Ο αγρoτισμός είναι η ιδεολογία και «σχολή» οικονομικής σκέψεως που υποστηρίζει ότι η γεωργία είναι ο «κατεξοχήν» παραγωγικός κλάδος της οικονομίας μιας χώρας, επειδή παράγει άμεσα οικονομικά αγαθά. Από την κεντρική αυτή ιδέα αναπτύχθηκαν πολιτικές θεωρίες, σύμφωνα με τις οποίες οι αγρότες πρέπει να έχουν απόλυτη προτεραιότητα στη διακυβέρνηση της χώρας, γιατί από τη δική τους παραγωγική δραστηριότητα απορρέουν και εκπορεύουνται όλες οι παραγωγικές αξίες. Από τη θεωρία στις πρακτικές πολιτικές, υποστηρίχθηκε έτσι ο αναδασμός, αλλά και η μικρής κλίμακας γεωργία με στήριξη των μικροκαλλιεργητών, ο εξισωτισμός (egalitarianism) και πολιτικές υπέρ των φτωχότερων στρωμάτων της κοινωνίας.[1][2] Παραδοσιακά οι θέσεις αυτές απετέλεσαν τη βασική συνιστώσα του αγροτικού σοσιαλισμού. Από την άλλη, δημιουργήθηκαν σε πολλές χώρες, όπως και στην Ελλάδα, «αγροτικά κόμματα», τα οποία ωστόσο για διάφορους λόγους δεν είχαν ευρεία απήχηση και δεν εξελίχθηκαν έτσι σε μεγάλα κόμματα. Στα σημερινά ανεπτυγμένα και βιομηχανικά κράτη ή περιοχές, ο αγρoτισμός εφαρμόζεται με θέσεις υπέρ της θεσπίσεως οικονομικών και κοινωνικών κινήτρων για βιώσιμη ανάπτυξη και για την αποφυγή της εξαπλώσεως των πόλεων, μεταφερόμενος έτσι πιο κοντά στο οικολογικό κίνημα.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο αγρoτισμός δίνει στην αγροτική κοινωνία ενδογενώς υψηλότερη αξία από ό,τι στην αστική κοινωνία και ότι θεωρεί τον ανεξάρτητο αγρότη ως ανώτερο από τον έμμισθο εργάτη, ενώ θεωρεί και τη γεωργία ως έναν τρόπο ζωής που μπορεί να πραγματώσει τις ιδανικές κοινωνικές αξίες.[3] Υπογραμμίζει την ανωτερότητα της απλότητας της αγροτικής ζωής σε σχέση με την πολυπλοκότητα της ζωής στις πόλεις.
Ειδικότερα, ο Αμερικανός διανοητής M. Thomas Inge (1936-2021) ορίζει τον αγρoτισμός με βάση τις ακόλουθες βασικές θέσεις[4]:
... a social or political movement designed to bring about land reforms or to improve the economic status of the farmer