Έλσα Σκιαπαρέλι | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Elsa Schiaparelli (Ιταλικά) |
Γέννηση | 10 Σεπτεμβρίου 1890[1][2][3] Ρώμη[4][5][6] |
Θάνατος | 13 Νοεμβρίου 1973[1][2][3] 8ο δημοτικό διαμέρισμα του Παρισιού[7][5][6] ή Παρίσι[8] |
Χώρα πολιτογράφησης | Ιταλία (1946–1973) Βασίλειο της Ιταλίας (1890–1946) Γαλλία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γαλλικά[9][10] Ιταλικά[11][10] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | σχεδιάστρια μόδας[6] επιχειρηματίας[12] σχεδιαστής κοσμημάτων[6] |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Wilhelm Frederick Wendt de Kerlor[13][5][6] |
Τέκνα | Yvonne Maria Luisa Schiaparelli[14][6] |
Γονείς | Celestino Schiaparelli[5] και Marchesa Maria de Dominicis[14] |
Συγγενείς | Τζιοβάνι Σκιαπαρέλι (θείος)[5], Μπέρι Μπέρενσον (εγγονή) και Μαρίζα Μπέρενσον (εγγονή) |
Ιστότοπος | |
schiaparelli | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η Έλσα Σκιαπαρέλι (ιτ.: Elsa Schiaparelli) ήταν μία από τις κορυφαίες σχεδιάστριες μόδας των δεκαετιών 1920 και 1930.
Γεννήθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 1890 στη Ρώμη. Αφού εργάστηκε για κάποιο διάστημα σε ένα κατάστημα της Νέας Υόρκης, η Σκιαπαρέλι μετακόμισε στο Παρίσι, όπου άρχισε να σχεδιάζει τα δικά της ρούχα. Οι δημιουργίες της και η αίσθηση που είχε για το στυλ διαμόρφωσαν τη μόδα της εποχής, ενώ τα ρούχα της έχουν φορέσει κάποιες από τις διασημότερες γυναίκες παγκοσμίως, όπως η Αμερικανίδα ηθοποιός Γκρέτα Γκάρμπο. Η Σκιαπαρέλι πέθανε στο Παρίσι στις 3 Νοεμβρίου 1973.
Η επονομαζόμενη Βασίλισσα της Μόδας καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια. Η μητέρα της ήταν απόγονος των Μεδίκων, ο πατέρας της διευθυντής βιβλιοθήκης και καθηγητής λογοτεχνίας και ο θείος της αστρονόμος.[15]
Παρόλα αυτά, από πολύ νεαρή ηλικία, η Σκιαπαρέλι αναστάτωνε συχνά τους γονείς της. Μετά το σχολείο γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης όπου σπούδασε φιλοσοφία και, πολύ σύντομα, δημοσίευσε μια συλλογή ποιημάτων, την οποία οι γονείς της θεώρησαν τόσο προκλητική, ώστε την έστειλαν σε ένα μοναστήρι. Για να ξεφύγει, η Σκιαπαρέλι έκανε απεργία πείνας και στη συνέχεια πήγε στο Λονδίνο, όπου εργάστηκε ως γκουβερνάντα.
Στο Λονδίνο η Σκιαπαρέλι γνώρισε και παντρεύτηκε τον Κόμη William de Wendt de Kerlor που ήταν θεοσοφιστής. Πολύ σύντομα το ζευγάρι μετακόμισε στη Νέα Υόρκη. Στο πλοίο που τους μετέφερε στη Νέα Υόρκη, η Σκιαπαρέλι γνώρισε την Γκαμπριέλ Πικάμπια, σύζυγο του ντανταϊστή ζωγράφου. Μέσα από αυτή τη γνωριμία, άρχισε να κάνει παρέα με τους πιο πρωτοποριακούς καλλιτέχνες της εποχής, όπως ο Μαν Ραίη και ο Μαρσέλ Ντυσάν[16].
Η Νέα Υόρκη αποδείχθηκε μια πολύ διαφωτιστική εμπειρία για τη Σκιαπαρέλι. Εκεί άρχισε να εργάζεται σε ένα κατάστημα που εξειδικευόταν στη γαλλική μόδα και απέκτησε γρήγορα τη δική της άποψη για τα ρούχα και τα αξεσουάρ. Όταν διαλύθηκε ο γάμος της, η Σκιαπαρέλι επέστρεψε στο Παρίσι, όπου συνέχισε να εργάζεται στη βιομηχανία της μόδας. Πολύ σύντομα άρχισε να σχεδιάζει τα δικά της ρούχα και το 1927 άνοιξε το πρώτο της κατάστημα.
Η πρώτη συλλογή της Σκιαπαρέλι, μια σειρά πουλόβερ με σουρεαλιστικές εικόνες – οι οποίες αποτέλεσαν τελικά το σήμα κατατεθέν της – προσέλκυσε το ενδιαφέρον του κόσμου της μόδας, καθώς και της γαλλικής Vogue. Ακολούθησε μια συλλογή μαγιό και ρούχων σκι, καθώς και η διάσημη ζιπ κιλότ της Σκιαπαρέλι — μια πρώιμη μορφή γυναικείου σορτς. Το 1931, αυτή η ζιπ κιλότ φορέθηκε από την πρωταθλήτρια του τέννις Λίλι ντε Άλβαρεθ στο τουρνουά του Γουίμπλεντον. Την ίδια χρονιά, η «Σκιαπ», όπως ήταν πλέον γνωστή, άρχισε να σχεδιάζει βραδινές δημιουργίες.
Για την Σκιαπαρέλι η μόδα σήμαινε εξίσου να κάνει τέχνη, όσο και να φτιάχνει ρούχα. Το 1932, η Janet Flanner έγραψε στο περιοδικό The New Yorker: "Το φόρεμα της Σκιαπαρέλι είναι σαν ένας μοντέρνος καμβάς». Καθόλου περίεργο, καθώς η Σκιαπαρέλι έκανε παρέα με διάσημους καλλιτέχνες της εποχής. Ένας από τους φίλους της ήταν ο ζωγράφος Σαλβαδόρ Νταλί, από τον οποίο είχε ζητήσει να σχεδιάσει υφάσματα για τον οίκο μόδας της.
Η Σκιαπαρέλι σχεδίασε επίσης ρούχα για τον κινηματογράφο και το θέατρο. Οι δημιουργίες της έχουν εμφανιστεί σε περισσότερες από 30 ταινίες, όπως για παράδειγμα στο Every Day's a Holiday με πρωταγωνίστριες τις Μέι Γουέστ και Ζα Ζα Γκαμπόρ.