Τίτλος | Agrippina |
---|---|
Γλώσσα | Ιταλικά |
Ημερομηνία δημιουργίας | 1709 1710 |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 18ος αιώνας |
Μορφή | όπερα |
Χαρακτήρες | Ιουλία Αγριππίνα, Κλαύδιος, Ποππαία Σαβίνα, Μάρκος Σάλβιος Όθων, Νέρων, Pallas, Γιούνο και Νάρκισσος |
Τόπος | Αρχαία Ρώμη |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Η Αγριππίνα (HWV 6) είναι όπερα σέρια σε τρεις πράξεις του Γκέοργκ Φρίντριχ Χαίντελ, από λιμπρέτο του Καρδινάλιου Βιτσέντζο Γκριμάνι. Η σύνθεση έγινε για το Καρναβάλι της Βενετίας του 1709–10. Η όπερα αφηγείται την ιστορία της Αγριππίνας, της μητέρας του Νέρωνα, καθώς αυτή σχεδιάζει την πτώση του ρωμαίου αυτοκράτορα Κλαύδιου και την τοποθέτηση του γιου της στη θέση του. Το λιμπρέτο του Γκριμάνι θεωρείται ένα από τα καλύτερα που ασχολήθηκε ο Χαίντελ, είναι μια "αντι-ηρωική σατιρική κωμωδία",[1] που βρίθει πολιτικών υπαινιγμών. Ορισμένοι αναλυτές πιστεύουν ότι αντανακλά τον ανταγωνισμό του Γκριμάνι με τον Πάπα Κλήμη ΙΑ'.
Ο Χαίντελ συνέθεσε την Αγριππίνα στο τέλος ενός τριετούς ταξιδιού στην Ιταλία. Εκανε πρεμιέρα στη Βενετία στο Teatro San Giovanni Grisostomo στις 26 Δεκεμβρίου 1709, και έγινε άμεσα επιτυχία. Από το βράδυ της πρεμιέρας δόθηκε μια άνευ προηγουμένου σειρά 27 συνεχόμενων παραστάσεων, και δέχτηκε πολλές θετικές κριτικές. Οι παρατηρητές ήταν γεμάτοι επαίνους για την ποιότητα της μουσικής—πολλή από την οποία, ακολουθώντας την τότε συνήθη τακτική, ήταν δανεισμένη και προσαρμοσμένη από άλλα έργα, ακόμη και άλλων συνθετών. Παρά τον εμφανή ενθουσιασμό του κοινού για το έργο, ο Χαίντελ δεν προχώρησε σε περισσότερες παραστάσεις. Υπήρξαν κατά καιρούς παραγωγές στα χρόνια που ακολούθησαν την πρεμιέρα, αλλά όταν οι όπερες του Χαίντελ βγήκαν εκτός μόδας γύρω στα μέσα του 18ου αιώνα, η όπερα αυτή όπως και άλλες του συνθέτη γενικά ξεχάστηκαν.
Τον 20ο αιώνα, άρχισε μια αναγέννηση για τις όπερες του Χαίντελ και μετά από παραγωγές στη Γερμανία, η Αγριππίνα έκανε πρεμιέρα στη Βρετανία και την Αμερική. Τα τελευταία χρόνια, έχουν γίνει πιο συχνές οι εκτελέσεις του έργου, με πρωτοπόρες σκηνοθεσίες στην Όπερα της Νέας Υόρκης και το London Coliseum το 2007. Η μοντέρνα κριτική άποψη είναι ότι η Αγριππίνα είναι πρώτο αριστούργημα του Χαίντελ, γεμάτο φρεσκάδα και μουσικούς νεωτερισμούς που την καθορίζουν ως μια από τις πιο δημοφιλείς όπερες στη συνεχή αναγέννηση του έργου του Χαίντελ.[2]
Οι πρώτες συνθέσεις για όπερα του Χαίντελ, στο γερμανικό στυλ, από τα χρόνια που ζούσε στο Αμβούργο, 1704–06, υπό την επιρροή του Γιόχαν Μάθεσον.[3] Το 1706 ταξίδεψε στην Ιταλία, όπου έμεινε για τρία χρόνια, και ανέπτυξε τις ικανότητές του στη σύνθεση. Αρχικά, έμεινε στη Φλωρεντία, εκεί τον σύστησαν στους Αλεσσάντρο και Ντομένικο Σκαρλάτι, όπου και συνέθεσε και εκτέλεσε την πρώτη ιταλική του όπερα.[4] Αυτή ήταν ο Ροντρίγκο (όπερα) (1707, ο αρχικός τίτλος Vincer se stesso ê la maggior vittoria), στην οποία οι επιρροές από το Αμβούργο και τον Μattheson παρέμεναν έντονες.[3][4] Η όπερα δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένη, αλλά αποτέλεσε μέρος την εξάσκησης του Χαίντελ στη σύνθεση όπερας με το ιταλικό στυλ και στη χρήση της ιταλικής γλώσσας στη μουσική.[4]
Μετά τη Φλωρεντία, ο Χαίντελ πέρασε ένα διάστημα στη Ρώμη, όπου οι παραστάσεις όπερας ήταν απαγορευμένες με διάταγμα του Πάπα,[5] και στη συνέχεια στη Νάπολι. Εξασκήθηκε στη σύνθεση της καντάτας και του ορατορίου; εκείνη την εποχή δεν υπήρχε μεγάλη διαφορά (πέρα από την αύξηση σε μέγεθος) μεταξύ της καντάτας, του ορατορίου και της όπερας, βασισμένα όλα σε παραλλαγές του ρετσιτατίβο και της άριας ντα κάπο.[6] Εργα αυτής της περιόδου αποτελούν το Dixit Dominus, και η δραματική καντάτα Ακης, Γαλάτεια και Πολύφημος, που γράφτηκε στη Νάπολι. Καθώς βρισκόταν στη Ρώμη, ο Χαίντελ γνωρίστηκε με τον Καρδινάλιο Βιτσέντζο Γκριμάνι, πιθανότατα μέσω του Αλεσσάντρο Σκαρλάτι.[7] Ο Καρδινάλιος ήταν διακεκριμένος διπλωμάτης που έγραφε λιμπρέτα στον ελεύθερο χρόνο του, και λειτουργούσε ανεπίσημα ως θεατρικός ατζέντης για τις ιταλικές βασιλικές αυλές.[8][9] Προφανώς εντυπωσιάστηκε από τον Χαίντελ, και του ζήτησε να δουλέψει με το νέο του λιμπρέτο, την Αγριππίνα.[10] Ο Γκριμάνι σκόπευε να παρουσιάσει αυτή την όπερα στη Βενετία, στο θέατρο που αποτελούσε ιδιοκτησία της οικογενείας του, το Teatro San Giovanni Grisostomo, τη σαιζόν του Καρναβαλιού 1709–10.[2]
Σύμφωνα με τον Τζον Μένερινγκ, πρώτο βιογράφο του Χαίντελ, η Αγριππίνα συντέθηκε σε τρεις εβδομάδες, μετά την άφιξη του Χαίντελ στη Βενετία τον Νοέμβριο του 1709, μια θεωρία που στηρίζεται από το αυτόγραφο χειρόγραφο βενετσιάνικο χαρτί.[11] Κατά τη σύνθεση της όπερας ο Χαίντελ δανείστηκε σε μεγάλο βαθμό από τα προηγούμενα έργα του, ορατόρια και καντάτες, και από άλλους συνθέτες συμπεριλαμβανομένων των Reinhard Keiser, Αρκάντζελο Κορέλι και Ζαν-Μπατίστ Λυλί.[12] Αυτή η τακτική της δανεικής και προσαρμοσμένης μουσικής ήταν κοινή εκείνη την εποχή, αλλά η έκτασή της στην Αγριππίνα είναι η μεγαλύτερη σχεδόν από όλα τα υπόλοιπα σημαντικά έργα του συνθέτη.[12] Η ουβερτούρα, η οποία είναι ένα κομμάτι σε δύο μέρη σε γαλλικό στυλ με ένα "συγκινητικό" αλέγκρο,[13] και όλα, εκτός από πέντε φωνητικά μέρη, είναι βασισμένα σε προηγούμενα έργα, σε πολλές περιπτώσεις μετά από σημαντικές μετατροπές και επεξεργασία.[14]
Παραδείγματα ανακύκλωσης υλικού αποτελούν το "Col raggio placido" του Πάλλαντος, το οποίο βασίζεται στην άρια του Λούσιφερ από την Ανάσταση (1708), "Ο voi dell' Erebo", το οποίο είναι προσαρμογή από την όπερα του Reinhard Keiser's Οκτάβια του 1705. Η άρια της Αγριππίνας "Non ho cor che per amarti" είναι σχεδόν αυτούσια από το "Se la morte non vorrà" στην πρότερη δραματική καντάτα του Χαίντελ Qual ti reveggio, oh Dio (1707); Το "Spererò" του Ναρκίσσου είναι προσαρμογή από το "Sai perchè" από μία άλλης καντάτα του 1707, Clori, Tirsi e Fileno; και μέρη της άριας του Νέρωνα στην τρίτη πράξη "Come nube che fugge dal vento" είναι δανεισμένες από το ορατόριο του Χαίντελ Il trionfo del tempo (όλα του 1707).[15] Αργότερα, κάποια από τη μουσική της Αγριππίνας χρησίμευσε στον Χαίντελ στη σύνθεση της όπερας του Λονδίνου Rinaldo (1711) και της έκδοσης του 1732 του έργου Ακης και Γαλάτεια, σε κάθε περίπτωση με λίγες ή καθόλου αλλαγές.[16] Η πρώτη μουσική του Χαίντελ που ακούστηκε στο Λονδίνο πιθανόν να ήταν το "Non ho cor che" από την Αγριππίνα, μετατεθειμένο στην όπερα του Αλεσάντρο Σκαρλάτι Πύρρος και Δημήτριος που εκτελέστηκε στο Λονδίνο στις 6 Δεκεμβρίου 1710.[17] Η ουβερτούρα της Αγριππίνας και άλλες άριες της όπερας εμφανίζονται σε παστίτσιο που παρουσιάστηκαν στο Λονδίνο μεταξύ 1710 και 1714, με πρόσθετη μουσική από άλλους συνθέτες.[18] Αντήχηση του "Ti vo' giusta" (μία από τις λίγες άριες που συντέθηκε ειδικά για την Αγριππίνα) ακούγεται στο "He was despised", στον Μεσσία του Χαίντελ (1742).[19]
