Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Ένδικα μέσα ονομάζονται τα μέσα, (δικαιώματα), που παρέχει ο νόμος σε κάποιον διάδικο σε μία δίκη να προσφύγει κατά της απόφασης του δικαστηρίου, ή βουλεύματος, ζητώντας την μερική ή ολική μεταρρύθμιση αυτής (ή αυτού), και την εκ νέου κρίση της υπόθεσης σε άλλο ομοιόβαθμο ή ανώτερο δικαστήριο.
Σε αντίθεση με τα ένδικα βοηθήματα, τα οποία είναι μέσα για την υπαγωγή μιας διαφοράς σε δικαστική κρίση για πρώτη φορά, τα "ένδικα μέσα" στρέφονται κατά δικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί ήδη επί συγκεκριμένης διαφοράς.
Λόγος ύπαρξης των ενδίκων μέσων είναι η αναγνώριση από τον νόμο του γεγονότος ότι η δικαστική κρίση δεν είναι πάντοτε αλάνθαστη και ως ανθρώπινο έργο μπορεί είτε να είναι πλημμελής εκ πλάνης, είτε και εκ παραδρομής του δικαστή, αφού κανείς δεν μπορεί και να αποκλείσει πιθανή πλάνη ή εσφαλμένη δικαστική αντίληψη (κακή εφαρμογή δικονομικών διατάξεων, κακή εκτίμηση υλικού και αποδείξεων κ.λπ.). Πολλές φορές μάλιστα έχει σημειωθεί η στενότητα και η προσήλωση περί το γράμμα του νόμου, όταν καθίσταται τούτο οφθαλμοφανές αντίθετο στο πνεύμα του μη αποδίδοντας το σκοπούμενο, με συνέπεια την έκδοση εσφαλμένης απόφασης.
Έτσι η διόρθωση τυχόν τέτοιων περιπτώσεων επιτυγχάνεται με τα ένδικα μέσα, δηλαδή με το δικαίωμα ελέγχου της απόφασης από ανώτερο δικαστήριο ή η επανάκριση της διαφοράς. Αυτή ακριβώς και είναι και η φιλοσοφία του θεσμού αυτού.
Ενώ η δυνατότητα προσφυγής στα δικαστήρια είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη, η δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων δεν είναι. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου τα κατοχυρώνει όμως ειδικά για τις ποινικές δίκες με το άρθρο 2 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Στην Ελλάδα προβλέπονται για σχεδόν όλες τις αποφάσεις ένδικα μέσα.
Ένας πρόσθετος λόγος που επιτάσσει την ύπαρξη των ενδίκων μέσων είναι η ενότητα της νομολογίας. Αν υπάρχουν περισσότερα δικαστήρια που δικάζουν παρεμφερείς υποθέσεις, υπάρχει ο κίνδυνος να καταλήγουν σε αντιφατικές αποφάσεις. Η ύπαρξη ενός ανώτερου δικαστηρίου που ελέγχει τις αποφάσεις όλων των κατωτέρων δικαστηρίων εξασφαλίζει την ενιαία εφαρμογή του δικαίου.
Τα ένδικα μέσα διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, τα τακτικά και τα έκτακτα. Τακτικά ένδικα μέσα είναι αυτά που επιτρέπονται για όλους τους λόγους και οδηγούν κατά κανόνα σε πλήρη εκ νέου κρίση της υπόθεσης. Έκτακτα ένδικα μέσα είναι αυτά που επιτρέπονται μόνο για τους λόγους που αναφέρει περιοριστικά ο νόμος.
Σημειώνεται ότι δικαστικές αποφάσεις που δεν υπόκεινται σε τακτικά ένδικα μέσα είτε λόγω παρέλευσης της προθεσμίας είτε λόγω εξάντλησης των τακτικών ενδίκων μέσων ονομάζονται τελεσίδικες, ενώ αυτές που δεν υπάγονται σε έκτακτα ένδικα μέσα ονομάζονται αμετάκλητες αποφάσεις.
Στην πράξη τα πιο σημαντικά ένδικα μέσα είναι η έφεση και η αναίρεση.
