Ως άρνηση του Ολοκαυτώματος εννοείται η υποστήριξη της άποψης ότι το Ολοκαύτωμα, δηλαδή ο συστηματικός διωγμός και η γενοκτονία με την υποκίνηση του κράτους διαφόρων εθνικών, θρησκευτικών, κοινωνικών και πολιτικών ομάδων κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου από τη Ναζιστική Γερμανία και τους συνεργάτες της, συνέβη σε μικρότερο βαθμό απ' ό,τι είναι κοινώς αποδεκτό ή ακόμη και δεν συνέβη καθόλου. Πιο συγκεκριμένα, διατυπώνονται οι ισχυρισμοί ότι οι Ναζιστές δεν δολοφόνησαν έξι εκατομμύρια Εβραίους αλλά πολύ λιγότερους, μάλιστα οι θάνατοι Εβραίων υπό το ναζιστικό καθεστώς ήταν αποτέλεσμα των στερήσεων του πολέμου και επιδημίας τύφου και δεν οφείλονταν σε συστηματική δίωξη και θανάτωσή τους από το καθεστώς, ενώ η ύπαρξη θαλάμων αερίων είναι απλά ένας μύθος.[1] Οι περισσότεροι υποστηρικτές τέτοιων απόψεων θεωρούν ο «μύθος» του Ολοκαυτώματος «κατασκευάστηκε» και «προπαγανδίστηκε» για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του Σιωνιστικού κινήματος και να οδηγήσει στη δημιουργία ενός εβραϊκού κράτους, αλλά έχουν εκφραστεί και άλλες θεωρίες. Στο Δανικό Κέντρο μελετών Ολοκαυτώματος και Γενοκτονιών αναγράφεται: «Είναι πραγματικά δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι κάποιοι θα μπορούσαν να σκεφθούν (και να εκφράσουν) κάτι τόσο παράξενο όσο ο ισχυρισμός «Το Ολοκαύτωμα δεν συνέβη ποτέ». Παρόμοιος ισχυρισμός είναι ιδιαίτερα αντιφατικός και αμφισβητήσιμος - και σε ορισμένες χώρες και παράνομος, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία».[2]
Ανάμεσα στους αρνητές του Ολοκαυτώματος συγκαταλέγονται τόσο μεμονωμένα άτομα όσο και οργανωμένες ομάδες. Οι αρνητές του Ολοκαυτώματος δεν αποδέχονται τον όρο «αρνητές» ως όρο που περιγράφει σωστά το σύνολο των δραστηριοτήτων τους, αντίθετα υποστηρίζουν ότι ο σωστός όρος είναι «αναθεωρητές» (revisionists)[3] Αντίθετα, οι διανοούμενοι και οι ακαδημαϊκοί χρησιμοποιούν τον όρο «αρνητές» για να ξεχωρίσουν τα συγκεκριμένα άτομα ή ομάδες από τους αναθεωρητές ιστορικούς, οι οποίοι χρησιμοποιούν τις καθιερωμένες ιστορικές μεθόδους.[4] Η μεθοδολογία των αρνητών του Ολοκαυτώματος βασίζεται σε προδιαγεγραμμένα συμπεράσματα, τα οποία αγνοούν εκτεταμένες ιστορικές μαρτυρίες περί του αντιθέτου.[5]
Η ιδιαιτερότητα αυτής της άρνησης, που, όπως αναφέρθηκε, εντάσσεται στο κίνημα του «αναθεωρητισμού» (revisionism)[4] είναι ότι, αντίθετα από τις άλλες μορφές άρνησης - αναθεώρησης, που επικεντρώνονται στο «υπεραμύνεσθαι» της εθνικότητας ή της πολιτικής τοποθέτησης των αρνητών, η άρνηση της συγκεκριμένης σειράς γεγονότων στηρίζεται στην προκατάληψη ή και την εθελοτυφλία των αρνητών.[6] Αυτή η προκατάληψη στηρίζεται σε μια μορφή αντισημιτισμού, σύμφωνα με την οποία οι Εβραίοι έστησαν ένα κολοσσιαίο μύθο για να πραγματοποιήσουν τους δικούς τους σκοπούς,[1] ή και ακροδεξιού εξτρεμισμού.[2] Σχετικά με την προκατάληψη είναι γνωστό ότι υπάρχουν άτομα ή ομάδες που μισούν τους Εβραίους, όπως άλλοι μισούν τους έγχρωμους, τους Ασιάτες, τους αλλόθρησκους κ.τλ. Έχουν κάνει έργο ζωής το μίσος προς τους Εβραίους, υποκαθιστώντας τους από μακρού θανόντες ναζιστές και, όσο περισσότερος κόσμος πληροφορηθεί τις απόψεις τους, τόσο το καλύτερο.[6]
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν ομάδες και άτομα που, ενώ δέχονται ως πράξη το Ολοκαύτωμα, καταβάλλουν σημαντικές προσπάθειες για να αιτιολογήσουν - δικαιολογήσουν αυτή την πράξη. Ομάδες, π.χ., που είναι αντίθετες προς την ύπαρξη και τα κινήματα ομοφυλοφίλων, αντιτίθενται στην παρουσία μεταναστών και στην παρουσία εγχρώμων και χρησιμοποιούν το Ολοκαύτωμα, που απέχει ελάχιστα από τον αντισημιτισμό, για να προσελκύσουν περισσότερους οπαδούς (κυρίως νέους) στις αντιλήψεις αυτές.[7]
Μια τρίτη ομάδα απαρτίζεται από άτομα αλλά και κυβερνήσεις (κυρίως του αραβικού κόσμου) που αντιτίθενται και αμφισβητούν την ύπαρξη του κράτους του Ισραήλ.[8]
Με τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, πολλοί από τους πρώην ηγέτες της SS διέφυγαν από τη Γερμανία και άρχισαν να χρησιμοποιούν τις προπαγανδιστικές τους ικανότητες για να υπερασπιστούν τις πράξεις τους (αν και οι επικριτές τους αναφέρονται στις προσπάθειες αυτές ως «ξαναγράψιμο της Ιστορίας»). Λίγο μετά τον Πόλεμο άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα κείμενα με τα οποία γινόταν προσπάθεια άρνησης του Ολοκαυτώματος.[9]
Η πρώτη σημαντική φυσιογνωμία που εμφανίστηκε στην Ευρώπη να αμφισβητεί το Ολοκαύτωμα στη Γαλλία ήταν ο Πωλ Ρασσινιέ. Ήταν διδάσκαλος σε σχολείο αρρένων στο Μπελφόρ. Αρχικά (πριν τον Β' Παγκόσμιο) ήταν πολιτικά τοποθετημένος στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας, στο οποίο προσχώρησε λίγο μετά την ίδρυσή του (1922) το 1924. Αποχώρησε όταν επέστρεψε από τη στρατιωτική του θητεία στο Μαρόκο το (1926-28), η οποία φαίνεται να έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα πολιτική του τοποθέτηση και πορεία.[10] Το 1932 προσχώρησε στο Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (SFIO), ενώ υποστήριξε με όλες του τις δυνάμεις τη Συμφωνία του Μονάχου το 1938. Διαμαρτυρήθηκε έντονα για το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ - Μολότωφ του 1939. Έντονα αντικομμουνιστής και ειρηνιστής, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στη Γαλλία προσχώρησε στη γαλλική αντίσταση (1942) και εξέδιδε την αντιστασιακή εφημερίδα IVe Republique. Το 1943 συνελήφθη από τους Γερμανούς και υπέστη βασανιστήρια προκειμένου να παράσχει πληροφορίες. Τελικά μεταφέρθηκε στο Στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ, απ' όπου μεταφέρθηκε στο Στρατόπεδο συγκέντρωσης Μίτελμπαου - Ντόρα, περνώντας το μεγαλύτερο μέρος της κράτησής του στα αναρρωτήρια. Όταν απελευθερώθηκε επέστρεψε στη Γαλλία σε φορείο και θεωρήθηκε ολοσχερώς ανάπηρος. Στις εκλογές της Συντακτικής Βουλής εξελέγη βουλευτής στο Μπελφόρ με το SFIO αλλά το 1946 έχασε τις εκλογές για τη νομοθετική Βουλή και αποσύρθηκε από την πολιτική, αρχίζοντας να επανεξετάζει τις εμπειρίες του κατά τη διάρκεια της κράτησής του. Θάνατοι και εκτελέσεις κρατουμένων συνέβαιναν σε καθημερινή βάση, αλλά καθώς το Μπούχενβαλντ δεν ήταν στρατόπεδο εξόντωσης, δεν διέθετε θαλάμους αερίων. Αυτό που ποτέ δεν παραδέχτηκε ο Ρασσινιέ ήταν η ύπαρξη στρατοπέδων εξόντωσης στην Πολωνία, στρατοπέδων δηλαδή που στόχευαν να εξοντώσουν τους Εβραίους απαλλάσσοντας τον γερμανικό λαό από την παρουσία τους.[11] Το 1951 ο Ρασσινιέ προσχώρησε στην εκδοτική ομάδα του ακροδεξιού περιοδικού Rivarole (γεγονός που κράτησε μυστικό και εργαζόταν εκεί με ψευδώνυμο) ενώ ήδη από το 1950 είχε κυκλοφορήσει το βιβλίο του Le Mensonge d'Ulysse (Το Ψέμα του Οδυσσέα), στο οποίο κατηγορούσε τους κομμουνιστές ότι συνέβαλαν στις εκτελέσεις μέσα στα στρατόπεδα περισσότερο κι από τους ίδιους τους άνδρες της SS.