Ένας καταδικασμένος σε θάνατο δραπέτευσε Un condamné à mort s'est échappé | |
---|---|
![]() Η κινηματογραφική αφίσα | |
Σκηνοθεσία | Ρομπέρ Μπρεσόν |
Παραγωγή | Gaumont Film Company |
Σενάριο | Ρομπέρ Μπρεσόν |
Πρωταγωνιστές | Φρανσουά Λετεριέ |
Μουσική | Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ |
Φωτογραφία | Λεόνς-Ανρί Μπουρέλ |
Εταιρεία παραγωγής | Gaumont Film Company |
Διανομή | Gaumont Film Company και Netflix |
Πρώτη προβολή | 11 Νοεμβρίου 1956 |
Διάρκεια | 95 λεπτά |
Προέλευση | Γαλλία |
Γλώσσα | Γαλλική |
δεδομένα ( ) |
Ένας καταδικασμένος σε θάνατο δραπέτευσε ή Ο άνεμος φυσάει όπου θέλει (γαλλικά: Un condamné à mort s'est échappé ou Le vent souffle où il veut) είναι γαλλική ταινία του 1956 σε σκηνοθεσία Ρομπέρ Μπρεσόν. Βασίζεται στα απομνημονεύματα του μέλους της Γαλλικής Αντίστασης Αντρέ Ντεβινί, που κρατήθηκε στη φυλακή Μονλύκ της Λυών από τη Γκεστάπο κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο ίδιος ο Μπρεσόν φυλακίστηκε από τους Γερμανούς ως μέλος της Γαλλικής Αντίστασης. Το δεύτερο μέρος του τίτλου προέρχεται από τη Βίβλο (Κατά Ιωάννην 3: 8). [1]Η διάρκεια της ταινίας είναι 95 λεπτά.
Η μουσική υπόκρουση της ταινίας είναι το «Κύριε ελέησον» της Μεγάλης Λειτουργίας του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ σε ρε ελάσσονα, με αριθμό καταλόγου Κέχελ 427.[2]
Η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών το 1957 και απέσπασε το βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας.
Στην αρχή της ταινίας, η κάμερα εστιάζει σε μια πινακίδα έξω από την παλαιά φυλακή Μονλύκ στη Λυών στη μνήμη των 7.000 κρατουμένων που πέθαναν εκεί κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής.
Το 1943, στο δρόμο προς τη φυλακή, ο Φονταίν (Φρανσουά Λετεριέ), μέλος της Γαλλικής Αντίστασης, εκμεταλλεύεται μια ευκαιρία και διαφεύγει από τους Γερμανούς όταν το αυτοκίνητο που τον μεταφέρει αναγκάζεται να σταματήσει, αλλά σύντομα συλλαμβάνεται και με χειροπέδες μεταφέρεται στη φυλακή. Αρχικά φυλακίζεται σε ένα κελί στον πρώτο όροφο της φυλακής και μπορεί να επικοινωνεί με κρατούμενους που προαυλίζονται. Με τη βοήθειά τους καταφέρνει να ξεκλειδώσει τις χειροπέδες του. Αυτό δεν τον βοηθά σε πιθανά σχέδια απόδρασης αλλά του επιτρέπει να αφαιρέσει τις χειροπέδες που φορούσε συνέχεια. Τελικά υπόσχεται στον Γερμανό διοικητή ότι δεν θα αποδράσει και μεταφέρεται σε ένα κελί στον τελευταίο όροφο χωρίς χειροπέδες.[3]
Μόλις βρέθηκε στο νέο κελί, ο Φονταίν αρχίζει να επιθεωρεί την πόρτα και ανακαλύπτει ότι οι σανίδες είναι φθαρμένες. Χρησιμοποιώντας ένα σιδερένιο κουτάλι, που παραμέλησε σκόπιμα να επιστρέψει μετά από ένα γεύμα, αρχίζει να τις σκάβει. Μετά από εβδομάδες εργασίας, καταφέρνει να αφαιρέσει τρεις σανίδες από την πόρτα, να περιπλανηθεί στο διάδρομο, να επιστρέψει στο κελί του και να αποκαταστήσει την εμφάνιση της πόρτας.
Ο Φονταίν δεν είναι ο μόνος κρατούμενος που προσπαθεί να αποδράσει. Ένας άλλος επίσης προσπάθησε αλλά απέτυχε και εκτελέστηκε λίγες μέρες αργότερα. Παρόλα αυτά, ο Φονταίν δεν αποτρέπεται από το σχέδιό του και συνεχίζει τις προσπάθειες.
Αφού μεταφέρθηκε στα κεντρικά γραφεία της Γκεστάπο και καταδικάστηκε σε εκτέλεση, μεταφέρεται πίσω στη φυλακή, στο ίδιο κελί. Σύντομα φέρνουν στο κελί του έναν άλλο κρατούμενο, ένα δεκαεξάχρονο αγόρι. Ο Φονταίν δεν είναι σίγουρος ότι μπορεί να τον εμπιστευτεί (φοβάται ότι είναι πράκτορας των Γερμανών γιατί τον βλέπει να μιλάει φιλικά με έναν φύλακα) και συνειδητοποιεί ότι θα πρέπει είτε να τον σκοτώσει είτε να αποδράσουν μαζί. Στο τέλος, τον εμπιστεύεται και του εκμυστηρεύεται το σχέδιό του. Ένα βράδυ, δραπετεύουν μαζί ανεβαίνουν στην οροφή του κτηρίου, κατεβαίνουν στην αυλή με σχοινί, σκοτώνουν τον Γερμανό σκοπό και απομακρύνονται ανεμπόδιστοι.[4]
Η ταινία γυρίστηκε σε ασπρόμαυρο και δείχνει καθαρά την τάση του Ρομπέρ Μπρεσόν για λιτότητα και αυστηρότητα:
Η δραματική κατάσταση έχει τραγικό χαρακτήρα: οι κύριοι χαρακτήρες περιμένουν το θάνατό τους σε αυστηρή απομόνωση (ακούγονται τουφεκισμοί από εκτελέσεις κρατουμένων και ο Φονταίν γνωρίζει, όπως και και οι άλλοι κρατούμενοι, ότι έρχεται η σειρά τους). Αλλά το συνολικό μήνυμα της ταινίας φαίνεται μάλλον αντι-τραγικό και αισιόδοξο: η επιτυχία της απόδρασης του Φονταίν μπορεί να θεωρηθεί ως ανάδειξη της ατομικής ανθρώπινης βούλησης. Η ταινία είναι μια εκπληκτική παραβολή για την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου, όπου η φυλακή εκπροσωπεί τον πτωτικό κόσμο ή την αμαρτία και η απόδραση την πνευματική αναγέννηση.[6]