Αιμάρ

Αιμάρ
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση9ος αιώνας
Θάνατος873
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
Οικογένεια
ΤέκναBárid
Sitriuc mac Ímair
Sichfrith mac Ímair
ΓονείςGofraid of Lochlann
ΣυγγενείςÍmar ua Ímair (εγγονός), Ραγκνάλ ουα Αιμάρ (εγγονός), Σιθρίκ Κες (εγγονός) και Γκοφραίντ ουα Αιμάρ (εγγονός)
ΟικογένειαΟυί Αιμάρ
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαβασιλιάς (Βασίλειο του Δουβλίνου)

Ο Αιμάρ (Ímar, ... - 873) ήταν πολέμαρχος των Βίκινγκ στην Ιρλανδία και στη Σκωτία στα μέσα του 9ου αιώνα, ο ιδρυτής της δυναστείας του Ουί Αιμάρ της οποίας τα μέλη πολέμησαν για πολλούς αιώνες περιοχές γύρω από την Ιρλανδική θάλασσα. Ο Αιμάρ ήταν γιος ενός βασιλιά του Λοχλάν που το όνομα του σύμφωνα με τα "Θραυσματικά Χρονικά της Ιρλανδίας" ήταν Γκοφράιντ, τα ίδια χρονικά αναφέρουν σαν αδελφούς του τον Αουίσλ και τον Αμλαίμπ Κουνάνγκ ενώ μερικοί ιστορικοί αναφέρουν σαν αδελφό του και τον Χάλφνταν Ράγκναρσον. Τα Ιρλανδικά Χρονικά καταγράφουν τον Αμλαίμπ, τον Αιμάρ και τον Αουίσλ σαν "βασιλείς των ξένων" ενώ σύγχρονοι ιστορικοί τους ονομάζουν "βασιλείς του Δουβλίνου" επειδή χρησιμοποιούσαν το Δουβλίνο σαν βάση για τις εκστρατείες τους. Πολλοί ιστορικοί ταυτίζουν τον Αιμάρ με τον Αιβάρ τον Ασπόνδυλο, έναν άλλον Βίκινγκ πολέμαρχου ο οποίος ήταν αρχηγός του Μεγάλου Στρατού των Βίκινγκ γιος του θρυλικού Ράγκναρ Λόθμπροκ και αδελφός του Χάλφνταν Ράγκναρσον.

Τη δεκαετία του 850 και στις αρχές της δεκαετίας του 860 ο Αιμάρ βρέθηκε σε σύγκρουση με τον Μέιλ Σεχνάιγ βασιλιά του Ουί Νέιγ, ενός από τα ισχυρότερα βασίλεια της Ιρλανδίας. Η αιτία της σύγκρουσης είναι αβέβαιη αλλά όπως φαίνεται ο Αιμάρ πολέμησε πολύ χρόνο για να κερδίσει τον έλεγχο του Μύνστερ και των περιοχών του, συμμάχησε με τον Κερμπάλ βασιλιά του Κιλκένι και τον Αέντ Φιντλιάθ βασιλιά του βορείου Ουί Νέιγ εναντίον του Μέιλ Σεχνάιγ. Ο Μέιλ Σεχνάιγ (962) και τα εδάφη του διασπάστηκαν με τη λήξη της σύγκρουσης, στη συνέχεια ο Αιμάρ προσπάθησε να επεκτείνει τα εδάφη του και την εξουσία του στο νησί. Ο Αιμάρ εξαφανίζεται από τις ιστορικές πηγές της Ιρλανδίας την περίοδο 864 - 870 γι'αυτό πολλοί ιστορικοί τον ταυτίζουν με τον Αιβάρ τον Ασπόνδυλο ο οποίος είχε έντονη δράση στην Αγγλία εκείνη την περίοδο. Σύμφωνα με τα χρονικά το 850 ο Αιμάρ και ο Αμλάιμπ κατόρθωσαν να κυριεύσουν το Νταμπάρτον Ροκ, το ισχυρότερο φρούριο στο βασίλειο του Στραθκλάιντ ύστερα από πολιορκία τεσσάρων μηνών. Ο Αιμάρ πέθανε το 873 με τον τίτλο "βασιλιάς των Νορβηγών της Ιρλανδίας και της Βρετανίας", τα Θραυσματικά Χρονικά αναφέρουν ότι ο πατέρας του Αιμάρ πέθανε την ίδια χρονιά έχοντας εγκαταστήσει την κυριαρχία τους στο Δουβλίνο, τη Νήσο του Μαν, τις Ορκάδες και το μεγαλύτερο τμήμα των ακτών της βόρειας και της Δυτικής Σκωτίας.