[10] Το 1954, έχοντας αρθρογραφήσει σε εφημερίδες όπως η Le Monde libertaire, La Voix de la Paix, Défense de l'Homme, κέρδισε σημαντική φήμη, την οποία διατήρησε και όταν άρχισε να καταγγέλλει τόσο την κυβέρνηση Πιέρ Μεντέ (Pierre Mendès) όσο και τις τράπεζες που υποτίθεται διοικούνταν από Εβραίους. Το 1961, όμως, η κατάσταση ανατράπηκε, καθώς μερικοί Γερμανοί αναρχικοί κατήγγειλαν ότι επρόκειτο να εκδώσει το Ψέμα του Οδυσσέα σε γερμανική μετάφραση στον εκδοτικό οίκο του Γερμανού νεοναζιστή K.H. Priester. Παράλληλα αποκαλύφθηκε και η συμμετοχή του στο «Rivarole».[10] Από το 1961 εκδίδει όλα του τα έργα σε εκδοτικούς οίκους της άκρας δεξιάς, όπως η Librairie Française, οι Nouvelles éditions latines αλλά, και κυρίως, στον οίκο Sept couleurs, που διευθυνόταν από τον Μωρίς Μπαρντές (Maurice Bardèche), που αυτοπροσδιοριζόταν ως φασίστας συγγραφέας.[10] Ένα χρόνο πριν το θάνατό του ήρθε σε επαφή με τον σημαντικό μετέπειτα αρνητή του Ολοκαυτώματος Ρομπέρ Φωρισσόν (Robert Faurisson), ο οποίος ήταν ο πρώτος που ανέφερε τον όρο «αναθεωρητές» και όχι «αρνητές» για όσους δεν δέχονταν το Ολοκαύτωμα. Ο Ρασσινιέ δεν δέχτηκε ποτέ ότι έγιναν θανατώσεις σε θαλάμους αερίων, ενώ ισχυριζόταν ότι το Ολοκαύτωμα ήταν, στην πραγματικότητα, μια πολιτική και οικονομική απάτη, οργανωμένη από τους Εβραίους μετά τη λήξη του Πολέμου.[10]
Ένας από τους πρώτους συγγραφείς που εμφανίστηκαν να αρνούνται το Ολοκαύτωμα ήταν ο Αμερικανός Χάρι Έλμερ Μπαρνς (Harry Elmer Barnes), ο οποίος αρχικά ήταν σημαντικός ιστορικός. Προς το τέλος της ζωής του στράφηκε προς την άρνηση του Ολοκαυτώματος. Ο Μπαρνς έγινε γνωστός κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου ως αντιπολεμικός συγγραφέας και πρωτοπόρος στο κίνημα των αναθεωρητών. Από το 1924 και εντεύθεν συνεργάστηκε στενά με το Κέντρο Μελετών των αιτίων των Πολέμων. Το Κέντρο αυτό έδρευε στο Βερολίνο και το χρηματοδοτούσε μυστικά η γερμανική κυβέρνηση. Επικεφαλής του Κέντρου ήταν ένας πρώην ακτιβιστής, ο ταγματάρχης Άλφρεντ φον Βέγκερερ (Alfred von Wegerer). Σκοπός του Κέντρου ήταν να αποδείξει ότι η Γερμανία ήταν το θύμα της επιθετικότητας των Συμμάχων το 1914 (έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου).[12] Ύστερα από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Μπαρνς πείστηκε ότι οι συμμαχίες που είχαν συναφθεί τόσο κατά της Γερμανίας όσο και κατά της Ιαπωνίας, του Ολοκαυτώματος συμπεριλαμβανομένου, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από πολεμική προπαγάνδα, η οποία χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογήσει την ανάμιξη των ΗΠΑ στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.[13] Το 1962 ο Μπαρνς εξέδωσε φυλλάδιο με τον τίτλο Revisionism and Brainwashing (Αναθεωρητισμός και πλύση εγκεφάλου), στο οποίο ισχυριζόταν ότι «υπάρχει έλλειψη σοβαρής εναντίωσης ή κοινά αποδεκτής αντίκρουσης στις περί ωμοτήτων αφηγήσεις και άλλων τρόπων ταπείνωσης του γερμανικού εθνικού χαρακτήρα και συμπεριφοράς». Κατά την άποψή του «υπάρχει κενό στην ακριβή υπόδειξη των ωμοτήτων που οι Σύμμαχοι διέπραξαν - και ήταν πολύ πιο κτηνώδεις, οδυνηρές, θανάσιμες και πολυπληθείς, συγκρινόμενες με τις γερμανικές».[14] Το φυλλάδιο αυτό ήταν η απαρχή και ο Μπαρνς άρχισε να εγκωμιάζει τον Γάλλο Πωλ Ρασσινιέ (Paul Rassinier), επίσης αρνητή του Ολοκαυτώματος, τον οποίο αποκαλούσε «διακεκριμένο ιστορικό» και για τον οποίο ισχυριζόταν ότι είχε αποκαλύψει τις «υπερβολές των ιστοριών περί ωμοτήτων».[13] Στο άρθρο Zionist Fraud ο Μπαρνς, κάνοντας κριτική στο βιβλίο του Ρασσινιέ The Drama of the European Jews, αναφέρει: «Ο θαρραλέος συγγραφέας κατηγορεί, κατά κύριο λόγο, για την εσφαλμένη αναπαράσταση αυτούς που οφείλουμε να αποκαλέσουμε "απατεώνες των κρεματορίων", τους Ισραηλινούς πολιτικούς, που αποκόμισαν δισεκατομμύρια μάρκα από ανύπαρκτα, μυθικά και φανταστικά πτώματα, ο αριθμός των οποίων διογκώθηκε και παραμορφώθηκε με ανέντιμο τρόπο.» Χρησιμοποιώντας τον Ρασσινιέ ως πηγή ο Μπαρνς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Γερμανία υπήρξε θύμα της επιθετικότητας των Συμμάχων τόσο κατά το 1914 όσο και κατά το 1939 και το Ολοκαύτωμα δεν είναι τίποτε περισσότερο από προπαγάνδα κατά της Γερμανίας.
Ακολουθώντας το «παράδειγμα» του Μπαρνς και άλλοι συγγραφείς οπαδοί της ελεύθερης θέλησης (libertarians) ασχολήθηκαν με τον αντιπολεμικό ρεβιζιονισμό, όπως ο Τζέιμς Μάρτιν (James J. Martin) άρχισαν να υιοθετούν στάση αμφισβήτησης του Ολοκαυτώματος. Οι περισσότεροι, όμως, αν και διατηρούν τον σεβασμό τους προς τα γραπτά του Μπαρνς, απορρίπτουν την άρνηση του Ολοκαυτώματος.[15]
Το 1978 ο Ουίλις Κάρτο (Willis Carto), εμβληματική φυσιογνωμία της ακροδεξιάς, ίδρυσε το Institute for Historical Review (IHR, Ίδρυμα για την Ιστορική Ανασκόπηση) ως οργάνωση αφοσιωμένη στη δημόσια αμφισβήτηση της κοινά αποδεκτής ιστορίας του Ολοκαυτώματος και εξέδωσε, μέσω αυτής, το περιοδικό The Journal of Historical Review, ενώ δημιούργησε και τον εκδοτικό οίκο Noontide Press ως κέντρο εκτύπωσης και διανομής. Το ψευδοακαδημαϊκό αυτό ίδρυμα αποτέλεσε ρεβιζιονιστικό ερευνητικό κέντρο που ισχυρίζεται ότι η κοινά αποδεκτή ιστορία εξόντωσης των Εβραίων από τους Ναζί στηρίζεται σε μύθο. Το Ίδρυμα προέβη σε εκδόσεις με τίτλους όπως «Auschwitz, True or Lie - An Eyewitness Report», «Hitler at My Side», «For Fear of the Jews» και επανεξέδωσε κλασικά αντισημιτικά έργα με θεωρίες συνωμοσίας, όπως αυτά της Νέστα Ουέμπστερ (Nesta Webster) και του Τζων Μπίτυ (Jοhn Beaty). Εξέδωσε επίσης υλικό στο οποίο εγκωμιάζονται οι Ναζί του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και κάποιες προναζιστικές φυσιογνωμίες, ενώ παρουσιάζονται μάχες του Πολέμου από τη γερμανική σκοπιά, όπως στα βιβλία «Hitler's Gladiator» και «Adolf Hitler: The Unknown Artist».[16] Σε μια προσπάθεια να θεμελιώσει τη συμπερίληψή του στην ευρεία παράδοση του ιστορικού αναθεωρητισμού κατάφερε να έχει ως συνεργάτες υποστηρικτές που δεν είχαν νεοναζιστικό υπόβαθρο, όπως ο Τζέιμς Μάρτιν και ο Σάμουελ Έντουαρντ Κόνκιν ΙΙΙ (Samuel Edward Konkin III). Προώθησε, επίσης, τις εργασίες του Ρασσινιέ και του Μπαρνς, ιδιαίτερα του τελευταίου, επανεκδίδοντας όσες είχαν εξαντληθεί μετά τον θάνατο του δημιουργού τους, θέλοντας να καταδείξει ότι η άρνηση του Ολοκαυτώματος είχε πολύ ευρύτερη βάση από αυτή των Νεοναζιστών. Μολονότι ο κατάλογος εκδόσεων του IHR περιλάμβανε και εργασίες επί άλλων θεμάτων και πωλούσε βιβλία εξεχόντων ιστορικών, η πλειονότητα του υλικού που εξέδιδε ήταν αφιερωμένη στην αμφισβήτηση των γεγονότων γύρω από το Ολοκαύτωμα.[17] Με τον τρόπο αυτό το IHR έγινε ένας από τους σημαντικότερους οργανισμούς που είχαν αφοσιωθεί στην άρνηση του Ολοκαυτώματος. Σχετικά πρόσφατα και ύστερα από ισχυρές εσωτερικές διαμάχες, ο Κάρτο εκδιώχθηκε από το Ίδρυμα, επικεφαλής του οποίου ανέλαβε ο Μαρκ Ουέμπερ (Mark Weber). Ο Κάρτο, ύστερα από την εκδίωξή του, προχώρησε στην έκδοση του περιοδικού Barnes Review, το οποίο είναι επίσης αφιερωμένο στην άρνηση του Ολοκαυτώματος.
