Ίμρε | |
---|---|
Περίοδος | 1196 - 1204 |
Προκάτοχος | Μπέλα Γ΄ |
Διάδοχος | Λαδίσλαος Γ΄ |
Γέννηση | 1174 |
Θάνατος | 30 Νοεμβρίου 1204 (ηλικίας 29–30 ετών) |
Τόπος ταφής | Έγκερ |
Σύζυγος | Κωνσταντία της Αραγωνίας |
Επίγονοι | Λαδίσλαος Γ΄ |
Οίκος | Αρπάντ |
Πατέρας | Μπέλα Γ΄ |
Μητέρα | Αγνή της Αντιόχειας |
Θρησκεία | Ρωμαιοκαθολικισμός |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Ίμρε ή Έμερικ (ουγγρικά: Imre, κροατικά: Emerik, σλοβακικά: Imrich, γεννηθείς το 1174 και αποβιώσας στις 30 Νοεμβρίου 1204), ήταν Βασιλιάς της Ουγγαρίας και της Κροατίας μεταξύ του 1196 και του 1204. Το 1184, ο πατέρας του, Μπέλα Γ΄ της Ουγγαρίας, διέταξε τη στέψη του ως βασιλέα, ενώ τον όρισε ως μονάρχη της Κροατίας και της Δαλματίας προς το 1195. Ο Ίμρε ανέβηκε στον θρόνο μετά τον θάνατο του πατέρα του. Κατά τη διάρκεια των πρώτων τεσσάρων ετών της βασιλείας του, πολέμησε εναντίον του εξεγερθέντα αδερφού του, Ανδρέα, ο οποίος υποχρέωσε τον Ίμρε να τον ορίσει μονάρχη της Κροατίας και της Δαλματίας υπό τη μορφή πηγής εισοδήματος.
Ο Ίμρε συμμάχησε με την Αγία Έδρα εναντίον των αιρετικών της Βοσνίας, οι οποίοι είχαν αποσχισθεί της Καθολικής Εκκλησίας. Εκμεταλλευόμενος έναν εμφύλιο πόλεμο, ο Ίμρε επέβαλε την κυριαρχία του επί της Σερβίας. Απέτυχε να εμποδίσει τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, η οποία έχαιρε της στήριξης των Σταυροφόρων της Δ΄ Σταυροφορίας, από την κατάληψη του Ζαντάρ το 1202. Επίσης, απέτυχε να εμποδίσει την εδραίωση της Βουλγαρίας κατά μήκος των νοτίων συνόρων του βασιλείου του. Ο Ίμρε ήταν ο πρώτος Ούγγρος μονάρχης ο οποίος έκανε χρήση των "λωρίδων των Αρπάντ" ως προσωπικό του θυρεό και ο οποίος υιοθέτησε τον τίτλο του Βασιλιά της Σερβίας. Προ του θανάτου του, ο Ίμρε έστεψε ως βασιλέα τον, ηλικίας τεσσάρων ετών, υιό του, Λαδίσλαο Γ΄.
Ο Ίμρε ήταν ο μεγαλύτερος υιός του Μπέλα Γ΄ της Ουγγαρίας και της πρώτης συζύγου του, Αγνής της Αντιόχειας.[1][2] Διδάσκαλός του ήταν ένας Ιταλός ιερέας, ο Βερνάρδος.[2] Ο Νικόλαος, Αρχιεπίσκοπος του Έστεργκομ, έστεψε βασιλέα τον ηλικίας οκτών ετών Ίμρε στις 16 Μαΐου 1182, στέψη η οποία και επικύρωσε το δικαίωμα του Ίμρε να διαδεχθεί τον πατέρα του στον θρόνο.[3][4] Ο Ίμρε αρραβωνιάστηκε μία κόρη του Φρειδερίκου Α΄ της Γερμανίας, ωστόσο η τελευταία απεβίωσε το 1184.[5] Ο Μπέλα Γ΄ όρισε τον Ίμρε στη διοίκηση της Κροατίας και της Δαλματίας προς το 1195.[1][6]
Ο Ίμρε διαδέχτηκε τον πατέρα του, ο οποίος απεβίωσε στις 23 Απριλίου 1196.[2][6] Ο Μπέλα Γ΄ είχε κληροδοτήσει εδαφικές εκτάσεις και χρήματα στον νεαρότερο αδερφό του Ίμρε, Ανδρέα, υπό την προϋπόθεση ο τελευταίος να ηγηθεί Σταυροφορίας στους Αγίους Τόπους.[7] Αντιθέτως, ο Ανδρέας στράφηκε εναντίον του Ίμρε, απαιτώντας να του παραχωρηθεί κάποιο ανεξάρτητο δουκάτο το 1197.[8][9] Ο Λεοπόλδος ΣΤ΄, Δούκας της Αυστρίας, παρενέβη για λογαριασμό του Ανδρέα, και στα τέλη του ιδίου έτους, οι στρατιωτικές δυνάμεις των δυο τους έτρεψαν σε φυγή εκείνες του Ίμρε στο Μάτσκι.[1][10] Στις αρχές του 1198, ο Ίμρε υποχρεώθηκε να ορίσει τον Ανδρέα ως Δούκα της Κροατίας και της Δαλματίας υπό τη μορφή πηγής εισοδήματος.[9][11]
