Ο Έντουαρντ Όσμπορν Γουίλσον (Edward Osborne Wilson, 10 Ιουνίου1929 – 26 Δεκεμβρίου2021), αναφερόμενος συνήθως ως Ε.Ο. Γουίλσον (E. O. Wilson), ήταν Αμερικανός βιολόγος, ερευνητής στην κοινωνιοβιολογία, τη βιοποικιλότητα και τη νησιωτική βιογεωγραφία, υπέρμαχος της προστασίας του περιβάλλοντος και συγγραφέας που έχει αναπτύξει δικές του θεωρίες για τη σύμπραξη των επιστημών («σύναλμα») και τη βιοφιλία. Η ερευνητική του ειδικότητα ως βιολόγου υπήρξε η μελέτη των μυρμηγκιών, στην οποία εθεωρείτο ο κορυφαίος ειδικός στον κόσμο.[6]
Ο Γουίλσον αποκλήθηκε «πατέρας της κοινωνιοβιολογίας» και της μελέτης της βιοποικιλότητας[7], ενώ η συνηγορία του υπέρ του περιβάλλοντος και οι ουμανιστικές και ντεϊστικές του θέσεις σχετίζονται με ηθικά, φιλοσοφικά και θρησκευτικά ζητήματα.[8] Η συγγραφική του δραστηριότητα είναι επίσης σημαντική, αφού κέρδισε δύο φορές το Βραβείο Πούλιτζερ για μη μυθοπλαστικά έργα (με το Για την ανθρώπινη φύση το 1979 και με το Τα μυρμήγκια το 1991) και είχε τρία μπεστ-σέλερ των New York Times, τα The Social Conquest of Earth[9]Letters to a Young Scientist (Γράμματα σε έναν νέο επιστήμονα),[9] και The Meaning of Human Existence (Το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης).
Ο Ε.Ο. Γουίλσον γεννήθηκε στο Μπέρμιγχαμ της Αλαμπάμα. Κατά την αυτοβιογραφία του (Naturalist), μεγάλωσε κυρίως γύρω από την Ουάσινγκτον και στις εξοχές γύρω από το Μομπίλ της Αλαμπάμα.[10] Από μικρό παιδί ενδιαφερόταν για τη φυσική ιστορία. Οι γονείς του, Έντουαρντ και Ίνες Γουίλσον, διαζεύχθηκαν όταν εκείνος ήταν 7 ετών. Ο νεαρός φυσιοδίφης μεγάλωσε έτσι μετακινούμενος από πόλη σε πόλη με τον πατέρα και τη μητριά του.
Τη χρονιά που οι γονείς του χώρισαν, ο Γουίλσον έχασε την όρασή του από το δεξί του μάτι σε ένα ατύχημα στο ψάρεμα, για το οποίο δεν αναζήτησε ιατρική βοήθεια.[10] Είχε όμως οξύτατη όραση στο αριστερό μάτι, γεγονός που τον ώθησε να εστιάσει την προσοχή του σε «μικρά πράγματα»: «Πρόσεχα τις πεταλούδες και τα μυρμήγκια περισσοτερο από όσο τα πρόσεχαν τα άλλα παιδιά, οπότε αυτομάτως άρχισα να ενδιαφέρομαι για αυτά.»[11]
Στα εννιά του ο Γουίλσον έκανε τις πρώτες του εξορμήσεις στο Rock Creek Park της Ουάσινγκτον. Τότε άρχισε να συλλέγει έντομα, ιδίως πεταλούδες, και με τον καιρό τον συνάρπασαν τα μυρμήγκια. Βραβεύθηκε από τους προσκόπους. Στα 18 του, με την ενθάρρυνση της Μάριον Σμιθ, μιας μυρμηκολόγου του Εθνικού Μουσείου Φυσικής Ιστορίας της Ουάσινγκτον, άρχισε μια επισκόπηση όλων των μυρμηγκιών της Αλαμπάμα. Αυτή η μελέτη τον οδήγησε στο να ανακαλύψει την πρώτη αποικία κόκκινων μυρμηγκιών στις ΗΠΑ, κοντά στο λιμάνι του Μομπίλ.[12]
Ανησυχώντας ότι δεν θα μπορούσε να βρει πόρους για να σπουδάσει σε πανεπιστήμιο, ο Γουίλσον προσπάθησε να γίνει έμμισθος στρατιωτικός, αλλά απορρίφθηκε εξαιτίας της ελαττωματικής του οράσεως. Μπόρεσε τελικώς να εγγραφεί στο Πανεπιστήμιο της Αλαμπάμα, από όπου πήρε πτυχίο και μεταπτυχιακό (master) στη βιολογία το 1950. Μετά από δύο χρόνια συνέχισε για το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ.