Παρά το ότι στην επίσημη ιστοσελίδα του το Ίδρυμα ανέγραφε, το 2007, ότι «δεν αρνείται το Ολοκαύτωμα»,[18] στην ανάλογη σημερινή ιστοσελίδα του κάτι τέτοιο δεν αναγράφεται πλέον με ευκρίνεια κάτι παρόμοιο, αλλά μόνον ότι «το Ίδρυμα σταθερά αντιτίθεται σε όλες τις μορφές φανατισμού», (In fact, the IHR steadfastly opposes bigotry of all kinds) όταν αντικρούει τους ισχυρισμούς περί άρνησης του Ολοκαυτώματος.[19]
Το 1987 ο Μπράντλεϊ Σμιθ (Bradley R. Smith), πρώην διευθυντής του IHR δημιούργησε την «Επιτροπή Ανοικτής Συζήτησης για το Ολοκαύτωμα» (Committee for Open Debate on the Holocaust (CODOH)).[20] Στις ΗΠΑ η επιτροπή αυτή, της οποίας ο Σμιθ είναι το μόνο μέλος, προσπάθησε κατ' επανάληψη να δημοσιεύσει καταχωρίσεις στις εφημερίδες, αναρωτώμενη αν το Ολοκαύτωμα πράγματι συνέβη, εστιάζοντας μάλιστα στις εφημερίδες των Πανεπιστημιουπόλεων. Οι προσπάθειες αυτές ήταν το επακόλουθο της πρόκλησης του Σμιθ προς τους πανεπιστημιακούς και διανοούμενους «να κατονομάσουν έστω ένα θύμα των θαλάμων αερίων». Η κοινότητα των διανοουμένων δεν ενεπλάκη, όπως ήταν φυσικό, σε διαμάχη προς απάντηση του ερωτήματος του Σμιθ.[21] Μερικές από τις εφημερίδες αποδέχθηκαν τη δημοσίευση των πληρωμένων καταχωρίσεων του Σμιθ, κάποιες άλλες τις απέρριψαν. Η εφημερίδα Harvard Crimson δημοσίευσε την πληρωμένη καταχώριση του Σμιθ, η οποία επικρίθηκε τόσο άμεσα και ισχυρά, ώστε ο εκδότης αναγκάστηκε να δημοσιεύσει απολογητικό άρθρο, στο οποίο ισχυρίστηκε ότι επρόκειτο περί λάθους.[22] Ο ίδιος ο Μπράντλεϊ δηλώνει ότι δεν θέλει πλέον να χάνει χρόνο με ενηλίκους, αλλά προτιμά να στραφεί προς τους σπουδαστές, που αποτελούν «κενά δοχεία προς πλήρωση».[23] Ορισμένες από τις δημοσιεύσεις του Σμιθ ότι το Ολοκαύτωμα δεν συνέβη ποτέ, πέρασαν ασχολίαστες, άλλες όμως προκάλεσαν δημοσίευση σημαντικών σχολίων τόσο από καθηγητές όσο και από σπουδαστές.[24]
Ο ασχολούμενος με την επεξεργασία φωτογραφιών Ερνστ Τσύντελ (Ernst Zündel), έχοντας ως βάση το Τορόντο στον Καναδά και διαθέτοντας ένα μικρό εκδοτικό οίκο, υπό την επωνυμία «Samisdat Publishing», εξέδιδε και διένειμε υλικό το οποίο εμπεριείχε κείμενα με τα οποία γινόταν άρνηση του Ολοκαυτώματος. Η σημαντικότερη έκδοσή του ήταν το βιβλίο Did Six Million Really Die? (Πέθαναν πράγματι έξι εκατομμύρια;) του Βρετανού ηγετικού στελέχους των νεοναζί Ρίτσαρντ Χάργουντ (Richard Harwood (γνωστού με το ψευδώνυμο Ρίτσαρντ Βάρραλ (Richard Verrall)). Σε αυτό προβαλλόταν ο ισχυρισμός ότι οι Εβραίοι δεν εξοντώθηκαν, αλλά διευκολύνθηκαν να μεταναστεύσουν από την αγαθοεργή ναζιστική κυβέρνηση. Το βιβλίο απαγορεύτηκε σχεδόν παντού, αλλά επανεμφανίστηκε μέσω Διαδικτύου.[25] Το 1985 ο Τσύντελ δικάστηκε βάσει του άρθρου 181 του καναδικού Ποινικού Κώδικα από δικαστήριο του Τορόντο και καταδικάστηκε σε 15μηνη φυλάκιση «για τη διάδοση και έκδοση υλικού το οποίο αρνείτο το Ολοκαύτωμα».[26] Βασικός μάρτυρας στη δίκη αυτή ήταν ο διακεκριμένος ερευνητής του Ολοκαυτώματος Ραούλ Χίλμπεργκ. Ύστερα από αυτό ο Τσύντελ έλαβε αξιόλογη δημοσιότητα και ορισμένοι ακτιβιστές υπεραμύνθηκαν του δικαιώματός του να εκδίδει ελεύθερα τη γνώμη του. Το 1988 η δίκη επαναλήφθηκε με νέα καταδίκη του. Η δίκη αυτή είναι αξιοσημείωτη λόγω της παρουσίας των Φρεντ Λόιχτερ (Fred A. Leuchter), του Ντέιβιντ Ίρβιν (David Irving) και του Ρομπέρ Φωρισσόν (Robert Faurisson) ως μαρτύρων υπεράσπισης, ενώ συνήγορος υπεράσπισης ήταν η Μπάρμπαρα Κουλάσκα (Barbara Kulaszka), συνεργάτης του IHR[27] Ο Λόιχτερ παρουσίασε μια ψευδοεπιστημονική αναφορά ως πειστήριο υπεράσπισης, η οποία εκδόθηκε το 1988 στον Καναδά από την Samisdat Publishers (του Τσύντελ) και, το 1989, από τον εκδοτικό οίκο Focal Point Publishing του Ίρβιν. Το 1992 ο Ίρβιν ανέφερε ότι ο Τσύντελ «ήταν ένας από τους φίλους του στο Οντάριο» και τον περιέγραψε ως «μάρτυρα».[28] Τελικά η καταδίκη του Τσύντελ αναιρέθηκε, όχι ως εσφαλμένη απόφαση αλλά επειδή το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά έκρινε το άρθρο 181 ως αντισυνταγματικό.[26]
Στην «αναφορά Λόιχτερ» υποστηριζόταν ότι ύστερα από έρευνες που έγιναν στα τοιχώματα των υποτιθέμενων θαλάμων αερίων στο Άουσβιτς και σε άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης, δεν βρέθηκαν υπολείμματα κυανιούχων αλάτων (και ιδιαίτερα σιδηροκυανιούχου σιδήρου γνωστού ως «πρωσσικό μπλε», που δίνει βαθιά μπλε απόχρωση στα τοιχώματα), γεγονός που αποδεικνύει ότι οι θάλαμοι αυτοί δεν ήταν δυνατό να έχουν χρησιμεύσει ως κέντρα μαζικών εξοντώσεων. Η αναφορά αυτή ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την ιατροδικαστική έρευνα των Πολωνών ερευνητών Markiewicz, Gubala και Labedz, που κατέδειξε σημαντικά ίχνη κυανιούχων αλάτων σε εγκαταστάσεις του Άουσβιτς. Αντίθετα με την έρευνα των προηγουμένων, που περιλάμβανε χημικές αναλύσεις, η αναφορά Λόιχτερ κάνει λόγο «για μη ορατά σημάδια της μπλε απόχρωσης των κυανιούχων αλάτων».[29] Επίσης, αυτή η κατηγορία κυανιούχων (σιδηροκυανιούχα σύμπλοκα) αλάτων δεν είναι απαραίτητο να σχηματίζεται απλά με την παρουσία υδροκυανίου στην ατμόσφαιρα. Η διάψευση αυτή είχε ως συνέπεια την απαλλαγή του Λόιχτερ ως ειδικού μάρτυρα στο δικαστήριο, καθώς δεν είχε ούτε τα προσόντα ούτε την εμπειρία για παρόμοια καθήκοντα.
Σήμερα ο Τσύντελ διαθέτει ιστοχώρο, τον οποίο χειρίζεται κατά κύριο λόγο η σύζυγός του Ίνγκριντ Ρίμλαντ, από τον οποίο εκθέτει τις απόψεις του.[30] Τον Ιανουάριο του 2002 το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Καναδά εξέδωσε επίσημη απόφαση επί καταγγελίας για τον συγκεκριμένο ιστοχώρο, ο οποίος διαπιστώθηκε ότι παραβίαζε την Καναδική Διακήρυξη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το Δικαστήριο έδωσε εντολή στον Τσύντελ να σταματήσει να δημοσιεύει στον ιστοχώρο μηνύματα που εγείρουν μίσος. Τον Φεβρουάριο του 2003 η υπηρεσία INS (Immigration and Naturalization Service) των ΗΠΑ συνέλαβε τον Τσύντελ στο Τενεσσί για παραβίαση του νόμου περί μετανάστευσης και τον εξέδωσε ύστερα από λίγες ημέρες στον Καναδά, όπου προσπάθησε να τεθεί υπό καθεστώς φυγάδα, χωρίς εν τούτοις να το καταφέρει, καταλήγοντας στη φυλακή. Την 1η Μαρτίου 2005, όμως, ο Τσύντελ εκδόθηκε στη χώρα καταγωγής του, τη Γερμανία, όπου δικάστηκε για διασπορά προπαγάνδας μίσους. Στις 15 Φεβρουαρίου 2007 ο Τσύντελ καταδικάστηκε σύμφωνα με τον Νόμο Volksverhetzung της Ομοσπονδιακής Γερμανίας για προπαγάνδα που εγείρει μίσος κατά μερίδας του πληθυσμού και καταδικάστηκε με το μέγιστο της προβλεπόμενης ποινής (5 έτη φυλάκισης).
Το πρόβλημα που έθεσε η υπόθεση Τσύντελ είναι ακριβώς το πρόβλημα της δημοσιότητας και όχι απλά η δημοσιοποίηση των απόψεων των αρνητών του Ολοκαυτώματος. Η υπερασπιστική γραμμή του Τσύντελ αποπειράθηκε να καταδείξει ότι το Ολοκαύτωμα δεν συνέβη. Αυτό σημαίνει ότι τα γεγονότα του Ολοκαυτώματος ήταν αυτά που δικάζονταν στην πραγματικότητα:[31] «Αν τα δικαστήρια μετατρέπονταν σε φόρα όπου οι αρνητές του Ολοκαυτώματος θα είχαν τη δυνατότητα να αντιδικήσουν με ιστορικούς σχετικά με την ύπαρξη ή μη του Ολοκαυτώματος, αυτό ακριβώς θα ήταν μια άμεση υποστήριξη της άποψης των αρνητών ότι παρόμοιες αντιδικίες έχουν σημαντικό νόημα, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτε που να μπορεί να τεθεί σε αντιπαράθεση», όπως αναγράφεται στην έκθεση των Anthony Julius, Geoffrey Bindman et. al.: Combating Holocaust denial through law in the United Kingdom.[31]
Τη σκυτάλη στη Γαλλία ύστερα από τον Ρασσινιέ παρέλαβε ο πανεπιστημιακός Ρομπέρ Φωρισσόν (Robert Faurisson). Γεννημένος στο Λονδίνο το 1929 από Γάλλο πατέρα και Σκωτσέζα μητέρα, ο Φωρισσόν σπούδασε στη Σορβόννη απ' όπου έλαβε το διδακτορικό του και τοποθετήθηκε, το 1978, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Λυών. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 συνάντησε τον Ρασσινιέ (ένα χρόνο πριν αυτός πεθάνει) και επηρεάστηκε από τις θεωρίες του, χωρίς όμως να εκδηλώσει εκείνη την εποχή αυτή την επίδραση. Η απαρχή έγινε όταν, το 1974, ο Φωρισσόν απέστειλε στον διευθυντή του «Yad Vashem», της ισραηλινής αρχής για την ανάμνηση του Ολοκαυτώματος, μια προκλητική επιστολή, στην οποία εξέθετε πολλά από τα επιχειρήματά του, που αργότερα εμφανίστηκαν στα άρθρα και στα βιβλία του, σχετικά με την άρνηση του Ολοκαυτώματος.[32]
Ανάμεσα στα άλλα ανέγραφε ότι αρχειακές έρευνες που διεξήγαγε τον έπεισαν ότι οι Ναζί ουδέποτε είχαν σχεδιάσει τη συστηματική εξόντωση των Εβραίων. Οι Ναζί που κατηγορήθηκαν ότι έλαβαν μέρος στην εξόντωση, όπως ο διοικητής του Άουσβιτς Ρούντολφ Ες έδωσαν καταθέσεις που περιείχαν τόσες αντιφάσεις, που εύκολα θα μπορούσαν να διαψευσθούν. Ο Φωρισσόν γίνεται ενεργό μέλος του IHR αμέσως μετά την ίδρυσή του, στα τέλη της δεκαετίας του '70, αρθρογραφεί και συγγράφει βιβλία και βοηθά με κάθε τρόπο τους συναδέλφους του αρνητές που αντιμετωπίζουν νομικά προβλήματα. Κατέθεσε ως μάρτυρας και στις δύο δίκες του Τσύντελ και ήταν αυτός που πρότεινε ως «ειδικό μάρτυρα» τον Λόιχτερ.[32] Οι παρεμβάσεις του αυτές οδήγησαν στη δημιουργία της «Αναφοράς Λόιχτερ» που αποτελεί ένα από τα πλέον διαδεδομένα κείμενα της άρνησης του Ολοκαυτώματος, καθώς αρνείται την ύπαρξη των θαλάμων αερίων. Επεκρίνει επίσης τη γνησιότητα του ημερολογίου της Άννας Φρανκ.
Η συγγραφέας Ναντίν Φρεσκό αναφέρει σχετικά: «Όταν άνοιξα την εφημερίδα Le Monde στη σελίδα 8 του φύλλου της 28ης Δεκεμβρίου βρήκα ένα κείμενο, που υπέγραφε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Λυών2 και κατέληγε με τη φράση: 'Η ανυπαρξία των 'θαλάμων αερίων' είναι πολύ καλό νέο για την ταλαίπωρη ανθρωπότητα. Ένα καλό νέο που θα ήταν λάθος να παραμείνει κρυμμένο για περισσότερο χρόνο'».[33] Δεδομένης της θέσης του Φωρισσόν σε Πανεπιστήμιο υψηλού κύρους, η άρνηση αυτή προκάλεσε την εμφάνιση σημαντικών κριτικών από πλευράς Γάλλων λογίων, με προεξάρχοντα τον διακεκριμένο Γάλλο ιστορικό Πιέρ Βιντάλ-Νακέ (Pierre Vidal-Naquet). Ο Φωρισσόν αρχικά υποστηρίχθηκε από λογίους τόσο της άκρας δεξιάς όσο και της άκρας αριστεράς, ενώ ο γνωστός φιλόσοφος Νόαμ Τσόμσκι υπερασπίστηκε την άποψη ο Φωρισσόν πρέπει να έχει την ελευθερία του λόγου του.[34] Εν τούτοις, η δυνατότητα του Φωρισσόν να διασπείρει τις ιδέες του περιορίστηκε σημαντικά όταν το γαλλικό Νομοθετικό Σώμα ψήφισε τον αποκαλούμενο «Νόμο Gayssot» κατά της άρνησης του Ολοκαυτώματος το 1990. Με βάση αυτό το νόμο, ο Φωρισσόν διώχθηκε δικαστικά, καταδικάστηκε και πλήρωσε πρόστιμο το 1991. Το ίδιο επίσης έτος απολύθηκε από το ακαδημαϊκό του αξίωμα.
Παρά ταύτα και μολονότι η άρνηση του Ολοκαυτώματος έχει όλο και λιγότερους οπαδούς κατά την τελευταία χρονική περίοδο, δεν πτοήθηκε ούτε από την απογύμνωση των ισχυρισμών του, σύμφωνα με το δικαστήριο, κατά τη δίκη του Ντέιβιντ Ίρβιν το 2000 και συνεχίζει τον αγώνα του υπέρ της άρνησης. Το 2001 δημοσίευσε άρθρο στο οποίο αντιμαχόταν "τη δημιουργία του εβραϊκού μύθου του Ολοκαυτώματος, ενώ το 2006 έδωσε συνέντευξη στην Τεχεράνη, στον απόηχο του Συνεδρίου για το Ολοκαύτωμα που διεξήχθη εκεί.[35]
Το 1976 ο Αμερικανός πανεπιστημιακός καθηγητής Άρθουρ Μπουτζ (Arthur R. Butz) εξέδωσε το βιβλίο Η απάτη του 20ού αιώνα, το οποίο αποτέλεσε ορόσημο για τους αρνητές του Ολοκαυτώματος. Σε αυτό ο συγγραφέας προσπάθησε να προσδώσει στην εργασία του τη σοβαρότητα της δημιουργίας ενός διανοούμενου, ώστε η άρνηση του Ολοκαυτώματος να προσλάβει το κύρος ενός εγχειρήματος με ιστορικές βάσεις. Η διαφορά του από τις ως τότε εκδόσεις ήταν ότι το βιβλίο διέθετε υποσημειώσεις, βιβλιογραφία και γενικά τα χαρακτηριστικά έκδοσης ενός λόγιου ιστορικού βιβλίου. Περιλάμβανε, επίσης, τις νεότερες απόψεις για το Ολοκαύτωμα και, αντίθετα από τις υπόλοιπες εκδόσεις, παρουσιαζόταν ως αντικειμενικός σκοπός ενός διανοούμενου.[36] Σε αυτό ισχυριζόταν ότι μετά το τέλος του Πολέμου αγνοούνταν μόνο 350.000 Εβραίοι και, προχωρώντας ακόμη περισσότερο, αναφέρει ότι αρκετοί από αυτούς δεν ήταν πραγματικά αγνοούμενοι, αλλά απλά είχαν χάσει την επαφή με τις οικογένειές τους. Μόνο 200.000 περίπου εκτελέστηκαν από τους Ναζί κατά τη διάρκεια του Πολέμου. Πολλοί άλλοι, επίσης, δεν εκτελέστηκαν αλλά στην πραγματικότητα διέφυγαν, ως παράνομοι μετανάστες στις ΗΠΑ, άλλαξαν ταυτότητα και απορροφήθηκαν από τον αμερικανικό λαό χωρίς να αφήσουν κανένα ίχνος από το παρελθόν τους. Τα «έξι εκατομμύρια» θυμάτων είναι αριθμός - αποκύημα φαντασίας των Σιωνιστών.[37] Στο βιβλίο του χρησιμοποιούσε, επίσης, χαρακτηρισμούς για τις μαρτυρίες περί του Ολοκαυτώματος όπως «υστερικές», «παράλογες», «παλαβές», «ανοησίες» κτλ. Οι Σιωνιστές, σύμφωνα με τον Μπουτζ, είχαν παραχαράξει τεράστιο αριθμό εγγράφων, προκειμένου να δημιουργήσουν τη βάση για τη μεγαλύτερη απάτη του 20ού αιώνα. Οι μέθοδοι που χρησιμοποίησε, εν τούτοις, για να στηρίξει όσα ανέγραφε, ήταν οι κλασικές όλων των αρνητών: Όλες οι μαρτυρίες των αυτοπτών απορρίπτονται ως ψευδείς, οι μαρτυρίες είναι ασήμαντες μπροστά στα έγγραφα, ορισμένοι από τους εγκληματίες Ναζί δήλωσαν ένοχοι στα δικαστήρια για λόγους τακτικής. Επιπλέον, όλα τα έγγραφα που στηρίζουν το Ολοκαύτωμα ως σύνολο συμβάντων είναι χαλκευμένα είτε φέρουν πολιτικές αποχρώσεις. Φυσικά, όσα έγγραφα υποστηρίζουν τις απόψεις του Μπουτζ είναι γνήσια. Αν σε μια μαρτυρία διαπιστωθεί κάποιο σφάλμα, ολόκληρη η μαρτυρία απορρίπτεται ως αναξιόπιστη. Με παρόμοιες επιλεκτικές τακτικές, η μέθοδος του Μπουτζ δεν είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί ως αξιόπιστη και επιστημονικά αποδεκτή. Εν τούτοις, η εργασία του Μπουτζ αποτέλεσε σταθερή βιβλιογραφική αναφορά για όλους τους ως τότε και μετέπειτα αρνητές του Ολοκαυτώματος.[36]
Ο Γερμανός ιστορικός και φιλόσοφος Ερνστ Νόλτε (Ernst Nolte) κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 διατύπωσε μια σειρά θεωριών με τις οποίες, αν και δεν αρνείτο το Ολοκαύτωμα, έπαιζε με την ιδέα της άρνησής του, ως σοβαρού ιστορικού επιχειρήματος.[38] Σε επιστολή του προς τον Ισραηλινό συνάδελφό του Όττο Ντοβ Κούλκα (Otto Dov Kulka) το 1986, ο Νόλτε ασκούσε κριτική στα γραπτά του Φωρισσόν λέγοντας ότι το Ολοκαύτωμα στη Γαλλία (αντικείμενο μελέτης του Φωρισσόν) ναι μεν συνέβη, αλλά δικαιολογούσε τον Φωρισσόν στη βάση της συμπάθειάς του προς τους Παλαιστινίους και την αντίθεσή του προς το Ισραήλ. Το επόμενο έτος (1987) ο Νόλτε εξέδωσε το βιβλίο του Der europäische Bürgerkrieg (Ο Ευρωπαϊκός Εμφύλιος Πόλεμος), στο οποίο ανέφερε ότι οι προθέσεις των αρνητών του Ολοκαυτώματος «είναι συχνά έντιμες» και ότι «ορισμένα από τα επιχειρήματά τους δεν είναι εμφανώς αστήρικτα». Ο ίδιος ο Νόλτε, ο οποίος ποτέ δεν αρνήθηκε το Ολοκαύτωμα ως γεγονός, ισχυρίζεται ότι η Διάσκεψη της Βάνζεε το 1942 ουδέποτε πραγματοποιήθηκε και ότι οι καταγραφές της χαλκεύτηκαν από προκατειλημμένους Εβραίους ιστορικούς που είχαν ως στόχο τη δυσφήμιση της Γερμανίας.[39] Ο Βρετανός ιστορικός Σερ Ίαν Κέρσοου (Ian Kershaw) στο βιβλίο του The Nazi Dictatorship: problems and perspectives of interpretation γράφει ότι ο Νόλτε κινείται «στα όρια της άρνησης του Ολοκαυτώματος, όταν ισχυρίζεται ότι ο «μύθος των αρνητικών εντυπώσεων» για το Γ' Ράιχ δημιουργήθηκε από Εβραίους μεροληπτούντες ιστορικούς». Κατά τη γνώμη του Κέρσο ο Νόλτε προσπαθεί να υποδηλώσει ότι οι αρνητές του Ολοκαυτώματος δεν έχουν τελείως άδικο.[40]
Ένας από τους πλέον πολυσυζητημένους αρνητές του Ολοκαυτώματος είναι ο Βρετανός δημοσιογράφος και συγγραφέας Ντέιβιντ Ίρβιν (David Irwing, γενν. 1938). Ο Ίρβιν εισήλθε στο Imperial College για να σπουδάσει Φυσική, αλλά ουδέποτε έλαβε τον πτυχίο του.[41] Ο ίδιος αυτοσυστήνεται ως «ανεκπαίδευτος ιστορικός», καθώς δεν έχει σπουδάσει ιστορία ούτε έχει λάβει ποτέ ακαδημαϊκή θέση σε πανεπιστήμιο, ίδρυμα μελετών/ερευνών ή συναφή θέση, όπως αναφέρει ο διακεκριμένος ιστορικός και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ Ρίτσαρντ Έβανς.
Αντίθετα από τους υπόλοιπους αρνητές του Ολοκαυτώματος, ο Ίρβιν άρχισε τη συγγραφική του δραστηριότητα τη δεκαετία του 1960 χωρίς να αμφισβητήσει το Ολοκαύτωμα, αλλά αντίθετα προσπαθώντας να αποδείξει ότι ο Αδόλφος Χίτλερ δεν ήταν «δαίμονας», όπως τον χαρακτήριζαν οι Δυτικοί Σύμμαχοι, ούτε η Γερμανία εμφάνιζε την εικόνα που παρουσίαζαν οι δυτικοί ιστοριογράφοι.[32] Με παρόμοια πολυετή ενασχόληση, ο Ίρβιν έχει να επιδείξει πλούσιο συγγραφικό έργο, τόσο σε άρθρα όσο και σε βιβλία.[42] Σύμφωνα με τους Godfrid και Alcorn «έχει πάντα μια φωτογραφία του Χίτλερ στο γραφείο του, δείγμα του θαυμασμού που νιώθει για τον ναζιστή δικτάτορα». Στο βιβλίο του Hitler's War, το οποίο δημιούργησε θύελλα διαμαρτυριών στους ιστορικούς κύκλους, ο Ίρβιν ισχυρίζεται ότι ο Χίτλερ αγνοούσε τόσο την Τελική λύση όσο και το Ολοκαύτωμα. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι οι κλασικοί ιστορικοί υπήρξαν «τεμπέληδες» στην αναζήτηση πηγών σχετικών με τον Χίτλερ και, κατά συνέπεια, όλες οι εργασίες επί του θέματος είναι αναξιόπιστες.[43] Ο πρώτος ισχυρισμός οδήγησε τον διακεκριμένο Βρετανό ιστορικό Χιού Τρέβορ - Ρόπερ (Hugh Trevor - Roper) να προσδιορίσει τον Ίρβιν ως «άτομο που εστιάζει σε ελάχιστο απόσπασμα μιας αμφίβολης μαρτυρίας ή ένδειξης και το χρησιμοποιεί για να ανατρέψει οποιουδήποτε μεγέθους απόδειξη επί του εναντίου». Με τη χρήση αυτής της τακτικής αλλά και τη χρήση μισών αληθειών, ο Ίρβιν αποτελεί τυπικό δείγμα μιας ομάδας αρνητών που δεν έχουν τη δική του φήμη.[44] Ο Έβανς προχώρησε ακόμη περισσότερο, αποδεικνύοντας ότι ο Ίρβιν παραφράζει μεταφράζοντας ορισμένα έγγραφα τα οποία είτε είναι δυσανάγνωστα είτε η πρόσβαση σε αυτά είναι ιδιαίτερα δυσχερής, προκειμένου να υποστηρίξει τις απόψεις του, ενώ παραλείπει να αναφέρει όσα έγγραφα (πρωτογενείς πηγές) αντιτίθενται σε αυτές. Ο Έβανς διαπίστωσε, με άλλα λόγια, ότι ο Ίρβιν, εν ονόματι των δικών του πολιτικών απόψεων, συστηματικά παρερμηνεύει τα ιστορικά δεδομένα σε όλες του τις συγγραφικές δραστηριότητες.[6] Παρόμοια κριτική στον Ίρβιν, με ιδιαίτερα βλαπτικά αποτελέσματα για τον αρνητή, άσκησε και ο διακεκριμένος Γερμανός ιστορικός Μάρτιν Μπρόζατ, ο οποίος απέδειξε ότι ο Ίρβιν, προκειμένου να στηρίξει τους ισχυρισμούς του, παραποίησε ιστορικές πηγές και ντοκουμέντα.
Το 1992 δήλωσε δημόσια ότι «δεν υπήρξαν θάλαμοι αερίων στο Άουσβιτς». Η δήλωση αυτή προκάλεσε την καταδίκη του από γερμανικό δικαστήριο, καθώς στη Γερμανία η άρνηση του Ολοκαυτώματος αποτελεί αδίκημα. Ο Ίρβιν εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι κάτι παρόμοιο δεν συμβαίνει στη Βρετανία, όπου, στις 5 Σεπτεμβρίου 1996 ο Ίρβιν κατέθεσε μήνυση εναντίον της Ντέμπορα Λίπστατ και του εκδοτικού οίκου Penguin για τα όσα δημοσίευσε η συγγραφέας στο βιβλίο της Denying the Holocaust: The Growing Assault on Truth and Memory, το οποίο εξέδωσε ο εν λόγω εκδοτικός οίκος στις ΗΠΑ το 1993[7] Σύμφωνα με τον Ίρβιν, το βιβλίο αυτό αποτελούσε λιβελογράφημα εναντίον του, καθώς η Λίπστατ τον αποκαλούσε σε αυτό «αρνητή του Ολοκαυτώματος, πλαστογράφο και φανατικό» και ανέφερε ότι «παραμόρφωνε το πραγματικό περιεχόμενο των ντοκουμέντων». Ο Ίρβιν ισχυρίστηκε ότι η Λίπστατ τον ανέφερε ως «αρνητή του Ολοκαυτώματος ενώ δεν υπάρχει Ολοκαύτωμα για να το αρνηθεί κανείς». Η Λίπστατ και ο εκδοτικός οίκος Penguin κατέφυγαν σε δικηγόρους υπεράσπισης αλλά και ζήτησαν την παρουσία των διακεκριμένων Βρετανών ιστορικών και ερευνητών Ρίτσαρντ Έβανς και Κρίστοφερ Μπράουνινγκ (Christopher Browning), του Γερμανού ιστορικού Πέτερ Λόνγκεριχ (Peter Longerich) ως νομικών συμβούλων και του Ολλανδού ειδικού ερευνητή του Ολοκαυτώματος και ιστορικού της αρχιτεκτονικής Ρόμπερτ Γιαν φαν Πελτ (Robert Jan van Pelt) ως ειδικού (expert) μάρτυρα. Ο φαν Πελτ συνέθεσε αναφορά με την οποία πιστοποιούσε ότι τα στρατόπεδα εξόντωσης σχεδιάστηκαν, κατασκευάστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν με σκοπό τις μαζικές δολοφονίες. Ο φαν Πελτ αργότερα εξέδωσε σχετικό βιβλίο, στην εισαγωγή του οποίου αναφέρει ότι «το βιβλίο αυτό είναι προϊόν της ανάμιξής μου στην υπόθεση Ίρβιν - Λίπστατ ενώπιον του Βρετανικού Ανωτάτου Δικαστηρίου τον Ιανουάριο του 2000 όπου παρουσίασα την εξ 700 σελίδων αποτελούμενη αναφορά μου...»[45] Ο Μπράουνινγκ κατέθεσε περί της ύπαρξης του Ολοκαυτώματος ως γεγονότος, παραθέτοντας και τα σχετικά ιστορικά στοιχεία[46] ενώ η αναφορά του Έβανς ήταν η πλέον κατανοητή, καθώς ο δημιουργός της εξέτασε εις βάθος ολόκληρη την ως τότε εργασία του Ίρβιν, γράφοντας σχετικά[47]
Ούτε μία από τις ομιλίες, τα άρθρα ή τα βιβλία του Ίρβιν, ούτε μία παράγραφος, ούτε μία πρόταση σε οποιοδήποτε από αυτά μπορεί να εκληφθεί ως αξιόπιστη αναπαράσταση του ιστορικού θέματος στο οποίο αναφέρεται. Όλα είναι ολοσχερώς άχρηστα ως Ιστορία, καθώς ο Ίρβιν είναι αναξιόπιστος και αδυνατεί να δώσει οποιαδήποτε αξιόπιστη εξήγηση σχετικά με το τι ακριβώς πραγματεύεται. (...) αν ως ιστορικό εννοούμε κάποιον που ασχολείται με την ανακάλυψη της αλήθειας σχετικά με το παρελθόν και επιθυμεί να παρουσιάσει την όσο το δυνατόν ακριβή αναπαράστασή του παρελθόντος, τότε ο Ίρβιν δεν είναι ιστορικός.
Ο Ίρβιν έχασε τη δικαστική αυτή διαμάχη, εφόσον οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν. Υπό το φως των μαρτυριών που παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο, η εργογραφία του υπέστη σκληρή κριτική, η οποία έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό. Ο Ίρβιν από μηνυτής μετατράπηκε σε κατηγορούμενο: Ο Πρόεδρος του δικαστηρίου τον χαρακτήρισε «ρατσιστή, αντισημίτη και ενεργό αρνητή του Ολοκαυτώματος» και του επέβαλε να πληρώσει τα έξοδα της δίκης συμπεριλαμβανομένων και αυτών των ως τότε κατηγορουμένων, με συνέπεια να κληθεί να καταβάλει περίπου 3 εκατ. λίρες. Αυτή η απόφαση τον οδήγησε σχεδόν σε χρεωκοπία, αναγκάζοντάς τον να εγκαταλείψει την κατοικία του στο Μέιφερ (Mayfair) του Λονδίνου και να διαμείνει σε ενοικιαζόμενη κατοικία.[41] Αρχικά τέθηκε εν αμφιβόλω αν μπορούσε να καταβάλει παρόμοια ποσά, αλλά η δικηγορική εταιρεία Davenport Lyons που εκπροσώπησε την Penguin Books στο Δικαστήριο τελικά τον εξανάγκασε σε χρεωκοπία το 2002.[48] Παρά ταύτα, κατάφερε να ανακάμψει οικονομικά και λίγα χρόνια αργότερα δήλωσε ότι ήταν και πάλι σε θέση να ταξιδεύει στο εξωτερικό.
Τον Φεβρουάριο του 2006 ο Ίρβιν συνελήφθη στην Αυστρία, όπου η άρνηση του Ολοκαυτώματος είναι παράνομη πράξη, για λόγο που είχε εκφωνήσει το 1989, στον οποίο είχε αρνηθεί την ύπαρξη θαλάμων αερίων στο Άουσβιτς. Ο Ίρβιν ήξερε ότι υπήρχε ένταλμα σύλληψης εναντίον του από τις αυστριακές αρχές, αλλά δήλωσε ότι ήθελε οπωσδήποτε να μεταβεί στη χώρα, «προκειμένου να δώσει διάλεξη στην αδελφότητα των ακροδεξιών φοιτητών».[49] Ο Ίρβιν δήλωσε ένοχος κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Ανωτάτου Αυστριακού Δικαστηρίου στη Βιέννη, αλλά προσέθεσε ότι είχε κάνει λάθος και έχει αλλάξει απόψεις σχετικά με το Ολοκαύτωμα: «Το είπα αυτό βασιζόμενος στις ως τότε γνώσεις μου. Το 1991, όμως, όταν διάβασα τα προσωπικά αρχεία του Άιχμαν άλλαξα άποψη και σήμερα δεν θα έλεγα τέτοιο πράγμα. Οι Ναζί όντως δολοφόνησαν εκατομμύρια Εβραίων».[50] Η ομολογία αυτή δεν άλλαξε την απόφαση του Δικαστηρίου, το οποίο τον καταδίκασε σε τριετή φυλάκιση. Ο Ίρβιν αποφυλακίστηκε 13 μήνες αργότερα και απελάθηκε στις αρχές του 2007. Το επεισόδιο αυτό σηματοδότησε νέα διεθνή διαμάχη σχετικά με την ελευθερία του λόγου και τα όριά της. Η κατά το παρελθόν αντίπαλος του Ίρβιν ιστορικός Ντέμπορα Λίπστατ δήλωσε μετά την καταδίκη του: «Δεν είμαι ευχαριστημένη όταν νικά η λογοκρισία. Δεν πιστεύω ότι οι μάχες κερδίζονται μέσω αυτής. Ο ενδεδειγμένος τρόπος να μάχεσαι κατά των αρνητών του Ολοκαυτώματος είναι μέσω της Ιστορίας και της αλήθειας».[51] Σύμφωνα με το CNN ο Ίρβιν δήλωσε φθάνοντας στο αεροδρόμιο Χίθροου του Λονδίνου αμέσως μετά την απέλασή του από την Αυστρία: «Δεν χρειάζεται πλέον να νιώθω τύψεις για την άρνηση του Ολοκαυτώματος» και κάλεσε όλους τους ιστορικούς να μποϊκοτάρουν τους Γερμανούς και Αυστριακούς ιστορικούς, μέχρις ότου αυτές οι χώρες να αποσύρουν τους νόμους τους περί άρνησης του Ολοκαυτώματος.[52]
Το 1988 ο Αμερικανός ιστορικός Άρνο Μάγερ (Arno J. Mayer) εξέδωσε βιβλίο με τον τίτλο Why Did the Heavens Not Darken? (Γιατί δεν σκοτείνιασε ο Ουρανός;). Στο βιβλίο αυτό ο Μάγερ δεν προέβαινε σε άρνηση του Ολοκαυτώματος, διατύπωνε όμως την άποψη ότι η πλειονότητα των θανάτων στο Άουσβιτς δεν οφειλόταν σε δολοφονίες στους θαλάμους αερίων, αλλά οφειλόταν σε επιδημικές ασθένειες. Με τον τρόπο αυτό παρείχε επιχειρήματα στους αρνητές του Ολοκαυτώματος. Στην κριτική που υπέστη το έργο του, κατακρίθηκε επειδή χρησιμοποιεί πηγές όπως τα κείμενα των Άρτουρ Μπουτς (Arthur Butz) και του Ρασσινιέ, ενώ οι ισχυρισμοί του σχετικά με το Άουσβιτς είναι εσφαλμένοι.[53] Ο Γιαν φαν Πελτ σημειώνει, επίσης, ότι το βιβλίο του Μάγερ είναι στο απώτατο όριο που έφθασε ποτέ ιστορικός στην υποστήριξη της άρνησης, χωρίς να την ομολογεί.[45] Όπως είναι φυσικό, οι αρνητές του Ολοκαυτώματος, όπως ο Ίρβιν συχνά αναφέρονται σε αυτό το βιβλίο, ως πηγή υποστήριξης των απόψεών τους. Φυσικά, ψεύδονται ισχυριζόμενοι ότι στο βιβλίο εκφράζεται ως άποψη η άρνηση του Ολοκαυτώματος, την οποία ο Μάγερ ουδέποτε παραδέχθηκε.[54] Ο Μάγερ, από την άλλη, αναγράφει ότι οι μελέτες για τους θαλάμους αερίων είναι σπάνιες και όχι αξιόπιστες. Οι Σέρμερ και Γκρόμπμαν σημειώνουν, ωστόσο, ότι η πλειονότητα των ντοκουμέντων που σχετίζονται με την εγκατάσταση και λειτουργία των θαλάμων αερίων, ιδιαίτερα αυτών στα στρατόπεδα εξόντωσης, καταστράφηκε (όπως και οι εγκαταστάσεις) από τους SS κατά την αποχώρησή τους από αυτά, γι' αυτό και ο Μάγερ αναφέρει την ελλιπή τεκμηρίωσή τους.[24]
Το 2001 στο Βέλγιο ο Ρόελαντ Ράες (Roeland Raes) αντιπρόεδρος και ιδεολογικός καθοδηγητής ενός από τα μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα της χώρας, του Φλαμανδικού Μπλοκ (Vlaams Blok) έδωσε συνέντευξη στο κανάλι NCRV της Ολλανδικής τηλεόρασης στις 26 Φεβρουαρίου 2001, στην οποία έθεσε εν αμφιβόλω τον αριθμό των Εβραίων που δολοφόνησαν οι Ναζί κατά το Ολοκαύτωμα. Αμφισβήτησε, επίσης, το εύρος χρήσης των θαλάμων αερίων από τους Ναζί, όπως και τη γνησιότητα του ημερολογίου της Άννα Φρανκ.[55][56] Όπως ήταν αναμενόμενο, η δήλωση ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών που εξανάγκασαν τον Ράες σε παραίτηση. Τρία χρόνια αργότερα το Vlaams Blok κατηγορήθηκε για παραβίαση του αντιρατσιστικού νόμου και καταδικάστηκε από δικαστήριο της χώρας[57] επιλέγοντας να διαλυθεί, για να επανασυσταθεί νόμιμα υπό το νέο όνομα Vlaams Belang (Φλαμανδικό Συμφέρον) με τους ίδιους ηγέτες και τα ίδια μέλη.
