Αγαμέμνων | |
---|---|
| |
Ποιητής | Αισχύλος |
Πρόσωπα | Φύλακας Κλυταιμνήστρα Κήρυκας Αγαμέμνονας Κασσάνδρα Αίγισθος |
Χώρος | Ανάκτορο Αγαμέμνονος |
Αγαμέμνων είναι τίτλος τραγωδίας του Αισχύλου, στην οποία περιγράφεται η επιστροφή του νικητή στρατηλάτη των Ελλήνων και η δολοφονία του από τη γυναίκα του Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της Αίγισθο. Αποτελεί το πρώτο έργο της «Ορέστειας» (458 π.Χ.), της μοναδικής σωζόμενης αρχαίας τριλογίας. Τα άλλα δύο είναι οι Ευμενίδες και οι Χοηφόροι. Στον Αγαμέμνονα περιγράφεται η επάνοδος του βασιλιά στην πατρίδα του, η υποδοχή και ο φόνος του, καθώς και ο φόνος της Κασσάνδρας την οποία είχε φέρει μαζί του ως τρόπαιο από την Τροία -κατ' άλλους, που την είχε ερωτευτεί. Το έργο ολοκληρώνεται με την έξαλλη ικανοποίηση της Κλυταιμνήστρας για το γεγονός ότι σκότωσε εκείνον που είχε θυσιάσει την κόρη της και με την ανακούφιση του Αίγισθου που επιτέλους θα πάρει πίσω τον θρόνο τον οποίο πιστεύει ότι δικαιούται. Ο χορός όμως αφήνει να εννοηθεί ότι τίποτα δεν μένει ατιμώρητο και ότι οι θεοί μπορεί να στείλουν τον Ορέστη για να αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη.
Η τραγωδία αποτελείται από 1.673 στίχους, με ελάχιστους να λείπουν.
Πολλές από τις φράσεις του έργου ξεχωρίζουν, όπως το "κανένα μη λες ευτυχισμένο μέχρι να πεθάνει" που εντυπωσιάζει κυρίως τους ξένους αναλυτές (και που παραπέμπει στο "μηδένα προ του τέλους του μακάριζε") και "όταν το μαύρο αίμα του θνητού πέσει στη γη, δεν ξέρω κανένα που να μπορεί να τον αναστήσει με λόγια" (για τη ματαιοπονία του θρήνου και την αναζήτηση ευθυνών), και το αντιπολεμικό "στέλνουν τους άντρες τους να πολεμήσουν και τους περιμένουν να γυρίσουν, μα δεν γυρνούν αυτοί, γυρίζουν ευκολοβάσταγα λεβέτια με στάχτη ανθρώπων" όπως και το "σαν ξημέρωσε είδαμε ν' ανθίζει το Αιγαίο από νεκρούς και συντρίμια" για τη φοβερή θαλασσοταραχή που βρήκε τους Έλληνες καθώς επέστρεφαν[1] κ.ά.
Ο Αγαμέμνονας επιστρέφει νικητής από τον Τρωικό Πόλεμο και στο παλάτι τον περιμένει η σύζυγός του Κλυταιμνήστρα. Τον υποδέχεται θερμά και δείχνει να αποδέχεται και την Κασσάνδρα την οποία εκείνος φέρει αιχμάλωτη ως τρόπαιο. Η βασίλισσα όμως σχεδιάζει να τον σκοτώσει[2] για να εκδικηθεί τη σκληρή του απόφαση να θυσιάσει την κόρη τους Ιφιγένεια, αλλά και για το γεγονός ότι επέστρεψε εμφανιζόμενος επισήμως με την αιχμάλωτη Κασσάνδρα ως σύντροφό του, κάτι που αποκαλύπτεται προς το τέλος. Παράλληλα κατά τη δεκαετή απουσία του η Κλυταιμνήστρα έχει κι αυτή βρει ερωτικό σύντροφο και στήριγμα αλλά και βασιλιά επί της ουσίας στο πρόσωπο του Αιγίσθου, εξαδέλφου του Αγαμέμνονα. Αυτός με τη σειρά του θεωρεί ότι του ανήκει δικαιωματικά ο θρόνος και βρίσκεται κι εκείνος δέσμιος δραμάτων από το παρελθόν, σε έναν φαύλο κύκλο εγκλημάτων πάθους, αιμομιξιών, και λατρείας για την εξουσία. Ο πατέρας του συγκεκριμένα, ο Θυέστης ήταν αδελφός του Ατρέα, του πατέρα του Αγαμέμνονα. Τα δύο αδέλφια, Ατρέας και Θυέστης, διέπραξαν πολλές βιαιότητες και απάτες για να αρπάξει ο ένας από τον άλλο τον θρόνο και τελικά ο Ατρέας έφτασε στο σημείο να σκοτώσει και να μαγειρέψει τα ανίψια του, δηλαδή τα παιδιά του Θυέστη, και μετά να τον καλέσει ανυποψίαστο σε ένα μακάβριο δείπνο. Στο τέλος του δείπνου ο Ατρέας τού αποκάλυψε χαιρέκακα ότι είχε μόλις φάει τα ίδια του τα παιδιά και σαν τρελός ο Θυέστης έφυγε αποφασισμένος για εκδίκηση. Σύμφωνα με ένα χρησμό θα έπαιρνε το αίμα του πίσω μόνον αν αποκτούσε γιο με αιμομιξία, από την ίδια του την κόρη -έτσι και έκανε. Ο καρπός αυτής της σχέσης ήταν ο Αίγισθος. Ο Αίγισθος φέρεται να σκότωσε τον Ατρέα και έτσι να βρέθηκε μαζί με τον πατέρα του στον θρόνο, διώχνοντας τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο στη Σπάρτη. Όταν ο Αγαμέμνονας ανελίχθηκε στον θρόνο της Σπάρτης εξεδίωξε τον Θυέστη και τον Αίγισθο. Ο Αίγισθος όχι μόνο μισούσε τον Αγαμέμνονα ως παιδί του άνδρα που διέπραξε το προαναφερθέν αποτρόπαιο έγκλημα εις βάρος των αδελφών και του πατέρα του, αλλά και ως εκείνον που -στα δικά του μάτια- κατείχε άνομα την εξουσία. Επιπλέον ο ίδιος ήταν ο μόνος που είχε απομείνει ζωντανός από τη βασιλική πλευρά του Θυέστη και συνιστούσε απειλή για τον Αγαμέμνονα, ο οποίος και τον είχε εξορίσει.
Το έργο αρχίζει με τον μονόλογο ενός φρουρού που βάζει τον θεατή στο κλίμα. Έχει κουραστεί κι αγανακτήσει να φυλάει σκοπιά τόσον καιρό περιμένοντας να ανάψει ένα φως στο αντικρινό βουνό, σαν σύνθημα ότι πάρθηκε η Τροία και ότι γυρνάει στην πατρίδα ο στρατός της χώρας. Λέει ότι πάει να τραγουδήσει για να μην τον πάρει ο ύπνος στη σκοπιά, μα το τραγούδι γυρνάει σε μοιρολόι "γι' αυτού του παλατιού τα πάθη, που δεν κυβερνιέται με τον καλύτερο τον τρόπο, όπως πρώτα". Τότε βλέπει τη λαμπάδα στην απέναντι κορφή κι όλος χαρά λέει ότι "θα κράξει δυνατά στου Ατρείδη τη γυναίκα, ευθύς να σηκωθεί από την κλίνη και στα σπίτια φωνές χαράς να σηκώσει γι' αυτή τη λάμψη". Μετά αφήνει υπονοούμενα για την υποδοχή του Αγαμέμνονα λέγοντας "για τάλλα δεν μιλώ, βόδι πατάει πάνω στη γλώσσα μου, μα αν είχε λαλιά το σπίτι, θα τάλεγε όλα ξάστερα, με νιώθουν όσοι ξέρουν, κι όποιος δεν τα ξέρει, ας μη με νιώσει".
Στη συνέχεια ο χορός (12 γερόντων), δίχως να ξέρει ακόμα ότι επιστρέφει νικηφόρος ο στρατός αναφέρεται με θαυμασμό στα δύο αδέλφια, τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο, αλλά υπενθυμίζει και την Ιφιγένεια έμμεσα. Αναφέρει ότι αγωνιά που αργούν δέκα χρόνια τώρα οι στρατιώτες "μην τυχόν και πάλι ξεμείνουν από ανέμους τα καράβια και χρειαστεί ο θεός κάποια άλλη θυσία ανίερη κι απρόσφορη, αφορμή πολλών δεινών, γιατί η άφοβη η οργή μένει στο σπίτι η δολερή, μια μέρα να ξυπνήσει κι εκδίκηση θυμάμενη του τέκνου να ζητήσει" Μετά μιλά για τον Δία
"που οδήγησε τον άνθρωπο στη γνώση κι έβαλε νόμο: πάθος μάθος" αλλά και που "στον ύπνο στην καρδιά μας στάζει πόνο, που θυμίζει με τρόπο τα παθήματά μας κι αθέλητα μας συνετίζει"
και αναφέρεται σε όσα οδήγησαν στη θυσία της Ιφιγένειας, στην άπνοια που κρατούσε δεμένο τον στόλο και δεν κινούσε για την Τροία.
"Κι ο αρχηγός του στόλου που τούρθαν οι καιροί ενάντια, κι άρχισε να τυρανεί η γαλήνη κι η πείνα των Αργείων.. αργούς και νηστικούς...ξενεύριζαν με την αργία. Κι όταν ο μάντης βρήκε βαρύτερη γιατρειά απ΄τόν πικρό χειμώνα, τα δάκρυα δεν κρατούσαν οι στρατηγοί". "...κι ο ρήγας ο τρανός λέει βαρύ κακό κι αν δεν το πράξω, βαρύ κι αν το παιδί μου σφάξω". ... "άνεμος δισσεβείας γύρισε το νου του, μηδ΄ όσιο μηδε ιερό λογιάζει πιό, και τον νικά η αποκοτιά... κι έτσι για το γυναίκειο πόλεμο <για την Ελένη> το βάσταξε την κόρη να θυσιάσει"
Στη συνέχεια όπως αναφέρουν οι γέροντες του χορού, ο Αγαμέμνονας "ζήτησε να φράξουν το στόμα της Ιφιγένειας μην τον καταραστεί". Λίγο μετά, κι ενώ αναλογίζονται ποιες θα είναι οι συνέπειες από τη σφαγή της Ιφιγένειας, συναντούν την Κλυταιμνήστρα.
Η βασίλισσα κάνει χαρούμενη θυσίες "που οι Έλληνες πήραν την Τροία". Παρ' ότι η Κλυταιμνήστρα πανηγυρίζει για τη νίκη, ο χορός στην αρχή δυσπιστεί και παράλληλα εκφράζει θλίψη και ανησυχία.
"Αργά ή νωρίς θαρθεί μια μέρα, να πάθη ο γυιός για τον πατέρα, που άδικο πόλεμο σηκώνει, που με χρυσάφι μαζεμένο τα σπίτια του παραφορτώνει. Ο φρόνιμος μονάχα αρκιέται μ' όσο να μη στενοχωριέται" και "δεν κρύβεται το κρίμα, βγαίνει και σαν φωτιά καταραμένη φαντάζει ολόγυρα και τρέχει.. δεν ακούει τα παρακάλια κανείς θεός, και στα αμαρτωλά κεφάλια φωτιά θα βρέξη"[3]
και το χορικό ρίχνει μεν το άδικο στον Πάρη, αλλά διττά ερμηνεύονται όσα λέει για την απληστία και για τα σπίτια που
αντί για να δεχτούν νέα παλικάρια πίσω, δέχονται τεφροδόχους "και ο Άρης γεμίζει τα ευκολοβάσταγα λεβέτια με στάχτη των ανθρώπων των, θρηνούν τους άντρες των, τί άξιζε στη μάχη, για γυναίκα ξένη... βαρύς ο λόγος του λαού, βαριά η οργή και απλέρωτη η κατάρα του δε μένει.. κάτι μαύρο σκοτεινό ν' ακούση περιμένει, γιατί έτσι δεν αφήνουν οι θεοί εκείνους που χύνουν πολύ αίμα".
