Οι Έλληνες στην Τουρκία σήμερα, αποτελούν σε κύριο βαθμό τους Έλληνεςχριστιανούς ορθοδόξους, που κατοικούν στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης, του Αϊβαλί, της Ίμβρου και της Τενέδου. Σε αυτούς, δεν αναφέρονται οι Έλληνες της Τουρκίας που ανήκουν στο Ισλάμ (τουλάχιστον επισήμως), αν και μιλάνε την ελληνική γλώσσα (Ρωμαίικα) ως μητρική και έχουν κοινή καταγωγή. Αυτοί είναι οι λεγόμενοι Ρωμαίοι του ανατολικού Πόντου (Rumca) και αριθμούν περί τα 2 εκατομμύρια. Οι ελληνορθόδοξοι στην Τουρκία είναι οι εναπομείναντες απόγονοι των 200.000 περίπου Ελλήνων, που επιτράπηκε να παραμείνουν στην Τουρκία, μετά την ελληνοτουρκική σύμβαση της Λωζάνης για την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923. Σύμβαση, που αφορούσε στη βίαιη επανεγκατάσταση περίπου 1,5 εκατομμυρίου Χριστιανών Ελλήνων από Ανατολία και Ανατολική Θράκη και 500.000 Τούρκων από όλη την Ελλάδα εκτός από τη Δυτική Θράκη. Μετά από χρόνια διώξεων (π.χ. τον έκτακτο ειδικό φόρο Βαρλίκ Βεργκισί, το πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης, αναφερόμενο ως Σεπτεμβριανά [1955] και τον διωγμό των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης [1964-1965]) η αποχώρηση των Ελλήνων επιταχύνθηκε πολύ, μειώνοντας τον πληθυσμό της ελληνικής μειονότητας στην Πόλη, από 119.822 πριν τις από τις εκδιώξεις[7], σε περίπου 7.000 έως το 1978.[8] Τα στοιχεία του 2008 που δημοσίευσε το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών τοποθετούν τον τρέχοντα αριθμό Τούρκων πολιτών ελληνικής καταγωγής στο όριο των 3.000–4.000.[2] Ωστόσο, σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο ελληνικός πληθυσμός στην Τουρκία, το 2006, υπολογίζεται σε 2.500. Ένας αριθμός Ελλήνων που υπολογίζονται σε 1.000 άτομα,[9] μετανάστευσαν στην Τουρκία και ειδικά στην Κωνσταντινούπολη από την Ελλάδα ή άλλες χώρες της ΕΕ από το 2006 και έπειτα, χωρίς να έχουν οικογενειακούς δεσμούς με την Κωνσταντινούπολη. Ο αριθμός τους αυξήθηκε σημαντικά κατά τη ελληνική οικονομική κρίση, στη πλειοψηφία τους για οικονομικούς ή ακαδημαϊκούς λόγους.[10][11][12] Οι Τούρκοι δεν συμπεριλαμβάνουν σε πολίτες ελληνικής καταγωγής τους λεγόμενους Ρωμαίους του Ανατολικού Πόντου που είναι Έλληνες Δωριείς αλλά Μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα.
Ο χριστιανικός ελληνικός πληθυσμός στην Τουρκία καταρρέει, καθώς η κοινότητα είναι πλέον πολύ μικρή για να συντηρηθεί δημογραφικά, λόγω μετανάστευσης, πολύ υψηλότερου ποσοστού θανάτων έναντι γεννήσεων και συνεχείς διακρίσεις σε βάρος τους.[13]
Μετά την γενοκτονία των Ελλήνων και από το 1924, το καθεστώς της ελληνικής μειονότητας στην Τουρκία ήταν διφορούμενο. Ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1930, η τουρκική κυβέρνηση θέσπισε κατασταλτικές πολιτικές, αναγκάζοντας πολλούς Έλληνες να εγκαταλείψουν την χώρα. Παραδείγματα είναι τα τάγματα εργασίας που συντάχθηκαν μεταξύ επιστρατευμένων μη μουσουλμάνων (κυρίως Ελλήνων, Αρμενίων, Ασσύριων και Εβραίων) κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς και ο Φόρος Περιουσίας (Βαρλίκ Βεργκισί) που επιβλήθηκε κυρίως σε μη μουσουλμάνους την ίδια περίοδο. Αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την οικονομική καταστροφή και την εξόντωση πολλών Ελλήνων, που κορυφώθηκε με το πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης τον Σεπτέμβριο του 1955 και τους διωγμούς το 1964-1965, που οδήγησαν χιλιάδες Έλληνες να εγκαταλείψουν την Πόλη, μειώνοντας τελικά τον ελληνικό πληθυσμό σε περίπου 7.000 έως το 1978 και σε περίπου 2.500 έως το 2006. Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, ο αριθμός αυτός ήταν πολύ μικρότερος το 2012 και έφτασε τις 2.000.