.

Οι Βίκινγκ στην Ιρλανδία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Τα Ιρλανδικά βασίλεια γύρω στο 900

Οι Νορβηγικές επαφές με τη Σκωτία καταγράφονται για πρώτη φορά τον 8ο αιώνα αν και η πραγματική φύση των επαφών αυτών είναι άγνωστη.[1] Οι εκσκαφές στο νησί του Ουνστ έχουν οδηγήσει τους ιστορικούς στο συμπέρασμα ότι οι πρώτες εγκαταστάσεις στην περιοχή έγιναν στα μέσα του 7ου αιώνα και από το 793 καταγράφονται ασταμάτητες επιδρομές των Βίκινγκ στα Βρετανικά νησιά.[2] "Όλα τα νησιά της Βρετανίας λεηλατήθηκαν και το νησί του Ιωνά καταστράφηκε την περίοδο 802 - 806".[3][4] Τα Μπερτινιανά Χρονικά αναφέρουν ότι οι Εβρίδες κατακτήθηκαν από τους Βίκινγκ το 847.[5] Οι ιστορικές μελέτες για την περίοδο αυτή έχουν οδηγήσει τους ιστορικούς σε αντιφατικά συμπεράσματα που τους έφεραν σε σύγκρουση ειδικά για τα πρώτα χρόνια που εγκαταστάθηκαν οι Σκανδιναβοί στην περιοχή. Ο Μπαρέτ αναγνωρίζει μερικές από αυτές τις αντιφατικές θεωρίες οι οποίες πολύ πιθανό να είναι αληθινές.[6] Ο Κορραίν από την άλλη πλευρά σημειώνει: "η περίοδος στην οποία οι Βίκινγκ εγκαταστάθηκαν για πρώτη φορά στα νησιά παραμένει άγνωστη".[7]

Οι καταγραφές σχετικά με τις πρώτες επιδρομές των Βίκινγκ στην Ιρλανδία παρουσιάζονται για πρώτη φορά το 795.[8] Οι επιδρομές σταδιακά αυξήθηκαν κατακλύζοντας για πρώτη φορά ολόκληρη την Ιρλανδία τη διετία 840 - 841.[9] Το 841 η πρώτη μεγάλη εγκατάσταση δημιουργήθηκε στο Αθ Κλιάθ η οποία θα είναι ο πυρήνας για να δημιουργηθεί σύντομα η πόλη του Δουβλίνου.[10] Μεγάλες εγκαταστάσεις δημιουργήθηκαν την ίδια περίοδο σε ολόκληρο το νησί, ο πληθυσμός των Βίκινγκ ενισχύθηκε με την έλευση του νέου κύματος των Βίκινγκ των "σκοτεινών ξένων" (851) μια ορολογία που χρησιμοποιήθηκε για να τους διαχωρίσει από τους παλιότερους επιδρομείς που είχαν εγκατασταθεί πολλά χρόνια στο νησί τους "ισχυρούς ξένους".[11] Ένα βασίλειο των Βίκινγκ της Σκωτίας που δημιουργήθηκε στα μέσα του 9ου αιώνα ασκούσε την εξουσία σε πολλούς από τους Βίκινγκ της Ιρλανδίας, το 853 δημιουργήθηκε το βασίλειο του Δουβλίνου που διεκδίκησε την εξουσία σε όλους τους Βίκινγκ της Ιρλανδίας.[12]