Οι γέροντες του χορού σιγουρεύονται ότι όντως επιστρέφει ο στρατός νικηφόρος όταν μιλάει ο κήρυκας. Η Κλυταιμνήστρα λέει ότι προσδοκά την επιστροφή του βασιλιά να λάμψει η χώρα και ο θρόνος του που τον φύλαγε η ίδια πιστά. Ο κήρυκας λέει ότι δεν γνωρίζει τίποτα για την τύχη του Μενέλαου και ο χορός στενοχωριέται. Στη συνέχεια οι γέροντες αναριωτιώνται αν άξιζε η Ελένη για να καταλήξει ότι "αφού πήγαν όλα καλά" ας υποδεχτούν όλοι με χαρά τον Αγαμέμνονα.
Ο Αγαμέμνονας μπαίνει στο έργο μιλώντας περήφανα για την εκδίκηση που πήρε και για την καταστροφή της Τροίας και θέλει να πάει στο παλάτι να ευχαριστήσει τους θεούς. Η Κλυταιμνήστρα μιλά για την αγάπη που νιώθει για τον άντρα της και λέει πως τόσα χρόνια "δίχως άντρα κι έρμη στο σπίτι, είναι φριχτό να κάθεται η γυναίκα". Μιλά για τις φήμες που οργίαζαν στην απουσία του Αγαμέμνονα και αφήνει να εννοηθεί ότι ο γιος του ο Ορέστης λείπει από την υποδοχή επειδή ήταν καλύτερα να μένει μακριά. Περιχαρής ζητάει από τις δούλες να τρέξουν να βοηθήσουν τον βασιλιά, να στολίσουν τον δρόμο που θα πατήσει. Ο Αγαμέμνονας τη χαιρετίζει ως κόρη της Λήδας "των σπιτιών μου κυβερνήτρα" αλλά την αποπαίρνει για τα πολλά της λόγια και τα γυναικεία της καμώματα λες και είναι "βάρβαρος άντρας". Αρνείται τις τιμές θεού κι εκείνη επιμένει, οπότε της κάνει τη χάρη να επιτρέψει στις δούλες να του βγάλουν τα παπούτσια.
Ο χορός εκδηλώνει και πάλι την ανησυχία του κι αναρωτιέται "γιατί δεν μπορεί να ξορκίσει το φόβο του".
Η Κλυταιμνήστρα καλεί μέσα και την Κασσάνδρα λέγοντας
"έλα κι εσύ αφού οι θεοί το θέλησαν να γίνεις μια από τις πολλές τις δούλες μας".
Εκείνη τελικά με δισταγμούς κατεβαίνει και αρχίζει το θρήνο που η μοίρα την έφερε
"στων Ατρειδών τη στέγη, θεομίσητο σπίτι, και πόσα ξέρει φονικά, σκοτωμούς από δικών χέρι, ανθρωπομακελλειό, αιματοραραντισμένο... κρέατα ψητά απ΄ τον πατέρα φαγωμένα..."
και μετά προλέγει το φόνο του Αγαμέμνονα στο λουτρό από τα χέρια της γυναίκας του και λέει
"που ηύρες να φέρεις την ταλαίπωρη κι εμένα, τι άλλο, πάρεξ να πεθάνω εδώ μαζί σου!"
Ο χορός την αποπαίρνει για "φρενοπαρμένη και θεοπείραχτη", εκείνη όμως επιμένει:
"Ο στόλαρχος και νικητής της Τροίας δεν ξέρει της γλώσσας της τα χάδια και τα λόγια τα πρόσχαρα, τί του μαγειρεύει η μαύρη σκύλλα. Τέτοια τολμά! Γυναίκα να σκοτώσει άντρα! και ποιο όνομα στο μισητό το τέρας νάβρω... σίγουρα η Σκύλλα".
Ο χορός πάλι δυσπιστεί σαν να μην την καταλαβαίνει. Οταν εκείνη λέει "κι όμως τη γλώσσα ξέρω καλά των Ελλήνων" ο χορός απαντά "Κι η Πυθία επίσης, μα οι χρησμοί της σκότος"
Η Κασσάνδρα απελπισμένη πια λέει "λιόντισσα με δυο πόδια που κοιμάται με λύκο, ενώ το αρχοντικό λιοντάρι λείπει, θα με σκοτώσει τη φτωχιά... μα ακδίκητο το αίμα οι θεοί δεν θα ταφήσουν γιατί άλλος πάλι εκδικητής θαρθεί δικός μας να πάρει από τη μάνα που τον γεννά πίσω το αίμα του πατέρα, κι έρχεται διωγμένος, πλανημένος κι απόξενος αυτής της χώρας,
κορώνα στου σπιτιού τις συμφορές να βάλει... κι εύχομαι οι εκδικητές του βασιλιά μου (εννοεί τον Αγαμέμνονα) να θυμηθούν και τους δικούς μου τους φονιάδες για το εύκολο κατόρθωμα να σφάξουνε μια σκλάβα". Ο χορός σχολιάζει "τι είναι η ευτυχία στον άνθρωπο... Η δυστυχία σαν υγρό σφουγγάρι δίνει μια και τη σβήνει. Η ευτυχία είναι πράμα που οι άνθρωποι δε λένε ποτέ να χορτάσουν δεν την βαρέθηκε ποτέ κανείς".
Ο Αγαμέμνονας φωνάζει καθώς τον μαχαιρώνουν και ο χορός τρομάζει πως "ετοιμάζουν τυραννίδα για την πόλη". Κάποιοι σωπαίνουν.
"Γιατί δεν μιλάς;" ρωτούν έναν οι αναστατωμένοι γέροντες. "Γιατί," απαντά "δεν ξέρω πώς να αναστήσω άνθρωπο με τα λόγια".
Κάποιοι διαμαρτύρονται όμως ότι δεν θέλουν "όσο ζουν να έχουν αυτούς τους άτιμους να τους ορίζουν".
Εμφανίζεται η Κλυταιμνήστρα που τρόπον τινά απολογείται για τη θερμή υποδοχή που υποκρίθηκε όταν ήρθε ο άντρας της: "πώς αλλιώς κανείς, σαν ετοιμάζει τον όλεθρο του εχθρού του, που περνά για φίλος, να περιφράξει στέρεα του χαμού τα δίχτυα, που να μην μπορεί να τα πηδήσει και να ξεφύγει; ... γύρω του δίχτυ ατέλειωτο σαν των ψαριών τυλίγω -πλουσιοπάροχη φορεσιά χάρου- και δυο φορές τονε χτυπώ...
έτσι ξερνάει πεσμένος χάμω την ψυχή του και το αίμα του σαν ψιλή σφήνα ξεπετώντας, σαν μαύρες στάλες φονικής δροσιάς με ραίνει κι εύφρανε την ψυχή μου όχι πιο λίγο απ΄ ό,τι του θεού η βροχούλα τα σπαρτά στο πλούμισμά τους.. Μόνος του το ποτήρι γιόμισε με τόσες στο σπίτι συμφορές, που ήρθε και το' πιε ο ίδιος"
Ο χορός αναρωτιέται "σαν τι κακό, γυναίκα, να γεύτηκες βοτάνι από τη γη θραμμένο ή τι φαρμάκι από τη θάλασσα βγαλμένο, και πήρες τέτοια λύσσα και λαού κατάρα; δίκασες κι έκοψες, μα τώρα εξόριστη θάσαι της χώρας." Η Κλυταιμνήστρα αγανακτεί που της ρίχνουν άδικο ενώ δεν βρίσκουν τίποτα κακό να πουν για εκείνον που έσφαξε την ίδια του την κόρη "για να γητέψει το βοριά της Θράκης. Εκείνος θάπρεπε μακριά απ΄ τη χώρα να διωχτεί για το κρίμα του.…Μα της κόρης μου την τέλεια Δίκη, που έσφαξα και της πρόσφερα θυσία ετούτον.. ούτε σκιά στο σπίτι μου φόβου δεν θάμπει όσο που της γωνιάς μου τη φωτιά θανάβει ο Αίγισθος, σαν πάντα καλοθελητής μου» Σκοτώνει και την Κασσάνδρα για την οποία λέει 'Να την και τούτη η μαγίστρα, η χρησμολόγα και παρακοιμάμενή του, πιστή γυναίκα, πότριβαν μαζί το ίδιο σκαμνί του καραβιού –μα ό,τι άξιζαν το βρήκαν- αυτός από τη μια μεριά, κι αυτή, αφού είπε σαν κύκνος το στερνό θανάτου μοιρολόι, κείται στο πλάι του αγαπητού που είχε τη φέρει προσφάγι γλιχουδιάρικο του κοιμηθιού μας."
