Αβιετικό οξύ | |||
---|---|---|---|
Γενικά | |||
Όνομα IUPAC | Αβιετο-7,13-διεν-18-οϊκό οξύ | ||
Άλλες ονομασίες | (1R,4αR,4βR,10αR)-7-Ισοπροπυλ-1,4α-διμεθυλ-1,2,3,4,4α,4β,5,6,10,10α-δεκαϋδρογονοφαινανθρένιο-1-καρβοξυλικό οξύ· αβιετινικό οξύ· συλβικό οξύ· | ||
Χημικά αναγνωριστικά | |||
Αριθμός CAS | 514-10-3 | ||
SMILES | O=C(O)[C@]3([C@@H]
2C/C=C1/C=C(\CC[C@@H] 1[C@@]2(C)CCC3)C(C)C)C | ||
InChI | 1/C20H30O2/c1-13(2)14-6-8-16-15(12-14)7-9-17-19(16,3)10-5-11-20(17,4)18(21)22/h7,12-13,16-17H,5-6,8-11H2,1-4H3,(H,21,22)/t16-,17+,19+,20+/m0/s1 | ||
Αριθμός EINECS | 208-173-3 | ||
Αριθμός RTECS | TP8580000 | ||
PubChem CID | 10569 | ||
ChemSpider ID | 10127 | ||
Φυσικές ιδιότητες | |||
Σημείο τήξης | 172-175°C | ||
Πυκνότητα | 1,06 g/mL | ||
Διαλυτότητα στο νερό |
Αδιάλυτο[1] | ||
Διαλυτότητα σε άλλους διαλύτες |
Πολύ διαλυτό σε ακετόνη, πετρελαϊκό αιθέρα Et2Ο και αιθανόλη | ||
Εμφάνιση | Κίτρινη ρητινώδης σκόνη, κρύσταλλοι ή κομμάτια. Μονοκλινείς πλάκες (από EtOH/νερό). Άχρωμο στερεό όταν είναι καθαρό. | ||
Χημικές ιδιότητες | |||
Επικινδυνότητα | |||
Φράσεις κινδύνου | R36/37/38 | ||
Φράσεις ασφαλείας | S26 S36 | ||
MSDS | MSDS | ||
Κίνδυνοι κατά NFPA 704 |
|||
Εκτός αν σημειώνεται διαφορετικά, τα δεδομένα αφορούν υλικά υπό κανονικές συνθήκες περιβάλλοντος (25°C, 100 kPa). |
Το αβιετικό οξύ (Abietic acid) (γνωστό και ως αβιετινικό οξύ (abietinic acid)) ή συλβικό οξύ (sylvic acid)) είναι μια οργανική ένωση που εμφανίζεται ευρέως σε δέντρα. Είναι το κύριο συστατικό του ρητινικού οξέος, είναι το κύριο ερεθιστικό στο ξύλο και τη ρητίνη του πεύκου, απομονώθηκε από το κολοφώνιο (μέσω ισομερισμού) και είναι το πιο άφθονο συστατικό πολλών στενά συσχετιζόμενων οργανικών οξέων που συνιστούν το μεγαλύτερο μέρος του κολοφωνίου, το στερεό τμήμα της ελαιορητίνης των κωνοφόρων. Ο εστέρας του ονομάζεται αβιετικός.[2]
Το αβιετικό οξύ εξάγεται από κολοφώνιο δένδρου.[3] Το καθαρό υλικό είναι ένα άχρωμο στερεό, αλλά τα εμπορικά δείγματα είναι συνήθως υαλώδη ή μερικώς κρυσταλλικό κιτρινωπό στερεό που τήκεται σε θερμοκρασία 85 °C (185 °F).[4]
Ανήκει στην ομάδα των διτερπενικών αβιετανίων των οργανικών ενώσεων που παράγονται από τέσσερις μονάδες ισοπρενίου. Χρησιμοποιείται σε λάκες, βερνίκια και σαπούνια καθώς και για την ανάλυση ρητινών και την παρασκευή μεταλλικών ρητινικών αλάτων. Βρίσκεται στο Pinus insularis, Pinus kesiya, Pinus strobus και στο Pinus sylvestris.[5]
Το κολοφώνιο έχει χρησιμοποιηθεί για αιώνες για καλαφάτισμα πλοίων.[4] Τρίβεται επίσης στα δοξάρια των μουσικών οργάνων για να τα κάνει λιγότερο ολισθηρά.[4] Στη σύγχρονη εποχή έχουν αναπτυχθεί μέθοδοι για τη βελτίωση των ιδιοτήτων των ρητινικών οξέων, που αλλιώς είναι μαλακά, κολλώδη και χαμηλής τήξης, και υπόκεινται σε γρήγορη επιδείνωση από την οξείδωση στον αέρα. Η σταθερότητα αυξάνεται σημαντικά με θερμική επεξεργασία.
Τα ρητινικά οξέα μετατρέπονται σε κόμμι εστέρα με αντίδραση με ελεγχόμενες ποσότητες γλυκερίνης ή άλλες πολυόλες. Το κόμμι εστέρα έχει ξηραντικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται σε χρώματα, βερνίκια και λάκες.[4]
Το κολοφώνιο χρησιμοποιείται για την αποσυσκευασία ολοκληρωμένων κυκλωμάτων από τις εποξικές τους επικαλύψεις.[6]
Η αιθανόλη 50% που εξάγεται από Resina pini του Pinus sp. (Pinaceae) εμφανίζει κατασταλτική δράση κατά της 5-άλφα αναγωγάσης της τεστοστερόνης που παρασκευάζεται από τον προστάτη ποντικιού. Το υπεύθυνο κλάσμα για αυτήν τη δραστηριότητα καθαρίστηκε και το δραστικό συστατικό απομονώθηκε και ταυτοποιήθηκε ως αβιετικό οξύ που παρουσιάζει ισχυρή κατασταλτική δράση στο εργαστήριο κατά της 5-άλφα αναγωγάσης της τεστοστερόνης.[7]
Το αβιετικό οξύ θεωρείται ως "μη επικίνδυνη φυσική ουσία" στο ταλλέλαιο.[2] Στις ΗΠΑ, είναι καταχωρισμένο στον κατάλογο του νόμου ελέγχου τοξικών ουσιών. Το αβιετικό οξύ είναι ένα αλλεργιογόνο επαφής·[8] όμως, παραγόμενες ενώσεις από την οξείδωσή του με αέρα προκαλούν πιο ισχυρές αποκρίσεις.[9] Είναι διαλυτό στις αλκοόλες, στην ακετόνη και στους αιθέρες.