Οι τρεις αδελφοί Λε Ναιν (γαλλικά: Le Nain) ήταν Γάλλοι ζωγράφοι του μπαρόκ κατά τον 17ο αιώνα: ο Αντουάν Λε Ναιν (περ. 1600-1648), ο Λουί Λε Ναιν (περ. 1603-1648) και ο Ματιέ Λε Ναιν (1607-1677). Δημιούργησαν ρωπογραφίες με θέματα της καθημερινής ζωής, σκηνές από τη ζωή των χωρικών, πορτρέτα και μικρογραφίες πορτρέτων, έργα που χαρακτηρίζονται από ρεαλισμό μοναδικό για τη γαλλική τέχνη του 17ου αιώνα.[1]
Τα αδέλφια γεννήθηκαν στη Λαν στη βόρεια Γαλλία. Θεωρείται ότι ο Αντουάν γεννήθηκε περίπου το 1588, ο Λουί το 1593 και ο Ματιέ το 1607. Από το 1630, και οι τρεις εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι, όπου μοιράζονταν το εργαστήριο που ίδρυσε ο Αντουάν, ο οποίος εισήχθη στη συντεχνία των ζωγράφων του Παρισιού, επιτρέποντας στα δύο αδέλφια του να εκπαιδευτούν σ' αυτόν χωρίς να πληρώνουν τέλη. Μέσα σε λίγα χρόνια έλαβαν σημαντικές παραγγελίες, το 1632 ο Αντουάν ζωγράφισε ένα ομαδικό πορτρέτο αξιωματούχων του δήμου του Παρισιού.[2]
Οι πρώτοι πίνακες των Λε Ναιν ήταν θρησκευτικοί και διέφεραν σε στυλ καθώς τα αδέλφια κατά τη δεκαετία του 1630 πέρασαν σύντομες περιόδους στις οποίες επηρεάστηκαν από Γάλλους σύγχρονους όπως ο Φιλίπ ντε Σαμπέν, ο Λωράν ντε Λα Ιρ, ο Ζακ Μπλανσάρ και ο Ιταλός καλλιτέχνης Οράτσιο Τζεντιλέσκι, ο οποίος είχε εργαστεί στο Παρίσι κατά τη δεκαετία του 1620.[3]
Το ενδιαφέρον τους για θέματα της καθημερινής ζωής και σκηνές από τη ζωή των χωρικών άρχισε γύρω στο 1640. Το 1648, τα τρία αδέλφια έγιναν δεκτοί στην Ακαδημία ζωγραφικής και γλυπτικής το έτος ίδρυσής της.
Οι πίνακες με χωρικούς και ζητιάνους είναι τα σημαντικότερα έργα τους και χαρακτηρίζονται από ρεαλισμό μοναδικό για τη γαλλική τέχνη του 17ου αιώνα. Η επιλογή του θέματος ήταν ασυνήθιστη για την εποχή: οι καλλιτέχνες του Παρισιού ήταν απασχολημένοι με μυθολογικές αλληγορίες και τις «ηρωικές πράξεις» του βασιλιά, ενώ οι τρεις Λε Ναιν αφοσιώθηκαν κυρίως σε αυτά τα θέματα ταπεινής ζωής όπως το Γεύμα των Αγροτών, τα Παιδιά παίζοντας χαρτιά,[4] Ο Σιδηρουργός στο καμίνι του, και οι τρεις πίνακες βρίσκονται τώρα στο Λούβρο. Το Προσκύνημα των βοσκών, [5] βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου, αποτελεί εξαίρεση και πολλά άλλα πορτρέτα πολιτικών και θρησκευτικά έργα θεωρείται ότι έχουν χαθεί στη Γαλλική Επανάσταση. Επίσης εξαίρεση φαίνεται να αποτελεί και η Αριάδνη στη Νάξο, καθώς απεικονίζει θέμα από την ελληνική μυθολογία.
Οι τρεις ζωγράφοι συνεργάστηκαν στα έργα τους,[6] ωστόσο συνήθως αποδίδονται στον Λουί οι πιο γνωστοί πίνακες ζωγραφικής με σκηνές που απεικονίζουν την αγροτική ζωή. Πιθανόν να επισκέφτηκε την Ιταλία και να επηρεάστηκε από τον Ολλανδό ζωγράφο Πίτερ φαν Λερ, ο οποίος έμενε στη Ρώμη αλλά επίσης πέρασε από τη Γαλλία στα μέσα της δεκαετίας του 1620. Οι αδελφοί φιλοτέχνησαν επίσης μικρογραφίες, που αποδίδονται κυρίως στον Αντουάν, και πορτρέτα που αποδίδονται στον Ματιέ.
Ο Αντουάν και ο Λουί πέθαναν το 1648. Ο Ματιέ έζησε μέχρι το 1677 και φαίνεται να ζωγράφιζε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1650, αν και κανένα έργο δεν υπογράφεται μετά το 1648. Το 1633, έγινε ο επίσημος ζωγράφος του Παρισιού και το 1662 έλαβε την ασυνήθιστη τιμή για ζωγράφο να χρισθεί Ιππότης του Τάγματος του Αγίου Μιχαήλ.[7]
Θεωρείται ότι το έργο τους ανέρχεται σε περισσότερους από 2.000 πίνακες, εκ των οποίων οι 200 βρίσκονταν ακόμη στην απογραφή του εργαστηρίου του Ματιέ κατά το θάνατό του το 1677. Σήμερα τα αναγνωρισμένα έργα τους είναι 75.
Οι πίνακες των Λε Ναιν αναβίωσαν τη δεκαετία του 1840 και εμφανίστηκαν στους τοίχους του Λούβρου το 1848. Οι οικιακές σκηνές από τη ζωή των αγροτών θαυμάστηκαν και άσκησαν επιρροή σε πολλούς καλλιτέχνες του 19ου αιώνα, παραμένοντας δημοφιλείς μέχρι σήμερα.
Ο καθορισμός και η διάκριση των έργων των τριών αδελφών Λε Ναιν είναι θέμα περίπλοκο γιατί οι πίνακες φέρουν μόνο το επώνυμό τους Λε Ναιν χωρίς τα αρχικά του μικρού ονόματος. Λόγω της ομοιότητας της τεχνοτροπίας τους και της δυσκολίας διάκρισης έργων από κάθε αδελφό, καθώς και επειδή σε πολλούς πίνακες θεωρείται ότι συνεργάστηκαν, συνήθως αναφέρονται ως ένας καλλιτέχνης.[8][9]