Ο Ανδρέας συνέχισε να συνωμοτεί σε βάρος του Ίμρε, αν και ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ εξακολουθούσε, από την πλευρά του, να απευθύνει εκκλήσεις προς τον Ανδρέα να ηγηθεί Σταυροφορίας.[2][12] Στις 10 Μαρτίου 1199, ο Ίμρε υποχρέωσε τον Μπόλεσλαβ, Επίσκοπο του Βατς, ο οποίος ήταν υποστηρικτής του Ανδρέα, να του παραδώσει έγγραφα τα οποία αποδείκνυαν την σε βάρος του συνωμοσία.[13] Στην διάρκεια του καλοκαιριού του ιδίου έτους, ο Ίμρε νίκησε τα στρατεύματα του Ανδρέα κοντά στη Λίμνη Μπάλατον, υποχρεώνοντας τον Ανδρέα να αναζητήσει καταφύγιο στην Αυστρία.[14] Ένας Παπικός Λεγάτος με το όνομα Γρηγόριος κατέφθασε στην Ουγγαρία, προκειμένου να διατελέσει ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ των δύο αδερφών.[13][15] Σύμφωνα με το σύμφωνο που υπέγραψαν μεταξύ τους οι δύο αδερφοί, ο Ίμρε παραχώρησε εκ νέου την Κροατία και τη Δαλματία στον Ανδρέα στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1200.[13]
Μετά, περίπου, το 1200, ο Ίμρε ενεπλάκη εντόνως στις υποθέσεις της Βαλκανικής Χερσονήσου.[16] Στις 11 Οκτωβρίου 1200, ο Πάπας Ιννοκέντιος απήθυνε έκκληση προς αυτόν, προκειμένου να λάβει μέτρα με απώτερο στόχο την εκκαθάριση των "αιρετικών" της Βοσνίας.[17][13] Κατόπιν αιτήματος του Ίμρε, ο Πάπας αρνήθηκε να αποστείλει βασιλικό στέμμα στον Μέγα Πρίγκιπα Στέφανο της Σερβίας.[18] Ο Ίμρε εισέβαλε στη Σερβία το 1201 ή το 1202, όπου βοήθησε τον αδερφό του Στέφανου, Βούκαν, να ανέβει στον θρόνο.[18][19] Ως απόδειξη της κυριαρχίας του επί της Σερβίας, ο Ίμρε κατέστη ο πρώτος Ούγγρος μονάρχης που να υιοθετεί τον τίτλο του Βασιλέα της Σερβίας το 1202.[16][19] Ήταν, επίσης, ο πρώτος βασιλέας που χρησιμοποίησε βασιλική σφραγίδα η οποία έφερε επάνω της τις "Λωρίδες των Αρπάντ", οι οποίες τελικώς ενσωματώθηκαν στο έμβλημα της Ουγγαρίας.[20]
Στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1202, ο Ενετός Δόγης Ενρίκο Ντάντολο υπέγραψε συμφωνία με τους ηγέτες της Δ΄ Σταυροφορίας, οι οποίοι συμφωνούσαν, από την πλευρά τους, να παράσχουν βοήθεια στους Ενετούς για την ανακατάληψη του Ζαντάρ, πόλης της Δαλματίας, η οποία ευρισκόταν υπό τον έλεγχο των Ούγγρων μοναρχών από το 1186, των οποίων την εξουσία και είχε αναγνωρίσει.[21][22] Παρά το γεγονός πως ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ είχε απαγορεύσει στους Σταυροφόρους να πολιορκήσουν το Ζαντάρ, εκείνοι, τελικώς, κατέλαβαν την πόλη στις 24 Νοεμβρίου και την παρέδωσαν στους Ενετούς.[23][24] Παρά το γεγονός πως ο Πάπας αφόρισε τους Ενετούς, καθώς και τους υπόλοιπους Σταυροφόρους, έπειτα από αίτημα του Ίμρε, το Ζαντάρ παρέμεινε υπό τον έλεγχο των Ενετών.[25][22]
Φοβούμενος το ενδεχόμενο Σταυροφορίας εναντίον του υπό τον Ίμρε, ο Κούλιν της Βοσνίας συγκάλεσε σύνοδο της Εκκλησίας της Βοσνίας στο Μπίλινο Πόλγιε στις 6 Απριλίου 1203.[26][27] Η σύνοδο αποδέχτηκε το παπικό πρωτείο και διέταξε τη μεταρρύθμιση του τελετουργικού που ακολουθείτο έως τότε.[26] Ο Κούλιν αναγνώρισε, επίσης, την εξουσία του Ίμρε.[26] Σε επιστολή η οποία συνεγράφη το 1203, ο Τσάρος της Βουλγαρίας, Καλογιάν, ενημέρωνε τον Πάπα Ιννοκέντιο πως ο Ίμρε είχε καταλάβει πέντε επαρχίες της Βουλγαρίας, ενώ, ταυτόχρονα, ζητούσε την παρέμβασή του.[28][29]
Ο Δούκας Ανδρέας εξεγέρθηκε εκ νέου εναντίον του Ίμρε στη διάρκεια του φθινοπώρου του 1203.[30] Τα στρατεύματά τους συναντήθηκαν στο Βάραζντιν, επί του ποταμού Ντράβα, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους.[20] Ο Ίμρε εισήλθε στο στρατόπεδο του αδερφού του όντας άοπλος, λέγοντας "Τώρα θα δω ποιος θα αποτολμήσει να σηκώσει το χέρι του, προκειμένου να χύσει το αίμα της βασιλικής δυναστείας!",[31] σύμφωνα με τον χρονολογούμενο, περίπου, από την ίδια εποχή Θωμά τον Αρχιδιάκονο.[30] Κανείς δεν τόλμησε να σταματήσει τον Βασιλέα, ο οποίος, ως αποτέλεσμα, έφθασε σε κοντινή απόσταση από τον Ανδρέα και τον συνέλαβε χωρίς να συναντήσει κάποια μορφή αντίστασης.[30][32] Ο Δούκας Ανδρέας παρέμεινε αιχμάλωτος για διάστημα αρκετών μηνών, προτού, τελικά, απελευθερωθεί από υποστηρικτές του στις αρχές του 1204.[20]
Εκμεταλλευόμενος τον εμφύλιο πόλεμο που μαινόταν στην Ουγγαρία, ο Καλογιάν εισέβαλε και κατέλαβε το Βελιγράδι, το Μπάραντς (σημερινό Μπρανίτσεβο της Σερβίας), καθώς και άλλα φρούρια.[28] Ο Ίμρε προχώρησε σε σειρά προετοιμασιών για εκστρατεία εναντίον της Βουλγαρίας, ωστόσο διέλυσε τα στρατεύματά του κατόπιν αιτήματος του Πάπα Ιννοκέντιου.[29] Ο Πάπας, ο οποίος ευρισκόταν εν μέσω διαπραγματεύσεων για την church union με τον Καλογιάν, απέστειλε βασιλικό στέμμα στον τελευταίο, ωστόσο ο Ίμρε προχώρησε στη φυλάκιση του Παπικού Λεγάτου, ο οποίος θα παρέδιδε το στέμμα στη Βουλγαρία, όταν αυτός διέσχιζε τα εδάφη της Ουγγαρίας.[29]
Όντας βαριά άρρωστος, ο Ίμρε προχώρησε στη στέψη ως Βασιλέα του, μόλις, ηλικίας τεσσάρων ετών υιού του, Λαδίσλαου, στις 26 Αυγούστου 1204.[33] Επίσης, άφησε ελεύθερο τον Παπικό Λεγάτο. Συμφιλιώθηκε με τον αδερφό του, "εμπιστευόμενός του την κηδεμονία του υιού του και τη διοίκηση του συνόλου του βασιλείου έως ότου αυτός φθάσει στην ενηλικίωση",[31] σύμφωνα με τον Θωμά τον Αρχιδιάκονο.[30][33] Ο Ίμρε απεβίωσε στις 30 Νοεμβρίου του ιδίου έτους, σύμφωνα με το Chronicon Pictum.[30][33] Ο Ίμρε ετάφη εντός του Καθεδρικού Ναού του Έγκερ.[30][34]
Πρόγονοι του Ίμρε της Ουγγαρίας[35][36] | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
|
Η σύζυγος του Ίμρε, Κωνσταντία του Οίκου της Βαρκελώνης, ήταν κόρη του Αλφόνσου Β΄ της Αραγωνίας.[37] Ο γάμος τους έλαβε χώρα μεταξύ του 1196 και του 1200.[37][13] Ο μοναδικός γνωστός απόγονός τους ήταν ο:
Η Βασίλισσα Κωνσταντία, η οποία έζησε περισσότερα χρόνια τόσο σε σύγκριση με τον σύζυγό της, όσο και με τον υιό της, αργότερα νυμφεύθηκε τον Φρειδερίκο Β΄ των Χοενστάουφεν βασιλιά της Γερμανίας.[39]