Με υποτροφία του Χάρβαρντ μπορούσε πλέον να ταξιδεύει για έρευνα σε άλλες χώρες, συλλέγοντας είδη μυρμηγκιών στην Κούβα και στο Μεξικό, αλλά και στην Αυστραλία, στη Νέα Γουινέα, στα Νησιά Φίτζι, στη Νέα Καληδονία και στη Σρι Λάνκα. Το 1955 πήρε το διδακτορικό του και νυμφεύθηκε την Αϊρήν Κέλυ (Irene Kelley).[13]
Από το 1956 μέχρι το 1996 ο Γουίλσον ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Στην αρχή ασχολήθηκε με την ταξινομική των μυρμηγκιών και συνέχισε με την κατανόηση της εξελίξεώς τους, τού πώς ανέπτυξαν νέα είδη ξεφεύγοντας από περιβαλλοντικά μειονεκτήματα και μεετακινούμενα σε νέα ενδιαιτήματα. Ανέπτυξε τη θεωρία του «κύκλου των ταξινομικών μονάδων».[13]
Ο Γουίλσον συνεργάσθηκε με τον μαθηματικό Γουίλιαμ Μπόσερτ (William Bossert) στην ανακάλυψη της χημικής φύσεως της επικοινωνίας των μυρμηγκιών μεταξύ τους, με την έκλυση φερομονών. Κατά τη δεκαετία του 1960 εξάλλου συνεργάσθηκε με τον μαθηματικό και οικολόγο Ρόμπερτ Μακάρθουρ για τον έλεγχο της θεωρίας της ισορροπίας των ειδών σε ένα νησάκι των Κη της Φλόριντα. Εκεί ο Γουίλσον εξολόθρευσε όλα τα είδη εντόμων και παρατήρησε την επανακατοίκηση της νησίδας από νέα είδη. Το βιβλίο που έγραψε (The Theory of Island Biogeography) για αυτό το πείραμα έγινε στάνταρ σύγγραμμα οικολογίας.[13]
Το 1971 ο Γουίλσον δημοσίευσε το βιβλίο The Insect Societies («Οι κοινωνίες των εντόμων») σχετικά με τη βιολογία των κοινωνικών εντόμων (μυρμηγκιών, μελισσών, σφηκών και τερμιτών). Το 1973 διορίσθηκε «έφορος των εντόμων» στο Μουσείο Συγκριτικής Ζωολογίας του Χάρβαρντ. Το 1975 κυκλοφόρησε το βιβλίο Sociobiology: The New Synthesis (Κοινωνιοβιολογία: Η νέα σύνθεση), όπου εφάρμοζε τις θεωρίες του για τη συμπεριφορά των εντόμων στα σπονδυλωτά ζώα, ακόμα και στον άνθρωπο (στο τελευταίο κεφάλαιο). Προχώρησε στην εικασία ότι εξελικτικές και κληρονομούμενες τάσεις ήταν υπεύθυνες για την ιεραρχική κοινωνική οργάνωση στις ανθρώπινες κοινωνίες. Το 1978 εξέδωσε το βιβλίο Για την ανθρώπινη φύση (Βραβείο Πούλιτζερ), που ασχολείται με τη βιολογική συνιστώσα της εξελίξεως του ανθρώπινου πολιτισμού.[13]
Το 1981, μετά από συνεργασία με τον Τσαρλς Λάμσντεν (Charles Lumsden), έβγαλαν το έργο Genes, Mind and Culture («Γονίδια, νους και πολιτισμός»), μια θεωρία για τη συνεξέλιξη γονιδίων και πολιτισμού. Το 1990 το βιβλίο των Γουίλσον και Μπερτ ΧελντόμπλερThe Ants («Τα μυρμήγκια») απέσπασε Βραβείο Πούλιτζερ, το δεύτερο για τον Γουίλσον.
Μετά τη συνταξιοδότησή του από το Χάρβαρντ το 1996, ο Γουίλσον ίδρυσε το `Ιδρυμα Βιοποικιλότητας Ε.O. Wilson, ένα «ανεξάρτητο ίδρυμα» στη Σχολή Περιβάλλοντος Nicholas του Πανεπιστημίου Ντιούκ. Το ίδρυμα αυτό χρηματοδοτεί και ομώνυμο βραβείο επιστημονικής συγγραφής (PEN/E.O. Wilson Literary Science Writing Award). Ως μέρος της ιδρυτικής συμφωνίας ο Γουίλσον συμφώνησε να δίνει διαλέξεις ως «ειδικός λέκτορας» στο πανεπιστήμιο.[14]
Μετά το 2000 ο Γουίλσον ενέτεινε τη συγγραφική του δραστηριότητα, γράφοντας 14 βιβλία, εκ των οποίων τα τρία μέσα στο 2014.
Ο Γουίλσον εφάρμοσε την κοινωνιοβιολογία και τις εξελικτικές αρχές για να ερμηνεύσει τη συμπεριφορά των κοινωνικών εντόμων και στη συνέχεια την κοινωνική συμπεριφορά «ανώτερων» ζώων και του ανθρώπου, καθιερώνοντας έτσι την κοινωνιοβιολογία ως ένα νέο επιστημονικό πεδίο. Υπεστήριξε ότι όλη η συμπεριφορά των ζώων, ακόμα και των ανθρώπων, είναι το αποτέλεσμα της κληρονομικότητας, των ερεθισμάτων του περιβάλλοντος και των προηγούμενων εμπειριών, και ότι η ελεύθερη θέληση είναι μία αυταπάτη.[16] Η κοινωνιοβιολογική άποψη είναι ότι όλη η ζωική κοινωνική συμπεριφορά κυβερνάται από επιγενετικούς παράγοντες που παράχθηκαν από τους νόμους της βιολογικής εξελίξεως. Αυτή η θεωρία και έρευνα αποδείχθηκαν γονιμοποιές, αμφιλεγόμενες και επιδραστικές.[17]:210ff
Η κοινωνιοβιολογική έρευνα είναι ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη όταν εφαρμόζεται στους ανθρώπους. Η θεωρία απέκτησε ένα επιστημονικό επιχείρημα για την απόρριψη του συνηθισμένου δόγματος της tabula rasa, ότι δηλαδή οι άνθρωποι γεννιούνται χωρίς προϋπάρχον νοητικό περιεχόμενο και ότι ο πολιτισμός αυξάνει την ανθρώπινη γνώση και τη βοήθεια για την επιβίωση. Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου Κοινωνιοβιολογία, καθώς και σε όλο το βιβλίο Για την ανθρώπινη φύση, ο Γουίλσον υποστηρίζει πως η ανθρώπινη νόηση διαμορφώνεται τόσο από γενετική κληρονομικότητα, όσο και από τον πολιτισμό, αν όχι και περισσότερο από την πρώτη. Υπάρχουν, γράφει, όρια στο πόση επίδραση μπορούν να έχουν οι κοινωνικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες στη μεταβολή της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Το βιβλίο συνάντησε στην αρχή σημαντικές επικρίσεις. Αρκετοί συνάδελφοι του Γουίλσον στο Χάρβαρντ[18], όπως οι γνωστοί Ρίτσαρντ Λεβόντιν και Στήβεν Τζέυ Γκουλντ, αντιτάχθηκαν έντονα στις ιδέες του. Οι δύο αυτοί μαζί με άλλους έγραψαν μία ανοικτή επιστολή «Εναντίον της κοινωνιοβιολογίας» που επέκρινε την «ντετερμινιστική άποψη της ανθρώπινης κοινωνίας και των ανθρώπινων δράσεων» από τον Γκουλντ.[19] Φαίνεται ότι ο Λεβόντιν ήταν ο βασικός συγγραφέας[10]. Σε συνέντευξη το 2011 ο Γουίλσον δήλωσε: «Πιστεύω ότι ο Γκουλντ ήταν ένας τσαρλατάνος. Πιστεύω ότι ... αποζητούσε φήμη και αξιοπιστία ως επιστήμονας και ως συγγραφέας, και το έκανε συστηματικά διαστρεβλώνοντας αυτά που έλεγαν άλλοι επιστήμονες και επινοώντας επιχειρήματα βασισμένα πάνω σε αυτή τη διαστρέβλωση.»[20]
Το έργο του Μάρσαλ ΣάλινζThe Use and Abuse of Biology (1976) ήταν μια ευθεία κριτική στις θεωρίες του Γουίλσον.[21] (Μεταγενέστερα υπάρχει και το σχετικό βιβλίο του Λεβόντιν Η βιολογία ως ιδεολογία, που έχει μεταφρασθεί και στα ελληνικά.)
Υπήρξε επίσης πολιτική αντίδραση, αφού ο Γουίλσον κατηγορήθηκε για ρατσισμό, μισογυνισμό και συμπάθεια προς την ευγονική.[22] Σε ένα περιστατικό τον Νοέμβριο του 1978 σε μία ομιλία του σε συνέδριο δέχθηκε επίθεση από τη «Διεθνή Επιτροπή Κατά του Ρατσισμού», της οποίας μέλος έριξε έναν κουβά νερό πάνω στο κεφάλι του[23]. Αργότερα ο Γουίλσον μίλησε για το περιστατικό ως πηγή υπερηφάνειας: «Πιστεύω ότι ... υπήρξα ο μόνος επιστήμονας μεταπολεμικά που δέχθηκε φυσική επίθεση για μια ιδέα του.»[24]
Ο Γουίλσον έγραψε στο βιβλίο του Για την ανθρώπινη φύση: «Το εξελικτικό έπος είναι ίσως ο καλύτερος μύθος που είχαμε ή θα έχουμε ποτέ.»[25] Η φήμη του Γουίλσον κατέστησε τη φράση «εξελικτικό έπος» («epic of evolution») κοινό όρο στη σχετική βιβλιογραφία.[8] Το 1999 εξήγησε ως εξής την ανάγκη για αυτό:[26]
Τα ανθρώπινα όντα πρέπει να έχουν ένα έπος μια αιθέρια αφήγηση του πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος και του πώς η ανθρωπότητα έγινε μέρος του... Οι θρησκευτικές επικές αφηγήσεις ικανοποιούν μια άλλη αρχέγονη ανάγκη. Επιβεβαιώνουν το ότι αποτελούμε μέρος ενός «κάτι» που είναι πολύ μεγαλύτερο από τους εαυτούς μας... Ο τρόπος για να επιτύχουμε τη σύνθεση του έπους μας που ενώνει την ανθρώπινη πνευματικότητα αντί να τη διαχωρίζει, είναι να το συνθέσουμε από την καλύτερη εμπειρική γνώση που μπορούν να παράσχουν η επιστήμη και η ιστορία.
«Character displacement». Systematic Zoology5 (2): 49–64. 1956. doi:10.2307/2411924., με τον William Brown Jr. Η εργασία αυτή τιμήθηκε το 1986 ως ένα «Science Citation Classic», δηλ. ως μία από τις περισσότερο αναφερόμενες επιστημονικές δημοσιεύσεις όλων των εποχών.[27][28]
The Insect Societies, 1971, Harvard University Press, ISBN 0-674-45490-1
Sociobiology: The New Synthesis (Κοινωνιοβιολογία: Η νέα σύνθεση), 1975, Harvard University Press, (Twenty-fifth Anniversary Edition, 2000, ISBN 0-674-00089-7)
On Human Nature (Για την ανθρώπινη φύση), 1979, Harvard University Press, ISBN 0-674-01638-6, Βραβείο Pulitzer για γενική μελέτη 1979.
Genes, Mind and Culture: The Coevolutionary Process, 1981, Harvard University Press, ISBN 0-674-34475-8
Promethean Fire: Reflections on the Origin of Mind, 1983, Harvard University Press, ISBN 0-674-71445-8
The Superorganism: The Beauty, Elegance, and Strangeness of Insect Societies, 2009, W.W. Norton & Company, Inc., ISBN 978-0-393-06704-0, με τον Bert Hölldobler
Kingdom of Ants: Jose Celestino Mutis and the Dawn of Natural History in the New World, 2010, Johns Hopkins University Press, Baltimore, με τη José María Gómez Durán
The Leafcutter Ants: Civilization by Instinct, 2011, W.W. Norton & Company, Inc., ISBN 978-0-393-33868-3, με τον Bert Hölldobler
The Social Conquest of Earth, Liveright Publishing Corporation, Νέα Υόρκη 2012, ISBN 0871403633
Letters to a Young Scientist, 2014, Liveright, ISBN 0871403854
A Window on Eternity: A Biologist's Walk Through Gorongosa National Park, 2014, Simon & Schuster, ISBN 1476747415
The Meaning of Human Existence, 2014, Liveright, ISBN 0871401002
↑Edward O. Wilson: Πρόλογος στο Everybody's Story: Wising Up to the Epic of Evolution του Loyal D. Rue, SUNY Press, 1999, σσ. ix και x, ISBN 0-7914-4392-2