Άρης Αλεξάνδρου | |
---|---|
Ο Άρης Αλεξάνδρου περί το 1975 (σκίτσο) | |
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα γεννήσεως | Αριστοτέλης Βασιλειάδης |
Γέννηση | 24 Νοεμβρίου 1922[1][2] Αγία Πετρούπολη[3][1][2] |
Θάνατος | 2 Ιουλίου 1978[1][4][5] 13ο δημοτικό διαμέρισμα του Παρισιού[6] |
Αιτία θανάτου | έμφραγμα του μυοκαρδίου |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελλάδα |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γαλλικά Ρωσικά[1] νέα ελληνική γλώσσα[7][1] |
Σπουδές | Βαρβάκειος Σχολή |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | συγγραφέας[1] γλωσσολόγος μεταφραστής[1] ποιητής[1] |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Καίτη Δρόσου (1959–1978) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Άρης Αλεξάνδρου (πραγματικό όνομα: Αριστοτέλης Βασιλειάδης, Πετρογκράντ, 24 Νοεμβρίου 1922 - Παρίσι, 2 Ιουλίου 1978)[8] ήταν Έλληνας αντιστασιακός, ποιητής, πεζογράφος, και μεταφραστής έργων κυρίως της ρωσικής λογοτεχνίας.
Θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Έλληνες συγγραφείς, με πολύ σημαντικό μεταφραστικό έργο. Το μοναδικό μυθιστόρημά του, Το Κιβώτιο (1974), αποτιμάται ως «ένα πραγματικά σημαντικό έργο» της νεοελληνικής πεζογραφίας[9].
Γεννήθηκε στο Πετρογκράντ (σήμερα Αγία Πετρούπολη) το 1922. Ο πατέρας του, Βασίλης Βασιλειάδης, ήταν Έλληνας από την Τραπεζούντα και η μητέρα του, Πολίνα Αντόνοβνα Βίλγκελμσον, ήταν Ρωσίδα με καταγωγή από την Εσθονία[10]. Ο Αλεξάνδρου, που ως μητρική γλώσσα είχε τη ρωσική, ήρθε με την οικογένειά του στην Ελλάδα το 1928 και, αφού έμεινε δύο χρόνια στη Θεσσαλονίκη, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Αφού ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στη Βαρβάκειο Σχολή, το 1940 έδωσε εξετάσεις και πέρασε στην ΑΣΟΕΕ[11]. Εγκατέλειψε όμως σύντομα τη σχολή, επειδή δεν τον ενθουσίαζε το αντικείμενο των σπουδών του, για να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μετάφραση[10]. Ξεκίνησε να δουλεύει ως μεταφραστής στον εκδοτικό οίκο Γκοβόστη. Τότε χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το ψευδώνυμο «Άρης Αλεξάνδρου»[8], με το οποίο τελικά καθιερώθηκε.
Από την εποχή της μεταξικής δικτατορίας, ο Αλεξάνδρου, μαζί με τον Αντρέα Φραγκιά και άλλους φίλους, είχε δημιουργήσει έναν όμιλο μαρξιστικού προσανατολισμού, ο οποίος συνέχισε τη δράση του μέχρι τα πρώτα χρόνια της Κατοχής. Το 1941, ο όμιλος προσχώρησε στη Φοιτητική Κομμουνιστική Οργάνωση (ΦΚΟ), η οποία σχετίστηκε με την Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας (ΟΚΝΕ)[12] και εντάχθηκε στο ΕΑΜ Νέων[13]. Ο Αλεξάνδρου αποχώρησε πικραμένος από το ΕΑΜ Νέων το καλοκαίρι του 1942, έπειτα από τη διαγραφή τριών φίλων του και ηγετικών στελεχών της ΟΚΝΕ, λόγω των «υπερεπαναστατικών» θέσεων τους — ζητούσαν άμεση και μη μετωπική ένοπλη σύγκρουση με τους κατακτητές[14][15] από το ΕΑΜ, οι οποίοι ταυτόχρονα καταγγέλθηκαν ως «χαφιέδες»[16].
Το διάστημα της Κατοχής μετάφρασε τον ύμνο της Κομσομόλ στα Ελληνικά και συμμετείχε σε όλες τις μεγάλες εαμικές διαδηλώσεις της εποχής. Έλαβε μέρος με μαύρο περιβραχιόνιο στη διαδήλωση του ΕΑΜ στις 3 Δεκεμβρίου 1944 (αρχή των Δεκεμβριανών) και κατόπιν κρύβονταν με την οικογένειά του σε καταφύγια για πολίτες. Αργότερα συνελήφθη αιχμάλωτος από τις βρετανικές δυνάμεις και στάλθηκε στο στρατόπεδο πολιτικών κρατουμένων στην Ελ Ντάμπα της Λιβύης όπου, μαζί με τον πατέρα του, δήλωσαν στους διώκτες τους ότι ήταν «ΕΑΜίτες»[17]. Αφέθηκαν ελεύθεροι το 1945 και επέστρεψαν στην Ελλάδα.