Τον Μάρτιο του 1999 ο Ντάριους Ρατάιτσακ (Dariusz Ratajczak), πρώην καθηγητής του Πανεπιστημίου του Οπόλε (Opole) στη νότια Πολωνία, εξέδωσε 350 αντίτυπα ενός βιβλίου με τίτλο Επικίνδυνα θέματα, στο οποίο αμφισβητούσε τις εκτελέσεις Εβραίων στους θαλάμους αερίων στο Άουσβιτς. Ο Ρατάιτσακ ανέγραφε ότι ο Κυκλώνας Β χρησιμοποιήθηκε στο στρατόπεδο ως απολυμαντικό και όχι ως μέσο δολοφονίας ανθρώπων, τα «λουτρά» προορίζονταν για την υγιεινή των κρατουμένων και όχι για τη διάπραξη γενοκτονίας και ότι οι αναφορές των επιζώντων για θανατώσεις με αέρια δεν είναι αξιόπιστες. Εναντίον του κινήθηκε η νομική διαδικασία και ο δημόσιος κατήγορος ζήτησε δεκάμηνη φυλάκιση, δημοσίευση της καταδίκης σε όλα τα πολωνικά ΜΜΕ και απόδοση του 25% του εισοδήματός του στο Μουσείο του Άουσβιτς. Ο Ρατάιτσακ δήλωσε αθώος στο δικαστήριο και ισχυρίστηκε ότι απείχε από σχολιασμούς όταν εξέθετε, στο βιβλίο του, τις απόψεις των «ρεβιζιονιστών του Ολοκαυτώματος». Ο δικαστής όμως δήλωσε ότι δεν υπάρχουν αμφιβολίες για την ενοχή του κατηγορουμένου: «Στην εισαγωγή του βιβλίου είναι εμφανώς διατυπωμένα ενδιαφέροντα σχόλια, στα οποία εκφράζεται η δική του άποψη». Ωστόσο, το τοπικό δικαστήριο του Οπόλε έκρινε ότι «η δημόσια ζημία που προκλήθηκε από τον Ρατάιτσακ είναι αμελητέα, καθώς μόνο πέντε αντίτυπα του βιβλίου έφθασαν στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη και πωλήθηκαν μόνον δύο». Υπό αυτό το πρίσμα, τον έθεσε υπό παρακολούθηση επί ένα έτος, ενώ αν παρέβαινε τον νόμο περί άρνησης του Ολοκαυτώματος θα επανερχόταν στο δικαστήριο. Του επέβαλε, επίσης, να καταβάλει 300 ζλότι στο Ορφανοτροφείο του Tarnów Opolski και του καταλόγισε τα έξοδα της δίκης (82 ζλότι). Του αναγνώρισε, ωστόσο, ότι δεν είχε ποινικό μητρώο και απολάμβανε της δημόσιας υπόληψης εκεί που ζούσε και εργαζόταν. Όταν όμως η πολωνική εφημερίδα Gazeta Wyborcza αποκάλυψε το περιεχόμενο του βιβλίου, ο διευθυντής του Μουσείου του Άουσβιτς διαμαρτυρήθηκε και η υπόθεση άρχισε να εκδικάζεται εκ νέου. Το τοπικό δικαστήριο πάγωσε εκ νέου την υπόθεση, παρά το γεγονός ότι ο δημόσιος κατήγορος πρότεινε τριετή φυλάκιση, η οποία παρέμεινε στο στάδιο της εκ νέου διερεύνησης των κινήτρων του συγγραφέα.[58]
Στη Γαλλία η άρνηση του Ολοκαυτώματος αναφέρεται, από το 1990 και μετά, ως «αρνητισμός» (négationnisme) και από την άκρα αριστερά της δεκαετίας του '60 πέρασε στην άκρα δεξιά, στη βάση αντισημιτικών απόψεων, κριτικής του Σιωνισμού και εν γένει υλικού που «συνδαυλίζει» αυτό που αποκλήθηκε «συνωμοσιολογική Ιουδαιοφοβία»[59] Επιπλέον, ο γνωστός Γάλλος λόγιος και φιλόσοφος Ροζέ Γκαρωντί, ο οποίος αρχικά ήταν προσκείμενος στο κομμουνιστικό κόμμα, μεταστράφηκε στο Ισλάμ και, το 1996, συνέγραψε το βιβλίο Les Mythes fondateurs de la politique israelienn (Οι θεμελιώδεις μύθοι της Ισραηλινής πολιτικής) στο οποίο αρνείτο το Ολοκαύτωμα. Το κείμενο του βιβλίου παραβίαζε σαφώς τον γαλλικό νόμο περί άρνησης του Ολοκαυτώματος και επακολούθησε η ποινική του δίωξη. Ο Γκαρωντί καταδικάστηκε, στις 27 Φεβρουαρίου 1998 σε πρόστιμο 160.000 γαλλικών φράγκων και σε φυλάκιση με αναστολή.[60]
Η άρνηση του Ολοκαυτώματος έχει υποστηριχτεί κατ' επανάληψη από τμήμα του αραβικού κόσμου, τόσο από ορισμένους ηγέτες όσο και από μέσα μαζικής ενημέρωσης στη Μέση Ανατολή.[61] Ο συγγραφέας και διευθυντής του Ιδρύματος Ουάσιγκτον για τη Μεσανατολική πολιτική (Washington Institute for Near East Policy, WINEP) Ρόμπερτ Σάτλοφ (Robert Satloff) ανέφερε σε άρθρο του στην εφημερίδα Washington Post το 2006 ότι «υπάρχουν αναφορές ότι στην Αίγυπτο, στο Κατάρ και στη Σαουδική Αραβία ενθαρρύνεται η άρνηση του Ολοκαυτώματος και προστατεύονται οι αρνητές». Ο Σύρος πρόεδρος Μπασάρ αλ Άσαντ δήλωσε ότι «δεν έχει καμία ένδειξη για το πόσοι Εβραίοι εξοντώθηκαν ούτε για τις μεθόδους εξόντωσής τους», ο ηγέτης της Χεζμπολλάχ Χασάν Νασράλλα (Hasan Nasrallah) δήλωσε σε οπαδούς του ότι «Οι Εβραίοι εφηύραν τον μύθο του Ολοκαυτώματος», ενώ η (τότε) ιστοσελίδα της Χαμάς ανέφερε ότι «η προσπάθεια των Ναζί να εξοντώσουν τους Εβραίους είναι υποθετική και επινοημένη ιστορία, που δεν έχει καμία βάση».[62]
Το 2002 το κέντρο Ζαγιέντ (Zayed Center for Coordination and Follow-Up), το οποίο διευθυνόταν από τον Sultan bin Zayed bin Sultan Al Nahyan, αναπληρωτή υπουργό πολιτισμού των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, προσπάθησε να διοργανώσει διεθνές συμπόσιο για την άρνηση του Ολοκαυτώματος στο Άμπου Ντάμπι. Ως απάντηση η κυβέρνηση των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων έκλεισε το κέντρο Ζαγιέντ.[63]
Το 2005 ο ηγέτης της Αιγυπτιακής Μουσουλμανικής Αδελφότητας Μοχάμεντ Μαχντί Ακέφ κατήγγειλε τον, όπως τον αποκάλεσε, «μύθο του Ολοκαυτώματος» θέλοντας να συμπράξει με και να υπερασπιστεί τον Ιρανό Πρόεδρο Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ, ο οποίος είχε αρνηθεί και εξακολουθεί ως σήμερα να αρνείται το Ολοκαύτωμα.[64]
Το 1996 στην Τουρκία ο ισλαμιστής ιεροκήρυκας Χαρούν Γιαχιά (Harun Yahya) διένειμε χιλιάδες αντίτυπα ενός βιβλίου με τίτλο Το Ψέμα του Ολοκαυτώματος (τουρκ. Soykırım Yalanı) ενώ παράλληλα έστειλε αυτόκλητα κείμενα σε πολλά αμερικανικά και ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά ιδρύματα.[65] Το βιβλίο προκάλεσε ισχυρή δημόσια διαμάχη.[66] Στο βιβλίο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι «αυτό που εμφανίζεται ως Ολοκαύτωμα σήμερα δεν είναι τίποτα περισσότερο από τον θάνατο μερικών Εβραίων από επιδημία τύφου κατά τη διάρκεια του Πολέμου και από την πείνα την περίοδο προς τη λήξη του, που προκλήθηκε από την ήττα των Γερμανών».[67] Ο Τούρκος ζωγράφος και λόγιος Μπεντρί Μπαϊκάμ (Bedri Baykam) σε άρθρο του στην ημερήσια εφημερίδα της Άγκυρας Siyah-Beyaz άσκησε εντονότατη κριτική στο βιβλίο, με συνέπεια να δεχτεί δικαστική δίωξη για δυσφήμιση. Κατά τη διεξαγωγή της, ο Μπαϊκάμ αποκάλυψε τον πραγματικό συγγραφέα του βιβλίου, τον Αντνάν Οκτάρ.[66] Τελικά η δίωξη εναντίον του αποσύρθηκε το 1997.
