Αρτύματα ονομάζονται όλες οι συμπληρωματικές ουσίες που προστίθενται στο φαγητό για να το κάνουν πιο νόστιμο, όπως π.χ. το αλάτι, το λάδι, ο χυμός λεμονιού, χλωρά βότανα (π.χ. ο μαϊντανός) ή τα μπαχαρικά (π.χ. τα πιπέρια). Επίσης οι σάλτσες θεωρούνται ως σύνθετα αρτύματα, που παρασκευάζονται χωριστά. Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα αρτύω = χρησιμοποιώ μια λιπαρή ουσία για να νοστιμέψω το φαγητό.
Ο γενικότερος όρος άρτυμα περιλαμβάνει ως υποκατηγορία τα καρυκεύματα ή μπαχαρικά, τα οποία αναφέρονται και ως απλώς «αρτύματα». Ωστόσο το Larousse Gastronomique δηλώνει ότι «αρτύω και καρυκεύω δεν σημαίνει το ίδιο πράγμα», επιμένοντας ότι στη γαλλική κουζίνα το πρώτο περιλαμβάνει την προσθήκη μιας μικρής έστω ποσότητας αλατιού στο παρασκεύασμα.[1] Το αλάτι μπορεί πάντως να χρησιμεύει εκτός από το να νοστιμεύει το φαγητό, στο να απορροφήσει νερό από αυτό, ενώ σε κάποια πιάτα «μεγεθύνει» τη φυσική γεύση του φαγητού. Αντιθέτως, αρτύματα όπως το μαύρο πιπέρι και ο βασιλικός μεταφέρουν απλώς μέρος από τη δική τους γεύση ή άρωμα στο φαγητό. Τα καλά σχεδιασμένα πιάτα συχνά συνδυάζουν αρτύματα των οποίων οι γεύσεις αλληλοσυμπληρώνονται.
Εκτός από την επιλογή του είδους του αρτύματος, το σημείο του μαγειρέματος στο οποίο προστίθεται το άρτυμα επηρεάζει το τελικό αποτέλεσμα. Σε μερικούς πολιτισμούς το κρέας αρτύεται με σάλτσα μετά το σερβίρισμα στο τραπέζι. Ανάλογα με την τοπική παράδοση υπάρχει μεγάλη ποικιλία αρτυμάτων, αλλά και μεθόδων προσθήκης τους στο φαγητό.
Η έγχυση μαγειρικών ελαίων είναι επίσης μια μέθοδος με την οποία αρτύονται φαγητά. Διακρίνεται σε θερμή και ψυχρή, ανάλογα με τη θερμοκρασία του ελαίου όταν προστίθεται στο φαγητό. Το ελαιόλαδο είναι καλή βάση για έγχυση σε λαχανικά και σαλάτες (η μοναδική στη μεσογειακή κουζίνα), αλλά το αρτυμένο έδεσμα πρέπει να καταναλώνεται σύντομα, επειδή το ελαιόλαδο ταγγιάζει (οξειδώνεται) ταχύτερα από άλλα έλαια. Τα αρτυμένα με έλαια φαγητά πρέπει να διατηρούνται στο ψυγείο.
Στο έργο του Le Guide culinaire[2] το 1903 ο Ωγκύστ Εσκοφιέ ταξινομεί τα αρτύματα και τα καρυκεύματα, τα οποία θεωρεί δύο ξεχωριστές κατηγορίες, στις εξής ομάδες: