Ο λατινικός όρος Recurvirostra, προέρχεται από τα συνθετικά recurvare «λυγίζω, κάμπτω» + rostrum «ράμφος» και παραπέμπει στο χαρακτηριστικό κυρτωμένο ράμφος του πτηνού.[2]
Η επιστημονική ονομασία αβοκέτα, έχει βενετσιάνικη ρίζα και, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο έργο του Αλντροβάντι Ορνιθολογία (1603).[3] Πιθανολογείται ότι η ονομασία σχετίζεται με την ιταλική λέξη avvocato (=δικηγόρος), για να υπενθυμίζει τη μαυρόασπρη «στολή» του πτηνού, όπως ήσαν ντυμένοι οι δικηγόροι της εποχής, αυτό όμως δεν έχει τεκμηριωθεί ικανοποιητικά.[3]
Οι αβοκέτες είναι καλοβατικά πτηνά ρηχών υγροτόπων που απαντούν, ανάλογα με το είδος, σε επίπεδους ανοικτούς χώρους, αμμονησίδες, λασπότοπους και αργιλώδη εδάφη, έλη, μεγάλες ή μικρές ηπειρωτικές λίμνες (αλακαλικές ή μη), λίμνες οξειδωμένων λυμάτων, λιμνοθάλασσες, εκβολές ποταμών, αλυκές, αλλά και στις μεγάλες χορτολιβαδικές εκτάσεις της puna, που εκτείνονται στα οροπέδια μεγάλου υψομέτρου των Άνδεων
Όλες οι αβοκέτες, χαρακτηρίζονται από το -εν πολλοίς μοναδικό στον κόσμο των πτηνών- ράμφος τους, το οποίο είναι λεπτό και με έντονη κύρτωση προς τα πάνω, στοιχείο που έδωσε την ονομασία στο γένος. Επίσης, άλλο σημαντικό διαγνωστικό στοιχείο των αβοκετών είναι το πτέρωμά τους που, είτε είναι ασπρόμαυρο (pied), είτε κοκκινωπό/κανελλί πάλι κάνοντας αντίθεση με το λευκό και τις μαύρες πτέρυγες. Αυτά τα δύο διαγνωστικά στοιχεία αρκούν για την εύκολη αναγνώριση του πτηνού στην παρατήρηση πεδίου, που δεν συγχέεται με κάποιο άλλο (indistinguishable).
Οι ταρσοί είναι μακρείς και πολύ λεπτοί, συνήθως γκριζοκυανοί, και βοηθούν στην περιπλάνηση του πτηνού στα ρηχά νερά. Τα φύλα είναι παρόμοια, αλλά στην πλειονότητα των περιπτώσεων, το ράμφος του θηλυκού είναι πιο κυρτωμένο στην άκρη από εκείνο του αρσενικού.
Παρόλο που σε ένα (1) είδος, οι διατροφικές συνήθειες δεν έχουν μελετηθεί λεπτομερώς, οι αβοκέτες τρέφονται με μικρά ασπόνδυλα (invertivore), όπως δακτυλιοσκώληκες, μαλάκια, καρκινοειδή και διάφορα υδρόβια έντομα με τις προνύμφες τους. Επίσης, αναζητούν και φυτικό υλικό όπως σπέρματα και βλαστούς υδροβίων φυτών.
Ο τρόπος αναζήτησης της τροφής τους είναι πολύ ιδιαίτερος: ανιχνεύουν και σαρώνουν τον ιζηματώδη βυθό με χαρακτηριστική κίνηση του κυρτού ράμφους δεξιά-αριστερά, επίσης και με μικρές καταδύσεις ενόσω κολυμπάνε. Σε κάθε τέτοια πλάγια κίνηση καλύπτουν μία περιοχή, με εμβαδόν 30 τετραγωνικά εκατοστά, περίπου, με το ράμφος να τοποθετείται περίπου 7-10 εκατοστά σε βάθος.
Παρόλο που οι αβοκέτες αναπαράγονται κατά τα καλοκαίρια των αντιστοίχων οικοζωνών, σε κάποιες περιοχές του Νοτίου Ημισφαιρίου, η περίοδος φωλιάσματος, είναι μεταβλητή, ανάλογα με τις βροχοπτώσεις και τη διαθεσιμότητα του νερού. Οι αβοκέτες φωλιάζουν κατά αποικίες, ακόμη και αν δείχνουν έντονη διάθεση προστασίας του ζωτικού τους χώρου, με διαμάχες μεταξύ γειτονικών ζευγαριών, ενώ πριν το ζευγάρωμα προηγούνται τελετουργικά ερωτοτροπίας.
Στα αναπαραγωγικά τους ενδιαιτήματα, συνηθίζουν να φωλιάζουν στην διάσπαρτη βλάστηση της ξερής λάσπης, κοντά στο νερό. Η φωλιά δεν είναι παρά μια ρηχή κοιλότητα, εντελώς άδεια από υλικό επίστρωσης ή, κάποιες φορές, υπάρχει λιγοστό, νεκρό φυτικό υλικό.[20]
Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε περίοδο φωλιάσματος. Η γέννα αποτελείται από (3-) 4 (-5) υποελλειπτικά προς οβάλ αβγά, η επώαση πραγματοποιείται και από τα δύο φύλα και, διαρκεί (22-) 23 έως 24 (-25) ημέρες. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφυγοι, αφήνουν σχεδόν αμέσως την φωλιά, επιτηρούνται στενά από τους γονείς και, πολύ σύντομα τρέφονται μόνοι τους.
Συχνά, οι αβοκέτες προσποιούνται τις «τραυματισμένες» όταν κάποιος εισβολέας (συνήθως κάποιο θηλαστικό) πλησιάσει στην θέση που βρίσκεται η φωλιά.[21] Αυτή είναι μια συνηθισμένη τακτική που ακολουθούν πολλά καλοβατικά πτηνά και, σκοπός είναι, να παρασύρουν τον εισβολέα μακριά από τους νεοσσούς, ο οποίος κατευθύνεται προς το «τραυματισμένο» θήραμα.
Παρά την λαθροθηρία σε κάποιες περιοχές του Β. Ημισφαιρίου, το γένος δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο και η IUCN κατατάσσει όλα τα είδη στα Ελαχίστης Ανησυχίας (LC).
«Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
Jobling, J. 1991. A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»