Ο χορός δεν παρακολουθεί διόλου το σκεφτικό της βασίλισσας και οδύρεται για τον «φύλακα, τον τρισκαλώτατο, που τόσα από μια γυναίκα υπόφερε <την Ελένη>, κι από γυναίκα χάνει τη ζωή του». Λείπει ένα μικρό κομμάτι του κειμένου που από τα συμφραζόμενα εικάζεται ότι καταλογίζει πολλά στην Ελένη. Η Κλυταιμνήστρα αντιλέγει ότι κακώς τα ρίχνουν στην Ελένη κι ότι ο δαίμονας είναι αυτός που «από μάννας κοιλιά θρέφει τούτη τη λύσσα που για αίμα διψά, κι όπου πριν να τελειώσει η παλιά συμφορά, άλλο αίμα χυμένο». Οι γέροντες στο χορικό μιλάνε για «αχόρταγη και μαύρη τύχη" και για τον καλό βασιλιά «μες σ’ αυτά της αράχνης τα δίχτυα πεσμένος». Η Κλυταιμνήστρα οργισμένη ζητάει να μην τη λένε του Αγαμέμνονα γυναίκα. «Τη μορφή της γυναίκας αυτού του νεκρού ο δριμύς ο αντίδικος πήρε ο παλιός, του απάνθρωπου δείπνου του Ατρέα, κι αυτόν άντρα σωστό θυσιάζει πληρωμή για τα βρέφη». Ο χορός λέει «πού να στραφώ; Πέφτει το σπίτι! Τρέμω –δεν είναι πια ψιχάλα, τρέμω της αιματοβροχής τον χτύπο που απ’ τα θεμέλια σείει το σπίτι, κι η Δίκη σ’ άλλα ακόνια το ακονίζει, για άλλο κακό καινούργιο το σπαθί της». Η Κλυταιμνήστρα λέει:
«πάει, έφυγε, θα τον θάψουμε δίχως μοιρολόγια από το σπίτι. Η Ιφιγένεια όμως, με πόση χαρά, σαν καλή θυγατέρα, τον πατέρα της όταν δεχτεί στο γοργό ποταμό των καϋμών, αγκαλιάζοντας θέλει φιλήσει»
Εμφανίζεται ο Αίγισθος γεμάτος χαρά: «Φως φαιδρό ημέρας που έφερε τη Νίκη! … Αυτός πληρώνει του πατέρα του το κρίμα! Γιατί ο πατέρας αυτουνού εξόρισε το δικό μου πατέρα από τη χώρα για να πάρει το θρόνο. Κι όταν ο Θυέστης, ο πατέρας μου, ξαναγύρισε ικέτης, ο Ατρέας ο άθεος, τάχα ήθελε το γυρισμό του με πλούσιο χαράς τραπέζι να γιορτάσει, δείπνο του ετοίμασε τα κρέατα των παιδιών του… Μα έπειτα μόλις τόνοιωσε το άθεο πράμα, έσκουζε κι έπεσε ξερνώντας τα σφαχτάρια κι εύχιεται μοίρα ασύντυχη στους Πελοπίδες… Κι είχα το δίκιο μου το φόνο του να υφάνω, γιατί κι εμέ, τρίτο παιδί του άθλιου πατέρα, μ' έδιωξε βρέφος μές στα σπάργανα. Μα τράνεψα και μέφερε πίσω η Δίκη.»
