Με τον όρο Αγγλόφωνη Καραϊβική αναφερόμαστε στις ανεξάρτητες χώρες της Καραϊβικής, οι οποίες έχουν ως επίσημη γλώσσα τους την αγγλική. Μετά την ανεξαρτησία των χωρών αυτών, ο όρος Αγγλόφωνη Καραϊβική αντικατέστησε, ως ορθότερος, τον παλαιό όρο Βρετανικές Δυτικές Ινδίες, ο οποίος παραμένει σε χρήση μόνον για τις λίγες εναπομείνασες κτήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου στην περιοχή.
Τα ακόλουθα ανεξάρτητα νησιωτικά κράτη θεωρούνται ότι απαρτίζουν την Αγγλόφωνη Καραϊβική:
Μερικές φορές, όμως, στον όρο συμπεριλαμβάνονται και τα ανεξάρτητα κράτη
τα οποία αποτελούν μέρος της Ηπειρωτικής Καραϊβικής.
Όλες αυτές οι ανεξάρτητες χώρες ήταν κτήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου και αποτελούσαν μέρος της Βρετανικής αυτοκρατορίας. Απέκτησαν την ανεξαρτησία τους κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα και σήμερα είναι μέλη της Κοινοπολιτείας των Εθνών.
Μερικές φορές στον όρο Αγγλόφωνη Καραϊβική συμπεριλαμβάνονται και οι σημερινές κτήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου [1]:
ή ακόμη και οι κτήσεις:
παρ' ότι οι πρώτες δεν αποτέλεσαν ποτέ κτήση του Ηνωμένου Βασιλείου και οι δεύτερες βρίσκονται στον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό.
Ο όρος χρησιμοποιείται στην πολιτική [2], στην κοινωνιολογία [3], στην οικονομία [4], στη λογοτεχνία [5], στον κινηματογράφο [6] και στον αθλητισμό, καθώς οι χώρες της Αγγλόφωνης Καραϊβικής συμμετέχουν ως ενιαία ομάδα σε αγώνες επίδειξης και τουρνουά κρίκετ, ως Ομάδα κρίκετ Δυτικών Ινδιών [7].
Στη γλωσσολογία χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ιδιαίτερη μορφή την οποία έχει η αγγλική γλώσσα που μιλιέται στην περιοχή, περισσότερο με τη γεωγραφική παρά με τη γλωσσική της έννοια[8].