Μια μειοψηφία Ελλήνων μουσουλμάνωνΠοντίων, περί τα 2 εκατομμύρια, χρησιμοποιώντας μια διάλεκτο που ονομάζεται "Ρωμέικα", (Rumca), εξακολουθεί να ζει στην περιοχή του Ανατολικού Πόντου. Αρκετοί απ αυτούς μεταναστεύουν στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλα μέρη του κόσμου. Διατηρούν επαφές με Χριστιανούς Ποντίους στην Ελλάδα και το εξωτερικό
Το εθνώνυμο Yunanlar χρησιμοποιείται αποκλειστικά από τους Τούρκους για να αναφέρεται σε Έλληνες από την Ελλάδα και όχι για τον πληθυσμό της Τουρκίας.
Οι Έλληνες από τη Μικρά Ασία αναφέρονται ως: Μικρασιάτες, ενώ οι Έλληνες από τον Πόντο είναι γνωστοί ως: Πόντιοι.
Οι Έλληνες από την Κωνσταντινούπολη («Πόλη») είναι γνωστοί ως: Κωνσταντινουπολίτες, με σύντμηση: Πολίτες. Όσοι έφτασαν κατά την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αναφέρονται επίσης ως: Πρόσφυγες.
Δημογραφικά στοιχεία των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης
Η ελληνική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης αριθμούσε 67.550[7] άτομα το 1955. Ωστόσο, μετά το πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης που ενορχηστρώθηκε από τις τουρκικές αρχές εναντίον της ελληνικής κοινότητας εκείνη τη χρονιά, ο αριθμός τους μειώθηκε δραματικά σε μόλις 48.000.[14] Σήμερα η ελληνική κοινότητα αριθμεί περίπου 2.000 άτομα..[15]
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Δημήτριος (1914-1991): Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από το 1972 έως το 1991. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη ως Δημήτριος Παπαδόπουλος.
Βιολέτα Δούκα Κωνσταντά (1958): πρώην βολεϊμπολίστρια της ομάδας Eczacıbaşı και της Εθνικής Τουρκίας. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από ελληνορομά οικογένεια. Ο πατέρας της Χρήστος έπαιζε ποδόσφαιρο για την Μπεσίκτας.
Κώτσος Κασάπογλου (1935-2016): ποδοσφαιριστής, κάποτε συμμετείχε στην Εθνική Τουρκίας. Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη, ήταν γνωστός με το τουρκοποιημένο όνομα Koço Kasapoğlu.
Ιωάννα Κουτσουράδη (1936): φιλόσοφος και ακαδημαϊκός του Πανεπιστημίου Maltepe. Γεννημένη στην Κωνσταντινούπολη από ελληνική οικογένεια (Ρωμιοί), είναι γνωστή στην Τουρκία ως İoanna Kuçuradi.
Κλεάνθης Μαρόπουλος (1919-1991): Έλληνας διεθνής ποδοσφαιριστής. Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη, κατέφυγε στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της ελληνοτουρκικής ανταλλαγής πληθυσμών όταν ήταν 3 ετών.
Γιάννης Βασίλης, ένας πρώην υπερεθνικιστής Τούρκος, έγινε ειρηνιστής και υποστηρικτής της ελληνικής κληρονομιάς στην Τουρκία αφού ανακάλυψε την ελληνική του κληρονομιά, διώχθηκε και φυλακίστηκε.
↑Karimova Nigar, Deverell Edward. «Minorities in Turkey»(PDF). The Swedish Institute of International Affairs. σελ. 7. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο(PDF) στις 28 Μαΐου 2016. Ανακτήθηκε στις 20 Ιανουαρίου 2010.
↑Kilic, Ecevit (7 Σεπτεμβρίου 2008). «Sermaye nasıl el değiştirdi?». Sabah (στα Τουρκικά). Ανακτήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου 2008. 6-7 Eylül olaylarından önce İstanbul'da 135 bin Rum yaşıyordu. Sonrasında bu sayı 70 bine düştü. 1978'e gelindiğinde bu rakam 7 bindi.