Άρνολντ Χαουμπράκεν | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 28 Μαρτίου 1660[1][2][3] Ντόρντρεχτ |
Θάνατος | 14 Οκτωβρίου 1719[1][2][3] Άμστερνταμ |
Χώρα πολιτογράφησης | Ολλανδική Δημοκρατία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Μητρική γλώσσα | Ολλανδικά |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ολλανδικά |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | συγγραφέας ζωγράφος[4][5] ιστορικός της τέχνης[6] χαλκοχαράκτης[4] καλλιτέχνης γραφικών τεχνών[4] εικονογράφος[4] σκιτσογράφος[4] εικαστικός καλλιτέχνης[7][8] |
Αξιοσημείωτο έργο | Romulus and Remus discovered by the Herdsman Faustulus Sacrifice of Iphigenia The Painter and his Model The Great Theatre of Dutch Painters |
Οικογένεια | |
Τέκνα | Γιάκομπους Χαουμπράκεν[9] Αντονίνα Χαουμπράκεν[9] Κριστίνα Χαουμπράκεν |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Άρνολντ Χαουμπράκεν (φλαμανδικά: Arnold Houbraken, 28 Μαρτίου 1660 - 14 Οτωβρίου 1719) ήταν Ολλανδός ζωγράφος και συγγραφέας από το Ντόρντρεχτ, ο οποίος σήμερα είναι γνωστός περισσότερο ως βιογράφος καλλιτεχνών της ολλανδικής "χρυσής εποχής".
Ο Χαουμπράκεν αρχικά στάλθηκε να μάθει την τέχνη του να γνέθει (Twyndraat) από τον Γιοχάννες ντε Χάαν, ο οποίος τον μύησε στη χαρακτική. Ύστερα από δύο χρόνια άρχισε να σπουδάζει τέχνη με τον Βίλεμ φαν Ντρίλενμπουρχ (Willem van Drielenburch), με τον οποίο βρισκόταν μαζί κατά τη διάρκεια του "καταστροφικού έτους" (rampjaar), (ενν. το 1672). Συνέχισε σπουδάζοντας επί 9 μήνες με τον Γιάκομπους Λέβεκ (Jacobus Leveck) και, τέλος, επί τέσσερα έτη με τον Σάμουελ φαν Χόοχστρατεν (Samuel van Hoogstraten).[10] Το 1685 νυμφεύτηκε τη Σάρα Σάσμπαουτ (Sara Sasbout) και περί το 1709 μετακόμισε από το Ντόρντρεχτ στο Άμστερνταμ. Ο Χαουμπράκεν ζωγράφισε πίνακες με μυθολογικά και θρησκευτικά θέματα, πορτρέτα και τοπία. Η πρώτη του συγγραφική προσπάθεια έγινε με το Inhoud van 't Sieraad der Afbeelding, βιβλίο με εικονογράφηση με αλληγορικές εικόνες, το οποίο είχε ως σκοπό, ως εγχειρίδιο, την καθοδήγηση καλλιτεχνών σε πιθανά προς απεικόνιση θέματα. Βασικό του έργο είναι το βιβλίο De groote schouburgh der Nederlantsche konstschilders en schilderessen (= το Μεγάλο θέατρο των Ολλανδών Ζωγράφων), στο οποίο περιλαμβάνεται μια σειρά βιογραφιών Ολλανδών καλλιτεχνών, συνοδευόμενη από χαρακτικά - πορτρέτα τους. Θεωρείται ότι αποτελεί συνέχεια του βιβλίου Het Schilderboek του Κάρελ φαν Μάντερ.