Δύο από τους κύριους ανδρικούς ρόλους, του Νέρωνα και του Ναρκίσσου, γράφτηκαν για καστράτους, τους "σουπερστάρ της ημέρας" στην ιταλική όπερα.[2] Η όπερα υπέστη σημαντική αναθεώρηση πριν και πιθανώς κατά τη διάρκεια των παραστάσεων.[20] Για παράδειγμα, στην Τρίτη Πράξη ο Χαίντελ είχε αρχικά τον Όθωνα και την Ποππαία να τραγουδούν ένα ντουέτο, "No, no, ch'io non apprezzo", αλλά ήταν δυσαρεστημένος με τη μουσική και αντικατέστησε το ντουέτο με δύο σόλο άριες πριν την πρώτη παράσταση.[21] Πάλι, κατά τη διάρκεια των παραστάσεων η άρια της Ποππαίας "Ingannata" αντικαταστάθηκε από μία άλλη που απαιτούσε ιδιαίτερη δεξιοτεχνία,"Pur punir chi m'ha ingannata", είτε για να δώσει έμφαση στην πρωτόγνωρη απόφαση της Ποππαίας σε αυτή την κρίσιμη στιγμή της όπερας ή, όπως φαίνεται πιο πιθανό, για να κολακέψει τη Scarabelli δίνοντάς της περισσότερες ευκαιρίες να εκδηλώσει τις φωνητικές της ικανότητες.[20]
Η ενορχήστρωση της μουσικής για την όπερα του Χαίντελ ακολουθεί πιστά αυτές των προηγούμενων έργων του για όπερα, και αποτελείται από δύο recorders, δύο όμποε, δύο τρομπέτες, τρία βιολιά, δύο τσέλο, βιόλα, τύμπανα, κόντρα φαγκότο και τσέμπαλο.[22] Σύμφωνα με τα μεταγενέστερα δεδομένα για τις όπερες του Χαίντελ στο Λονδίνο αυτή η ενοργάνωση είναι ελαφριά, αλλά παρόλα αυτά υπάρχουν, όπως περιγράφουν οι Dean και Knapp "στιγμές μεγαλείου όταν ο Χαίντελ χρησιμοποιεί το πλήρες concerto grosso."[23] Η Αγριππίνα, η δεύτερη ιταλική όπερα του Χαίντελ, ήταν πιθανώς και η τελευταία του σύνθεση στην Ιταλία.[14]
Το λιμπρέτο του Γκριμάνι βασίζεται κατά πολύ στην ίδια ιστορία που χρησιμοποιήθηκε ως θέμα στην όπερα του Κλαούντιο Μοντεβέρντι του 1642 L'incoronazione di Poppea. Το λιμπρέτο του Γκριμάνι επικεντρώνεται στην Αγριππίνα, ένα χαρακτήρα που δεν εμφανίζεται στη σκοτεινότερη έκδοση του Μοντεβέρντι.[8] Ο Γκριμάνι αποφεύγει την τάση να "ηθικολογεί" όπως συνηθίζεται στα λιμπρέτα των έργων όπερα σέρια που γράφτηκαν αργότερα από καταξιωμένους μουσικούς, όπως οι Μεταστάζιο και Ζένο.[14] Σύμφωνα με τον κριτικό Ντόναλντ Τζέι Γκράουτ, "η ειρωνεία, η εξαπάτηση και η μηχανορραφία είναι διάχυτη στις κωμικές παρεκτροπές των καλά καθορισμένων χαρακτήρων της."[3] Ολοι οι κύριοι χαρακτήρες, με μόνη εξαίρεση τον Λέσβο, υπηρέτη του Καύδιου, είναι ιστορικά πρόσωπα, και το ευρύτερο πλαίσιο του λιμπρέτου βασίζεται κατά πολύ στα Χρονικά του Τάκιτου και στη Ζωή του Κλαύδιου, έργο του Σουητώνιου.[14] Εχει γραφτεί ότι ο κωμικός, ερωτικός χαρακτήρας του Αυτοκράτορα Κλαύδιου είναι μια καρικατούρα του Πάπα Κλήμη ΙΑ', με τον οποίο ο Γκριμάνι ήταν πολιτικά αντίθετος.[24] Ορισμένες όψεις της αντιπαράθεσης αυτής αντανακλώνται στην πλοκή: ο ανταγωνισμός μεταξύ του Νέρωνα και του Όθωνα κατοπτρίζει απόψεις της αντιπαράθεσης για τον Πόλεμο της ισπανικής διαδοχής, στην οποία ο Γκριμάνι υποστήριξε τους Αψβούργους, και ο Πάπας Κλήμης ΙΑ' τη Γαλλία και την Ισπανία.[8]
Ρόλος | Τύπος φωνής | Πρώτο καστ, 26 Δεκεμβρίου 1709 (Διευθυντής: Γκέοργκ Φρίντριχ Χαίντελ) |
---|---|---|
Αγριππίνα | σοπράνο | Μαργκερίτα Ντουραστάντι[25] |
Νέρων (ιταλικά: Nerone) |
σοπράνο καστράτος | Βαλεριάνο Πελεγκρίνι |
Πάλλας (Pallante) |
μπάσος | Τζουζέπε Μαρία Μπόσι[26] |
Νάρκισσος (Narciso) |
άλτο καστράτος | Τζουλιάνο Αλμπερτίνι |
Λέσβος (Lesbo) |
μπάσος | Νίκολα Παζίνι[27] |
Όθων (Ottone) |
κοντράλτο | Φραντσέσκα Βανίνι-Μπόσι |
Ποππαία (Poppea) |
σοπράνο | Ντιαμάντε Μαρία Σκαραμπέλι |
Κλαύδιος (Claudio) |
μπάσος | Αντόνιο Φραντσέσκο Κάρλι[28] |
Γιούνο (Giunone) |
κοντράλτο | Φραντσέσκα Βανίνι-Μπόσι |
Ακούγοντας τα νέα ότι ο σύζυγός της, Αυτοκράτορας Κλαύδιος, πέθανε εξαιτίας καταιγίδας στη θάλασσα, η Αγριππίνα σχεδιάζει να εξασφαλίσει το θρόνο για τον Νέρωνα, γιο της από προηγούμενο γάμο. Η αποδοχή του σχεδίου από τον Νέρωνα είναι χλιαρή, αλλά συναινεί στις επιθυμίες της μητέρας του ("Con saggio tuo consiglio"). Η Αγριππίνα εξασφαλίζει την υποστήριξη δύο Ελλήνων απελεύθερων, Πάλλαντος και Ναρκίσσου, που χαιρετίζουν τον Νέρωνα ως νέο Αυτοκράτορα παρουσία της Ρωμαϊκής Συγκλήτου.
