Το ευκαλυπτέλαιο ή έλαιο ευκαλύπτου, ή αλλιώς αιθέριο έλαιο του ευκαλύπτου ή χημικώς ορθό ευκαλυπτέλαιο, είναι φυσικό αιθέριο έλαιο που αποστάζεται από τα φύλλα των ειδών Eucalyptus (ευκαλύπτου) -που ανήκουν στην οικογένεια Myrtaceae- τα οποία ευδοκιμούν ιδίως στην Αυστραλία και σήμερα καλλιεργούνται σε πολλές χώρες. Ως ουσία, το ευκαλυπτέλαιο αποτελείται σε μεγάλο ποσοστό από το μονοτερπενοειδές, ευκαλυπτόλη (συν. 1,8-κινεόλη).
Το έλαιο ευκαλύπτου έχει ιστορία ευρείας εφαρμογής με κύρια φαρμακευτική, αντισηπτική, απωθητική και αρωματική χρήση. Τα φύλλα επιλεγμένων ειδών ευκαλύπτου αποστάζονται με ατμό για να εκχυλισθεί το έλαιο.
Τα έλαια ευκαλύπτου στο εμπόριο κατηγοριοποιούνται σε τρεις γενικούς τύπους ανάλογα με τη σύστασή τους και την κύρια τελική τους χρήση: φαρμακευτικά, αρωματικά και βιομηχανικά.[1]
Το πιο διαδεδομένο είναι το τυπικό "έλαιο ευκαλύπτου" με βάση την κινεόλη, ένα συνήθως άχρωμο υγρό (ελαφρά κιτρινωπό κάποιες φορές) με ένα διαπεραστικό, καμφορώδες ξυλώδες γλυκό άρωμα.[2]
Η Κίνα σήμερα παράγει περίπου το 75% της παγκόσμιας παραγωγής αλλά το μεγαλύτερο μέρος αυτού προέρχεται από τα κλάσματα κινεόλης από φύλλα του δένδρου καμφοράς Cinnamomum camphora και όχι το αυθεντικό έλαιο ευκαλύπτου.[3]
Σημαντικές χώρες - παραγωγοί ευκαλυπτέλαιου σήμερα είναι οι εξής: Νότια Αφρική, Πορτογαλία, Ισπανία, Βραζιλία, Αυστραλία, Χιλή και Εσουατίνι.
Η παγκόσμια παραγωγή κυριαρχείται από το έλαιο από Eucalyptus globulus.
Ωστόσο, τα είδη Eucalyptus kochii και Eucalyptus polybractea έχουν την υψηλότερη περιεκτικότητα σε κινεόλη που κυμαίνεται από 80% έως και 95%.
Η Βρετανική Φαρμακοποιία αναφέρει ότι το έλαιο πρέπει να έχει ελάχιστη περιεκτικότητα 70% κ.β. σε κινεόλη, εάν προορίζεται για φαρμακευτική χρήση.
Το 1991 η παγκόσμια παραγωγή υπολογίστηκε σε 3.000 τόνους για το φαρμακευτικό έλαιο ευκαλύπτου, με άλλους 1.500 τόνους για το κύριο έλαιο αρωματοποιίας (που παράγεται από το είδος Eucalyptus citriodora).[4]
Από φύλλα του ευκαλύπτου εκχυλίζονται - εξάγονται επίσης έλαια μη κινεολών, συμπεριλαμβανομένης της πιπεριτόνης, του φελλανδρενίου, της κιτράλης, του κινναμικού μεθυλεστέρα και του οξικού γερανυλεστέρα.
Η Επιτροπή Φαρμακευτικών Βοτάνων του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα παραδοσιακά φάρμακα με βάση το έλαιο ευκαλύπτου μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη θεραπεία του βήχα που σχετίζεται με το κοινό κρυολόγημα και για την ανακούφιση των συμπτωμάτων της τοπικής μυαλγίας.[5]
Είναι γνωστή η ευεργετική δράση του ευκαλυπτέλαιου (σε πολύ αραιές υδατικές συγκεντρώσεις) και για την ιγμορίτιδα.[6]
Το έλαιο ευκαλύπτου με βάση την κινεόλη χρησιμοποιείται ως εντομοαπωθητικό και βιοπαρασιτοκτόνο.[7]
Στις ΗΠΑ το έλαιο ευκαλύπτου καταχωρήθηκε για πρώτη φορά το 1948 ως εντομοκτόνο και ακαρεοκτόνο.[8]
Το έλαιο ευκαλύπτου χρησιμοποιείται στη γεύση. Το έλαιο ευκαλύπτου με βάση την κινεόλη χρησιμοποιείται ως αρωματικό σε χαμηλά επίπεδα (0,002%) σε διάφορα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των αρτοσκευασμάτων, των ειδών ζαχαροπλαστικής, των προϊόντων κρέατος και των ποτών.[9]
Το έλαιο ευκαλύπτου έχει αντιμικροβιακή δράση ενάντια σε ένα ευρύ φάσμα παθογόνων και μικροοργανισμών που αλλοιώνουν τα τρόφιμα.
Το μη κινεολικό κόμμι μέντας, το κόμμι φράουλας και ο φλοιός λεμονιού χρησιμοποιούνται επίσης ως αρωματικά. Το έλαιο ευκαλύπτου χρησιμοποιείται επίσης ως αρωματικό συστατικό για να προσδώσει ένα φρέσκο, ευχάριστο άρωμα σε σαπούνια, απορρυπαντικά, λοσιόν και αρώματα. Είναι γνωστό για το πικάντικο μεθυστικό άρωμά του. Λόγω των καθαριστικών του ιδιοτήτων, το έλαιο ευκαλύπτου βρίσκεται σε στοματικά διαλύματα για να φρεσκάρει την αναπνοή.
Έρευνα έδειξε ότι το έλαιο ευκαλύπτου με βάση την κινεόλη (5% του μείγματος) αποτρέπει το πρόβλημα διαχωρισμού με μείγματα αιθανόλης και καυσίμου βενζίνης. Το έλαιο ευκαλύπτου έχει αξιοπρόσεκτο αριθμό οκτανίων και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμο από μόνο του. Ωστόσο, το κόστος παραγωγής είναι επί του παρόντος πολύ υψηλό και οικονομικά μη βιώσιμο ως καύσιμο.[10]
Έλαια ευκαλύπτου με βάση το φελλανδρένιο και την πιπεριτόνη έχουν χρησιμοποιηθεί κατά την εξόρυξη για τον διαχωρισμό θειούχων ορυκτών μέσω της μεθόδου επίπλευσης.
Το έλαιο ευκαλύπτου χρησιμοποιείται σε εφαρμογές οικιακού καθαρισμού.[11][12]
Χρησιμοποιείται συνήθως σε εμπορικά προϊόντα πλυντηρίου όπως υγρό πλυσίματος για βαμβακερά. Χρησιμοποιείται επίσης ως διαλύτης για την αφαίρεση λίπους και κολλωδών υπολειμμάτων.[13]
Μόνο εάν χρησιμοποιείται σε χαμηλή δόση ως αρωματικό ή σε φαρμακευτικά προϊόντα στη συνιστώμενη αναλογία, το έλαιο ευκαλύπτου με βάση την κινεόλη είναι ασφαλές για ενήλικες. Αλλιώς μπορεί να αποδειχθεί εξόχως επικίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία.
Ωστόσο, συστηματική τοξικότητα μπορεί να προκύψει από κατάποση ή τοπική εφαρμογή σε δόσεις υψηλότερες από τις συνιστώμενες.[14] Στην Αυστραλία, το έλαιο ευκαλύπτου είναι ένα από τα πολλά αιθέρια έλαια που προκαλούν όλο και περισσότερες περιπτώσεις δηλητηρίασης, κυρίως σε παιδιά. Τη χρονική περίοδο 2014-2018 αναφέρθηκαν 2049 κρούσματα στη Νέα Νότια Ουαλία της Αυστραλίας, που αντιπροσωπεύουν περίπου το 46% των περιστατικών δηλητηρίασης από αιθέριο έλαιο.[15]
Η πιθανή θανατηφόρα δόση καθαρού ελαίου ευκαλύπτου για έναν ενήλικα κυμαίνεται από 0,05 mL έως 0,50 mL ανά κιλό σωματικού βάρους.[16] Λόγω της υψηλής αναλογίας σώματος προς μάζα, τα παιδιά είναι πιο ευάλωτα σε δηλητήρια που απορροφώνται διαδερμικά. Σοβαρή δηλητηρίαση έχει συμβεί σε παιδιά μετά από κατάποση 4 mL έως 5 mL ελαίου.[17]
Το έλαιο ευκαλύπτου έχει επίσης αποδειχθεί ότι είναι επικίνδυνο για τις οικόσιτες γάτες, προκαλώντας ασταθές βάδισμα, υπερβολικό σάλιο και άλλα συμπτώματα κακής υγείας.[18]
Οι ιθαγενείς Αβορίγινες της Αυστραλίας χρησιμοποιούν εγχύσεις φύλλων ευκαλύπτου (που περιέχουν αιθέριο έλαιο) ως παραδοσιακό φάρμακο για τη θεραπεία σωματικών πόνων (μυαλγιών), συμφόρησης κόλπων, πυρετού και κρυολογήματος.[19][20]
Το 1788, οι Ντένις Κόνσιντεν και Τζον Γουάιτ, χειρούργοι τότε του Πρώτου Στόλου, απέσταζαν έλαιο ευκαλύπτου από το είδος Eucalyptus piperita -που αναπτύχθηκε στις ακτές του Πορτ Τζάκσον- για τη θεραπεία καταδίκων και πεζοναυτών.[21][22][23] Το έλαιο ευκαλύπτου εξήχθη στη συνέχεια από τους πρώτους αποίκους αλλά δεν αξιοποιήθηκε εμπορικά για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Πρώτος ο βαρώνος Ferdinand von Mueller, βοτανολόγος, εξήρε τις ιδιότητες του ευκαλυπτέλαιου ως απολυμαντικού σε ορισμένες περιοχές και ενθάρρυνε τον φαρμακοποιό Joseph Bosisto της Μελβούρνης, να διερευνήσει τις εμπορικές δυνατότητες του ελαίου.[24] Έτσι, ο Μποσίστο ξεκίνησε την παραγωγή - εμπορία ελαίων ευκαλύπτου το 1852 κοντά στο Dandenong της Βικτώριας της Αυστραλίας, όταν δημιούργησε ένα εργαστήριο απόσταξης και εκχύλιζε το αιθέριο έλαιο από τον χημειότυπο κινεόλης του δένδρου Eucalyptus radiata. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο χημειότυπος κινεόλης να φέρει για πολλά χρόνια την ονομασία «Bosisto's Eucalyptus Oil» ως ένα εμπορικό σήμα.
Ο Γάλλος χημικός F.S. Cloez αναγνώρισε τη σημασία του εν λόγω ελαίου και του απέδωσε το επιστημονικό όνομα ευκαλυπτόλη - επίσης γνωστό ως κινεόλη- στο κυρίαρχο έλαιο από το είδος E. globulus.[25] Μέχρι τη δεκαετία του 1870 το έλαιο από το Eucalyptus globulus (ως δένδρο γνωστό και Tasmanian blue gum) εξάγονταν παγκοσμίως και κυριάρχησε στο παγκόσμιο εμπόριο.
Οι χειρουργοί χρησιμοποιούσαν έλαιο ευκαλύπτου ως αντισηπτικό κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης μέχρι τη δεκαετία του 1880.[26]
Το έλαιο ευκαλύπτου έγινε έτσι ένα εξαγώγιμο φυσικό προϊόν από τα δάση της Βικτώριας και περιγράφεται συχνά ως το φυσικό θαύμα της Αυστραλίας αφού κάλυψε μια αναπτυσσόμενη διεθνή αγορά, κυρίως για ιατρικούς σκοπούς. Το έλαιο ευκαλύπτου είχε ιδιαίτερα μεγάλη ζήτηση κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας πανδημίας γρίπης του 1918-1919.
Μονάδα απόσταξης που ιδρύθηκε από την Επιτροπή Δασών της Βικτώριας στο Wellsford State Forest[27] υλοποιήθηκε το 1926 και ο διευθυντής της Έντουιν Τζέιμς Σέμμενς ανέλαβε μέρος της πρωτοποριακής χημείας στη σύνθεση του ελαίου ευκαλύπτου.[28]
Η αυστραλιανή βιομηχανία ευκαλυπτέλαιου κορυφώθηκε τη δεκαετία του 1940, με κύρια περιοχή παραγωγής την πολιτεία Βικτώρια και ιδιαίτερα τα δασικά οικοσυστήματα Inglewood. Στη συνέχεια, η ανάπτυξη δασικών φυτειών ευκαλύπτου για ξυλεία (forest plantations) περιόρισε την παραγωγή ελαίου. Μέχρι τη δεκαετία του 1950 το κόστος παραγωγής ευκαλυπτέλαιου στην Αυστραλία είχε αυξηθεί τόσο πολύ που δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί φθηνότερα ισπανικά και πορτογαλικά έλαια, που είχαν λιγότερο κόστος.
Πηγές εκτός Αυστραλίας κυριαρχούν πλέον στην εμπορική προμήθεια ελαίων ευκαλύπτου στις μέρες μας. Σήμερα, η Αυστραλία συνεχίζει να παράγει έλαια υψηλής ποιότητας, κυρίως από συστάδες E. polybractea.
Τα εμπορικά έλαια ευκαλύπτου με βάση την κινεόλη παράγονται από τα εξής είδη ευκαλύπτου:
Είδη που δεν παράγουν το εν λόγω έλαιο είναι τα εξής:
Το είδος Eucalyptus citriodora ταξινομείται πλέον σήμερα ως Corymbia citriodora και το οποίο παράγει ένα αιθέριο έλαιο με βάση την κιτρονελλάλη.