Ως μαθητές του καταγράφονται οι Ματάις Μπάλεν (Matthijs Balen), Γιόχαν Γκράχαμ (Johan Graham) και ο γιος του Γιάκομπ.[11]
Ο Χαουμπράκεν απέκτησε δέκα παιδιά. Ο γιος του, Γιάκομπους Χαουμπράκεν (1698 - 1780) ήταν χαράκτης πορτρέτων και εικονογραφήσεων βιβλίων, περιλαμβανομένων και αυτών του πατέρα του. Η θυγατέρα του Αντονίνα Χαουμπράκεν έγινε επίσης χαράκτις για εκδότη στο Άμστερνταμ και είναι σήμερα γνωστή για τον καλλωπισμό αστικών τοπίων και κτιρίων με ανθρώπους και ζώα. Η άλλη του θυγατέρα, Κριστίνα Χαουμπράκεν ήταν επίσης καλλιτέχνις.
Τα βιβλία του Χαουμπράκεν ήταν πολύ ευπώλητα κατά τη διάρκεια ολόκληρου του 18ου αιώνα. Ο Γιάκομπ Κάμπο Βάιερμαν (Jacob Campo Weyerman) εξέδωσε μια ενημερωμένη εκδοχή (1729 - 1747) σε σειριακή μορφή, που εκδόθηκε ως πλήρης ομάδα το 1769.[12] Τα χαρακτικά του Χαουμπράκεν των βιογραφούμενων καλλιτεχνών είναι, σε πολλές περιπτώσεις, τα μόνα σωζόμενα πορτρέτα αυτών των ατόμων.
Ο πρώτος που εξέδωσε ολοκληρωμένη τη σειρά των έργων του Χαουμπράκεν ήταν ο Γιόχαν φαν Χόολ (Johan van Gool) το 1750-51.[13] Αν και αυτά τα βιβλία ήταν ευπώλητα, κατά τον 19ο αιώνα ο Χαουμπράκεν απαξιώθηκε από τους ιστορικούς τέχνης, ιδιαίτερα όταν ανακαλύφθηκε ότι τα σκίτσα του ήταν ελλειπή, εσφαλμένα ή ακόμη και συκοφαντικά. Ο Χαουμπράκεν ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός στο να ελέγχει και να επανελέγχει τις πηγές του και σήμερα πολλές από τις προσωπικές του κρίσεις "στέκονται" στη σύγχρονη εξονυχιστική εξέταση. Οι επιθέσεις κατά της κρίσης του, λόγω εσφαλμένου συλλαβισμού των ονομάτων των καλλιτεχνών ή οι κατηγορίες περί εθνικισμού που τού αποδίδονται θα πρέπει να καταρριφθούν, αν ληφθεί υπόψη ότι τα σύνορα μεταξύ Φλάνδρας, Ολλανδίας και Γερμανίας πολύ απείχαν από το να έχουν σαφώς καθοριστεί κατά την περίοδο που αυτός συνέγραφε, ενώ οι συμβάσεις ορθού συλλαβισμού στην Ολλανδία καθιερώθηκαν με ναπολεόντειο διάταγμα τη δεκαετία του 1790. Εξαιρουμένων των περιπτώσεων των καλλιτεχνών που απεβίωσαν πολύ νέοι, ή που τα έργα τους χάθηκαν κατά τη διάρκεια των ποικίλων πολεμικών συγκρούσεων, πολύ λίγοι καλλιτέχνες έχουν περιληφθεί στο Schouburg του, των οποίων τα έργα σήμερα δεν εκτίθενται σε κάποιο μουσείο.
Ο πρώτος σύγχρονος ιστορικός τέχνης που εξέδωσε μια ενημέρωση του έργου του Χαουμπράκεν ήταν ο Αντριάαν φαν ντερ Βίλλιχεν (Adriaan van der Willigen) το 1866.[14] Έκτοτε το έργο του παραμένει πολύτιμη πηγή για τους ιστορικούς της τέχνης.
Το βιβλίο του Schouburgh αποτελεί τμήμα της "Βασικής Βιβλιοθήκης" της dbnl (Βάση Δεδομένων της Ολλανδικής Λογοτεχνίας) που περιέχει τα 1.000 πιο σημαντικά έργα της ολλανδικής λογοτεχνίας από τον Μεσαίωνα ως σήμερα.[15]