Οι κύριες ιστορικές πηγές για εκείνη την περίοδο ήταν τα Νορβηγικά Σάγκας και τα Ιρλανδικά χρονικά, παρά το γεγονός ότι μερικά από τα χρονικά όπως τα Χρονικά του Ούλστερ ήταν σύγχρονα με την εποχή τα περισσότερα από τα γεγονότα που γράφουν θεωρούνται αναξιόπιστα. Άλλα χρονικά όπως τα Θραυσματικά Χρονικά της Ιρλανδίας και τα Χρονικά των τεσσάρων Μάστερς ολοκληρώθηκαν αργότερα με υλικό από σύγχρονες πηγές ή με πληροφορίες από παλιότερα Σάγκας.[13] Ο Ντάουχαμ τελικά αναφέρει: "πέρα από όλες αυτές τις μεταγενέστερες προσθήκες τα Ιρλανδικά Σάγκας θεωρούνται σε γενικές γραμμές αξιόπιστα και περιγράφουν τα γεγονότα με ακρίβεια".[14]

Άφιξη του Αιμάρ στην Ιρλανδία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αιμάρ καταγράφεται για πρώτη φορά στα Ιρλανδικά χρονικά το 857, τέσσερα χρόνια πιο νωρίς ο αδελφός του Αμλάιμπ Κονούνγκ καταγράφεται σαν ο πρώτος που έφτασε στην Ιρλανδία.[15] Τα μετέπειτα "Θραυσματικά Χρονικά της Ιρλανδίας" με τον ίδιο τρόπο αναφέρουν ότι ο Αμλάιμπ Κονούνγκ έφτασε στο νησί πριν από τον αδελφό του.[16]

"Εκείνη την χρονιά τον έκτο χρόνο της βασιλείας του Μέιλ Σεχνάιγ ο Αμλάιμπ Κονούνγκ γιος του βασιλιά του Λοχλάν έφτασε στην Ιρλανδία και έφερε μια σειρά με εισφορές και φορολογίες από τον πατέρα του, στη συνέχεια έφυγε αιφνίδια και ήρθε στη θέση του ο αδελφός του Αιμάρ με τα ίδια φορολογικά μέτρα."[17]

Ο Αιμάρ και ο Αμλάιμπ ενώθηκαν στην Ιρλανδία με τον αδελφό τους Αουίσλ πριν το 863, από εκείνη τη χρονιά οι τρεις αδελφοί περιγράφονται από τα χρονικά ως "βασιλείς των ξένων", σε σύγχρονα χρονικά εμφανίζονται σαν βασιλείς του Δουβλίνου επειδή σύντομα χρησιμοποίησαν την πόλη αυτή σαν επίκεντρο των δραστηριοτήτων τους.[18]

Η Λοχλάν η περιοχή στην οποία ήταν βασιλιάς ο πατέρας τους εντοπίζεται στη Νορβηγία αν και το γεγονός αυτό δεν έχει γίνει ευρέως αποδεχτό από τους σύγχρονους ιστορικούς.[19] Πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί τονίζουν ότι μέχρι την εποχή που πραγματοποιήθηκε η μάχη του Κλοντάρφ (1014) όλοι πίστευαν ότι το Λοχλάν βρισκόταν στη Νήσο του Μαν ή τις Εβρίδες ή τη Σκωτία.[20] Η αυθεντική ωστόσο άποψη που τελικά επικράτησε από τον 12ο αιώνα την εποχή που ο Μάγκνους Γ΄ της Νορβηγίας ανέλαβε την εκστρατεία του στη δύση ήταν ότι το Λοχλάν βρισκόταν στη Νορβηγία.[21]