Οι βασικοί άξονες των ισχυρισμών / επιχειρημάτων των αρνητών του Ολοκαυτώματος είναι οι εξής:[68]
Το Ολοκαύτωμα είναι πολύ καλά τεκμηριωμένο από το ίδιο το ναζιστικό καθεστώς και τα όργανά του.[70] Επιπλέον, σχεδόν αυτόπτες μάρτυρες υπήρξαν οι άνδρες και οι αξιωματικοί των συμμαχικών στρατευμάτων όταν αυτά άρχισαν να εισδύουν στη Γερμανία και τις σύμμαχές της χώρες.
Οι ερευνητές Μάικλ Σέρμερ (Michael Shermer) και Άλεξ Γκρόμπμαν (Alex Grobman), στο έργο τους Denying History: Who Says the Holocaust Never Happened and Why Do They Say It? (Η άρνηση της Ιστορίας: Ποιοι λέγουν ότι το Ολοκαύτωμα δεν συνέβη ποτέ και γιατί το λέγουν;)[24] υποστηρίζουν ότι υπάρχει πληθώρα μαρτυριών που επιβεβαιώνουν το Ολοκαύτωμα ως γεγονός. Στις μαρτυρίες αυτές περιλαμβάνονται:
Το κέντρο της διαμάχης μεταξύ αρνητών και ιστορικών είναι οι μέθοδοι που οι αρνητές χρησιμοποιούν προκειμένου να στηρίξουν τις απόψεις τους: Προσπαθούν να τις παρουσιάσουν ως μεθόδους κοινά αποδεκτές και τις εμφανίζουν έτσι και στις δικαστικές διαμάχες. Εν τούτοις, οι έρευνες των ακαδημαϊκών ιστορικών δείχνουν ότι οι έρευνες των αρνητών είναι ελλιπείς, οι δηλώσεις τους βρίθουν προκαταλήψεων ενώ πολλά από τα αποδεικτικά στοιχεία που εμφανίζουν είναι επί τούτωπαραποιημένα. Στο διαδικτυακό χώρο Σχέδιο Nizkor γίνεται σοβαρή προσπάθεια αντίκρουσης των εγχειρημάτων των αρνητών στο διαδίκτυο και παρουσιάζονται τα παραποιημένα στοιχεία σε σύγκριση με τα γνήσια.[72] Ο Γάλλος ιστορικός Πιέρ Βιντάλ-Νακέ (Pierre Vidal-Naquet), ο οποίος ασχολήθηκε και με το Ολοκαύτωμα, αναγράφει: «Στην κοινωνία μας, κοινωνία εικόνας και θεάματος, η διστακτικότητα παραδοχής εξόντωσης στο τυπωμένο χαρτί οδηγεί στην εξόντωση της πραγματικότητας» (...une tentative d'extermination sur le papier qui relaie l'extermination réelle...").[73]
Σε αρκετές, κυρίως ευρωπαϊκές, χώρες, η δημόσια άρνηση του Ολοκαυτώματος καθ' οιονδήποτε τρόπο (με ομιλία, γραπτό κείμενο ή μέσω Διαδικτύου) αποτελεί αδίκημα. Η αυστηρότητα των προβλεπομένων ποινών ποικίλλει από χώρα σε χώρα.
Ο Νόμος 148 ψηφίστηκε το 1992 ως επέκταση του αρχικού νόμου του 1945 «Verbotsgesetz 1947», ο οποίος είχε θέσει υπό απαγόρευση το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα και την προάσπιση των ναζιστικών επιδιώξεων.[74] Ο Νόμος προβλέπει ποινικές κυρώσεις όταν υπάρχει πολιτική σκοπιμότητα, προπαγάνδα ή αναφέρεται το «Ψεύδος του Άουσβιτς» και διοικητικές κυρώσεις όταν δεν υφίσταται προπαγάνδα ή η πράξη έχει ήσσονος σημασίας συνέπειες. Στην πρώτη περίπτωση προβλέπονται ποινές από ένα έως είκοσι έτη φυλάκισης (ισοδυναμούν με ισόβια στην Αυστρία) και στη δεύτερη πρόστιμα από 3.000 έως 30.000 αυστριακά σελίνια. Η εκδίκαση εμπίπτει στη δικαιοδοσία του επαρχιακού δικαστηρίου (Landesgericht) ενώ η δίωξη είναι αρμοδιότητα του κράτους (Staatsanwalt) και στον δημόσιο κατήγορο μπορεί να προσφύγει οποιοσδήποτε, αλλά το κράτος αποφασίζει αν η υπόθεση θα παραπεμφθεί ή όχι στο δικαστήριο.[31]
Η άρνηση του Ολοκαυτώματος στο Βέλγιο ποινικοποιήθηκε το 1995 ύστερα από την ψήφιση σχετικού νόμου, που επονομάστηκε «La loi anti-négationiste» και τροποποιήθηκε το 1999. Παραβιάσεις του νόμου εκδικάζονται από το Ανώτατο Δικαστήριο (Cour d’Assise, δωδεκαμελές) και οι προβλεπόμενες ποινές είναι από οκτώ ημέρες έως ένα έτος φυλάκισης και πρόστιμο που μπορεί να φθάσει και τις 5.000 βελγικά φράγκα. Είναι στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να διατάξει δημοσίευση απόφασης σε ημερήσια εφημερίδα της χώρας.[31] Σύμφωνα με το άρθρο 1, «οιοσδήποτε υπό τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 444 του Ποινικού κώδικα αρνείται, υποτιμά ισχυρά, προσπαθεί να αιτιολογήσει ή εγκρίνει τη γενοκτονία που διέπραξε το Γερμανικό Εθνοσοσιαλιστικό καθεστώς κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τιμωρείται με φυλάκιση οκτώ ημερών έως ενός έτους...»[75]
Στη Γαλλία σχετικός νόμος ψηφίστηκε το 1990 ως τροποποίηση του νόμου περί ελευθερίας του Τύπου. Ο Νόμος 90-615 (αποκαλούμενος και Νόμος Γκεϊσσό (la loi Gayssot) ποινικοποιεί όλες τις πράξεις αντισημιτισμού, ξενοφοβίας και ρατσισμού, την αποδοχή του Ναζισμού και στο άρθρο 24b την άρνηση του Ολοκαυτώματος. Προβλεπόμενη ποινή από ένα μήνα έως ένα έτος φυλάκισης, πρόστιμο από 2.000 έως 300.000 γαλλικά φράγκα ή και τα δύο. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη δημοσιοποίηση της απόφασής του. Αρμόδιο δικαστήριο το τριμελές πλημμελειοδικείο. Η δίωξη ασκείται από την Πολιτεία.[31][76]
Στη Γερμανία ο Νόμος Volksverhetzung (υποκίνηση του λαού) τροποποίησε δύο φορές τον γερμανικό ποινικό κώδικα (1985, Άρθρο 194, 21ου Νόμου και 1994). Με τις τροποποιήσεις αυτές απαγορεύεται η υποκίνηση (φυλετικού) μίσους κατά ομάδας ή τμήματος του πληθυσμού. Έχει συχνή εφαρμογή (χωρίς όμως να περιορίζεται μόνο σε αυτές) στις περιπτώσεις άρνησης του Ολοκαυτώματος στη Γερμανία. Η άρνηση του Ολοκαυτώματος «αποτελεί προσβολή στην προσωπική τιμή» οποιουδήποτε Εβραίου στη χώρα. Τυχόν δίωξη απαιτεί τη συγκατάθεση του παθόντος. Ο Νόμος του 1994 επεκτείνει την απαγόρευση σε όλα τα ναζιστικά σύμβολα (σβάστικα, ρουνικά σύμβολα της SS κτλ.) και σε ο,τιδήποτε μπορεί να προσομοιάζει με αυτά όπως και με τη ναζιστική συνθηματολογία.[77] Αρχικά προβλεπόταν ποινή φυλάκισης μέχρις ενός έτους ή χρηματικό πρόστιμο, το 1994 η ποινή επεκτάθηκε ως την πενταετή φυλάκιση και χρηματικό πρόστιμο. Ειδική διάταξη προβλέπει υποχρεωτική εργασία σε κρατική υπηρεσία για τους παραβάτες κάτω των 18 ετών. Ανάλογα με τη βαρύτητα του αδικήματος η υπόθεση εκδικάζεται είτε από τα κατώτερα τοπικά δικαστήρια (Amtsgerichte) με ένα δικαστή και δύο αξιωματούχους ή, σε βαρύτερες περιπτώσεις, από τα ανώτερα τοπικά δικαστήρια (Landgerichte), με τρεις δικαστές και δύο αξιωματούχους. Δεν υπάρχουν ένορκοι. Αν οι μαρτυρίες κριθούν επαρκείς, ο δημόσιος κατήγορος μπορεί να επιβάλει πρόστιμο χωρίς να διεξαχθεί δίκη. Δημόσιος κατήγορος παραπέμπει, εφόσον το κρίνει, υποθέσεις στα δικαστήρια, αλλά οποιοσδήποτε πολίτης μπορεί να θέσει μια περίπτωση υπόψη του δημοσίου κατηγόρου.[31]
Αυτή καθαυτή η άρνηση του Ολοκαυτώματος δεν αποτελεί ποινικά κολάσιμο αδίκημα, ωστόσο η άρνηση αυτή εμπίπτει στο γενικότερο πλαίσιο της νομοθεσίας περί δημόσιας άρνησης γενοκτονιών και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας (άρθρο 261bis)[78] Προβλεπόμενη ποινή κατά μέγιστο τριετής φυλάκιση. Πρόστιμο ή αναστολή μπορεί να επιβληθούν σε περιπτώσεις ήσσονος σημασίας. Αρμοδιότητα των πολυμελών τοπικών πλημμελειοδικείων.[31]
Το μοναδικό νομοθέτημα για την καταπολέμηση των φυλετικών διακρίσεων στην Ελλάδα είναι ο ποινικού χαρακτήρα Νόμος 927/1979 (ΦΕΚ Α', 139) «Περί κολασμού πράξεων ή ενεργειών αποσκοπουσών εις φυλετικάς διακρίσεις», τον οποίο τροποποίησαν το άρθρο 24 του Νόμου 1419/1984 (ΦΕΚ Α' 28) και το άρθρο 39 παρ 4 του Ν 2910/2001 (ΦΕΚ Α' 91). Ο Ν. 927/1979 περιέχει και περιορίζεται σε τρεις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις όπου γίνεται προσπάθεια τυποποίησης και τιμωρίας φυλετικών διακρίσεων στην Ελλάδα.[79] Το 2011 έγινε προσπάθεια ανανέωσης αυτής της νομοθεσίας από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, το οποίο έθεσε σε δημόσια διαβούλευση σχέδιο νόμου υπό τον τίτλο «Καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του Ποινικού Δικαίου»[80] Στην αιτιολογική έκθεση που συνόδευσε το σχέδιο νόμου, αναφέρονταν, μεταξύ άλλων: [81] «Ο ρατσισμός και η ξενοφοβία αντίκεινται ευθέως στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς και του κράτους δικαίου, αρχές στις οποίες θεμελιώνεται η Ευρωπαϊκή Ένωση και είναι κοινές στα κράτη μέλη.», «Οι ρατσιστικές και ξενοφοβικές εκδηλώσεις συνιστούν απειλή για τις ομάδες και τα πρόσωπα, που γίνονται στόχος τους, γι’ αυτό απαιτείται η παροχή από το κράτος αυξημένου βαθμού προστασίας με τη λήψη ποικίλων μέτρων χρησιμοποιώντας, μεταξύ άλλων, και τα μέσα του ποινικού δικαίου, ώστε να επιβάλλονται αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις τόσο κατά των φυσικών προσώπων τα οποία διαπράττουν τέτοια εγκλήματα όσο και κατά των νομικών προσώπων που εμπλέκονται με οποιοδήποτε τρόπο σε αυτά», «Στο άρθρο 4 προβλέπεται ειδικότερα η ποινικοποίηση των ξενόφοβων και ρατσιστικών συμπεριφορών που εκδηλώνονται με αφορμή τον εγκωμιασμό ή την άρνηση ή την εκμηδένιση της σημασίας των εγκλημάτων γενοκτονίας, των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και των εγκλημάτων πολέμου, όπως αυτά ορίζονται στα άρθρα 6, 7 και 8 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου».