Στην αρχή του Εμφυλίου κρυβόταν, βγαίνοντας από το κρησφύγετό του μόνο μια φορά την εβδομάδα, προκειμένου να συναντηθεί με την Καίτη Δρόσου, μετέπειτα σύζυγό του και τότε στρατολόγο και μέλος του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ[18][19]. Συνελήφθη τον Ιούλιο του 1948 και εκτοπίστηκε στον Μούδρο της Λήμνου (1948-49). Ύστερα από τη διάρρηξη των σχέσεων του Τίτο με το ΚΚΕ, πολιτικοί εξόριστοι τον κατηγόρησαν για «ηττοπάθεια», αφού προειδοποιούσε την ομάδα συμβίωσης: «Οφείλετε να πείτε στον κόσμο ότι θα μείνουμε είκοσι χρόνια σε αυτόν τον βράχο και όχι να βαράτε φανφάρες. Ο καθένας να αποφασίσει τι θα κάνει εν γνώσει […] Δε νικήσαμε και μπορεί να ηττηθούμε.»[20]
Μεταφέρθηκε στη Μακρόνησο (1948-49), όπου φοβούμενος ακρωτηριασμό και μόνιμη βλάβη από τα βασανιστήρια έκανε δήλωση μετανοίας, την οποία αργότερα ανακάλεσε, και στον Άγιο Ευστράτιο (1950-51). Το 1951 έμενε στην Αθήνα, στο Δουργούτι (Νέος Κόσμος). Το 1953 καταδικάστηκε ως ανυπότακτος στράτευσης δηλώνοντας στο στρατοδικείο (όπου είχε ως δικηγόρο τον Ηλία Ηλιού) «κομμουνιστής» με αποτέλεσμα τη φυλάκιση του. Τέθηκε σε απομόνωση από τους υπόλοιπους πολιτικούς κρατουμένους, έως τουλάχιστον το 1956 και τελικά αποφυλακίστηκε με αναστολή ποινής το 1958[21].
Με την επιβολή της δικτατορίας το 1967, διέφυγε στο Παρίσι, όπου για να επιβιώσει έκανε διάφορες δουλειές. Το 1968 έγραψε κείμενο με το όνομα Αντίπας Νετραλίτης[22] (neuter: ούτε ο ένας ούτε ο άλλος) όπου έγραφε και υπέρ της ένταξης της Ελλάδας στην Ενωμένη Ευρώπη ως διέξοδο ενάντια της διαμάχης ΕΣΣΔ και ΗΠΑ. [23].
Το 1975 δήλωσε σχετικά: «Δεν ανήκω σε κανένα κόμμα και σε καμιά πολιτική οργάνωση. Δεν είμαι μέλος καμιάς εκκλησίας. Δεν είμαι οπαδός καμιάς θρησκείας. […] Έχοντας περάσει από τα ξερονήσια και τις φυλακές, νιώθω πως είμαι συγκρατούμενος όχι μόνο με όσους υποφέρουν στα φασιστικά στρατόπεδα, μα και με όσους βασανίζονται στο Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ. Νιώθω αλληλέγγυος και συνυπεύθυνος με όσους αγωνίστηκαν, αγωνίζονται και θα αγωνιστούν εναντίον όλων των τυράννων, εστεμμένων και τραγιασκοφόρων, εναντίον όλων των δεσποτών, γαλονάδων και ρασοφόρων.»[24]
Πέθανε στη γαλλική πρωτεύουσα το 1978. Σύζυγός του, από το 1958, ήταν η δημοσιογράφος και ποιήτρια Καίτη Δρόσου, η οποία απεβίωσε στις 3 Φεβρουαρίου 2016, σε ηλικία 94 ετών, στο Παρίσι[25].
Η πρώτη ποιητική συλλογή του Άρη Αλεξάνδρου, με τίτλο Ακόμη τούτη η άνοιξη, εκδόθηκε τον Απρίλιο του 1946 σε 300 αντίτυπα και έλαβε ευνοϊκή κριτική[26] από τρεις αριστερές εφημερίδες της Αθήνας. Στα ποιήματα εκείνης της εποχής εξέφραζε τον θαυμασμό του για τον ΕΛΑΣ και την ΕΣΣΔ[27]. Ακολούθησε η Άγονος γραμμή (1952) και η Ευθύτης οδών (1959).
Στην ποίηση του Αλεξάνδρου υπάρχει έντονη η πικρία από τη διάψευση των ελπίδων, πικρία που χαρακτηρίζει την πλειοψηφία των ποιητών που έζησαν τον Ελληνικό Εμφύλιο. Συγχρόνως χαρακτηρίζεται από έντονη ειρωνεία που σε ορισμένα σημεία φτάνει στο σαρκασμό, ως προς όλα τα γνωστά κοινωνικά συστήματα.
Ο Αλεξάνδρου ασχολήθηκε επίσης με την μετάφραση έργων κλασικών και νεότερων Ρώσων συγγραφέων (μετέφρασε Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Τσέχωφ, Αχμάτοβα κ.ά.), αλλά και έργων Γάλλων, Αμερικανών και Άγγλων συγγραφέων.
Ο Άρης Αλεξάνδρου είναι όμως περισσότερο γνωστός για το μοναδικό μυθιστόρημα που έγραψε, Το κιβώτιο (1974). Στο βιβλίο αυτό, όπως και στο σύνολο του έργου του, φαίνεται η απομάκρυνση του συγγραφέα από τον κομματικό δογματισμό και η επιθυμία του για διαφύλαξη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
|isbn=
value: checksum (βοήθεια).