Ανάλογα με τον κλάδο του δικονομικού δικαίου (Πολιτική Δικονομία, Ποινική Δικονομία ή Διοικητική Δικονομία) τα ένδικα μέσα ποικίλλουν.
Τα ένδικα μέσα που επιτρέπονται κατά αποφάσεων πολιτικών δικαστηρίων είναι:
Τα ένδικα μέσα κατά αποφάσεων ποινικών δικαστηρίων είναι:
Τα ένδικα μέσα κατά αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων είναι:
Τα ένδικα μέσα ασκούνται κατά κανόνα μόνο από διαδίκους της δίκης, στην οποία εκδόθηκε η απόφαση, κατά της οποίας στρέφεται το ένδικο μέσο. Εξαίρεση αποτελεί η αναίρεση από τον εισαγγελέα σε ορισμένες διαδικασίες της πολιτικής δικονομίας για τη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος (στην ποινική δίκη ο εισαγγελέας λαμβάνει ούτως ή άλλως μέρος) και η αναίρεση υπέρ του νόμου. Ο νόμος προβλέπει συνήθως ορισμένη προθεσμία εντός της οποίας επιτρέπεται να ασκηθεί το κάθε ένδικο μέσο.
Στα ένδικα μέσα ισχύει ο κανόνας της άπαξ ασκήσεως που σημαίνει ότι κάθε ένδικο μέσο μπορεί να ασκηθεί μόνο μια φορά. Επίσης ασκούνται διαδοχικά όπως ορίζει ο νόμος. Κατά κανόνα πρώτα ασκείται η έφεση και κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της έφεσης, (που δεν επιδέχεται πλέον δεύτερη έφεση), επιτρέπεται η άσκηση αναίρεσης. Η απόφαση κατά της οποίας δεν επιτρέπεται η άσκηση έφεσης είτε γιατί δεν το επιτρέπει ο νόμος, ελλείψει σπουδαιότητας (π.χ. μικροδιαφορές), είτε γιατί έχει εκδοθεί κατ’ έφεσιν (κανόνας της άπαξ ασκήσεως), ονομάζεται ανέκκλητη.
Κατά τον ΚΠοινΔ, τόσο η έφεση όσο και η αναίρεση εκδικάζονται ενώπιον Συμβουλίου ή Δικαστηρίου ανώτερου από εκείνο που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα ή απόφαση (ανάλογα). Ειδικότερα, η έφεση κατά βουλεύματος του δικαστικού συμβουλίου πλημμελειοδικών εκδικάζεται από το δικαστικό συμβούλιο εφετών (με τριμελή σύνθεση), ενώ η αναίρεση των βουλευμάτων αμφοτέρων συζητείται ενώπιον του συμβουλίου του Αρείου Πάγου.
Προκειμένου περί αποφάσεων οι κατ΄ αυτών εφέσεις εκδικάζονται ανάλογα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση. Έτσι οι αποφάσεις Πταισματοδικείου εκδικάζονται από Μονομελές Πλημμελειοδικείο, του μονομελούς υπό του τριμελούς, του τριμελούς Πλημμελειοδικείου υπό του τριμελούς Εφετείου, του τελευταίου υπό πενταμελούς Εφετείου, ενώ των δικαστηρίων ανηλίκων (μονομελών ή τριμελών πρωτοβαθμίων) υπό των τριμελών δευτεροβαθμίων δικαστηρίων ανηλίκων.
Τέλος οι αιτήσεις αναίρεσης κατά οποιασδήποτε απόφασης οποιουδήποτε δικαστηρίου (ακόμη και των στρατιωτικών) εκδικάζονται από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου.
Δείτε επίσης: Tantum devolutum quantum appelatum Η άσκηση των ενδίκων μέσων επιφέρει διάφορα αποτελέσματα τα οποία και διακρίνονται σε: α) το μεταβιβαστικό ("effectus devolutivus"), β) το επεκτατικό ("effectus appelativus"), και γ) το ανασταλτικό αποτέλεσμα ("effectus suspensivus").