Στην Ισπανία προέκυψε πρόβλημα το 2007 σχετικά με τον όρο «άρνηση», η οποία κρίθηκε αντισυνταγματική από το Συνταγματικό δικαστήριο της χώρας, με το σκεπτικό ότι η χρήση του όρου παραβιάζει το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου.[82] Ωστόσο, σύμφωνα με τον Ποινικό κώδικα της χώρας, (Chapter II: Crimes of genocide - Article 6071) η δικαιολόγηση του Ολοκαυτώματος όπως και οποιασδήποτε γενοκτονίας είναι πράξη ποινικά κολάσιμη.[83] Προβλέπεται ποινή φυλάκισης ενός ως δύο ετών και πρόστιμο από 100.000 ως 1.000.000 πεσετών. Αρμόδια είναι τα τοπικά ή επαρχιακά μονομελή δικαστήρια (χωρίς ενόρκους).[31]
Στο Ισραήλ νόμος με τον οποίο ποινικοποιείται η άρνηση του Ολοκαυτώματος ψηφίστηκε από την Κνεσέτ στις 8 Ιουλίου 1986 (Νόμος 5746 του 1986).[84] Προβλέπει φυλάκιση μέχρι πέντε έτη, εκδικάζεται από Πλημμελειοδικείο (μονομελές ή πολυμελές) ύστερα από προσφυγή ή συναίνεση του Γενικού Εισαγγελέα.[31]
Αν και στο Λίχτενσταϊν δεν υπάρχει ειδικός νόμος κατά παρόμοιων εγκλημάτων, στην παράγραφο 283 του Ποινικού κώδικα της χώρας υπάρχει η παράγραφος 5, η οποία απαγορεύει την άρνηση γενοκτονιών: «Όποιος δημοσίως αρνείται, αγενώς ευτελίζει ή προσπαθεί να δικαιολογήσει γενοκτονία ή άλλα εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητος μέσω γραπτού ή προφορικού λόγου, εικόνων, ηλεκτρονικά αποστελλομένων συμβόλων, χειρονομιών, βίαιων πράξεων ή μέσω οιουδήποτε άλλου μέσου, θα τιμωρείται με φυλάκιση ως δύο ετών».[85]
Το άρθρο 170(2) του λιθουανικού Ποινικού Κώδικα αναφέρει «Η δημόσια αποδοχή των διεθνών εγκλημάτων, από πλευράς Σοβιετικής Ένωσης ή Ναζιστικής Γερμανίας κατά της Λιθουανίας και των κατοίκων της, ή αρνείται ή υποτιμά παρόμοια εγκλήματα, τιμωρείται με πρόστιμο ή περιορισμό της ελευθερίας ή κράτηση ή φυλάκιση μέχρι δύο ετών».[86]
Στο Λουξεμβούργο δεν υφίσταται ειδικός νόμος περί αρνήσεως του Ολοκαυτώματος, ωστόσο το άρθρο 457-3 του Ποινικού Κώδικα της χώρας 19 Ιουλίου 1997) ορίζει ως παράνομη την άρνηση του Ολοκαυτώματος και την άρνηση όλων των γενοκτονιών. Προβλεπόμενη ποινή φυλάκιση από 8 ημέρες έως 6 μήνες και/ή επιβολή προστίμου. Τα αδικήματα της «άρνησης» (negationism) και της «αναθεώρησης» (revisionism) διαπράττονται από «οποιονδήποτε αμφισβητεί, ελαχιστοποιεί, δικαιώνει ή αρνείται την ύπαρξη εγκλημάτων πολέμου ή εγκλημάτων κατά της Ανθρωπότητος, όπως αυτά ορίστηκαν από το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο την 8η Αυγούστου 1945 ή τη διάπραξη γενοκτονίας, όπως αυτή ορίστηκε από τη Νομοθετική Πράξη της 8ης Αυγούστου 1985 και επικαιροποιήθηκε με την Νομοθετική Πράξη της 19ης Ιουλίου 1997».[87]
Στην Ολλανδία δεν υπάρχει ειδικός νόμος ο οποίος να καλύπτει αποκλειστικά την άρνηση του Ολοκαυτώματος. Ωστόσο, τα δικαστήρια θεωρούν ότι παρόμοια άρνηση αποτελεί μορφή διασποράς μίσους και, συνεπώς, αποτελεί αδίκημα.[88] Σύμφωνα με το γραφείο του Εισαγγελέα, οι προσβλητικές αναφορές είναι κολάσιμες από τον Ολλανδικό Νόμο αν ισοδυναμούν με διάκριση απέναντι σε συγκεκριμένη ομάδα ατόμων. Ο Νόμος ορίζει σχετικά: «Οποιοσδήποτε δημόσια, προφορικά, γραπτά ή με εικόνες, από σκοπού προσβάλλει ομάδα ατόμων λόγω της φυλής, της θρησκείας ή των πεποιθήσεών της ή του ετερο- ή ομο- φυλικού προσανατολισμού τιμωρείται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή πρόστιμο».[89] «Αυτός που δημόσια, προφορικά, γραπτά ή με εικόνες διασπείρει μίσος ή διακρίσεις κατά άλλων ή ασκεί βία κατά προσώπων ή των περιουσιών τους λόγω της φυλής, της θρησκείας ή των πεποιθήσεών τους, του φύλου ή του ετερο- ή ομο - φυλικού προσανατολισμού τους τιμωρείται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή πρόστιμο».[90]
Στην Πολωνία αποτελεί κολάσιμη πράξη η άρνηση εγκλημάτων που διαπράχθηκαν κατά του πολωνικού λαού κατά την περίοδο από 1ης Σεπτεμβρίου 1939 ως την 31η Δεκεμβρίου 1989 και σε αυτά υπάγονται οι πρακτικές της Ναζιστικής Γερμανίας και της ΕΣΣΔ. Για τον σκοπό αυτό έχει ιδρυθεί το Ινστιτούτο Εθνικής Ενθυμήσεως (πολων. Instytucie Pamięci Narodowej) ύστερα από απόφαση του Κοινοβουλίου στις 18 Δεκεμβρίου 1998 και ειδικό Διάταγμα. Σύμφωνα με την Επιτροπή για τη Δίωξη Εγκλημάτων κατά του Πολωνικού Έθνους (Commission for the Prosecution of Crimes against the Polish Nation), τμήματος του Ινστιτούτου, [91] στο άρθρο 55 της σχετικής νομοθεσίας ορίζεται: «Αυτός που δημόσια και ενάντια στα γεγονότα αρνείται τα εγκλήματα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 1 θα τιμωρείται με πρόστιμο ή στέρηση της ελευθερίας του για χρονικό διάστημα μέχρι τρία έτη. Η δικαστική απόφαση θα ανακοινώνεται δημόσια». Το άρθρο 1 παρ. (α) ορίζει ότι «διώκονται εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά οιουδήποτε προσώπου πολωνικής εθνικότητας και Πολωνούς υπηκόους άλλης εθνικότητας κατά την περίοδο μεταξύ 1ης Σεπτεμβρίου 1939 και 31 Ιουλίου 1990, τα οποία έχουν διαπραχθεί από Ναζί, κομμουνιστές αλλά και οποιοδήποτε έγκλημα στρέφεται κατά της ειρήνης ή αποτελεί έγκλημα πολέμου ή έγκλημα κατά της Ανθρωπότητας».
Στην Πορτογαλία δεν υπάρχει ειδικός νόμος που απαγορεύει την άρνηση του Ολοκαυτώματος, ωστόσο σύμφωνα με τη νομοθεσία της χώρας απαγορεύεται η άρνηση των γενοκτονιών εν γένει. Το άρθρο 240 επιγράφεται «Θρησκευτική, φυλετική ή σεξουαλική διάκριση». Στην παρ. 2 του άρθρου αυτού αναφέρονται τα εξής: «Οποιοσδήποτε σε δημόσια συνάντηση, σε γραπτό που αποσκοπεί τη διάδοση ή με οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο (α) υποκινεί βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων λόγω της φυλής, του χρώματος, της εθνικής ή εθνοτικής προέλευσης ή του θρησκεύματος τους, (β) Προσβάλλει ή διαβάλλει πρόσωπο ή ομάδα προσώπων λόγω της φυλής, του χρώματος, της εθνικής ή εθνοτικής προέλευσης ή του θρησκεύματός τους, ιδιαιτέρως μέσω της άρνησης διάπραξης εγκλημάτων πολέμου ή κατά της ανθρωπότητος ή κατά της ειρήνης, με πρόθεση να υποθάλψει φυλετική ή θρησκευτική διάκριση ή να ενθαρρύνει παρόμοιες ενέργειες, τιμωρείται με φυλάκιση από 6 μηνών έως 5 ετών».[92]
Στη Ρουμανία το Αναγκαστικό Διάταγμα της 13ης Μαρτίου 2002 απαγορεύει την άρνηση του Ολοκαυτώματος. Επικυρώθηκε στις 6 Μαΐου 2006. Το ίδιο διάταγμα απαγορεύει τις φυλετικές διακρίσεις, τα σύμβολά τους, όπως και τα φασιστικά και ξενοφοβικά σύμβολα, τις στολές και χειρονομίες. Παραβίαση αυτών των διατάξεων είναι ποινικά κολάσιμη και τιμωρείται με φυλάκιση από έξι μήνες έως πέντε έτη.[93]
Στη χώρα αυτή εκτός από την άρνηση του Ολοκαυτώματος τιμωρείται επίσης και η άρνηση διάπραξης ωμοτήτων από κομμουνιστικά καθεστώτα. Η νομοθεσία είναι ενσωματωμένη στον Ποινικό Κώδικα της χώρας (άρθρο 261), ο οποίος στηρίχθηκε, στο συγκεκριμένο θέμα, στο άρθρο 10 του Συντάγματος που ψηφίστηκε όταν η χώρα απέκτησε την ανεξαρτησία της με τη διάσπαση της ως τότε Τσεχοσλοβακίας.[94]