Αγάγ | |
---|---|
![]() | |
Γενικές πληροφορίες | |
Αιτία θανάτου | εκτέλεση |
Συνθήκες θανάτου | εξωδικαστικός φόνος |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | μονάρχης |
![]() | |
Ο Αγάγ (εβρ. אֲגַג) ήταν πρόσωπο της Παλαιάς Διαθήκης, βασιλιάς του νομαδικού έθνους των Αμαληκιτών, εχθρών των Ισραηλιτών.
Μελετητές έχουν προτείνει ότι η λέξη «Αγάγ» ήταν μια δυναστική γενική ονομασία για τους βασιλείς των Αμαληκιτών, ακριβώς όπως ο τίτλος «Φαραώ» χρησιμοποιείτο ως ονομασία των βασιλέων της Αρχαίας Αιγύπτου.[1][2] Η ετυμολογία του ονόματος είναι αβέβαιη κατά τον John L. McKenzie (1995)[3] ενώ ο Cox (1884) πρότεινε τη μετάφραση «υψηλός».[4]
Στην Πεντάτευχο η έκφραση «η βασιλεία του θα υψωθεί περισσότερο εκείνης του Αγάγ και το βασίλειό του θα μεγαλώσει» αποδίδεται στον Βαλαάμ στους Αριθμούς (κδ΄ 7), στον τρίτο προφητικό λόγο του, για να χαρακτηρίσει έναν μελλοντικό Βασιλιά του Ισραήλ που θα ήταν «υψηλότερος» ακόμα και από τον βασιλιά των Αμαληκιτών. Ο συγγραφέας εδώ υπονοεί τη σημασία της λέξεως «αγάγ» ως «υψηλός» προκειμένου να υποδηλώσει ότι ο βασιλιάς του Ισραήλ θα ήταν ακόμα «υψηλότερος από τον Υψηλό». Η χρήση τέτοιων λογοπαιγνίων αποτελεί χαρακτηριστική τάση στα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης.[4]
Ο βασιλιάς Αγάγ ωστόσο αναφέρεται στο βιβλίο Α΄ Βασιλειών της Π. Διαθήκης ως ένα συγκεκριμένο ιστορικό πρόσωπο στις αρχές του 11ου αιώνα π.Χ., ο βασιλιάς εκείνος που εξόργισε τον Θεό εξαιτίας των κακουργιών που διέπραξαν οι Αμαληκίτες σε βάρος των Εβραίων. Τότε ο Θεός ανέθεσε, δια του προφήτη Σαμουήλ, στον βασιλιά Σαούλ να εξολοθρεύσει τον Αγάγ και τον λαό του. Πράγματι, ο Σαούλ κατατρόπωσε τους Αμαληκίτες και αιχμαλώτισε τον Αγάγ. Επέδειξε όμως οίκτο για τον νικημένο εχθρό του, γεγονός που ανάγκασε τον Σαμουήλ να εκτελέσει ο ίδιος τη θεϊκή προσταγή: «Καὶ εἶπε Σαμουήλ· προσαγάγετέ μοι τὸν Ἀγὰγ βασιλέα Ἀμαλήκ. καὶ προσῆλθε πρὸς αὐτὸν Ἀγὰγ τρέμων, καὶ εἶπεν Ἀγάγ· εἰ οὕτω πικρὸς ὁ θάνατος; καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς Ἀγάγ· καθότι ἠτέκνωσε γυναῖκας ἡ ρομφαία σου, οὕτως ἀτεκνωθήσεται ἐκ γυναικῶν ἡ μήτηρ σου, καὶ ἔσφαξε Σαμουὴλ τὸν Ἀγὰγ ἐνώπιον Κυρίου ἐν Γαλγάλ.» (Α΄ Βασιλ., ιε΄ 32-33)
amalek balaam.