Με τη συγκατάθεση της Συγκλήτου η Αγριππίνα και ο Νέρων αρχίζουν να ανέρχονται στο θρόνο, αλλά η τελετή διακόπτεται από την είσοδο του Λέσβου, υπηρέτη του Κλαύδιου. Ανακοινώνει ότι ο κύριός του είναι ζωντανός ("Allegrezza! Claudio giunge!"), καθώς γλύτωσε το θάνατο με τη βοήθεια του Όθωνα, διοικητή του στρατού. Ο ίδιος ο Όθων επιβεβαιώνει την ιστορία, και αποκαλύπτει ότι ο Κλαύδιος του υποσχέθηκε το θρόνο ως ένδειξη ευγνωμοσύνης. Η Αγριππίνα είναι συντετριμμένη, έως ότου ο Όθων της εμπιστεύεται ότι είναι ερωτευμένος με την όμορφη Ποππαία περισσότερο απ' ό,τι επιθυμεί τον θρόνο. Η Αγριππίνα, όμως, γνωρίζει επίσης ότι και ο Κλαύδιος είναι ερωτευμένος με την Ποππαία, και βλέπει μια ευκαιρία να προωθήσει τις φιλοδοξίες που έχει για τον Νέρωνα. Πηγαίνει στην Ποππαία και της λέει, ψευδώς, ότι ο Όθων έχει κάνει μια συμφωνία με τον Κλαύδιο, με την οποία παίρνει ο ίδιος το θρόνο, αλλά δίνει την Ποππαία στον Κλαύδιο. Η Αγριππίνα συμβουλεύει την Ποππαία να αντιστρέψει τους όρους λέγοντας στον Αυτοκράτορα ότι ο Όθων της υπέδειξε να αρνηθεί το ενδιαφέρον που της δείχνει ο Κλαύδιος. Ετσι, πιστεύει η Αγριππίνα, ότι ο Κλαύδιος θα ανακαλέσει την υπόσχεση που έδωσε στον Όθωνα για το θρόνο.
Η Ποππαία πιστεύει την Αγριππίνα. Οταν ο Κλαύδιος φθάνει στην οικία της Ποππαίας καταγγέλλει αυτό που πιστεύει ότι είναι προδοσία του Όθωνα. Ο Κλαύδιος φεύγει θυμωμένος, ενώ η Αγριππίνα παρηγορεί κυνικά την Ποππαία δηλώνοντας ότι η φιλία τους δεν θα καταστραφεί ποτέ από καμιά απάτη ("Non ho cor che per amarti").
Ο Πάλλας και ο Νάρκισσος αντιλαμβάνονται ότι η Αγριππίνα τους ξεγέλασε για να υποστηρίξουν τον Νέρωνα, και αποφασίζουν να διακόψουν κάθε επαφή μαζί της. Ο Όθων φθάνει έχοντας αγωνία για την επικείμενη στέψη του ("Coronato il crin d'alloro"), ακολουθούμενος από την Αγριππίνα, τον Νέρωνα και την Ποππαία, που έχουν έρθει για να χαιρετήσουν τον Κλαύδιο. Όλοι ενώνονται σε μια θριαμβική χορωδία ("Di timpani e trombe"), καθώς κάνει την είσοδό του ο Κλαύδιος. Ο καθένας με τη σειρά του αποτίει φόρο τιμής στον Αυτοκράτορα, αλλά ο Όθων αντικρούεται με ψυχρότητα, καθώς ο Κλαύδιος τον καταγγέλλει ως προδότη. Ο Όθων όντας σε απόγνωση, κάνει έκκληση στην Αγριππίνα, την Ποππαία και τον Νέρωνα να τον υποστηρίξουν, αλλά όλοι τον απορρίπτουν, αφήνοντάς τον αμήχανο και απελπισμένο ("Otton, qual portentoso fulmine" ακολουθούμενο από "Voi che udite il mio lamento").
Ωστόσο, η Ποππαία συγκινείται από τη θλίψη του πρώην αγαπημένου της, και αναρωτιέται εάν δεν είναι αθώος ("Bella pur nel mio diletto"). Καταστρώνει ένα σχέδιο, όπου προσποιείται ότι κοιμάται και όταν ο Όθων την πλησιάζει, παριστάνει ότι μιλάει στον ύπνο της γι' αυτά που της είπε πρωτύτερα η Αγριππίνα. Ο Όθων, όπως προβλεπόταν, την ακούει και διαμαρτύρεται έντονα υπέρ της αθωότητάς του. Πείθει την Ποππαία ότι η Αγριππίνα την εξαπάτησε. Η Ποππαία ορκίζεται εκδίκηση ("Ingannata una sol volta", εναλλασσόμενη άρια "Pur punir chi m'ha ingannata") αλλά αποσπάται όταν ο Νέρων προβαίνει στην αποκάλυψη ότι την αγαπάει. Εν τω μεταξύ, η Αγριππίνα έχοντας χάσει την υποστήριξη των Πάλλαντος και Ναρκίσσου, καταφέρνει να πείσει τον Κλαύδιο ότι ο Όθων συνεχίζει να συνωμοτεί για να πάρει το θρόνο. Συμβουλεύει τον Κλαύδιο να τερματίσει τις φιλοδοξίες του Όθωνα δια παντός παραιτούμενος του θρόνου υπέρ του Νέρωνα. Ο Κλαύδιος συμφωνεί, πιστεύοντας ότι έτσι θα καταφέρει να κερδίσει την Ποππαία.
Η Ποππαία τώρα σχεδιάζει τη δική της απάτη, σε μια προσπάθεια να εκτρέψει την οργή του Κλαύδιου από τον Όθωνα, με τον οποίο έχει πλέον συμφιλιωθεί. Κρύβει τον Όθωνα στο δωμάτιό της συμβουλεύοντάς τον να ακούσει προσεκτικά. Σε λίγο φθάνει ο Νέρων για να δηλώσει πιεστικά την αγάπη του προς αυτήν ("Coll'ardor del tuo bel core"), αλλά τον ξεγελάει ώστε να κρυφτεί και αυτός. Στη συνέχεια μπαίνει ο Κλαύδιος; Η Ποππαία του λέει ότι την παρεξήγησε προηγουμένως: δεν ήταν ο Όθων που της ζήτησε να απορρίψει τον Κλαύδιο, αλλά ο Νέρων. Για να του το αποδείξει ζητάει από τον Κλαύδιο να υποκριθεί ότι φεύγει, στη συνέχεια καλεί τον Νέρωνα, ο οποίος νομίζοντας ότι ο Κλαύδιος έχει φύγει, συνεχίζει να τη διεκδικεί με πάθος. Ο Κλαύδιος ξαφνικά εμφανίζεται πάλι, και διώχνει θυμωμένος τον κατατροπωμένο Νέρωνα. Μετά την αναχώρηση του Κλαύδιου, η Ποππαία βγάζει από την κρυψώνα τον Όθωνα και οι δύο εκφράζουν τον αιώνιο έρωτά τους σε ξεχωριστές άριες.[29]
Στο παλάτι, ο Νέρων λέει στην Αγριππίνα τα βάσανά του και αποφασίζει να απαρνηθεί τον έρωτα για τις πολιτικές του φιλοδοξίες ("Come nube che fugge dal vento"). Αλλά οι Πάλλας και Νάρκισσος έχουν πια αποκαλύψει το αρχικό σχέδιο της Αγριππίνας στον Κλαύδιο, οπότε όταν αυτή παροτρύνει τον Αυτοκράτορα να παραχωρήσει το θρόνο στον Νέρωνα, αυτός την κατηγορεί για προδοσία. Στη συνέχεια υποστηρίζει ότι οι προσπάθειές της να εξασφαλίσει το θρόνο στον Νέρωνα ήταν από την αρχή ένα τέχνασμα για να περιφρουρήσει το θρόνο του Κλαύδιου ("Se vuoi pace"). Ο Κλαύδιος την πιστεύει; ωστόσο όταν φτάνουν η Ποππαία, ο Όθων και ο Νέρων, ο Κλαύδιος ανακοινώνει ότι ο Νέρων θα παντρευτεί την Ποππαία, και ότι ο Όθων θα πάρει το θρόνο. Κανένας δεν είναι ικανοποιημένος με αυτή την εξέλιξη, καθώς οι επιθυμίες όλων έχουν αλλάξει, οπότε ο Κλαύδιος σε πνεύμα συμφιλίωσης αντιστρέφει την απόφασή του, δίνοντας την Ποππαία στον Όθωνα και το θρόνο στο Νέρωνα.[30] Στη συνέχεια καλεί τη θεά Γιούνο, η οποία κατέρχεται για να δώσει μια συνολική ευχή ("V'accendano le tede i raggi delle stelle").
Η ημερομηνία της πρώτης παράστασης της Αγριππίνας, γύρω από την οποία υπήρχε αβεβαιότητα κάποτε, επιβεβαιώθηκε από μία χειρόγραφη αναφορά στην ημερομηνία 26 Δεκεμβρίου 1709.[11] Το καστ αποτελούνταν από ορισμένους από τους καλύτερους για την εποχή τραγουδιστές της Βόρειας Ιταλίας, συμπεριλαμβανομένου και του Αντόνιο Κάρλι στον πρωταγωνιστικό ρόλο του μπάσου, της Μαργκερίτα Ντουραστάντι, που είχε πρόσφατα τραγουδήσει το ρόλο της Μαρίας Μαγδαληνής στη La resurrezione του Χαίντελ; και της Ντιαμάντε Σκαραμπέλι, της οποίας η μεγάλη επιτυχία στη Μπολόνια το 1697 στο παστίτσιο Περσέας ενέπνευσε τη δημοσίευση ενός τόμου εγκωμιαστικών στίχων με τίτλο La miniera del Diamante.[31][32]
Η Αγριππίνα αποδείχτηκε ιδιαίτερα δημοφιλής, και χάρισε στον Χαίντελ διεθνή φήμη.[32] Η αρχική παραγωγή είχε προγραμματιστεί για 27 παραστάσεις, εξαιρετικά πολλές για την εποχή.[31] Ο βιογράφος του Χαίντελ Τζον Μάνερινγκ έγραψε για την πρώτη παράσταση: "Το θέατρο σχεδόν σε κάθε παύση αντηχούσε με κραυγές Viva il caro Sassone! ('Ζήτω ο αγαπημένος Σάξων!') Ηταν κεραυνοβολημένοι από το μεγαλείο και την ομορφιά του στυλ του Χαίντελ, διότι δεν γνώριζαν έως τότε όλες τις δυνατότητες της αρμονίας και της μετατροπίας συνδυασμένες τόσο στενά και δεμένες τόσο ισχυρά."[33] Πολλοί άλλοι κατέγραψαν υπερβολικά θετικές αντιδράσεις για το έργο.[13]
Μεταξύ 1713 και 1724 υπήρξαν παραγωγές της Αγριππίνας στη Νάπολη, το Αμβούργο, και τη Βιέννη, αν και ο ίδιος ο Χαίντελ ποτέ δεν αναβίωσε την όπερα μετά από την αρχική της παρουσίαση.[34] Η παραγωγή της Νάπολης περιελάμβανε πρόσθετη μουσική του Φραντσέσκο Μαντσίνι.[35] Στα τέλη του 18ου και όλο το 19ο αιώνα, οι όπερες του Χαίντελ έπεσαν σε αφάνεια, και μεταξύ 1754 και 1920 δεν δόθηκε καμία παράσταση.[36] Ωστόσο, όταν αναγεννήθηκε το ενδιαφέρον για τις όπερες του Χαίντελ τον 20ο αιώνα, η Αγριππίνα έτυχε πολλών αναβιώσεων, με αρχή την παραγωγή του 1943 στη γενέτειρα του Χαίντελ, την πόλη Χάλλε, υπό τη διεύθυνση του Ρίτσαρντ Κράους στην Όπερα του Χάλλε. Σε αυτή την εκτέλεση ο άλτο ρόλος του Όθωνα, του οποίου η σύνθεση είχε γίνει για γυναίκα, άλλαξε σε μπάσο συνοδευόμενος από αγγλικό κόρνο, "με καταστροφικά αποτελέσματα στην ευαίσθητη ισορροπία και υφή του έργου", σύμφωνα με τον Winton Dean.[37] Το τηλεοπτικό RAI έκανε μια ζωντανή ραδιοφωνική παραγωγή της όπερας στις 25 Οκτωβρίου 1953, μεταδίδοντας έτσι την Αγριππίνα για πρώτη φορά με την εκπομπή του από ένα μέσο πέρα από τη ζωντανή παράσταση σε μία σκηνή. Το καστ περιελάμβανε τη Μάγκντα Λάζλο στον ομώνυμο ρόλο και τον Μάριο Πέτρι στο ρόλο του Κλαύδιου, και την παράσταση διηύθυνε ο Αντόνιο Πεντρότι.[38]
Μία παράσταση το 1958 στη Λειψία, και αρκετές ακόμη στη Γερμανία, προηγήθηκαν της βρετανικής πρεμιέρας στο Άμπινγκτον του Όξφορντσαϊρ το 1963.[2][39] Το 1983 η όπερα επέστρεψε στη Βενετία, για μία παράσταση υπό τη διεύθυνση του Κρίστοφερ Χόγκγουντ στο Teatro Malibran.[39] Στις ΗΠΑ δόθηκε μία παράσταση κονσέρτο στις 16 Φεβρουαρίου 1972 στην Academy of Music στη Φιλαδέλφεια,[38] αλλά η πρώτη πλήρως σκηνοθετημένη παράσταση της όπερας στην Αμερική ήταν στο Φορτ Γουόρθ (Τέξας) το 1985.[40] Την ίδια χρονιά έφτασε στη Νέα Υόρκη, με μια παράσταση κονσέρτο στο Alice Tully Hall, με την όπερα ακόμη να περιγράφεται ως "γνήσια σπανιότητα".[41] Την παράσταση στο Φορτ Γουόρθ ακολούθησαν γρήγορα κι άλλες στην πόλη της Αϊοβα και της Βοστώνης.[39] Η τάση που ονομάστηκε "κίνημα αναβίωσης της πρώιμης μουσικής", που υποστηρίζει ιστορικά ακριβείς εκτελέσεις του Μπαρόκ και παλαιότερων έργων, προώθησε δύο μεγάλες παραγωγές της Αγριππίνας το 1985 και το 1991 αντίστοιχα. Και οι δύο ήταν στη Γερμανία, η πρώτη στο Schlosstheater Schwetzingen, και η δεύτερη στο Διεθνές Φεστιβάλ Χαίντελ στο Γκέτινγκεν.[8]
Εγιναν πολλές παραγωγές τον 21ο αιώνα, συμπεριλαμβανομένης και της "υπερμοντέρνας" σκηνοθεσίας το 2002 από την διευθύντρια Λίλιαν Γκρογκ στην Όπερα της Νέας Υόρκης. Αυτή η παραγωγή, που επαναλήφθηκε το 2007, χαρακτηρίστηκε από κριτικό των New York Times ως "περίεργη ... παρουσιασμένη ως γενική σάτυρα, μια Άνοιξη για τον Χίτλερ σε έκδοση Εγώ, ο Κλαύδιος, αν και οι μουσικές επιδόσεις γενικώς επαινέθηκαν.[42] Στη Βρετανία, η English National Opera (ENO) σκηνοθέτησε μία παραγωγή στην αγγλική γλώσσσα τον Φεβρουάριο του 2007, υπό τη διεύθυνση του Ντέιβιντ ΜακΒίκαρ, ο οποίος δέχτηκε μια ευρύτατη θετική κριτική, παρόλο που η κριτικός Φιόνα Μάντοκς εντόπισε χαρακτηριστικά της παραγωγής που υποβαθμίζουν το έργο: "Μουσική τόσο πνευματώδης, εφευρετική και ανθρώπινη δεν χρειάζεται επιπλέον να επιχρυσωθεί".[43] Οι πρόσφατες αναβιώσεις του έργου χρησιμοποίησαν κόντρα-τενόρους στους ρόλους των καστράτων.[42]
Η Αγριππίνα θεωρείται το πρώτο αριστούργημα του Χαίντελ;[1] σύμφωνα με τον Γουίντον Ντιν έχει ελάχιστο ανταγωνισμό στη "λεπτή δροσιά της μουσικής εφευρετικότητας".[19] Το λιμπρέτο του Γκριμάνι δέχτηκε επίσης πολλές εγκωμιαστικές κριτικές: Ο οδηγός The New Penguin Opera Guide το περιγράφει ως ένα από τα καλύτερα που προσάρμοσε ο Χαίντελ, και εγκωμιάζει το "ελαφρύ άγγιγμα" με το οποίο απεικονίζονται ζωηρά οι χαρακτήρες.[1] Η Αγριππίνα στο σύνολό της είναι, κατά την άποψη του ακαδημαϊκού John E. Sawyer, "ένα από τα πιο πειστικά δραματικά έργα του συνθέτη".[12]
Στυλιστικά, η Αγριππίνα ακολουθεί στο στερεότυπο της εποχής εναλλάσσοντας ρετσιτατίβα και ντα κάπο άριες. Σε συμφωνία με τις συνήθειες στις όπερες του 18ου αιώνα η πλοκή εξελίσσεται κυρίως στα ρετσιτατίβα, ενώ το μουσικό ενδιαφέρον και η ανάπτυξη των χαρακτήρων γίνεται στις άριες—αν και κατά περίπτωση ο Χαίντελ σπάει αυτό το στεγανό χρησιμοποιώντας τις άριες για να προωθήσει τη δράση.[44] Με μία εξαίρεση τα ρετσιτατίβα είναι secco ("ξηρά"), όπου μία μόνη φωνή συνοδεύεται μόνο από κοντίνουο.[45] Η ανωμαλία είναι το "Otton, qual portentoso fulmine" του Όθωνα, όπου βρίσκεται ο ίδιος στερημένος από το θρόνο και εγκαταλελειμμένος από την αγαπημένη του Ποππαία; εδώ το ρετσιτατίβο συνοδεύεται από την ορχήστρα, ως μέσω ανάδειξης του δράματος. Οι Dean και Knapp το περιγράφουν αυτό, καθώς και την άρια του Όθωνα που ακολουθεί, ως "το κορύφωμα της όπερας".[46] Ο μουσικός θεωρητικός του 19ου αιώνα Εμπενίζερ Πράουτ ξεχωρίζει και επαινεί ιδιαίτερα το "Non ho cor che per amarti" της Αγριππίνας. Επισημαίνει το εύρος των οργάνων που χρησιμοποιούνται για ειδικά εφέ, και γράφει ότι "μια εξέταση της μουσικής του έργου αυτού του ύφους πιθανότατα να εκπλήξει κάποιους που πιστεύουν ότι η ενορχήστρωση του Χαίντελ στερείται ποικιλίας."[47]
Ο Χαίντελ χρησιμοποίησε περισσότερο την ορχηστρική συνοδεία στις άριες απ' ότι συνηθιζόταν την εποχή, αλλά από άλλες απόψεις η Αγριππίνα είναι κατά πολύ όμοια με παλαιότερες όπερες. Στο μεγαλύτερο μέρος οι άριες είναι σύντομες, υπάρχουν μόνο δύο μικρά ανσάμπλ, και στο κουαρτέτο και το τρίο οι φωνές δεν ακούγονται μαζί.[44][48] Ωστόσο, το στυλ του Χαίντελ θα αλλάξει πολύ λίγο τα επόμενα 30 χρόνια,[36] ένα χαρακτηριστικό που επισημαίνεται στις κριτικές της παράστασης της Αγριππίνας στο Tully Hall το 1985, όπου αναφέρεται ως "μια σειρά από μελωδικές άριες και ανσάμπλ, καθένα από τα οποία θα μπορούσαν να αποτελούν έργα των ώριμων χρόνων του στο Λονδίνο".[41]
Από τους κύριους χαρακτήρες, μόνο ο Όθων δεν είναι ηθικά αξιοκαταφρόνητος. Η Αγριππίνα είναι μία αδίστακτη ραδιούργα, Ο Νέρων, αν και όχι ακόμη το τέρας που αργότερα θα γινόταν, είναι χαϊδεμένος και υποκριτής, ο Κλαύδιος είναι πομπώδης, αυτάρεσκος, και κάπως γελοίος, ενώ η Ποππαία, η πρώτη από τις σέξι γατούλες του Χαίντελ, είναι ψεύτρα και της αρέσει να φλερτάρει.[49] Οι απελεύθεροι Πάλλας και Νάρκισσος είναι ιδιοτελείς και πρόστυχοι.[50] Ολοι, ωστόσο, έχουν λυτρωτικά χαρακτηριστικά, και όλοι έχουν άριες που εκφράζουν γνήσια συναισθήματα. Οι καταστάσεις που βρίσκονται είναι κάποιες φoρές κωμικές, αλλά ποτέ φαιδρές—όπως στου Μότσαρτ στις όπερες του Da Ponte, ο Χαίντελ αποφεύγει να γελοιοποιεί τους χαρακτήρες του.[50]
Στην Αγριππίνα η ντα κάπο άρια είναι η μορφή της μουσικής που χρησιμοποιείται για να αναδείξει χαρακτήρα στο περιεχόμενο της όπερας.[51] Οι πρώτες τέσσερις άριες του έργου αποτελούν παράδειγμα: το "Con raggio" του Νέρωνα, σε έλασσον κλειδί και σε μία κατιούσα μελωδία στη βασική φράση "il trono ascenderò" ("θα ανέλθω στο θρόνο") τον χαρακτηρίζουν ως αδύναμο και αναποφάσιστο.[51] Η πρώτη άρια του Πάλλαντος "La mia sorte fortunata", με τα "μεγάλα μελωδικά άλματα" τον εισάγει ως μια τολμηρή, ηρωική φιγούρα, που έρχεται σε αντίθεση με τον ανταγωνιστή του, Νάρκισσο, του οποίου η συνεσταλμένη φύση απεικονίζεται στην ευαίσθητη άρια "Volo pronto" που ακολουθεί αμέσως μετά.[51] Η εισαγωγική άρια της Αγριππίνας "L'alma mia" έχει μία ψευδο-στρατιωτική μορφή που αντικατοπτρίζει τη φαινόμενη δύναμή της, ενώ διακριτικές μουσικές φράσεις την αποδεικνύουν την πραγματική της συναισθηματική κατάσταση.[51] Οι άριες της Ποππαίας είναι ομοιόμορφα απαλές και ρυθμικές, ενώ το σύντομο ερωτικό τραγούδι του Κλαύδιου "Vieni Ο cara" δίνει μια φευγαλέα ματιά των εσώψυχών του, και θεωρείται ένα κόσμημα για το έργο.[52]
Το λιμπρέτο του Γκριμάνι είναι γεμάτο ειρωνεία, την οποία ο Χαίντελ αντανακλά στη μουσική του. Οι συνθέσεις του ορισμένες φορές εικονογραφούν τόσο το επιφανειακό νόημα, καθώς οι χαρακτήρες προσπαθούν να εξαπατήσουν ο ένας τον άλλο, όσο και την κρυμμένη αλήθεια. Για παράδειγμα, στην άρια της Πρώτης Πράξης "Non ho cor che per amarti" η Αγριππίνα υπόσχεται στην Ποππαία ότι η εξαπάτηση ποτέ δεν θα καταστρέψει τη νέα τους φιλία, καθώς την ξεγελάει για να ακυρώσει τα σχέδια που έχει ο Όθων για το θρόνο. Η μουσική του Χαίντελ φωτίζει την απάτη της στη μελωδία και σε κλειδιά ελάσσονων τρόπων, ενώ μια απλή, τονισμένη ρυθμική υπόκρουση υπονοεί σαφήνεια και ειλικρίνεια.[53] Στην Τρίτη Πράξη, η ανακοίνωση του Νέρωνα ότι το πάθος του έχει λήξει και δεν είναι πια δέσμιος αυτού (στο "Come nube che fugge dal vento") πλαισιώνεται από γλυκόπικρη μουσική που υπονοεί ότι αυταπατάται.[54] Στο "Coronato il crin" του Όθωνα η ταραχώδης φύση της μουσικής είναι το αντίθετο απ' ό,τι δηλώνει ο τόνος "ευφορίας" του λιμπρέτο.[44] Οι αντιθέσεις μεταξύ της έντασης του λιμπρέτο και των συναισθηματικών χρωμάτων της μουσικής του Χαίντελ εξελίσσονται στη μετέπειτα πορεία των έργων του ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στις όπερες που συνέθεσε κατά την παραμονή του στο Λονδίνο.[44]
Το ευρετήριο στην έκδοση του Chrysander (βλέπε παρακάτω) καταγράφει τα παρακάτω κομμάτια, εξαιρώντας τα σέκο ρετσιτατίβο. Σημειώνονται επίσης παραλλαγές από το λιμπρέτο.
Ετος | Διανομή ρόλων Κλαύδιος, Αγριππίνα, Νέρων, Ποππαία, Όθων |
Διευθυντής και Ορχήστρα | Εταιρεία |
---|---|---|---|
1992 | Lisa Saffer, Capella Savaria, |
Nicholas McGegan, Capella Savaria |
3 CDs: Harmonia Mundi, Cat. No. 907063/5[55] |
1997 | Alastair Miles, Della Jones, |
John Eliot Gardiner, English Baroque Soloists |
3 CDs: Philips, Cat. No. 438 009-2 |
2000 | Gunther Von Kannen, Margarita Zimmerman, |
Christopher Hogwood, Orchestra Giovanile del Veneto "Pedrollo" di Vicenza |
3 CDs: Mondo Musica, Cat. No. MFOH 10810 |
2004 | Nigel Smith, Véronique Gens, |
Jean-Claude Malgoire, La Grande Ecurie et la Chambre du Roy |
3 CDs: Dynamic, Cat. No. CDS431 |
2006 | Piotr Micinski, Annemarie Kremer, |
Jan Willen de Vriend, Combattimento Consort Amsterdam |
2 DVD: Challenge Records (1994), |
2008 | Hiroshi Matsui, Susanne Geb, |
Konrad Junghänel, Saarbrücken State Theater Orchestra |
2 DVD:Intergroove Classics Cat:IGC59[57] |
2011 | Alexandrina Pendatchanska, Jennifer Rivera |
René Jacobs, Akademie für Alte Musik Berlin |
3 CDs: Harmonia Mundi, Cat. No. HMC952088/90[58] |
Οι αυτόγραφες παρτιτούρες του Χαίντελ σώζονται, αν και λείπουν η Συμφωνία και τα πρώτα ρετσιτατίβα, αλλά εμφανίζει σημαντικές διαφορές από το λιμπρέτο, λόγω των αλλαγών που έγιναν στις πρώτες παραστάσεις.[59][60] Οι παρτιτούρες του Χαίντελ για την παράσταση έχουν χαθεί. Τρία πρώιμα αντίγραφα του χειρόγραφου, πιθανότατα από το 1710, βρίσκονται στη Βιέννη; ένα από τα οποία πιθανώς να ήταν δώρο του Γκριμάνι στον μελλοντικό Αυτοκράτορα Κάρολο ΣΤ' της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[59] Τα αντίγραφα αυτά, πιθανώς βασισμένα στις χαμένες παρτιτούρες της παράστασης, εμφανίζουν ακόμη περισσότερες αλλαγές από το αυτόγραφο. Ενα χειρόγραφο από τη δεκαετία του 1740 γνωστό ως "η Ανθισμένη παρτιτούρα" περιγράφεται από τον Ντιν ως "μια ποικιλία σε τυχαία σειρά".[59]
Το 1795 περίπου ο βρετανός συνθέτης Σάμιουελ Άρνολντ έφτιαξε μια έκδοση με βάση τα πρώιμα αντίγραφα; η έκδοση αυτή, παρόλο που έχει λάθη και ανακρίβειες, θεωρήθηκε "πιθανότατα μια λογική απεικόνιση των πρώτων παραστάσεων".[60] Η έκδοση Chrysander του 1874 έχει μια τάση να "παραμερίζει τον Άρνολντ όταν είναι σωστός και να τον ακολουθεί όταν είναι λάθος."[59] Ο μουσικολόγος Άντονι Χικς την αποκαλεί "μια ατυχής προσπάθεια να συμβιβάσει το αυτόγραφο με τον Άρνολντ και το κείμενο, με αποτέλεσμα μια μεικτή έκδοση χωρίς κύρος."[60]
Το 1950 ο Μπαρενράιτερ δημοσίευσε την έκδοση Hellmuth Christian Wolff, που προετοιμάστηκε για την αναβίωση του Χάλλε το 1943 και που αντανακλά την απόδοση των ρόλων του Όθωνα και του Ναρκίσσου σε μπάσους, ακόμη κι αν τραγουδούν αυτό που σε άλλη περίπτωση θα ήταν το άλτο κομμάτι στην τελευταία χορωδία.[61] Παρουσιάζει μια γερμανική προσαρμογή των ρετσιτατίβων και των στολισμών για τις da capo άριες καθώς και πολλών άλλων μετατροπών. H φούγκα σε σι ύφεση G 37 εμφανίζεται ως ουβερτούρα στη Δεύτερη Πράξη μαζί με άλλη ορχηστρική μουσική.[62]
Πηγές
Περαιτέρω ανάγνωση