Η πρώτη αναφορά για τον Αιμάρ στα Ιρλανδικά Χρονικά (857) αφορούσε έναν πόλεμο ανάμεσα στον Αιμάρ και τον Αμλαίμπ Κονούνγκ εναντίον του Μέιλ Σεχνάιγ ενός τοπικού βασιλιά στη νότια Ουί Νέιγ από μια ομάδα Βίκινγκ οι οποίοι ήταν γνωστοί ως Νορβηγό-Ιρλανδοί. Ο Μέιλ Σεχνάιγ ήταν ο πιο ισχυρός βασιλιάς στην Ιρλανδία εκείνη την εποχή και τα εδάφη του ήταν πολύ κοντά στην περιοχή της κύριας εγκατάστασης των Βίκινγκ στο Δουβλίνο.[22] Ο πόλεμος ξεκίνησε την προηγούμενη χρονιά, τα Χρονικά του Ούλστερ αναφέρουν "σκληρός πόλεμος δημιουργήθηκε ανάμεσα στους ηγήτορες του στρατού του Μέιλ Σεχνάιγ που υποστηρίχτηκαν από τους Βορειοιρλανδούς".[23]

Οι πόλεμοι επικεντρώθηκαν στο Μύνστερ, ο Μέιλ Σεχνάιγ προσπάθησε να αυξήσει σημαντικά την εξουσία του στους βασιλείς της περιοχής.[22] Ο Μέιλ Σεχνάιγ πήρε πολλούς ομήρους από την επαρχία τα έτη 854, 856 και 858.[24] Η δύναμη των τοπικών βασιλέων είχε εξασθενήσει σημαντικά ύστερα από μια επιδρομή στο Λούγκ Κέντ στην οποία ο Γκόρμαν γιος του Λονάν ένας συγγενής του υποτελή βασιλιά του Μύνστερ σκοτώθηκε μαζί με πολλούς άλλους.[25] Η εξασθένιση αυτή τράβηξε την προσοχή τόσο του Μέιλ Σεχνάιγ όσο και των Βίκινγκ που βρέθηκαν μεταξύ τους σε πόλεμο λόγω ανταγωνισμού για τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της περιοχής.[22] Οι πρώτες μάχες έγιναν στον δρόμο των Βίκινγκ, ο Αιμάρ και ο Αμλάιμπ συγκρούστηκαν με τον Καιτίλ τον ισχυρό και τους Νορβηγο-Ιρλανδούς στα εδάφη του Μύνστερ.[26] Δεν είναι βέβαιο αν ο Καιτίλ ταυτίζεται με τον Κετίλ Μπγιόρσον που εμφανίζεται σε μετέπειτα Σάγκας αλλά τόσο ο Άντερσον όσο και ο Κράουφορντ επιβεβαιώνουν ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο.[27]

Πόλεμοι με Ιρλανδούς βασιλείς

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το Νταμπάρτον Ρόκ που κατέλαβε ο Αιμάρ ύστερα από τετράμηνη πολιορκία (870)

Ο Αιμάρ συμμάχησε με τον Κερμπάλ τοπικό βασιλιά του Κιλκένι (858) και έγιναν αρχηγοί ενός Νορβηγό-Ιρλανδικού στρατεύματος που ξεκίνησε τις επιδρομές στην περιοχή του Τιπεράρυ. Το Κιλκένι ήταν τότε ένα μικρό βασίλειο ανάμεσα στα μεγαλύτερα βασίλεια του Μύνστερ και του Λένστερ, αρχικά τη δεκαετία του 840 ο Κερμπάλ στηρίχθηκε στη συμμαχία του με τον ισχυρότερο βασιλιά του Μύνστερ αλλά σύντομα η εξουσία του εξασθένησε, αυτό έδωσε την ευκαιρία στον βασιλιά του Κιλκένι να εκμεταλλευτεί το πλεονέκτημα.[28] Ο Κερμπάλ είχε πριν πολεμήσει εναντίον των Βίκινγκ αλλά στη συνέχεια συμμάχησε μαζί τους προκειμένου να αντιμετωπίσει τον Μέιλ Σεχνάιγ και τους Νορβηγο-Ιρλανδούς συμμάχους του.[29] Την επόμενη χρονιά ο Αιμάρ, ο Αμλαίμπ και Κερμπάλ πραγματοποίησαν επιδρομή στα εδάφη του Μέιλ Σεχνάιγ στην περιοχή του Μιθ αλλά στη συνέχεια ακολούθησε μια βασιλική σύσκεψη στο Ράθουγκ το οποίο βρισκόταν στη σημερινή κομητεία του Ουέστμιθ.[30] Μετά από τη σύσκεψη του Ράθουγκ αποφασίστηκε η υποταγή του Κερμπάλ και των Βίκινγκ συμμάχων του στον Μέιλ Σεχνάιγ "για χάρη της ειρήνης ανάμεσα στους άνδρες της Ιρλανδίας".[31]

