Όστιν Όσμαν Σπέαρ

Όστιν Όσμαν Σπέαρ
Ο Σπέαρ το 1904
Γέννηση30 Δεκεμβρίου 1886
Λονδίνο, Αγγλία
Θάνατος15 Μαΐου 1956 (69 ετών)
Λονδίνο, Αγγλία
Τόπος ταφήςIlford (St. Mary) Churchyard[1]
Χώρα πολιτογράφησηςΗνωμένο Βασίλειο
Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας (έως 1927)
Ιδιότηταζωγράφος, συγγραφέας[2] και αποκρυφιστής[3]
ΚίνημαΣυμβολισμός
Καλλιτεχνικά ρεύματαΣυμβολισμός, Πρώτο-σουρεαλισμός
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Όστιν Όσμαν Σπέαρ (αγγλ. Austin Osman Spare, 30 Δεκεμβρίου 1886 – 15 Μαΐου 1956) ήταν Άγγλος καλλιτέχνης και αποκρυφιστής [4]. Επηρεασμένη από τον συμβολισμό και την αρ νουβό, η τέχνη του ήταν γνωστή για τη σαφή χρήση της γραμμής [5] και τις τερατωδεις και σεξουαλικές εικόνες της.[6] Ο Σπέαρ ανέπτυξε μια ποικιλία από μαγικές τεχνικές, συμπεριλαμβανομένης της αυτόματης γραφής, του αυτόματου σχεδίου και της σιγιλοποίησης με βάση τις θεωρίες του για τη σχέση μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου εαυτού.

Γεννημένος σε μια οικογένεια της εργατικής τάξης στο Σνόου Χιλ του Λονδίνου, ο Σπέαρ μεγάλωσε στο Σμίθφιλντ και στη συνέχεια στο Κένινγκτον, τρέφοντας από νωρίς ενδιαφέρον για την τέχνη. Κέρδισε υποτροφία για το Βασιλικό Κολλέγιο Τέχνης στο Νότιο Κένσινγκτον, όπου και εκπαιδεύτηκε ως ζωγράφος, ενώ παράλληλα έδειξε προσωπικό ενδιαφέρον για τη Θεοσοφία και τον Αποκρυφισμό, ενώ ασχολήθηκε για λίγο με τον Άλιστερ Κρόουλι και το A∴A∴ του. Αναπτύσσοντας τη δική του προσωπική αποκρυφιστική φιλοσοφία, έγραψε μια σειρά αποκρυφιστικών γριμοιρών, τα Earth Inferno (1905), The Book of Pleasure (1913) και το The Focus of Life (1921).

Αφού έκδοσε ένα βαρχύβια περιοδικό τέχνης, το Form, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου έγινε μέλος του Βρετανικού στρατού όπου και εργάστηκε ως πολεμικός καλλιτέχνης. Ο Σπέαρ προσπάθησε να αναβιώσει το Form μετά τον πόλεμο, αλλά κατέληξε να μετατοπίζει τις προσπάθειές του στο The Golden Hind (προϊόν συνεργασίας με τον Κλίφορντ Μπαξ). Στις επόμενες δεκαετίες μετακόμισε σε διάφορες εργατικές περιοχές του Νοτίου Λονδίνου, έζησε στη φτώχεια, αλλά συνέχισε να εκθέτει τα έργα του με διάφορους βαθμούς επιτυχίας. Με την έλευση του σουρεαλισμού στην καλλιτεχνική σκηνή του Λονδίνου κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, οι κριτικοί τέχνης και ο Τύπος εκδήλωσαν ενδιαφέρον στο έργο του για άλλη μια φορά, θεωρώντας το ως τον προάγγελο της σουρεαλιστικής θεματολογίας. Μετά την καταστροφή του σπιτιού του κατά τη διάρκεια του Μπλιτζ, έπεσε σε σχετική αφάνεια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αν και συνέχισε να εκθέτει έργα μέχρι τον θάνατό του το 1956.

Η πνευματιστική κληρονομιά του Σπέαρ διατηρήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τον φίλο του, θελεμίτη και συγγραφέα Κένεθ Γκραντ (1924-2011), στο τελευταίο μέρος του 20ού αιώνα. Οι πεποιθήσεις του σχετικά με τα μαγικά σύμβολα παρείχαν βασική επιρροή στο κίνημα της χαοτικής μαγείας και στο Thee Temple ov Psychick Youth . Η τέχνη του Σπέαρ απέκτησε πάλι την προσοχή στη δεκαετία του 1970, λόγω του ανανεωμένου ενδιαφέροντος για την αρ νουβό στη Βρετανία, με αρκετές αναδρομικές εκθέσεις των έργων του να γίνονται στο Λονδίνο.

Παιδική ηλικία: 1886-1900

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πατέρας του Σπέαρ, Φίλιπ Νιούτον Σπέαρ, γεννήθηκε στο Γιορκσάιρ το 1857 και μετακόμισε στο Λονδίνο, όπου εργάστηκε για την αστυνομία το 1878, στο τμήμα του Σνόου Χιλ. Η μητέρα του Σπέαρ, Ελίζα Όσμαν, γεννήθηκε στο Ντέβον αι παντρεύτηκε τον Φίλιπ Νιούτον Σπέαρ στην εκκλησία της Αγίας Μπρίτζιντ στη Φλιτ Στριτ τον Δεκέμβριο του 1879. Το πρώτο παιδί των Σπέαρ που επέζησε ήταν ο Τζον Νιούτον Σπέαρ, γεννημένος το 1882, με τον Ουίλιαμ Χέρμπερτ Σπέαρ να ακολουθεί το 1883 και στη συνέχεια τη Σούζαν Αν Σπέαρ το 1885.[7]

Το τέταρτο επιζών παιδί του ζευγαριού, ο Όστιν Όσμαν Σπέαρ γεννήθηκε λίγο μετά τις τέσσερις το πρωί της 30ής Δεκεμβρίου 1886.[7] Ο Σπέαρ παρακολούθησε το Σχολείο της Αγίας Άγκνες (Αγνής), το οποίο ήταν προσκολλημένο σε μια εξέχουσα υψηλή Αγγλικανική εκκλησία. Ως παιδί ανατράφηκε με το Αγγλικανικό δόγμα του χριστιανισμού.[8] Ενδιαφερόμενος για το σχέδιο, από την ηλικία των 12 ετών περίπου, άρχισε να παρακολουθεί βραδινά μαθήματα στο Lambeth School of Art όπου μαθήτευσε υπό του Φίλιπ Κόνραντ .[9]

Καλλιτεχνική εκπαίδευση: 1900 – 1905

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1900, ο Σπέαρ άρχισε να εργάζεται ως σχεδιαστής στην επιχείρηση υαλουργίας του Πάουελ (Powell) στην Οδό Γουάιτφραϊαρς (Whitefriars), η οποία είχε δεσμούς με το κίνημα Arts and Crafts και τον Oυίλιαμ Μόρις. Ταυτοχρόνως, παρακολουθούσε εσπερινά μαθήματα στο Lambeth School of Art.[10] Δύο επισκέπτες του Πάουελ, ο Σερ Ουίλιαμ Μπλέικ Ρίτσμοντ (Sir William Blake Richmond) και ο FH Richmond RBA, έτυχε να δουν μερικά από τα σχέδια του Σπέαρ και εντυπωσιασμένοι τον συνέστησαν για υποτροφία στο Royal College of Art στο Νότιο Κέσινγκτον.[11] Κέρδισε ακόμα περισσότερη προσοχή όταν τα σχέδιά του εκτέθηκαν στο Τμήμα Βρετανικής Τέχνης της St. Louis Expositionκαι στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού, και το 1903 κέρδισε ένα ασημένιο μετάλλιο στον Εθνικό Διαγωνισμό Σχολών Τέχνης, όπου οι κριτές, μεταξύ των οποίων και βρίσκονταν ο Γουόλτερ Κρέιν και ο Byam Shaw, επαίνεσαν την "αξιοσημείωτη αίσθηση του χρώματος και το μεγάλο σθένος της αντίληψης" του.[12]

Σύντομα, άρχισε να σπουδάζει στο Royal College of Art, αλλά ήταν δυσαρεστημένος με τις διδασκαλίες που έλαβε εκεί, με αποτέλεσμα να απουσιάζει συχνά αναίτια από τα μαθήματα και να πειθαρχείταiαπό τους δασκάλους του.[13] Επηρεασμένος από το έργο των Τσάρλς Ρίκετς, Έντμαντ Σάλιβαν, Τζώρτζ Φρέντερικ Ουώτς και Όμπρεϊ Μπίρντσλι, το καλλιτεχνικό του στυλ επικεντρώθηκε σε σαφείς γραμμές, κάτι που ήταν σε πλήρη αντίθεση με την έμφαση που έδινε το Κολλέγιο στη σκίαση.[14] Μένοντας ακόμα στο σπίτι των γονιών του, άρχισε να ντύνεται με αντισυμβατικά με επιδεικτικά ρούχα και έγινε δημοφιλής με άλλους φοιτητές στο κολέγιο, με μια ιδιαίτερα δυνατή φιλία να αναπτύσσεται μεταξύ του Σπέαρ και της Σίλβια Πάνκχερστ, η οποία ήταν σουφραζέτα και αγωνίστρια υπέρ της αριστεράς.[15]

Αφού έγινε ενεργά αποκρυφιστής, έγραψε και εικονογράφησε το πρώτο του γριμόριο, το Earth Inferno (1905), στο οποίο βασίζονταν στην ιδέα της Ελένα Μπλαβάτσκυ ότι η Γη ήταν ήδη η Κόλαση . Το έργο παρουσίασε μια ποικιλία επιρροών, όπως η Θεοσοφία, η Βίβλος, ο Ομάρ Καγιάμ, η Κόλαση του Δάντη και οι μυστικιστικές ιδέες του συγγραφέα σχετικά με τον Ζος και την Κία .

Τον Μάιο του 1904, ο Σπέαρ πραγματοποίησε την πρώτη του δημόσια έκθεση τέχνης στο φουαγιέ της Δημόσιας Βιβλιοθήκης του Νιούινγκτον στο Γάλγουορθ Ρόουντ. Εδώ, οι πίνακές του εικονογράφησαν πολλά από τα θέματα που θα συνέχιζαν να τον εμπνέουν σε όλη του τη ζωή, συμπεριλαμβανομένων των μυστικιστικών απόψεών του για τον Ζος και την Κία.[16] Στη συνέχεια, ο πατέρας του υπέβαλε κρυφά δύο από τα σχέδια του Σπέαρ στη Βασιλική Ακαδημία, ένα από τα οποία, ένα σχέδιο βιβλιοσήμου, έγινε δεκτό για έκθεση στη διάσημη καλοκαιρινή έκθεση εκείνης της χρονιάς. Δημοσιογράφοι του βρετανικού Τύπου έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη δουλειά του, τονίζοντας το γεγονός ότι, σε ηλικία δεκαεπτά ετών, ήταν ο νεότερος καλλιτέχνης στην έκθεση, με κάποιους να ισχυρίζονται λανθασμένα ότι ήταν ο νεότερος καλλιτέχνης που είχε ποτέ παρουσιάσει ποτέ έργο στην έκθεση.[17] Το 1905, έφυγε από την Βασιλική Ακαδημία χωρίς να έχει λάβει κανένα τίτλο ή πιστοποίηση.[18]

Πρώιμη καριέρα: 1906–1910

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έχοντας εγκαταλείψει την τριτοβάθμια εκπαίδευση, ο Σπέαρ εργάστηκε ως σχεδιαστής βιβλιόσημων και εικονογράφος, με την πρώτη του παραγγελία να είναι για το Behind the Veil (1906) της Έθελ Ρολτ Γουίλερ.[19] Τα επόμενα χρόνια θα εικονογραφούσε επίσης κείμενα όπως το The Shadow of the Raggedstone (1909) του Τσαρλς Γκριντροντ και το On the Oxford Circuit and other Verses (1909) του Τζάστις Ντάρλινγκ.[20] Το 1905, εξέθεσε για άλλη μια φορά στην καλοκαιρινή έκθεση της Βασιλικής Ακαδημίας, έχοντας υποβάλει ένα σχέδιο γνωστό ως Η Ανάσταση του Ζωροάστρη (The Resurrection of Zoroaster), το οποίο απεικόνιζε φίδια με ράμφη να στροβιλίζονται γύρω από τη φιγούρα του αρχαίου Πέρση φιλοσόφου που ίδρυσε τον Ζωροαστρισμό .[19] Διαφοροποιώντας την απασχόλησή του, το 1906, ο Σπέαρ δημοσίευσε την πρώτη του πολιτική γελοιογραφία, μια σάτιρα για τη χρήση Κινέζων μισθωτών σκλάβων στη Βρετανική Νότια Αφρική, η οποία εμφανίστηκε στις σελίδες της εφημερίδας The Morning Leader .[21] Όταν δεν ασχολούνταν με αυτές τις δουλειές, αφιέρωνε μεγάλο μέρος του χρόνου του στην εικονογράφηση ενός δεύτερου βιβλίου, του The Book of Satyrs (ελλ. Το Βιβλίο των Σατύρων), που αποτελούνταν από μια σειρά εννέα σατιρικών εικόνων που κορόιδευαν θεσμούς όπως την πολιτική και το ιερατείο. Ο τόμος περιείχε μια σειρά από αυτοπροσωπογραφίες: γέμισε επίσης πολλές από τις εικόνες με εικονογραφήσεις από μικροτεχνήματα, των οποίων ήταν σπουδαίος συλλέκτης. Το βιβλίο ολοκληρώθηκε με μια εισαγωγή που έγραψε ο Σκωτσέζος ζωγράφος Τζέιμς Γκούθρι .[22] Περήφανος για το επίτευγμα του γιου του, ο πατέρας του Σπέαρ θα ρωτούσε αργότερα εάν ο εκδότης Τζον Λέιν του Μπόντλεϊ Χεντ θα ενδιαφερόταν να επανεκτυπώσει το The Book of Satyrs, οδηγώντας στην κυκλοφορία μιας εκτεταμένης δεύτερης έκδοσης το 1909.[23] Εν τω μεταξύ, το 1907 ο Σπέαρ παρήγαγε μια από τις πιο σημαντικές εικονογραφήσεις του, ένα σχέδιο με τίτλο Portrait of the Artist (δηλ. Πορτρέτο του Καλλιτέχνη), το οποίο δείχνει τον εαυτό του να κάθεται πίσω από ένα τραπέζι καλυμμένο με διάφορες μικροτεχνίες.

Portrait of the Artist (1907). Μια «σημαντική αυτοπροσωπογραφία», αργότερα αγοράστηκε από τον κιθαρίστα των Led Zeppelin-Τζίμι Πέιτζ .[24]

Τον Οκτώβριο του 1907 ο Σπέαρ πραγματοποίησε την πρώτη του μεγάλη έκθεση, με τίτλο "Ασπρόμαυρα σχέδια από τον Όστιν Ο. Σπέαρ" (Black and White Drawings by Austin O Spare), στην γκαλερί Bruton της Δυτικής πλευράς του Λονδίνου. Προσελκύοντας το ενδιαφέρον πολλών και θετικές απόψεις από την μεριά του Τύπου, συγκρίθηκε ευρέως με τον Όμπρεϊ Μπίρντσλι, με τους κριτικούς να σχολιάζουν αυτό που έβλεπαν ως την εκκεντρική και τερατόμορφη φύση του έργου του. Το The World σχολίασε ότι «η εφευρετική του ικανότητα είναι εκπληκτική και τρομακτική στη δημιουργική της ροή φρίκης», ενώ ο Observer σημείωσε ότι «η τέχνη του κ. Σπέαρ είναι αφύσικη, ανθυγιεινή, απίστευτα φανταστική και ακατανόητη».[25][26]

Ένας από αυτούς που προσέλκυσε το έργο του Σπέαρ ήταν ο Άλιστερ Κρόουλι (1875–1947), ένας αποκρυφιστής που είχε ιδρύσει τη θρησκεία του Θελήματος το 1904, έχοντας ως βάση το Βιβλίο του Νόμου, γραμμένο από τον ίδιο. Ο Κρόουλι συστήθηκε στον Σπέαρ και υποστήριξε την τέχνη του, την οποία θεωρούσε μήνυμα από το Θείο. Στη συνέχεια, ο Σπέαρ υπέβαλε πολλά σχέδια για δημοσίευση στο Θελημιτικό περιοδικό του Κρόουλι, The Equinox (ελλ. Η Ισημερία), λαμβάνοντας πληρωμή με στη μορφή μιας ακριβής τελετουργικής ενδυμασίας.[27][28] Ο Σπέαρ θα προσκληθεί επίσης να συμμετάσχει στο νέο μαγικό τάγμα των Θελημίτων του Κρόουλι, το A∴A∴ ή Argenteum Astrum (ελλ. Αργυρός Αστέρας), το οποίο είχε ιδρυθεί από κοινού με τον George Cecil Jones το 1907. Έχοντας γίνει το έβδομο μέλος του τάγματος τον Ιούλιο του 1907, με το μαγικό όνομα Yihovaeum, έγινε φίλος με τον αποκρυφιστή και ποιητή Βίκτωρ Νόιμπεργκ (Victor Neuburg). Παρόλο που παρέμεινε στο A∴A∴ μέχρι το 1912, δεν έγινε ποτέ πλήρες μέλος, αντιπαθώντας την έμφαση που έδινε ο Κρόουλι στην αυστηρή ιεραρχία και οργάνωση. Άσκησε έντονη κριτική στην πρακτική της τελετουργικής μαγείας .[29] Με τη σειρά του, ο Κρόουλι θα ισχυριζόταν ότι ο Σπέαρ ενδιαφερόταν μόνο για τη «μαύρη μαγεία» και για αυτόν τον λόγο τον εμπόδισε να εισέλθει πλήρως στο Τάγμα.[30]

Ο κύριος υποστηρικτής του Σπέαρ κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν ο πλούσιος Pickford Waller, αν και άλλοι θαυμαστές ήταν οι Desmond Coke, Ralph Strauss, Lord Howard de Walden και Charles Ricketts .[20] Ο Σπέαρ έγινε δημοφιλής στους πρωτοποριακούς ομοφυλόφιλους κύκλους του Εδουαρδιανού Λονδίνου, με αρκετούς γνωστούς ομοφυλόφιλους άντρες να γίνονται υποστηρικτές της δουλειάς του.[31] Συγκεκριμένα, έγινε καλός φίλος με ένα ομόφυλο ζευγάρι, τους Μάρκ-Αντρέ Ραφάλοβιτς και Τζον Γκρέι, ο Σπέαρ χαρακτήρισε αργότερα τον τελευταίο ως «τον πιο υπέροχο άντρα που έχω γνωρίσει ποτέ».[32] Ο Γκρέι θα εισήγαγε τον Σπέαρ στον Ιρλανδό μυθιστοριογράφο Τζορτζ Μουρ, με τον οποίο στη συνέχεια έγιναν φίλοι.[33] Η πραγματική φύση της σεξουαλικότητας του Σπέαρ εκείνη την εποχή παραμένει συζητήσιμη: Ο φίλος του, Φρανκ Μπράνγκγουιν θα ισχυριστεί αργότερα ότι ήταν "έντονα" ομοφυλόφιλος αλλά είχε καταστείλει αυτές τις τάσεις.[34] Σε αντίθεση με αυτό, στη μετέπειτα ζωή του ο Σπέαρ θα εξισοτρούσε μια μεγάλη ποικιλία ετεροφυλόφιλων σχέσεων που έλαβαν χώρα αυτή την περίοδο, συμπεριλαμβανομένου μιας με ένα ιντερσεξουαλικού άτομο, με ένα νάνο με προεξέχον μέτωπο και μιας Ουαλής υπηρέτριας.[35]

Γάμος και το The Book of Pleasure : 1911 – 1916

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
"Ascension of the Ego from Ecstasy to Ecstasy", μια εικόνα από το The Book of Pleasure (1913). τώρα ανήκει στο The Viktor Wynd Museum of Curiosities, Fine Art & Natural History

Μια φορά, ο Σπέαρ γνώρισε μια μεσήλικη γυναίκα ονόματι κυρία Σω (Shaw) σε μια παμπ στο Μέιφερ. Ανυπομονώντας να παντρέψει την κόρη της, η οποία είχε ήδη ένα παιδί από προηγούμενη σχέση, η κυρία Σω σύντομα σύστησε τον Σπέαρ στην κόρη της, Έιλυ Γκέρτρουντ Σω (Eily Gertrude Shaw) (1888-1938). Ο Σπέαρ ερωτεύτηκε και δημιούργησε μια σειρά από πορτρέτα της Έιλυ, πριν τον γάμο τους στις 4 Σεπτεμβρίου 1911. Ωστόσο, η σχέση τους ήταν τεταμένη. Σε αντίθεση με αυτόν, η Έιλυ ήταν «μη διανοούμενη και υλίστρια», και αντιπαθούσε πολλούς από τους φίλους του, ιδιαίτερα τους νεότερους άνδρες, ζητώντας του να διακόψει την επικοινωνία του μαζί τους.[36]

Γύρω στο 1910, ο Σπέαρ εικονογράφησε το The Starlit Mire, ένα βιβλίο με επιγράμματα γραμμένο από δύο γιατρούς, τον Τζέιμς Μπέρτραμ (James Bertram) και τον Φ. Ράσελ (F. Russell), του οποίου οι εικονογραφήσεις έδειχναν για άλλη μια φορά το ενδιαφέρον του καλλιτέχνη για το η-συνηθισμένο και το τερατόμορφο.[37] Ένα άλλο αξιοσημείωτο έργο αυτής της περιόδου ήταν μια εικονογράφηση γνωστή ως A Fantasy, η οποία περιελάμβανε μια αυτοπροσωπογραφία του Σπέαρ, μια ποικιλία κερασφόρων ζώων και ένα κερασφόρο ερμαφρόδιτο πλάσμα. Αυτό το έργο απεικονίζει οπτικά την πίστη του στην έμφυτη διανοητική σύνδεση μεταξύ των ανθρώπων και των μη-ανθρώπινων προγόνων μας.[38]

Κατα την διάρκεια μιας περιόδου αρκετών ετών, ο Σπέαρ άρχισε να εργάζεται πάνω στον τρίτο του τόμο, με τίτλο The Book of Pleasure (Self Love): The Psychology of Ecstasy (δηλ. Το Βιβλίο της Απολάυσεως (αυτο-αγάπης): Η Ψυχολογία της Έκστασης), το οποίο ο αυτο-έκδωσε το 1913. Εξερευνώντας τις δικές του μυστικιστικές ιδέες σχετικά με τον άνθρωπο και το ασυνείδητο νου, το βιβλίο αναφέρονταν επίσης στη μαγεία και τη χρήση των συμβόλων. «Αντιλαμβανόμενο αρχικά ως εικονογραφική αλληγορία, το βιβλίο εξελίχθηκε γρήγορα σε ένα πολύ βαθύτερο έργο, αντλώντας έμπνευση από τον Ταοϊσμό και τον Βουδισμό, αλλά κυρίως από τις εμπειρίες του ως καλλιτέχνη».[39] Το βιβλίο είχε ελάχιστες πωλήσεις και έλαβε μια ανάμεικτη κριτική από το Times Literary Supplement, το οποίο ενώ αποδέχτηκε την «τεχνική μαεστρία» του Σπέαρ, ήταν πιο επικριτικό για μεγάλο μέρος του περιεχομένου.[40]

Το 1914, ο Σπέαρ συμμετείχε σε ένα νέο δημοφιλές περιοδικό τέχνης, γνωστό ως Colour, υποβάλλοντας μια σειρά από έργα στα πρώτα του τεύχη.[41] Σύντομα ανέπτυξε την ιδέα να ιδρύσει το δικό του περιοδικό τέχνης, προτείνοντας την ιδέα στον εκδότη Τζον Λέιν , ο οποίος στο παρελθόν είχε δημιουργήσει το The Yellow Book, ένα περιοδικό με μεγάλη επιρροή που είχε εμφανιστεί μεταξύ 1894 και 1897. Οραματιζόμενος το νέο του εγχείρημα, με τίτλο Form, ως διάδοχο του The Yellow Book, έγινε συνεπιμελιτής του με τον χαράκτη Φρέντερικ Κάρτερ, ο οποίος χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο του Φράνσις Μάρσντεν.[42] Το πρώτο τεύχος εμφανίστηκε το καλοκαίρι του 1916, περιέχοντας συνεισφορές από τους Έντμουντ Τζόσεφ Σάλιβαν , Ουόλτερ ντε λα Μέαρ, Φρανκ Μπράνγκουιν , Ο.Χ. Ντέιβις , Τζ. Σ. Σκουάιρ , Ρίκετς και Σάνον. Ο Σπέαρ και ο Κάρτερ συνέγραψαν ένα άρθρο για την αυτόματη γραφή, υποστηρίζοντας ότι αυτή επέτρεπε στο ασυνείδητο μέρος του νου να παράγει τέχνη, ένα θέμα με το οποίο είχε ασχοληθεί προηγουμένως ο Σπέαρ στο The Book of Pleasure .[43] Γενικά, το Form έτυχε κακής υποδοχής από τους κριτικούς και το κοινό, καθώς περιγράφεται ως μια "πολύ φρικτή δημοσίευση" από τον Τζορτζ Μπέρναρντ Σω, ο οποίος δήλωσε ότι το σχέδιο και η διαρρύθμισή του ήταν "αρχαία Μορισιακή " και ως εκ τούτου εκτός μόδας.[44]

Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, The Focus of Life και The Anathema of Zos : 1917 – 1927

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1917, με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο να μαίνεται ακόμη, ο Σπέαρ στρατεύτηκε στο Ιατρικό Σώμα του Βασιλικού Στρατού ως βοηθός. Αργότερα, διορίστηκε προσορινά στη θέση του λοχία και του δόθηκε το καθήκον να απεικονίσει τις συγκρούσεις μαζί με άλλους καλλιτέχνες που έδρευαν σε ένα στούντιο στο 76 Φούλχαμ Ρόουντ.[45]

Το 1919 αποστρατεύθηκε. Αν και δεν κατάφεραν ποτέ να πάρουν διαζύγιο, ο Σπέαρ είχε χωρίσει από τη σύζυγό του, την Έιλυ, η οποία είχε αρχίσει μια σχέση με έναν άλλο άνδρα.[46] Επικεντρωμένος στην συγγραφή και την εικονογράγηση ενός νέου βιβλίου, το 1921 δημοσιεύθηκε το βιβλίο The Focus of Life, The Mutterings of AOS (Η Εστίαση της Ζωής, Οι Ψύθιροι του ΟΟΣ) από την Morland Press. Επιμελημένο από τον Φρέντερικ Κάρτερ, το βιβλίο ξαναπεράσκει τις μυστικιστικές ιδέες του Σπέαρ, συνεχίζοντας πολλά από τα θέματα που εξερευνήθηκαν στο Το Βιβλίο της Απολαύσεως.[47][48] Η επιτυχία αυτού του βιβλίου οδήγησε τον Σπεάρ να αποφασίσει να αναζωογονήσει το Form, με το πρώτο τεύχος να επανεμφανίζεται σε μια νέα μορφή τον Οκτώβριο του 1921, με συντάκτες τον Σπέαρ και τον φίλο του W. H. Davies. Με σκοπό τον λαϊκιστικό τόνο, οι συνεισφορές προέρχονταν από τους Σύντνεϋ Σάιμ, Ρόμπερτ Γκρέιβς, Χέρμπερτ Φέρστ, Λώρα Νάιτ, Φρανκ Μπράνγκγουιν, Γκλυν Φίλποτ, Έντιθ Σίτγουελ, Ουόλτερ ντε λα Μέαρ, τον Τζ.Φ.Κ. Φούλερ και τον Χέβλοκ Έλις. Ωστόσο, ο Σπέαρ διέκοψε την έκδοση του περιοδικού μετά το τρίτο τεύχος, το οποίο δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 1922.[49] Στη συνέχεια, προχώρησε στην παραγωγή ενός άλλου περιοδικού τέχνης, του The Golden Hind, που συν-επιτάχθηκε με τον Κλίφορντ Μπαξ και εκδόθηκε από τους Chapman and Hall. Το πρώτο τεύχος εμφανίστηκε τον Οκτώβριο του 1922, με μια λιθογραφία από τον Σπάρ με τίτλο "Η Νέα Εδέμ".[50] Διακόπηκε το 1924 μετά από οκτώ τεύχη.

Το καλοκαίρι του 1924 ο Σπέαρ δημιούργησε ένα βιβλίο σκίτσων με «αυτόματα σχέδια» με τίτλο The Book of Ugly Ecstasy (ελλ. Το Βιβλίο της Άσχημης Έκστασης), το οποίο περιείχε μια σειρά από γκροτέσκα πλάσματα. Το μοναδικό αντίτυπο του βιβλίου θα αγοραζόταν από τον ιστορικό τέχνης Τζ. Ρέιτλινγκερ .[51] Την άνοιξη του 1925 κυκλοφόρησε ένα παρόμοιο βιβλίο σκίτσων, το A Book of Automatic Drawings (ελλ. Ένα Βιβλίο Αυτόματων Σκίτσων), και στη συνέχεια μια άλλη σειρά από εικόνες, με τίτλο The Valley of Fear (ελλ. Η Κοιλάδα του Φόβου).[52] Άρχισε επίσης να εργάζεται πάνω σε ένα νέο βιβλίο, προϊόν αυτόματης γραφής με τίτλο The Anathema of Zos: The Sermon to the Hypocrites (ελλ. Το Ανάθεμα του Ζος: Το Κήρυγμα στους Υποκριτές), μια κριτική της βρετανικής κοινωνίας επηρεασμένη από τις ιδέες του Γερμανού φιλόσοφου Φρίντριχ Νίτσε. Ο Σπέαρ το δημοσίευσε μόνος του σε μια έκδοση 100 αντιτύπων από το σπίτι της αδερφής του στο Goodmayes, Essex, το 1927.[53][54]

Σουρεαλισμός και Β' Παγκόσμιος Πόλεμος: 1927 – 1945

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Σπέαρ πραγματοποίησε εκθέσεις με τα έργα του στην St. George's Gallery στο Hanover Square το 1917, και έπειτα στην Lefevre Gallery το 1929, αλλά τα έργα του δεν δέχθηκαν αρκετή επιδοκιμασία από τον Τύπο ούτε αρκετή προσοχή από το κοινό.[55] Ζώντας στη φτώχεια, με το έργο του να χάνει την δημοφιλία του στην καλλιτεχνική σκηνή του Λονδίνου, ο Σπέαρ άρχησε να σκέφτεται την αυτοκτονία.[56] Στη συνέχεια ανέλαβε μια σειρά από αναμορφικά πορτρέτα, κυρίως νεαρών γυναικών, τα οποία ονόμασε «Experiments in Reality» (ελ. Πειράματα στην πραγματικότητα). Επηρεασμένα από το έργο του Ελ Γκρέκο, εκτέθηκαν στις γκαλερί του Godfrey Phillips στο St James's, στο κεντρικό Λονδίνο τον Νοέμβριο του 1930, μια έκθεση που αποδείχθηκε η τελευταία του Σπέαρ στο West End του Λονδίνου.[57]

Καθώς ο σουρεαλισμός στρέφοταν προς τον αυτοματισμό και το ασυνείδητο, ο ρεπόρτερ Χιούμπερτ Νίκολσον δημοσίευσε μια ιστορία αναφερόμενη στον Σπέαρ με τίτλο "Father of Surrealism – He's a Cockney!" (δηλ. Ο πατέρας του Σουρεαλισμού- Είναι Κόκνεϋ!) .[58] Συμμετέχοντας σε αυτή τη νέα τρέλα για τον σουρεαλισμό, ο Σπέαρ έκδωσε ένα σετ από κάρτες που διαφήμησε ως "ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΤΙΚΕΣ Κάρτες Πρόβλεψης Αγώνων" οι οποίες είχαν ως σκοπό την χρήση τους ως μαντικά όργανα γαι την πρόβλεψη αγώνων του ιπποδρόμου.[59] Το ανανεωμένο ενδιαφέρον τον ωφέλησε, με τις εκθέσεις του το 1936-38, στο Walworth Road να αποδεικνύονται επιτυχημένες, και άρχισε να διδάσκει μαθητές στο στούντιό του, το οποίο και ονόμασε Austin Spare School of Draughtsmanship.[60]

Όταν ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος εναντίον της ναζιστικής Γερμανίας το 1939, ο Σπέαρ, ένθερμος αντιναζί, προσπάθησε να καταταγεί στο στρατό, αλλά θεωρήθηκε πολύ μεγάλος (ήταν 53 ετών).[61] Κατα την διάρκεια του [./Https://en.wikipedia.org/wiki/The_Blitz Blitz] στο Λονδίνου, το διαμέρισμα του Σπέαρ και όλα τα έργα τέχνης που ήταν μέσα σε αυτό καταστράφηκαν από μια βόμβα στις 10 Μαΐου 1941, αφήνοντάς τον προσωρινά άστεγο.

Κένεθ Γκράντ και μετέπειτα ζωή: 1946 – 1956

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την κορύφωση του πολέμου, ο Σπέαρ πραγματοποίησε μια έκθεση έργων του τον Νοέμβριο του 1947 στην Archer Gallery, επιστρέφοντας στην καλλιτεχνική σκηνή. Η έκθεση ήταν επιτυχείς. Τα έργα που εκτέθηκαν έδειξαν την αυξανόμενη επιρροή του Πνευματισμού στη σκέψη του και περιελάμβαναν μια σειρά από πορτρέτα επιφανών Πνευματιστών όπως ο Άρθουρ Κόναν Ντόιλ και η Κέιτ Φοξ-Τζένκεν . Παρουσίασε επίσης μια σειρά από πορτρέτα διάσημων αστέρων του κινηματογράφου στην έκθεση, που τον οδήγησαν στο να αποκτήσει αργότερα τον χαρακτηρισμό του «πρώτου Βρετανού ποπ καλλιτέχνη».[62]

Την άνοιξη του 1949, μια πρόσφατα παντρεμένη γυναίκα ονόματι Στέφι Γκραντ (Steffi Grant) παρουσιάστηκε στον Σπέαρ. Τον σύστησε στον σύζυγό της Κένεθ Γκραντ ( Kenneth Grant , 1924 – 2011). Ο Σπέαρ και το ζευγάρι έγιναν καλοί φίλοι, συχνάζοντας μαζί σε πολλές παμπ του Λονδίνου και μοιράζονταν βιβλία με θέμα το απόκρυφο.[63]

Η επιρροή των Γκραντ οδήγησε τον Σπέαρ στο να αρχίσει να γράφει πολλά νέα αποκρυφιστικά χειρόγραφα, τη Logomachy of Zos και το Zoetic Grimoire of Zos .[64] Υπό την επιρροή του Γκραντ, ο Σπέαρ άρχισε να δείχνει αυξανόμενο ενδιαφέρον για τη μαγεία και το Σάββατο των μαγισσών, δημιουργώντας έργα τέχνης με τίτλους όπως "Witchery", "Walpurgis Vampire" και "Satiated Succubi" (δηλ. Μαγεία, Βαλπουργιανό Βαμπίρ και Ικανοποιημένα Σούκουμπους) και ισχυρίζοντας ότι σε ένα λεωφορείο είχε συναντήσει μια ομάδα από μάγισσες στο δρόμο τους για το Σάββατο.

Ο Σπέαρ πραγματοποίησε την πρώτη του έκθεση σε παμπ στο Temple Bar της Walworth Road στα τέλη του 1949, η οποία και πάλι αποδείχθηκε επιτυχημένη, κερδίζοντας του 250 γκινέα.[65] Ένας από τους παρώντες στην έκθεση ήταν ο εκδότης Μάικλ Χολ, εντυπωσιασμένος από το έργο του Σπέαρ, του ανέθεσε να βοηθήσει στην παροχή εικονογραφήσεων για το νέο του περιοδικό, The London Mystery Magazine . Το πέμπτο τεύχος, για τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο 1950, περιείχε ένα άρθρο για τον Σπέαρ και το έργο του, ενώ το έκτο περιείχε ένα άρθρο γραμμένο από τον Algernon Blackwood το οποίο είχε εικονογραφίσει ο Σπέαρ.[66]

Το έργο του Σπέαρ είναι αξιοσημείωτο για την ποικιλία του -πίνακες ζωγραφικής, τεράστιος αριθμός σχεδίων, έργα με παστέλ, μερικά χαρακτικά, δημοσιευμένα βιβλία που συνδυάζουν κείμενο με εικόνες, ακόμη και περίεργα βιβλιόσημα- Ήταν παραγωγικός από τα πρώτα του χρόνια μέχρι το θάνατό του. Σύμφωνα με τον Haydn Mackay, «τα "στολίδια" δημιουργούνταν ρυθμικά από το χέρι του φαινομενικά χωρίς συνειδητή προσπάθεια».

Ο Σπέαρ θεωρούνταν καλλιτέχνης με σημαντικό ταλέντο και καλές προοπτικές, αλλά το στυλ του ήταν προφανώς αμφιλεγόμενο. Οι κριτικές αντιδράσεις στο έργο του την περίοδο κυμαίνονταν από μπερδεμένες αλλά εντυπωσιασμένες, έως υποστηρικτικές και απορριπτικές. Μια ανώνυμη κριτική του The Book of Satyrs τον Δεκέμβριο του 1909, που μάλλον εκδόθηκε γύρω στην εποχή των 23ων γενεθλίων του Σπέαρ, είναι καταδεκτική αλλά και με το ζόρι ευγενική, «Τα έργα του κυρίου Σπέαρ είναι εμφανέστατα αυτά ενός ταλαντούχου νεαρού.» Όμως, «Αυτό που είναι πιο σημαντικό είναι η προσωπικότητα που κρύβεται πίσω από τις διάφορες επιρροές που βρίσκουμε σε αυτά. Και εδώ πρέπει να πιστώσουμε στον κ. Σπέαρ ένα σημαντικό κεφάλαιο φανταχτερότητας και εφευρέσεων, αν και οι δραστηριότητες του μυαλού του εξακολουθούν να βρίσκουν διέξοδο από κάπως ελικοειδή κανάλια. Όπως οι περισσότεροι νέοι άνδρες φαίνεται να παίρνει τον εαυτό του κάπως πολύ στα σοβαρά». Ο κριτικός μας ολοκληρώνει την κριτική του με την παρατήρηση ότι το σχέδιο του Σπέαρ «συχνά είναι πιο άμορφο και μπερδεμένο από όσο πιστεύουμε ότι θα είναι όταν αφομοιώσει καλύτερα τις εξαιρετικές επιρροές πάνω στις οποίες έχει διαμορφώσει το στυλ του».[67]

Δύο χρόνια αργότερα, μια άλλη ανώνυμη κριτική (αυτή τη φορά του The Starlit Mire, για την οποία ο Σπέαρ παρείχε δέκα σχέδια) προτείνει: «Όταν για πρώτη φορά βγήκε στην επιφάνεια ο κύριος Σπέαρ πριν έξι ή επτά χρόνια θεωρήθηκε από πολλούς ως ο νέος Μπίρντσλυ . Το έργο του ήταν αυτό ενός νεαρού ανδρώς, δεκαεπτά χρόνων, τα σχέδιά του είχαν ένα ορισμένο σφρίγος και πρωτοτυπία. Αλλά τα χρόνια δεν αντιμετώπισαν ευγενικά τον κύριο Σπέαρ και δεν πρέπει να αρκείται στο να παράγει στην πλειονότητά του ό,τι δημιουργούσε ως νέος. Ωστόσο, τα σχέδιά του δεν είναι ακατάλληλα για τα ωμά παράδοξα που σχηματίζουν το κείμενο αυτού του βιβλίου. Είναι πολύ πιο εύκολο να μιμηθείς ένα επίγραμμα παρά να επινοήσεις ένα».[68]

Σε μια κριτική του 1914 του The Book of Pleasure, ο κριτικός (και πάλι ανώνυμος) φαίνεται να παραιτείται από σύγχυση: «Είναι αδύνατο για μένα να θεωρήσω τα σχέδια του κυρίου Σπέαρ έως τίποτα άλλο παρά ως διαγράμματα ιδεών που δεν έχω καταφέρει να καταλάβω: λυπάμαι που ένας τόσο καλός ζωγράγος περιορίζει το εύρος της έλξης του».[69]

Από τον Οκτώβριο του 1922 έως τον Ιούλιο του 1924 ο Σπέαρ επιμελήθηκε, από κοινού με τον Κλίφορντ Μπαξ, το τριμηνιαίο περιοδικό Golden Hind για τους εκδότες Chapman και Hall. Αυτό ήταν ένα βραχύβιο έργο, αλλά κατά τη διάρκεια της σύντομης καριέρας του αναπαρήγαγε εντυπωσιακά σχέδια και λιθογραφίες του Σπέαρ και άλλων. Το 1925 ο Σπέαρ, ο Alan Odle, ο John Austen και ο Harry Clarke εμφανίστηκαν μαζί στην St George's Gallery και το 1930 στις γκαλερί του Godfrey Philips. Η έκθεση του 1930 ήταν η τελευταία του West End που θα είχε ο Σπέαρ για τα επόμενα 17 χρόνια.

Το αναγγελία του θανάτου του Σπέαρ που τυπώθηκε στους The Times της 16ης Μαΐου 1956 αναφέρει:

Έκτοτε σπάνια θα έβρισκε κανείς τον Σπέαρ στα περίχωρα του Bond St. Δίδασκε λίγο από τον Ιανουάριο έως τον Ιούνιο, μετά μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου, τελείωνε διάφορα έργα και από τις αρχές Νοεμβρίου έως τα Χριστούγεννα τα κρεμούσε στο σαλόνι, υπνοδωμάτιο και στην κουζίνα του διαμερίσματός του στο Southwark. Η είσοδος στο διαμέρισμά του ήταν ελεύθερη: οι κριτικοί και οι αγοραστές χτυπούσαν το κουδούνι, καλούνταν μέσα και επιθεωρούσαν τις ζωγραφιές, συχνά παρέα με μερικά από τα μοντέλα - εργαζόμενες γυναίκες της γειτονιάς. Ο Σπέαρ ήταν πεπεισμένος ότι υπήρχε μεγάλη πιθανή ζήτηση για πίνακες με 2 ή 3 γκινές η καθεμία και καταδίκασε την πρακτική να ζητά 20£ για «ερασιτεχνικά πράγματα». Δούλευε κυρίως με παστέλ ή μολύβι, σχεδίαζε γρήγορα, συχνά δεν έπαιρνε περισσότερες από δύο ώρες πάνω από μια ζωγραφιά. Ενδιαφερόταν ιδιαίτερα να σκιαγραφήσει το γήρας και είχε διάφορα μοντέλα άνω των 70 και ένα που ήταν σχεδόν 93 ετών.

Αλλά ο Σπέαρ δεν εξαφανίστηκε εντελώς. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 ανέπτυξε και εξέθεσε ένα στυλ ζωγραφικής βασισμένο σε μια λογαριθμική μορφή αναμορφικής προβολής που ονόμασε «siderealism». Αυτές οι δημιουργίες φαίνεται να έγιναν υποδεχόμενες θετικά από το κοινό. Το 1947 εξέθεσε στην Archer Gallery, παράγοντας πάνω από 200 έργα για την έκθεση. Ήταν μια πολύ επιτυχημένη παράσταση και οδήγησε σε κάτι σαν μεταπολεμική αναγέννηση του ενδιαφέροντος. Η ευαισθητοποίηση του κοινού για τον Spare φαίνεται να μειώθηκε κάπως στη δεκαετία του 1960 πριν από την αργή αλλά σταθερή αναβίωση του ενδιαφέροντος για το έργο του που ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Το ακόλουθο απόσπασμα σε μια συζήτηση για ένα έκθεμα που περιλαμβάνει το έργο του Σπέαρ το καλοκαίρι του 1965 υποδηλώνει ότι ορισμένοι κριτικοί ήλπιζαν ότι θα εξαφανιζόταν για πάντα στην αφάνεια. Ο κριτικός γράφει ότι ο επιμελητής της έκθεσης

έχει αναστήσει έναν άγνωστο Άγγλο καλλιτέχνη ονόματι Όστιν Όσμαν Σπέαρ, ο οποίος μιμείται χαρακτικά με στυλό και μελάνι με τον τρόπο του Μπίρντσλι, αλλά πραγματικά παραπέμπει στον μακάβριο γερμανικό ρομαντισμό. Βασάνιζε τον εαυτό του πριν από τον πρώτο πόλεμο και θα είχε εμπνεύσει το σουρεαλιστικό κίνημα αν είχε ανακαλυφθεί αρκετά νωρίς. Έχει επιστρέψει στο χρόνο για να παίξει ένα καθυστερημένο ρόλο στην αναβίωση του ενδιαφέροντος για το αρτ νουβώ .[70]

Ο Ρόμπερτ Άνσελ (Robert Ansell) συνόψισε την άποψη του για τις καλλιτεχνικές συνεισφορές του Σπέαρ με αυτά τα λόγια:

Καθ'όλη την διάρκεια της ζωής του, ο Σπέαρ έκανε τους κριτικούς ανύμπορους να περιγράψουν το έργο του. Η Ίθελ Κοχούν (Ithell Colquhoun) υποστήριζε τον ισχυρισμό του ότι ήταν πρωτο-Σουρεαλιστής. Μετά θάνατον ο κριτικός τέχνης Μάριο Αμάγια (Mario Amaya) υποστήριξε πως ο Σπέαρ ήταν Ποπ Καλλιτέχνης.. Ήταν και τα δύο, αλλά και κανένα από τα δύο. Ένας εξαιρετικός καλλιτέχνης της μυστικιστικής παράδοσης, ο Σπέαρ μπορεί να θεωρηθεί ένας από τους τελευταίους Άγγλους Συμβολιστές, ακολουθώντας στενά τη μεγάλη του επιρροή, τον Τζωρτζ Φρέντερικ Ουώτς. Τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα του ανδρογυνισμού, του θανάτου, των μασκών, των ονείρων, των βαμπίρ, των σάτυρων και διάφορων θρησκευτικών θεμάτων, τόσο χαρακτηριστικά της τέχνης των Γάλλων και Βέλγων Συμβολιστών, βρίσκουν πλήρη έκφραση στο πρώιμο έργο του Σπέαρ, μαζί με μια επιθυμία πρόκλησης σοκ στην μπουρζουαζία.[71]

Από τα πρώτα του χρόνια ως αποκρυφιστής, ο Σπέαρ ανέπτυξε τη δική του μαγικο-θρησκευτική φιλοσοφία που, πολύ αργότερα, έγινε γνωστή ως Zos Kia Cultus. [72] Ο όρος αυτός επινοήθηκε από τον αποκρυφιστή και φίλο του, Κένεθ Γκραντ . Μεγαλωμένος με την Αγγλικανική δοξασία του Χριστιανισμού, ο Σπέαρ είχε καταδικάσει τον χριστιανισμό όταν ήταν δεκαεπτά, λέγοντας σε έναν δημοσιογράφο: «επινοώ μια δική μου θρησκεία που ενσωματώνει την αντίληψή μου για το τι είμαστε, ήμασταν και θα είμαστε στο μέλλον." [73]

Κλειδί για τις μαγικο-θρησκευτικές απόψεις του Σπέαρ ήταν οι διττές έννοιες του Ζος και της Κία . Ο Σπέαρ περιέγραψε τον «Ζος» ως το ανθρώπινο σώμα και μυαλό, αργότερα θα τον υιοθετούσε ως ψευδώνυμο για τον εαυτό του.[73] Ο βιογράφος του, Φίλ Μπέικερ (Phil Baker) πίστευε ότι ο Σπέαρ παρήγαγε τη λέξη από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις «ζωή» , και «ζῷον», με τον Σπέαρ να έλκεται επίσης από την εξωτική φύση του γράμματος "z", που σπάνια εμφανίζεται στην αγγλική γλώσσα.[74] Ο συγγραφέας Άλαν Μουρ διαφώνησε, πιστεύοντας ότι ο όρος "Ζος" είχε υιοθετηθεί από τον Σπέαρ για να αντισταθμίσει τα δικά του αρχικά, "AOS", στα οποία το Α θα αντιπροσώπευε την αρχή του αλφαβήτου και το Ζ θα αντιπροσώπευε το τέλος. Με αυτόν τον τρόπο, υποστήριξε ο Μουρ, ο Σπέαρ πρόσφερε μια «απόλυτη και υπερβατική έκφραση του εαυτού του στα άκρα της ύπαρξής του».[75]

Ο Σπέαρ χρησιμοποίησε τον όρο Κία, τον οποίο πρόφερε κία (keah) ή κηρ (keer), για να ορίσει μια αρκετά αφηρημένη έννοια, ένα συμπαντικό νου ή απόλυτη δύναμη, παρόμοια με την ινδουιστική ιδέα του Brahman ή την ταοϊστική ιδέα του Tao .[76] Ο Μπέικερ πίστευε ότι ο Σπέαρ είχε αναπτύξει αυτή τη λέξη είτε από Ανατολικές ή Καβαλιστικές λέξεις όπως τα: ki, chi, khya ή chiah . Εναλλακτικά, σκέφτηκε ότι μπορεί να είχε υιοθετηθεί από το βιβλίο της Μπλαβάτσκυ, Η Μυστική Δοξασία , το οποίο αναφέρεται στην ιδέα μιας απόλυτης δύναμης ως Κία-γιου (Kia-yu).[76]

Ο ασυνείδητος νους

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
"Η νυχτερίδα απέκτησε φτερά μέσω της επιθυμίας της που ήταν αρκετά οργανική ώστε να φτάσει στο υποσυνείδητο. Αν η επιθυμία της να πετάξει ήταν συνειδητή, θα έπρεπε να περιμένει μεχρί να την εκπληρώσει με τα ίδια μέσα όπως εμείς, δηλαδή μέσω μηχανών."

Ο Σπέαρ για τις απόψεις του περί του υποσυνείδητου και συνειδητού μυαλού.[77]

Ο Σπέαρ έδωσε μεγάλη έμφαση στο ασυνείδητο μέρος του νου, καθώς παρατήρησε ότι από εκεί πήγαζε η έμπνευση. Θεώρησε το συνειδητό μέρος του νου άχρηστο σε αυτό τον τομέα, πιστεύοντας ότι χρησίμευε μόνο για την ενίσχυση του διαχωρισμού μεταξύ μας και του αντικειμένου της επιθυμίας μας.

Έχει υποστηριχθεί ότι η μαγεία του Σπέαρ εξαρτώταν (τουλάχιστον εν μέρει) από την ψυχολογική καταστολή.[78] Σύμφωνα με έναν συγγραφέα, το μαγικό σκεπτικό του Σπέαρ ήταν το εξής: «Εάν το μυαλό καταπιέζει ορισμένες παρορμήσεις, επιθυμίες, φόβους και ούτω καθεξής, και αυτά τότε έχουν τη δύναμη να γίνουν τόσο αποτελεσματικά ώστε να μπορούν να διαμορφώσουν ή ακόμα και να καθορίσουν εξ ολοκλήρου τη συνειδητή προσωπικότητα ενός ατόμου μέχρι την πιο μικρή λεπτομέρεια, αυτό δεν σημαίνει τίποτα περισσότερο από το γεγονός ότι μέσω της καταστολής («ξεχνώντας») πολλές παρορμήσεις, επιθυμίες κ.λπ. έχουν τη δυνατότητα (οι παρορμήσεις) να δημιουργήσουν μια πραγματικότητα στην οποία τους απαγορεύεται η πρόσβαση όταν παραμένουν στο συνειδητό μυαλό είτε όταν ανακαλούνται σε αυτό. Κάτω από ορισμένες συνθήκες, αυτό που καταπιέζεται μπορεί να γίνει ακόμη πιο ισχυρό από αυτό που διατηρείται στο συνειδητό μυαλό." [79]

Ο Σπέαρ θεωρούσε ότι το σκόπιμα καταπιεσμένο υλικό θα γινόταν εξαιρετικά αποτελεσματικό με τον ίδιο τρόπο που οι «ανεπιθύμητες» (αφού δεν προκαλούνται συνειδητά) καταστολές και συμπλέγματα έχουν τεράστια δύναμη πάνω στο άτομο και στη διαμόρφωση της πραγματικότητας του/της. Έτσι άρχισε να θεωρεί το υποσυνείδητο πηγή όλης της μαγικής δύναμης. Κατά τη γνώμη του, μια μαγική επιθυμία δεν μπορεί να γίνει πραγματικά αποτελεσματική μέχρι να γίνει ένα οργανικό μέρος του υποσυνείδητου νου.

Ο Πίτερ Τζ. Κάρολ (Peter J. Caroll) υποστηρίζει ότι η Γιουνγκιανή ψυχολογία είχε μεγάλη επιρροή στα «πιστεύω» του Σπέαρ, συγκεκριμένα ότι το μυαλό έχει παράξενα κρυμμένα βάθη μέσα του, και ότι η μαγεία εξαρτάται από την ενεργοποίηση του υποσυνείδητου όσο και του συνειδητού. Παρά το ενδιαφέρον του για το ασυνείδητο, ο Σπέαρ επέκρινε βαθύτατα τις ιδέες που προτάθηκαν από τους ψυχαναλυτές Σίγκμουντ Φρόιντ και Καρλ Γιουνγκ, αναφερόμενος σε αυτούς ως «Fraud και Junk» (λογοπαίγνιο με τις λέξεις απατεώνας και σκουπίδι).[80]

Αταβιστική αναζωπύρωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Σπέαρ υποστήριζε επίσης κάτι που ονόμασε «αταβιστική αναζωπύρωση» (αγγλ. "Atavistic Resurgence"), την ιδέα ότι το ανθρώπινο μυαλό περιέχει αταβιστικές αναμνήσεις που έχουν τις ρίζες τους σε προγενέστερους οργανισμούς της εξελικτικής κλίμακας. Σύμφωνα με την κοσμοθεωρία του Σπέαρ, η «ψυχή» είναι στην πραγματικότητα το προϊόν της συνεχής επιρροής των «προγονικών ζώων» από τα οποία έχουν εξελιχθεί οι άνθρωποι, και μπορούν να τα αξιοποιήσουν με σκοπό την απόκτηση διορατικότητας και ιδιοτήτων από προηγούμενες ενσαρκώσεις. Από πολλές απόψεις, αυτή η θεωρία προσφέρει μια ένωση μετενσάρκωσης και εξέλιξης, και οι δύο ήταν παράγοντες τους οποίους ο Σπέαρ θεωρούσε αλληλένδετους.Για αυτούς τους λόγους, θεωρούσε ότι υπήρχε μια οικεία ενότητα μεταξύ των ανθρώπων και των άλλων ζώων. Αυτό αποτύπωσε οπτικά στα έργα του μέσα από την εικονογραφία των κερασφόρων ανθρωποειδών μορφών. Αν και αυτή η «αταβιστική αναζωπύρωση» διαφέρει δραστικά από τον ορθόδοξο δαρβινισμό, ο Σπέαρ θαύμαζε πολύ τον εξελικτικό βιολόγο Κάρολο Δαρβίνο και στη μετέπειτα ζωή του επισκέφτηκε το χωριό Ντάουν στο Κεντ, όπου ο Δαρβίνος είχε γράψει το θεμελιώδες κείμενό του Η Καταγωγή των Ειδών (1859). ).[81]

Μαγεία και σύμβολα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Σπέαρ "δημιουργούσε τα σύμβολα του συμπυκνώνοντας τα γράμματα του αλφάβητου σε διαγραμματικά γλυφά επιθυμίας, τα οποία θα ενσωματώνονταν σε στάσεις - μονογράμματα σκέψης, για την κυβέρνηση της ενέργειας". Το έργο του Σπέαρ ταιριάζει με τις προσπάθειες του Χούγκο Μπόλ "να ανακαλύψει ξανά την ευαγγελική έννοια του 'λόγου' ως μαγική σύνθετη εικόνα" - καθώς και με τη διατριβή του Βάλτερ Μπένγιαμιν ότι "η διαμεσολάβηση, η οποία είναι αναγκαία για κάθε νοητική επικοινωνία, είναι το θεμελιώδες πρόβλημα της γλωστικής θεωρίας, και αν κάποιος επιλέγει να αποκαλέσει αυτή την ανάγκη μαγεία, τότε το πρωταρχικό πρόβλημα της γλώσσας είναι η μαγεία της. Τα "συνειδητά σύμβολα" και το "Αλφλαβητο της επιθυμίας" του Σπέαρ βλέπουν αυτήν την μαγεία της διαμεσολάβησης από μια ενστικώδη οπτική γωνία Ταντρικής -κοσμολογικής- φύσεως"[82]. (Από τότε έχει δημιουργηθεί με βάση τις ιδέες του Σπέαρ ένα αλφάβητο της επιθυμίας από τον Κάρολ, ιδιαίτερα στο βιβλίο του Liber Null, που είναι σημαντικό για την χαοτική μαγεία.)

Μετά την εμπειρία του με τον Άλιστερ Κρόουλι και άλλους Θελεμίτες, ο Σπέαρ ανέπτυξε εχθρικές άποψεις για την τελετουργική μαγεία το δόγμα της, και πολλούς από εκείνους τους αποκρυφιστές που την ασκούσαν, περιγράφοντάς τους με επιθετικά σχόλια στο The Book of Pleasure .[83]

Οι φίλοι του Σπέαρ συχνά τον περιέγραφαν ως καλόκαρδο και προσγειωμένο. Ήταν καθ'όλη του την ζωή φιλόζωος, φρόντιζε πολλά ζώα που έβρισκε κοντά στο σπίτι του και ήταν μέλος της Βασιλικής Εταιρείας για την Πρόληψη της Βίας κατά των Ζώων. Σε πολλές φωτογραφίες, φαίνεται να φοράει το σήμα της οργάνωσης.[82]

Τον Μάιο του 1956, Ο Σπέαρ εισήχθη στο Νοσοκομείο South Western στην περιοχή Stockwell του Λονδίνου με σκωληκοειδίτιδα, όπου οι γιατροί παρατήρησαν ότι έπασχε από μια πληθώρα ασθενειών: αναιμία, βρογχίτιδα, χολoλιθίαση και υπέρταση . Πέθανε στο νοσοκομείο το απόγευμα της 15ης Μαΐου, σε ηλικία 69 ετών. Τάφηκε δίπλα στον πατέρα του στην εκκλησία της Αγ. Μαρίας στην περιοχή Ilford του Λονδίνου.[84]

Κληρονομιά και επιρροή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1964, η Greenwich Gallery διοργάνωσε μια έκθεση με τα έργα του Σπέαρ συνοδευόμενη από ένα δοκίμιο από τον pop artist Μάριο Αμάγια , ο οποίος θεωρούσε ότι τα έργα τέχνης του Σπέαρ που απεικονίζουν διασημότητες αντιπροσώπευαν «τα πρώτα παραδείγματα της Ποπ αρτ σε αυτή τη χώρα." Επιπλέον, διακήρυξε ότι τα αυτόματα σχέδια του Σπέαρ «προέβλεψαν τον Αφηρημένο Εξπρεσιονισμό πολύ πριν ακουστεί το όνομα του Τζακ Πόλοκ στην Αγγλία».[85] Το Μουσείο Viktor Wynd του Λονδίνου έχει μια μόνιμη γκαλερί αφιερωμένη στο έργο του - το "Spare Room" [86]

Μερικές από τις τεχνικές του Σπέαρ, ιδιαίτερα η δημιουργία και χρήση συμβόλων και του προσωπικού «αλφαβήτου της επιθυμίας» (alphabet of desire) αλλά και η "Στάση του Θανάτου" (Death Posture) υιοθετήθηκαν, προσαρμόστηκαν και διαδόθηκαν από τον Πίτερ Τζ. Κάρολ στο έργο Liber Null & Psychonaut .[87] Ο Κάρολ και άλλοι συγγραφείς όπως ο Ρέι Σέργουιν (με το βιβλίο του The Book of Results) θεωρούνται πρόσωπα-κλειδιά στην εμφάνιση ορισμένων ιδεών και τεχνικών του Σπέαρ ως μέρος ενός μαγικού κινήματος που αποκαλείται αφηρημένα χαοτική μαγεία .

Οι Bulldog Breed, βρετανικό ψυχεδελικό συγκρότημα, έχουν ένα τραγούδι με τίτλο "Austin Osman Spare" και σχετικούς στίχους στο μοναδικό άλμπουμ τους Made in England (1969).[88]

Ο Τζον Μπάλανς του συγκροτήματος Coil περιέγραψε τον Σπέαρ ως τον «μέντορά του» και ισχυρίστηκε ότι «αυτό που έκανε ο Σπέαρ στην τέχνη, προσπαθούμε να το κάνουμε μέσω της μουσικής».[89]

Το death metal συγκρότημα από την Πολωνία, Behemoth, ηχογράφησε ένα άλμπουμ με τίτλο Zos Kia Cultus στη Βαρσοβία τον Σεπτέμβριο του 2002 [90]

Το «Zos Kia Cultus» είναι ένας όρος που επινοήθηκε από τον Κένεθ Γκραντ, με πολλές διαφορετικές -εξίσου σωστές- σημασίες. Μια ερμηνεία είναι ότι πρόκειται για μια μορφή, είδος ή σχολή μαγείας εμπνευσμένη από το Σπέαρ. Επικεντρώνεται στο προσωπικό σύμπαν του μάγου και στην επιρροή της θέλησης του σε αυτό. Ενώ το Zos Kia Cultus έχει πολύ λίγους υποστηρικτές σήμερα, θεωρείται ευρέως μια σημαντική επιρροή στην άνοδο της μαγείας του χάους.[72]

Το 2016, ένας νέος δρόμος κοντά στο πρώην σπίτι του καλλιτέχνη στην περιοχή Elephant and Castle του Λονδίνου πήρε τιμητικά το όνομα του.[91][92]

Διαβάστε επίσης

  • Allen, Jonathan (2016). Lost Envoy: The Tarot Deck of Austin Osman Spare. London: Strange Attractor Press. ISBN 978-1907222443.
  • Drury, Nevill. "The Magic of Austin Spare" in Echoes from the Void: Writings, Visionary Art and the New Consciousness. Woollahra, NSW: Unity Press and Bridgport, Dorset UK: Prism Press, 1994. ISBN 1-85327-089-X. See Chapter 5, pp. 86–103.
  • Drury, Nevill. The History of Magic in the Modern Age: A Quest for Personal Transformation. London: Constable, 2000. ISBN 0-09-478740-9. See Chapter 5, "Some Other Magical Visionaries," pp. 121–34.
  • Bruton Galleries, Λονδίνο, Οκτώβριος 1907
  • The Baillie Gallery, Λονδίνο, 11–31 Οκτωβρίου 1911
  • The Baillie Gallery, Λονδίνο, 10–31 Οκτωβρίου 1912
  • The Ryder Gallery, Λονδίνο, 17 Απριλίου – 7 Μαΐου 1912
  • The Baillie Gallery, Λονδίνο, Ιούλιος 1914
  • St. George's Gallery, Λονδίνο, Μάρτιος 1927
  • The Lefevre Galleries, Λονδίνο, Απρίλιος 1929
  • Γκαλερί Godfrey Phillips, Λονδίνο, Νοέμβριος 1930
  • Artist's studio, 56A Walworth Road, Elephant, Λονδίνο, Φθινόπωρο, 1937
  • Artist's studio, 56a Walworth Road, Elephant, Λονδίνο, Φθινόπωρο, 1938
  • Archer Gallery, Λονδίνο, 3–30 Ιουλίου Νοεμβρίου 1947
  • The Temple Bar (Doctors), 286 Walworth Rd. Λονδίνο, 28 Οκτωβρίου – 29 Νοεμβρίου 1949
  • The Mansion House Tavern, 12 Ιουνίου – 12 Ιουλίου 1952
  • The White Bear, Λονδίνο, 19 Νοεμβρίου – 1 Δεκεμβρίου 1953
  • Archer Gallery, Λονδίνο, 25 Οκτωβρίου – 26 Νοεμβρίου 1955
  • The Greenwich Gallery, Λονδίνο, 23 Ιουλίου – 12 Αυγούστου 1964
  • Alpine Club Gallery (Ομαδική Έκθεση), Λονδίνο, 22 Ιουνίου – 2 Ιουλίου 1965
  • The Obelisk Gallery, Λονδίνο, 1972
  • The Taranman Gallery, Λονδίνο, 2–23 Σεπτεμβρίου 1974
  • Oliver Bradbury & James Birch Fine Art, Λονδίνο, 17 Νοεμβρίου – 8 Δεκεμβρίου 1984
  • The Morley College Gallery, Λονδίνο, Σεπτέμβριος 1987
  • Henry Boxer, Λονδίνο, Νοέμβριος 1992
  • Arnolfini, Μπρίστολ, 2007
  • Μουσείο Cuming, Νότιο Λονδίνο, Σεπτέμβριος-Νοέμβριος 2010 [91]
  • Atlantis Bookshop, Λονδίνο, 2010 [93]
  • The Viktor Wynd Museum of Curiosities, Fine Art & Natural History, Οκτώβριος 2014 -
  • Iceberg Projects, Σικάγο, IL, ΗΠΑ, 19 Απριλίου - 22 Μαΐου 2022

Βιβλία εικονογραφημένα από τον ίδιο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Behind the Veil από την Ethel Rolt Wheeler. Εκδόθηκε από τον David Nutt 1906
  • Songs From The Classics του Charles F. Grindrod. Εκδόθηκε από τον David Nutt 1907
  • The Shadow of the Ragged Stone που κυκλοφορεί από τον Elkin Mathews. Πρώτη έκδοση 1887 (χωρίς ανταλλακτική απεικόνιση). Η 2η έκδοση 1909 έχει μια ανταλλακτική εικονογράφηση στον μπροστινό πίνακα.
  • The Equinox έκδοση Simpkin, Marshall, Hamilton, Kent & Co. Ltd. 1909
  • On the Oxford Circuit and Other Ververs by Hon Mr Justice Darling. Έκδοση Smith, Elder & Co. 1909
  • The Starlit Mire του Τζέιμς Μπέρτραντ Ράσελ. Έκδοση John Lane 1911 (έκδοση 350 αντιτύπων). Reissued London: Temple Press, 1989 (500 αντίτυπα).
  • Οκτώ ποιήματα του WB Yeats σε μεταγραφή του Edward Pay. Δημοσιεύτηκε από την Form στο The Morland Press Ltd. 1916 (200 αντίτυπα)
  • Δώδεκα ποιήματα του JC Squire. Έκδοση από την The Morland Press Ltd. 1916
  • The Gold Tree (ιστορίες) του JC Squire που δημοσιεύτηκε από τον Martin Secker 1917
  • The Youth and the Sage του Warren Retlaw. Ιδιωτικά τυπωμένο, 1927. Επανέκδοση: Oxon: Mandrake Press, 2003.

Περιοδικά επιμελημένα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Form - A Quarterly of the Arts 1916–1922
  • Golden Hind 1922–1924

Η πλειοψηφία των βιβλίων που αναφέρονται παραπάνω είναι διαθέσιμα ως σύγχρονες ανατυπώσεις. Για μια πιο πλήρη λίστα, ανατρέξτε στο Revised Notes Towards A Bibliography of Austin Osman Spare του Clive Harper.

Σημαντικοί τίτλοι που εκδόθηκαν μετά τον θάνατο του Σπέαρ περιλαμβάνουν: Poems and Masks, A Book of Automatic Drawings, 1974, The Collected Works of Austin Osman Spare, 1986, Axiomata & The Witches' Sabbath, 1992, From The Inferno To Zos (3 vol. Set), The Book of Ugly Ecstasy, 1996, Zos Speaks, 1999, The Valley of Fear, 2008, Dearest Vera, 2010, Two Grimoires, 2011, και Psycopathia Sexualis 2022.

βιβλιογραφικές αναφορές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. 1,0 1,1 (Αγγλικά) Find A Grave. Ανακτήθηκε στις 8  Νοεμβρίου 2024.
  2. Ανακτήθηκε στις 23  Μαΐου 2019.
  3. Τσεχική Εθνική Βάση Δεδομένων Καθιερωμένων Όρων. av20191045674. Ανακτήθηκε στις 19  Δεκεμβρίου 2022.
  4. «The Art and Magic of Austin Osman Spare -» (στα αγγλικά). CVLT Nation. 2015-05-12. http://www.cvltnation.com/the-art-and-magic-of-austin-osman-spare/. Ανακτήθηκε στις 2017-04-28. 
  5. "In the verity of his visionary productions we find him of the company of Blake and Fuseli and their circle; but far superior to any of them in the mastery of representational craft." His comeditative magical art is a dynamic framework of Tantric energy—which is to say contains absolute, real, intrivalent and of cosmological transcendental—proportions. It is similar to the language amalgamations in the book of Abramelin. Haydn Mackey, commenting in a radio program broadcast shortly after Spare's death, and; "There now hang on one of my walls seven of his paintings, each so different in style and character that it is almost impossible to believe that the same hand was responsible for any two of them. And there rest on a table in my sitting-room overlooking Trafalgar Square three sketchbooks full of 'automatic drawings' unique in their mastery of line, unique, too, in their daring of conception." Hannen Swaffer, "The Mystery of an Artist" in London Mystery Magazine, Vol. 1, No. 5, Hulton Press, 1950
  6. "On Austin Osman Spare" in Joseph Nechvatal, "Towards an Immersive Intelligence: Essays on the Work of Art in the Age of Computer Technology and Virtual Reality (1993–2006)" Edgewise Press. 2009, pp. 40-52
  7. 7,0 7,1 Baker 2011. p. 5.
  8. Baker 2011. pp. 9, 13.
  9. Baker 2011. p. 16.
  10. Richard Cavendish (ed) Encyclopedia of the Unexplained: Magic, occultism and Parapsychology, p. 224
  11. Baker 2011. pp. 16–17.
  12. Baker 2011. p. 17.
  13. Baker 2011. pp. 20, 32.
  14. Baker 2011. pp. 18, 20.
  15. Baker 2011. pp. 20–21.
  16. Baker 2011. p. 22.
  17. Baker 2011. p. 23.
  18. Baker 2011. p. 32.
  19. 19,0 19,1 Baker 2011. p. 41.
  20. 20,0 20,1 Baker 2011. p. 51.
  21. Baker 2011. p. 31.
  22. Baker 2011. pp. 42–44, 47.
  23. Baker 2011. p. 53.
  24. Baker 2011. p. 44.
  25. Baker 2011. pp. 47–48.
  26. Keith Richmond, "Discord in the Garden of Janus - Aleister Crowley and Austin Osman Spare", in Austin Osman Spare: Artist - Occultist - Sensualist, Beskin Press, 1999.
  27. Baker 2011. pp. 48, 50.
  28. The Equinox, Vol. 1, No. 2, London, September 1909.
  29. Baker 2011. pp. 65–69, 88, 103.
  30. Baker 2011. p. 105.
  31. Baker 2011. p. 56.
  32. Baker 2011. pp. 53–55.
  33. Baker 2011. p. 62.
  34. Baker 2011. p. 57.
  35. Baker 2011. pp. 63–64.
  36. Baker 2011. p. 81.
  37. Baker 2011. p. 82.
  38. Baker 2011. pp. 82–83.
  39. Ansell 2005. p. 6.
  40. Baker 2011. pp. 105–106.
  41. Baker 2011. p. 111.
  42. Baker 2011. pp. 111–112.
  43. Baker 2011. pp. 112–113.
  44. Baker 2011. pp. 116–117.
  45. Baker 2011. pp. 122–123.
  46. Baker 2011. p. 123.
  47. Baker 2011. pp. 129–133.
  48. Reissued with additional material including poems by Aleister Crowley as And Now For Reality. Oxon: Mandrake Press, 1990
  49. Baker 2011. pp. 136–137.
  50. Baker 2011. pp. 137–141.
  51. Baker 2011. pp. 144–145.
  52. Baker 2011. p. 146.
  53. Baker 2011. pp. 144, 155.
  54. Reissued: London: Museum Press, 1976 (facsimile; 500 numbered copies).
  55. Baker 2011. pp. 157–158.
  56. Baker 2011. p. 160.
  57. Baker 2011. pp. 162–164.
  58. Baker 2011. pp. 175, 184.
  59. Baker 2011. pp. 177–179.
  60. Baker 2011. p. 182.
  61. Baker 2011. p. 188.
  62. Baker 2011. pp. 201–203.
  63. Baker 2011. pp. 209–211, 217.
  64. Baker 2011. pp. 213–214.
  65. Baker 2011. pp. 225–227.
  66. Baker 2011. pp. 228–230.
  67. Review of "A Book of Satyrs" (by Austin Osman Spare) in The Burlington Magazine for Connoisseurs, Vol. 16, No. 81, (December 1909), pp. 170-171
  68. Review of "The Starlit Mire" (by James Bertram and F. Russel, with ten drawings by Austin Osman Spare), in The Burlington Magazine for Connoisseurs, Vol. 19, No. 99 (June 1911), pp. 177-177
  69. Review of " The Book of Pleasure (Self-Love), the Psychology of Ecstasy" (by Austin Osman Spare) in The Burlington Magazine for Connoisseurs, Vol. 26, No. 139, (October 1914), pp. 38-39
  70. "Current and Forthcoming Exhibitions", in The Burlington Magazine, Vol. 107, No. 747, (June 1965), p. 330
  71. Ansell 2005. p. 19.
  72. 72,0 72,1 Semple, Gavin (1995). Zos-Kia: An Introductory Essay on the Art and Sorcery of Austin Osman Spare. London: Fulgur. ISBN 978-1558183421. 
  73. 73,0 73,1 Baker 2011. p. 27.
  74. Baker 2011. pp. 28–29.
  75. Moore in Baker 2011. pp. x–xi.
  76. 76,0 76,1 Baker 2011. p. 28.
  77. Baker 2011. p. 89.
  78. Frater U∴D∴, High Magic: Theory & Practice, Llewellyn Worldwide, 2005, p133
  79. Frater U∴D∴, High Magic: Theory & Practice, Llewellyn Worldwide, 2005, p134
  80. Baker 2011. p. 95.
  81. Baker 2011. pp. 88–89.
  82. 82,0 82,1 Baker 2011. p. 254.
  83. Baker 2011. p. 88.
  84. Baker 2011. p. 256.
  85. Baker 2011. p. 258.
  86. «Seek Out Oddities Among The Already-Odd». 9 Μαρτίου 2015. Ανακτήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 2015. 
  87. Peter J. Carroll, Liber Null & Psychonaut, Weiser, 1987
  88. «Bulldog Breed». Discogs. 
  89. «Sounds of Blakeness». Fortean Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Απριλίου 2001. 
  90. «Behemoth's Zos Kia Cultus». Encyclopedia Metallum. 
  91. 91,0 91,1 «The visions of Austin Osman Spare - Elephant and Castle» (στα αγγλικά). Elephant and Castle. http://www.elephantandcastle.org.uk/visions-austin-osman-spare/. Ανακτήθηκε στις 2017-07-10. 
  92. Hotel Elephant
  93. «Austin Osman Spare: Fallen Visionary - Temporary exhibitions - Southwark Council». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Σεπτεμβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 31 Αυγούστου 2010. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διαβάστε επίσης

  • Allen, Jonathan (2016). Lost Envoy: The Tarot Deck of Austin Osman Spare. London: Strange Attractor Press. ISBN 978-1907222443.
  • Drury, Nevill. "The Magic of Austin Spare" in Echoes from the Void: Writings, Visionary Art and the New Consciousness. Woollahra, NSW: Unity Press and Bridgport, Dorset UK: Prism Press, 1994. ISBN 1-85327-089-X. See Chapter 5, pp. 86–103.
  • Drury, Nevill. The History of Magic in the Modern Age: A Quest for Personal Transformation. London: Constable, 2000. ISBN 0-09-478740-9. See Chapter 5, "Some Other Magical Visionaries," pp. 121–34.