Η Ίκλαινα βρίσκεται περίπου 17 χιλιόμετρα προς τα βορειοανατολικά της Πύλου και περίπου 12 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά από την Χώρα. Έχει υψόμετρο 185[2] μέτρα και απέχει 8,5 περίπου χιλιόμετρα από τις ακτές του Ιονίου Πελάγους. Κοντά στην Ίκλαινα βρίσκονται, προς τα βόρειά της ο Πλάτανος σε απόσταση 2,5 περίπου χιλιομέτρων, προς τα βορειοανατολικά της η Γλυφάδα σε απόσταση 3,5 περίπου χιλιομέτρων, προς τα νοτιοδυτικά της το Ελαιόφυτο σε απόσταση 4 περίπου χιλιομέτρων και προς τα δυτικά της το Κορυφάσιο σε απόσταση 4,5 περίπου χιλιομέτρων αντίστοιχα.
Το χωριό, το οποίο βρίσκεται στο υψίπεδο μιας δύσβατης κοιλάδας, περιτριγυρισμένο από βουνά καλυμμένα από πυκνούς ελαιώνες, έχει μακρόχρονη ιστορία που ακολουθεί την ιστορία της Μεσσηνίας και της ευρύτερης περιοχής της Πυλίας. Η περιοχή του οικισμού, κατά την αρχαιότητα, ήταν τμήμα του βασιλείου του Νέστορα, της αρχαίας Πύλου. Σύμφωνα με μια πρώτη εκδοχή της τοπικής παράδοσης η Ίκλαινα πήρε το όνομά της από την κόρη του βασιλιά Νέστορα, Νίγκλαινα,[3] η οποία είχε τα λουτρά της στην περιοχή.[4] Με την πάροδο των χρόνων το όνομα από Νίγκλαινα έγινε Ίκλαινα και είναι από τα λίγα χωριά της περιοχής που διατήρησαν το όνομά τους και επί Τουρκοκρατίας. Σύμφωνα με μια δεύτερη εκδοχή της τοπικής παράδοσης, ίσως το όνομα να προέρχεται από παραφθορά του ονόματος του Αγίου Νικολάου.
Στην περιοχή έχουν έρθει στο φως σημαντικά αρχαιολογικά υπολείμματα της Εποχής του Χαλκού (περίπου 1600-1100 π.Χ.) μέσω των ανασκαφών και της επιφανειακής έρευνας από την Αρχαιολογική Εταιρεία[5] και το πανεπιστήμιο του Μισσούρι-Sτ. Louis υπό την καθοδήγηση του καθηγητή και ακαδημαϊκού Μιχάλη Κοσμόπουλου, σε συνέχεια της αρχικής έρευνας, από το 1954, του Σπυρίδωνα Μαρινάτου.[4] Τα ευρήματα περιλαμβάνουν μνημειώδη κτίρια με κυκλώπεια τείχη, σπίτια, και εργαστήρια, τα οποία φανερώνουν ότι κατά την πρώιμη μυκηναϊκή περίοδο η Ίκλαινα είχε ανάκτορο και ήταν πρωτεύουσα ανεξάρτητου κρατιδίου.
Στην Ύστερη μυκηναϊκή περίοδο η Ίκλαινα φαίνεται ότι καταλήφθηκε από τον ηγεμόνα του Ανακτόρου του Νέστορα και μετατράπηκε σε σημαντικό βιοτεχνικό κέντρο (το a-pu2 των πινακίδων). Στην περιοχή ανακαλύφθηκε, το καλοκαίρι του 2010, πήλινη πινακίδα με πρώιμη γραμμική Β'. Η πινακίδα θεωρείται η αρχαιότερη πήλινη πινακίδα Γραμμικής Β' στην Ευρώπη [6] και χρονολογείται πριν από περίπου 3.500 χρόνια, στα 1450 π.Χ.[7] Επειδή οι πινακίδες της Γραμμικής Β χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για κρατικά αρχεία, η πινακίδα της Ίκλαινας ανατρέπει τα έως τώρα δεδομένα σχετικά με τη χρονολόγηση των πρώιμων μυκηναϊκών κρατών και την έκταση της μυκηναϊκής γραφειοκρατίας. Η περιοχή φαίνεται να ήταν μεγάλο κέντρο εμπορίου στο οποίο άκμασε η επεξεργασία και το εμπόριο του χαλκού. Άλλες περίοδοι, από τις οποίες έχουν βρεθεί ευρήματα, είναι τα τέλη της Κλασικής εποχής και τα Βυζαντινά χρόνια.
Την εποχή της Β΄ Ενετοκρατίας αναφερόταν ως Ίκλενα ή Νίκλενα (Iclena[8] ή Niclena[9]). Ο οικισμός αναφέρεται επίσης σε διάφορες απογραφές των Βενετών Προνοητών της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, οι οποίες έγιναν στο χρονικό διάστημα της τριακονταετίας (1683/84-1715), κατά την οποία οι Βενετοί κατείχαν την Πελοπόννησο, μέσω της κτήσης τους (Stato da Mar), η οποία είναι γνωστή και ως Βασίλειο του Μορέως (1688-1715). Το χωριό Ίκλενα ή Νίκλενα (Iclena ή Niclena), ανήκε, το 1689, στην επαρχία του Ναβαρίνου (Territorio di Navarin), η οποία ήταν μια από τις 4 επαρχίες, στις οποίες χωριζόταν τότε το διαμέρισμα της Μεθώνης (επαρχία Φαναριού, επαρχία Αρκαδιάς, επαρχία Ναβαρίνου και επαρχία Μεθώνης). Με βάση την ενετική απογραφή Corner του 1689, το χωριό είχε 58 κατοίκους.[9]
Μετά το 1715, όταν οι Τούρκοι έδιωξαν τους Ενετούς από τον Μωριά και ξαναγύρισαν, μετονόμασαν τη Βαρωνία της Μεθώνης σε Βιλαέτι της Αρκαδιάς.
Κατά την περίοδο που η ευρύτερη περιοχή της Πυλίας τελούσε υπό τη β’ οθωμανική κατοχή (1715-1821), το χωριό της Ίκλενας υπαγόταν στον Καζά Ναβαρίνου σύμφωνα και με την έκδοση της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα με τίτλο A Historical and Economic Geography of Ottoman Greece: The Southwestern Morea in the 18th Century, αφού μετά την ανακατάληψη των περιοχών του Μωριά από τους Τούρκους, η περιοχή του Ναβαρίνου, δηλαδή της Πυλίας, αποτέλεσε ένα ακόμα τμήμα της οθωμανικής (defter) κτηματογράφησης. Το χωριό της Ίκλενας αναφερόταν στα οθωμανικά τουρκικά ως Iklina ή Kurd Aga.[10]
Η Ίκλενα[11] προσαρτήθηκε αρχικά, το 1835,[12] στον παλαιό Δήμο Κορυφασίου[13] με έδρα την ίδια. Μόλις 5 χρόνια αργότερα, το 1840,[14] ο οικισμός αποσπάται από τον Δήμο Κορυφασίου, ο οποίος καταργήθηκε τότε και προσαρτάται στον παλαιό Δήμο Πύλου,[15] ή Δήμο Πυλίων, όπως αναφερόταν, όπου και παρέμεινε ως το 1912 που ο δήμος καταργήθηκε. Το χωριό αναφέρεται, το 1853, επίσης σαν Ίκλενα στον β΄ τόμο των «Ελληνικών» του Ιάκωβου Ρίζου Ραγκαβή, ως χωριό του Δήμου Πύλου της Επαρχίας Πυλίας με πληθυσμό 155 κατοίκων, με βάση την απογραφή του 1851.[16] Έδρα του Δήμου Πύλου τότε, βάση της ίδιας πηγής, ήταν η κωμόπολη της Πύλου, (Νεόκαστρον) και Καλύβια. Με εξαίρεση την απογραφή του 1879, κατά την οποία η ονομασία του χωριού εμφανίζεται ως Ίκλωνα, πριν από αυτό το έτος, αλλά και μετά, τουλάχιστον από το 1889 ως και το 1928, το χωριό αναφερόταν επίσημα ως η Ίκλενα. Το 1912 η Ίκλενα προσαρτάται ως έδρα στην Κοινότητα Ικλένης.[17][18] Στην ίδια κοινότητα προσαρτώνται επίσης οι οικισμοί Παπούλια, Σγράπα (σήμερα το Ελαιόφυτο, αποσπάσθηκε το 1919[19] στην Κοινότητα Πύλου) και Πλάτανος. Από το 1928, με βάση την απογραφή του ίδιου έτους, διορθώνονται αρχικά μόνο τα ονόματα της Κοινότητας Ικλένης σε Κοινότητα Ικλαίνης και του χωριού από Ίκλενα σε Ίκλαινα και στη συνέχεια επικυρώνονται με νεώτερη απόφαση, το 1940,[20] οι διορθώσεις στα ονόματα της Κοινότητας Ικλένης σε Κοινότητα Ικλαίνης, καθώς και των οικισμών Ίκλενα και Παπούλια σε Ίκλαινα και Παππούλια αντίστοιχα, ενώ το 1948[21] και το 1956[22] αποσπώνται από την Κοινότητα Ικλαίνης οι οικισμοί Παππούλια και Πλάτανος, οι οποίοι και προσαρτώνται στην Κοινότητα Παππουλίων. Το χωριό παρέμεινε ως έδρα της Κοινότητας Ικλαίνης, με την τροποποίηση της ονομασίας, από το 1912 ως το 1997, όταν τότε, στα πλαίσια των αλλαγών που επήλθαν στη τοπική αυτοδιοίκηση, μέσω του σχεδίου «Καποδίστριας», η Ίκλαινα υπήχθη στον κατηργημένο Δήμο Πύλου,[15][23] ως το 2010. Από το 2011, μετά τις νέες αλλαγές του σχεδίου «Καλλικράτης» η Ίκλαινα ανήκει πλέον στον νέο Δήμο Πύλου - Νέστορος.[24][25] Ο δήμος αυτός, συστάθηκε με το Πρόγραμμα Καλλικράτης με την συνένωση των προϋπαρχόντων δήμων Κορώνης, Μεθώνης, Παπαφλέσσα, Πύλου, Νέστορος και Χιλιοχωρίων. Η Ίκλαινα σήμερα είναι ο μοναδικός οικισμός και η έδρα της Τοπικής Κοινότητας της Ικλαίνης του Δήμου Πύλου-Νέστορος.[1]
Ο οικισμός, με βάση την απογραφή του 2011, έχει 313 μόνιμους κατοίκους, οι οποίοι απασχολούνται σε διάφορες αγροτικές εργασίες, καθώς και με την παραγωγή ελαιόλαδου κυρίως κορωνέικης ποικιλίας.[4]
Εκτός από τα παραδοσιακά σπίτια και το παλαιό Δημοτικό Σχολείο, υπάρχει η εκκλησία του χωριού, ο Ιερός Ναός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, ο οποίος υπάγεται στην Ιερά Μητρόπολη Μεσσηνίας. Διάφορες εκδηλώσεις και πολιτιστικά δρώμενα στην Ίκλαινα διοργανώνει επίσης τακτικά ο Πολιτιστικός Σύλλογος Ίκλαινας «Ο Νηλέας», ο οποίος ιδρύθηκε το 2002.[41]
Στην περιοχή του χωριού υπάρχει ακόμα σε λειτουργία βρύση, η οποία χρονολογείται από την εποχή της Ενετοκρατίας[4] και αποτελεί, μαζί με τον προαναφερόμενο αρχαιολογικό χώρο, ένα ακόμα από τα αξιοθέατα του χωριού.
↑«Δεν είναι ακριβώς η παλαιότερη γραφή της Ευρώπης, όπως εγράφη σε διάφορα δημοσιεύματα, γιατί Γραμμική Β γραφή έχει βρεθεί πάνω και σε ένα βότσαλο στην Καυκανιά Ηλείας (έξω από την Ολυμπία) από την αρχαιολόγο Ξένη Αραπογιάννη. Η γραφή εκείνη είναι μεσοελλαδικής εποχής (1.600 π.Χ.). Της Ίκλαινας είναι βεβαίως η παλαιότερη Γραμμική Β γραφή πάνω σε πήλινη πινακίδα». (Νίνα Κοντράρου Ρασσιά, Το λογιστήριο του Μυκηναίου ηγεμόνα, εφ. Ελευθεροτυπία, 16/7/2011)
Οι απογραφές των Προνοητών της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, Corner (1689), Grimani (1700) Angelo Emo (ίσως το 1708), η αχρονολόγητη απογραφή που αναφέρεται στο χειρόγραφο Querini-Stampalia (ίσως το 1711), είναι τέσσερις από τις διάφορες βενετσιάνικες απογραφές, οι οποίες επιχειρήθηκαν στο χρονικό διάστημα της τριακονταετίας (1683/84-1715), κατά την οποία οι Βενετοί κατείχαν την Πελοπόννησο. Μέχρι σήμερα πλήρως έχει δημοσιευθεί μόνο η απογραφή Grimani, από τον ιστορικό και ομότιμο διευθυντή ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΕΙΕ) Βασίλη Παναγιωτόπουλο, στο έργο του "Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου. 13ος - 18ος αιώνας", (1985).