Έντουιν Όστιν Άμπεϊ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Edwin Austin Abbey (Αγγλικά) |
Γέννηση | 1 Απριλίου 1852[1][2][3] Φιλαδέλφεια[4][5] |
Θάνατος | 1 Αυγούστου 1911[3][6][7] Λονδίνο[8] |
Χώρα πολιτογράφησης | Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Αγγλικά |
Σπουδές | Ακαδημία των Καλών Τεχνών της Πενσυλβάνια[9][5] Πανεπιστήμιο Γέιλ (1897)[5] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ζωγράφος[5] εικονογράφος (από 1871)[9][5] αρχιτέκτονας |
Εργοδότης | Harper (1871–άγνωστη τιμή)[9][5] |
Περίοδος ακμής | 1862[10] - 1911[10] |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής[11] |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Έντουιν Όστιν Άμπεϊ (αγγλικά: Edwin Austin Abbey, 1 Απριλίου 1852 - 1 Αυγούστου 1911) ήταν Αμερικανός νωπογράφος, εικονογράφος και ζωγράφος. Άκμασε στην αρχή αυτού που σήμερα αναφέρεται ως η «χρυσή εποχή» της εικονογράφησης και είναι περισσότερο γνωστός για τα σχέδια και τους πίνακές του με θέματα του Σαίξπηρ και της Βικτωριανής εποχής, καθώς και για τον πίνακά του με τη στέψη του Εδουάρδου Ζ΄.[12][13][14] Η πιο διάσημη σειρά τοιχογραφιών του, The Quest and Achievement of the Holy Grail (Η αναζήτηση και η επίδοση του Αγίου Δισκοπότηρου) κοσμεί τη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Βοστώνης.
Ο Άμπεϊ γεννήθηκε στη Φιλαδέλφεια το 1852.[15] Σπούδασε εικαστικά στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Πενσυλβάνια[16] υπό τον Κρίστιαν Σούσελε. Ο Άμπεϊ ξεκίνησε ως εικονογράφος, δημιουργώντας πολλές εικονογραφήσεις και σκίτσα για περιοδικά όπως το Harper's Weekly (1871-1874) και το Scribner's Magazine. Μετακόμισε στη Νέα Υόρκη το 1871. Οι εικονογραφήσεις του ήταν έντονα επηρεασμένες από τη γαλλική και τη γερμανική ασπρόμαυρη τέχνη.[17] Επίσης, εικονογράφησε πολλά βιβλία που σημείωσαν μεγάλες πωλήσεις, μεταξύ των οποίων τα Χριστουγεννιάτικες ιστορίες του Κάρολου Ντίκενς (1875), Επιλογές από την ποίηση του Ρόμπερτ Χέρρικ (1882) και She Stoops to Conquer του Όλιβερ Γκόλντσμιθ (1887). Ο Άμπεϊ εικονογράφησε επίσης μια τετράτομη σειρά των κωμωδιών του Σαίξπηρ για λογαριασμό της Harper & Brothers το 1896.
Μετακόμισε στην Αγγλία το 1878, κατόπιν αιτήματος των εργοδοτών του, για να συγκεντρώσει υλικό για την εικονογράφηση των ποιημάτων του Ρόμπερτ Χέρρικ,[12] που δημοσιεύθηκαν το 1882,[18] και εγκαταστάθηκε μόνιμα εκεί το 1883.[19] Το 1883 εξελέγη μέλος του Βασιλικού Ινστιτούτου Υδατογράφων.[12] Περίπου την ίδια εποχή, ο Αμερικανός συγγραφέας Σ.Γ.Γ. Μπέντζαμιν τον αξιολόγησε ως εξής:
Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι είναι ακόμη πολύ νέος, και πως τώρα επισκέπτεται για πρώτη φορά τα στούντιο και τις γκαλερί της Ευρώπης, και πως τα πλεονεκτήματά του για μια κανονική καλλιτεχνική εκπαίδευση ήταν πολύ μέτρια, και πως είναι πρακτικά αυτοδίδακτος. Και στη συνέχεια, συγκρίνουμε με αυτά τα μειονεκτήματα την ποσότητα και την ποιότητα των εικονογραφήσεων που έχει δημιουργήσει, και βλέπουμε να αντιπροσωπεύεται σ' αυτόν ιδιοφυΐα υψηλής τάξης, που συνδυάζει σχεδόν ανεξάντλητη δημιουργικότητα, σαφήνεια και ζωντάνια της σύλληψης, πολύπλευρη φαντασία, ποιητική αντίληψη της ομορφιάς, ιδιόρρυθμο, λεπτό χιούμορ, θαυμάσια κατανόηση του παράξενου και μυστηριώδους, και θαυμάσιο chiaro-oscuro, σχέδιο και σύνθεση. Όταν διαπιστώνουμε έναν τόσο σπάνιο συνδυασμό ιδιοτήτων, παύουμε να απορούμε για την εγκάρδια αναγνώριση της ιδιοφυΐας του από τους καλύτερους κριτές, τόσο στο Λονδίνο όσο και στο Παρίσι, πριν ακόμη εγκαταλείψει τη χώρα αυτή.
— S.G.W. Benjamin, Art in America: A Critical and Historical Sketch, Harpers, 1880
Δημιούργησε επίσης εικονογραφήσεις για το βιβλίο του Γκόλντσμιθ She Stoops to Conquer (1887), για έναν τόμο του Old Songs (1889) και για τις κωμωδίες (και μερικές από τις τραγωδίες) του Σαίξπηρ. Μεταξύ των ακουαρέλων του περιλαμβάνονται τα έργα "The Evil Eye" (1877), "The Rose in October" (1879), "An Old Song" (1886), "The Visitors" (1890) και "The Jongleur" (1892). Πιθανώς τα πιο γνωστά παστέλ του είναι τα "Beatrice", "Phyllis" και "Two Noble Kinsmen".
Το 1890 έκανε την πρώτη του εμφάνιση με μια ελαιογραφία, "A May Day Morn", στη Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου. Το 1869 εξέθεσε εκεί το "Richard duke of Gloucester and the Lady Anne", ενώ την ίδια χρονιά εξελέγη μέλος της Ακαδημίας και έγινε πλήρες μέλος το 1898.[18] Έλαβε χρυσό μετάλλιο στην Παναμερικανική Έκθεση και του ανατέθηκε να ζωγραφίσει τη στέψη του βασιλιά Εδουάρδου Ζ΄ το 1901[15]. Την επόμενη χρονιά, επιλέχθηκε να ζωγραφίσει τη στέψη του βασιλιά Εδουάρδου Ζ΄. Ήταν ο επίσημος πίνακας της περίστασης και, ως εκ τούτου, βρίσκεται στο παλάτι του Μπάκιγχαμ. Έλαβε τον τίτλο του ιππότη,[19] αν και ορισμένοι λένε ότι τον αρνήθηκε το 1907. Έχοντας φιλικές σχέσεις με άλλους ομογενείς Αμερικανούς καλλιτέχνες, παραθέριζε στο Μπρόντγουεϊ του Γουόρστερσαϊρ της Αγγλίας, όπου ζωγράφιζε και έκανε διακοπές μαζί με τον Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ στο σπίτι του Φράνσις Ντέιβις Μίλετ.
Ολοκλήρωσε τοιχογραφίες για τη Δημόσια βιβλιοθήκη της Βοστώνης τη δεκαετία του 1890.[15] Η ζωφόρος της βιβλιοθήκης είχε τίτλο "Η αναζήτηση και η επίδοση του Αγίου Δισκοπότηρου". Ο Άμπεϊ χρειάστηκε έντεκα χρόνια για να ολοκληρώσει αυτή τη σειρά τοιχογραφιών στο εργαστήριό του στην Αγγλία. Το 1897 έλαβε τιμητικό τίτλο από το πανεπιστήμιο του Γέιλ.[15]
Το 1904 ζωγράφισε μια τοιχογραφία για το Βασιλικό Χρηματιστήριο του Λονδίνου, το Reconciliation of the Skinners & Merchant Taylors' Companies από τον Lord Mayor Billesden, 1484.
Το 1908-09, ο Άμπεϊ ξεκίνησε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα τοιχογραφιών και άλλων έργων τέχνης για το νεότευκτο Πολιτειακό Καπιτώλιο της Πενσυλβάνια στο Χάρρισμπεργκ της Πενσυλβάνια. Στα έργα αυτά περιλαμβάνονταν τοιχογραφίες με αλληγορικά ανάγλυφα που αντιπροσώπευαν την Επιστήμη, την Τέχνη, τη Δικαιοσύνη και τη Θρησκεία για τον θόλο της Ροτόντας, τέσσερις μεγάλες τοιχογραφίες με τη μορφή σεντονιών κάτω από τον θόλο και πολλαπλά έργα για τις αίθουσες της Βουλής και της Γερουσίας. Για την αίθουσα της Γερουσίας ολοκλήρωσε μόνο έναν πίνακα, τον Von Steuben Training the American Soldiers at Valley Forge,[20] και εργαζόταν πάνω στην τοιχογραφία Reading of the Declaration of Independence στις αρχές του 1911, όταν η υγεία του άρχισε να εξασθενεί. Διαγνώστηκε με καρκίνο. Ο εργαστηριακός βοηθός του Γουίλιαμ Σίμοντς συνέχισε τις εργασίες στην τοιχογραφία με ελάχιστη επίβλεψη από τον Άμπεϊ και με μικρές συνεισφορές από τον Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ.
Ο Άμπεϊ πέθανε τον Αύγουστο του 1911. Ο Γουίλιαμ Σίμοντς ταξίδεψε από την Αγγλία για να εγκαταστήσει τις ολοκληρωμένες τοιχογραφίες μαζί με τη χήρα του Άμπεϊ, Γκέρτρουντ. Τα υπόλοιπα δύο δωμάτια, τα οποία ο Άμπεϊ δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει, δόθηκαν στη Βάιολετ Όκλεϊ, η οποία ολοκλήρωσε την παραγγελία χρησιμοποιώντας τα δικά της σχέδια.
Ο Άμπεϊ εξελέγη μέλος της Εθνικής Ακαδημίας Σχεδίου, το 1902, και της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων. Ήταν επίτιμο μέλος της Βασιλικής Βαυαρικής Εταιρείας και της Εθνικής Εταιρείας Καλών Τεχνών και έγινε ιππότης της Γαλλικής Λεγεώνας της Τιμής. Ήταν πολυγραφότατος εικονογράφος και η προσοχή του στη λεπτομέρεια, συμπεριλαμβανομένης της ιστορικής ακρίβειας, επηρέασε τις επόμενες γενιές εικονογράφων.[17]
Το 1890, ο Έντουιν παντρεύτηκε την Γκέρτρουντ Μιντ, κόρη ενός πλούσιου εμπόρου της Νέας Υόρκης. Η κ. Άμπεϊ ενθάρρυνε τον σύζυγό της να εξασφαλίσει πιο φιλόδοξες παραγγελίες, αν και με τον γάμο τους να αρχίζει όταν και οι δύο ήταν στα σαράντα τους, το ζευγάρι παρέμεινε άτεκνο.[21] Μετά τον θάνατο του συζύγου της, η Γκέρτρουντ δραστηριοποιήθηκε στη διατήρηση της κληρονομιάς του συζύγου της, γράφοντας για το έργο του και παραχωρώντας τη σημαντική συλλογή και το αρχείο της στο Γέιλ. Ο Έντουιν ήταν ένθερμος υποστηρικτής της νεοϊδρυθείσας Βρετανικής Σχολής στη Ρώμη (BSR), οπότε, στη μνήμη του, δώρισε 6.000 λίρες για να βοηθήσει στην οικοδόμηση του κτιρίου των στούντιο των καλλιτεχνών και, το 1926, ίδρυσε τις υποτροφίες Edwin Austin Abbey Memorial Scholarships. Οι υποτροφίες θεσπίστηκαν για να δώσουν τη δυνατότητα σε Βρετανούς και Αμερικανούς ζωγράφους να συνεχίσουν την πρακτική τους.[22] Ο Έντουιν άφησε επίσης κληροδοτήματα έργων του στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης, στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης και στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου.[20]
Ο Άμπει είναι θαμμένος στην αυλή της εκκλησίας Αγίου Ανδρέα στο Κίνγκσμπερι του Λονδίνου.[23]