Ο χορός αντιλέγει ότι ο Αίγισθος θα πληρώσει που σχεδίασε τον άθλιο φόνο, μα εκείνος αποπαίρνει έναν από τους γέροντες περιφρονητικά:
«Μιλάς εσύ που βρίσκεσαι στην κάτω θέση του καραβιού κι άλλοι απάνωθέ σου κυβερνούνε; Θα μάθεις στα γεράματα πόσο βαρύ’ ναι να βάζουνε με το στανιό του γέρου γνώση. Έχεις μάτια και δεν βλέπεις…» Ο γέροντας του απαντά «Και πώς θα βασιλέψεις, εσύ που ενώ σχεδίασες το θάνατό του, δεν είχες το θάρρος να τον σκοτώσεις μόνος σου;»
Ο Αίγισθος υποστηρίζει ότι η παγίδα έπρεπε να στηθεί από γυναίκα γιατί εκείνος ως παλιός εχθρός θα ήταν ύποπτος εξαρχής. Βγαίνουν σπαθιά όμως γιατί αντιδρούν κάποιοι από τον χορό. Παρεμβαίνει η Κλυταιμνήστρα και λέει να πάρει ο καθένας τον δρόμο του «πριν κακό κανένα πάθουν κι ό,τι κάμαμε, αρκετό» Ο Αίγισθος δεν θέλει να υποχωρήσει και απειλεί να βάλει γνώση σ όποιον αντιδρά αλλά ο Χορός απαντά ότι δεν θα τα βγάλει πέρα ο Αίγισθος «αν στείλει τον Ορέστη του Θεού το χέρι εδώ». «Ναι, ξέρω, με ελπίδες βόσκουνται οι εξόριστοι», λέει εκείνος και από προσωπική πείρα. Η τραγωδία τελειώνει με την Κλυταιμνήστρα να τον καθησυχάζει ότι θα τα ρυθμίσουν όλα οι δυο τους με την εξουσία στα χέρια τους.
Θεωρείται ότι ένα από τα βασικά κίνητρα του δραματουργού να συγγράψει την Ορέστεια κατα τη συγκεκριμένη περίοδο (458 π.Χ.) ήταν ο πατριωτισμός του αλλά και η εκτίμησή του προς τους θεσμούς -κυρίως του Αρείου Πάγου στην προκειμένη περίπτωση. Ο Αισχύλος (ο οποίος δύο χρόνια μετά πέθανε στη Σικελία, σε ηλικία 69 ετών) ήθελε[4] (κυρίως όπως φαίνεται στις Ευμενίδες) να εξυψώσει τον Άρειο Πάγο σε θεϊκό βάθρο, επειδή μετά τους Περσικούς Πολέμους το γόητρο και κυρίως οι εξουσίες του συρρικνώνονταν από τους οπαδούς των δημοκρατικών. Παράλληλα, όμως, ήθελε και να τονώσει την επιθετική πολιτική των δημοκρατικών έναντι της Σπάρτης, οι οποίοι ήταν υπέρ της συμμαχίας με το Άργος -συμμαχία στην οποία ο Αισχύλος έβλεπε ελπίδες για να αναδειχτεί η Αθήνα σε πρωτεύουσα της Ελλάδας.
Η τραγωδία Αγαμέμνων έχει μεταφραστεί στα νέα ελληνικά πολλές φορές κατά τον 20ό και 21ο αιώνα. Οι μεταφραστές/μεταφράστριες είναι:
Η πρώτη παράσταση του Αγαμέμνονα από το Εθνικό Θέατρο Ελλάδας έκανε πρεμιέρα στις 19 Μαρτίου 1932 σε μετάφραση Ιωάννη Γρυπάρη και σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη. Μέλη του θιάσου ήταν οι Αιμίλιος Βεάκης, Κατίνα Παξινού, Αλέξης Μινωτής, Γιώργος Γληνός, Μαίρη Σαγιάννου-Κατσέλη, Ηλίας Δεστούνης, Τζαβαλάς Καρούσος, Ιωάννης Αυλωνίτης, Μάνος Κατράκης και Αλέκος Μπούμπης. [5]