανάγκη κατανόησης του παρελθόντος υπό το πρίσμα κάθε πιθανής σχετικής απόδειξης - και στην απόρριψη κάθε πεποίθησης για το παρελθόν που δεν στηριζόταν σε σταθερά θεμελιώδη τεκμήρια . . . [Αλλά] όταν έβαλε τα αρχαία έργα πίσω στο ιστορικό τους πλαίσιο, ο Poliziano απέκλειε κάθε σύγχρονη συνάφεια που μπορούσε να έχει. [15]
Τα λατινικά και ελληνικά έργα του περιλαμβάνουν:
Εντολέα του ιταλικού έργα είναι τα εξής:
Τα φιλοσοφικά του έργα είναι: