Το αβούτιλο (Abutilon) είναι γένος φυτών που ανήκουν στην οικογένεια της μολόχας, τα μαλαχοειδή.[1] Φύεται σε όλες τις τροπικές και υποτροπικές περιοχές της Γης.[2][3] Είναι γνωστό και με την κοινή ονομασία καμπανέλα (στην Ελλάδα) ή «ινδική μολόχα» (στις αγγλόφωνες χώρες, ως Indian mallow)[4], ενώ κάποιες ποικιλίες που καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά φυτά φέρουν αγγλικές ονομασίες που παραπέμπουν στο σφεντάμι: room maple (= «σφεντάμι δωματίου»), parlor maple (= «σφεντάμι σαλονιού») ή flowering maple (= «ανθοφόρο σφεντάμι»). Η επιστημονική ονομασία του γένους προέρχεται από την εκλατινισμένη τον 18ο αιώνα αραβική φράση «αμπού-τιλούν» (أبو طيلون)[5], την ονομασία που έδωσε ο Αβικέννας σε αυτό ή σε ένα παρόμοιο γένος φυτών.[6]
Δεκάδες είδη που παλαιότερα εντάσσονταν στο γένος αβούτιλο, μεταξύ αυτών και τα είδη και υβρίδια που είναι γνωστά ως «ανθοφόρα σφεντάμια», μετακινήθηκαν προσφάτως (2012, 2014) στο νέο γένος καλλιάνθη.
Τα είδη του αβούτιλου είναι πόες, θάμνοι ή και μικρά δέντρα[2] με ύψος μέχρι 3 μέτρα.[7] Τα ελάσματα των φύλλων είναι στα περισσότερα είδη ακέραια, αλλά σε μερικά είναι έλλοβα, γενικώς πάντως έχουν κυματοειδή ή οδοντωτή περιφέρεια. Τα άνθη εκφύονται μονήρη, σε ζεύγη ή σε μικρές ταξιανθίες. Το σέπαλο είναι κωδωνόσχημο με 5 λοβούς. Το σύστημα των πετάλων είναι συνήθως κωδωνόσχημο έως τροχοειδές, με 5 πέταλα ενωμένα στη βάση τους.
Τα άνθη των περισσότερων άγριων ειδών είναι κίτρινα ή πορτοκαλί[2], αλλά υπάρχουν και κόκκινα ή ροδαλά, κάποτε με πιο σκούρο κέντρο. Οι στήμονες είναι συγχωνευμένοι μέσα σε σωλήνα, το στόμιο του οποίου είναι στεφανωμένο με ανθήρες. Στο εσωτερικό του σωλήνα βρίσκεται ο στύλος του υπέρου. Ο καρπός είναι ημισφαιρικός ή στρογγυλευμένος, σχιζόκαρπο με έως και 20 διαμερίσματα, το καθένα από τα οποία περιέχει λιγοστούς σπόρους.[2]
Πολλά είδη του αβούτιλου καλλιεργούνται για τις θεραπευτικές τους ιδιότητες (αποχρεμπτικές και μαλακτικές), ενώ άλλα (όπως το Abutilon theophrasti) για τις κλωστικές ίνες του βλαστού τους, με τις οποίες κατασκευάζονται σκοινιά. Ωστόσο τις τελευταίες δεκαετίες μεγαλύτερη σημασία έλαβε η χρήση του αβούτιλου ως καλλωπιστικού φυτού του κήπου, ιδίως αναρριχητικών ειδών του, με αποτέλεσμα να έχουν αναπτυχθεί από τον άνθρωπο πολλά υβρίδια και ποικιλίες. Το βασικό πρόβλημα σχετικώς είναι ότι τα αβούτιλα είναι ευπαθή στο κρύο, και για τον λόγο αυτό στις χώρες της εύκρατης ζώνης συνιστάται η καλλιέργειά τους σε θερμοκήπια.
Τα αβούτιλα μπορούν να πολλαπλασιασθούν με σπόρο ή με καταβολάδες. Το καλλωπιστικό είδος A. megapoticum μπορεί να αναπτυχθεί σε εσωτερικούς χώρους, αλλά χρειάζεται πολύ φως. Το καλύτερο χώμα για τα αβούτιλα είναι το χαλαρό χουμώδες-αμμώδες. Τα περισσότερα είδη χρειάζονται καλό πότισμα, που θα πρέπει όμως να μειώνεται από τον Νοέμβριο έως τον Μάρτιο και το φυτό να κλαδεύεται στο τέλος αυτής της εποχής αναπαύσεως. Το αβούτιλο είναι τρωτό σε επιθέσεις εντόμων της υποτάξεως της φυλλοξήρας, που ονομάζονται κοκκόμορφα.[8]
Σήμερα το γένος αβούτιλο περιλαμβάνει περί τα 200 είδη[2], μεταξύ των οποίων και τα εξής[4][9]:
- Abutilon abutiloides, κοινώς «αβούτιλο το θαμνώδες»[10]
- Abutilon albescens
- Abutilon asiaticum (αβούτιλο το ασιατικό)
- Abutilon auritum, κοινώς ασιατική ινδική μολόχα
- Abutilon bedfordianum (αβούτιλο του Μπέντφορντ)
- Abutilon berlandieri (αβούτιλο του Μπερλαντιέ)
- Abutilon bidentatum
- Abutilon buchii
- Abutilon darwinii (αβούτιλο του Δαρβίνου), κοινώς «μολόχα του Δαρβίνου»
- Abutilon eremitopetalum (αβούτιλο το ερημιτοπέταλο), κοινώς lana'i στη Χαβάη
- Abutilon fruticosum, κοινώς «ινιδική μολόχα του Τέξας»
- Abutilon giganteum (αβούτιλο το γιγάντιο)
- Abutilon grandiflorum (αβούτιλο το μεγανθές)
- Abutilon grandifolium, κοινώς «μαλλιαρή ινδική μολόχα»
- Abutilon greveanum
- Abutilon guineense
- Abutilon hirtum
- Abutilon hulseanum
- Abutilon hypoleucum (αβούτιλο το υπόλευκο), κοινώς λευκόφυλλη ινδική μολόχα
- Abutilon incanum, κοινώς «αβούτιλο το τριχωτό», pelotazo (στις νοτιοδυτικές ΗΠΑ, το βόρειο Μεξικό και τη Χαβάη)
- Abutilon indicum (αβούτιλο το ινδικό), κοινώς «ινδικό φαναράκι», «θάμνος της μαϊμούς»
- Abutilon insigne
- Abutilon julianae
- Abutilon lauraster
- Abutilon leonardi
- Abutilon leucopetalum, κοινώς «κινέζικο φανάρι της ερήμου» (desert Chinese-lantern)
- Abutilon listeri
- Abutilon longicuspe
- Abutilon malacum, κοινώς κίτρινη ινδική μολόχα
- Abutilon mauritianum
- Abutilon megapotamicum
- Abutilon menziesii, κοινώς (στη Χαβάη) ko-oloa-ula
- Abutilon mollicomum
- Abutilon mollissimum
- Abutilon muticum
- Abutilon niveum, κοινώς «αβούτιλο το λευκανθές»
- Abutilon oxycarpum (αβούτιλο το οξύκαρπο), κοινώς «μικρόφυλλο αβούτιλο»
- Abutilon palmeri (αβούτιλο του Πάλμερ)
- Abutilon pannosum
- Abutilon parishii (αβούτιλο του Parish)
- Abutilon parvulum, κοινώς ινδική μολόχα-νάνος (dwarf Indian mallow)
- Abutilon pauciflorum
- Abutilon permolle, κοινώς «αβούτιλο το παράλιο»
- Abutilon pictum ή A. striatum (αβούτιλο το στικτό)
- Abutilon pitcairnense (αβούτιλο της νήσου Πίτκαιρν), σχεδόν εξαφανισμένο
- Abutilon purpurascens
- Abutilon reflexum
- Abutilon ramiflorum
- Abutilon ranadei
- Abutilon reventum, κοινώς «κιτρινολούλουδη ινδική μολόχα»
- Abutilon sachetianum
- Abutilon sandwicense, κοινώς «πρασινολούλουδη ινδική μολόχα» (oahu στη Χαβάη)
- Abutilon sellowianum
- Abutilon theophrasti (ή Abutilon avicennae[11]), κοινώς butterprint, abutilon-hemp, China-jute, velvetleaf (δηλ. «βελουδόφυλλο», στις ΗΠΑ), κινέζικο φανάρι των βάλτων
- Abutilon thurberi (αβούτιλο του Thurber)
- Abutilon thyrsodendron (αβούτιλο το θυρσόδενδρο)
- Abutilon trisulcatum
- Abutilon venosum
- Abutilon virginianum (αβούτιλο των Παρθένων Νήσων)
- Abutilon wrightii (αβούτιλο του Wright)
Στην Ελλάδα, όπως αναφέρει ο Π. Γεννάδιος, συναντάται μόνο ένα αυτοφυές είδος, το Abutilon theophrasti, που αποκαλείται κοινώς αγριοβαμβακιά.[12]
- Abutilon × milleri (A. megapotamicum × A. pictum)
- Abutilon × suntense (A. ochsenii × A. vitifolium)
Είδη που παλαιότερα κατατάσσονταν στο γένος αβούτιλο, αλλά σήμερα κατατάσσονται σε άλλα είδη:
- Bakeridesia integerrima (πρώην Abutilon chittendenii)
- Briquetia spicata (πρώην Abutilon spicatum)
- Corynabutilon ochsenii (πρώην Abutilon ochsenii)
- Corynabutilon vitifolium (πρώην Abutilon vitifolium)
- ↑ Fryxell, Paul (Νοέμβριος 2002). An Abutilon nomenclator (Malvaceae), σελ. 79-118. https://repositories.lib.utexas.edu/bitstream/handle/2152/32757/Fryxell_Lundellia05.pdf?sequence=2&isAllowed=y.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 Abutilon, Flora of China
- ↑ Esteves, G.L.; Krapovickas, A. (2002). «New Species of Abutilon (Malvaceae) from Sao Paulo State, Brazil». Kew Bulletin 57 (2): 479. doi:10.2307/4111131.
- ↑ 4,0 4,1 Abutilon. Integrated Taxonomic Information System (ITIS).
- ↑ Porcher, Michel H. (2006). «Sorting plant names: Arabic index». Multilingual, Multiscript Plant Name Database. Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης.
- ↑ Chisholm, Hugh, επιμ.. (1911) «Abutilon» Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα (11η έκδοση) Cambridge University Press : γραμμένο ως aubūtīlūn τόσο στην Britannica όσο και στο Oxford English Dictionary.
- ↑ Hildyard, A. (2001). Endangered Wildlife and Plants of the World. Marshall Cavendish. σελ. 22. ISBN 978-0-7614-7194-3.
- ↑ Chiusoli, Alessandro· Boriani, Luisa Maria (1986). Simon & Schuster's guide to houseplants. Νέα Υόρκη: Simon and Schuster. ISBN 0671631314.
- ↑ «GRIN Species Records of Abutilon». Germplasm Resources Information Network. United States Department of Agriculture. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2010.
- ↑ Britton, N.L.· C.F. Millspaugh (1920). «Malvaceae». The Bahama Flora. The authors. σελ. 264.
- ↑ «Type of Abutilon avicennae Gaertn. [family MALVACEAE]».
- ↑ Αναφέρεται στην Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Larousse-Britannica του 2006, τόμ. 1, σελ. 129
- Το ομώνυμο λήμμα στην Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Larousse-Britannica, έκδ. 2006, τόμος 1, σελ. 129