Όταν οι σύμμαχοι γύρισαν εναντίον τους ο Αιμάρ και ο Αμλάιμπ πραγματοποίησαν νέα συμμαχία με τον Αέντ Φιντλιάθ τοπικό βασιλιά στο βόρειο Ουί Νέιγ και αντίπαλο του Μέιλ Σεχνάιγ.[32] Το 860 ο Μέιλ Σεχνάιγ και ο Κερμπάλ συγκέντρωσαν μεγάλο στρατό από το Μύνστερ, το Λένστερ, το βόρειο Ουί Νέιγ και ξεκίνησαν τις επιδρομές εναντίον του Αέντ Φιντλιάθ κοντά στο Άρμαγκ. Οι βόρειες δυνάμεις στρατοπέδευσαν στην περιοχή και ο Αέντ πραγματοποίησε αιφνιδιαστική νυχτερινή επίθεση σκοτώνοντας πολλούς από τους άντρες των νοτίων αλλά οι δυνάμεις του είχαν μεγάλες απώλειες και αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν.[33] Σε αντίποινα για αυτή την επίθεση ο Αμλάιμπ και ο Αέντ πραγματοποίησαν επιθέσεις στο Μιθ (861, 862) αλλά αποκρούστηκαν και τις δυο φορές.[34] Σύμφωνα με τα "Θραυσματικά Χρονικά" η συμμαχία τους κατοχυρώθηκε με έναν πολιτικό γάμο.

"Ο Αέντ γιος του Νέιγ και γαμπρός του Αμλάιμπ πήγαν με έναν ισχυρό στρατό από Ιρλανδούς και Νορβηγούς στην πεδιάδα του Μιθ, λεηλάτησαν και σκότωσαν πολλούς άοπλους".[35] Τα επόμενα χρόνια οι συμμαχίες ανάμεσα στο βόρειο Ουί Νέιγ και τους Βίκινγκ του Δουβλίνου έγιναν συνηθισμένο γεγονός, το βόρειο και το νότιο Ουί Νέιγ βρίσκονταν συνέχεια σε σύγκρουση για την κυριαρχία στην Ιρλανδία, η ανεπιθύμητη γειτονία ανάμεσα στο Δουβλίνο και τους νότιους οδήγησε σε φυσική συμμαχία ανάμεσα στο Δουβλίνο και τους βόρειους.[32]

Ο Μέιλ Σεχνάιγ πέθανε (862) και η περιοχή του Μιθ μοιράστηκε ανάμεσα σε δυο βασιλείς τον Λόρκαν μακ Καθάιλ και τον Κόντσομπαρ μακ Ντόνντσαντ.[36] Ο Αιμάρ και ο Αμλάιμπ ενώθηκαν στην Ιρλανδία με τον τον αδελφό τους Αουίσλ με σκοπό να επεκτείνουν τα εδάφη τους σε βάρος του νοτίου Ουί Νέιγ.[37] Οι τρεις αδελφοί επιτέθηκαν στην Μπρέγκα (863) σε συμμαχία με τον Λορκλαν και την επόμενη χρονιά ο Αμλαίμπ έπνιξε τον Κόντσομπαρ στο αβαείο του Κλονάρντ.[38] Ο Μουιρεκάν μακ Ντιαρμάτα, τοπικός βασιλιάς του Ουί Ντουντσάντα σκοτώθηκε από τους Βίκινγκ (863) πιθανότατα από τον Αιμάρ και τους ευγενείς του στις προσπάθειες τους να επεκταθούν στο Λένστερ.[39]

Το 864 τα τρία αδέλφια ξεκίνησαν τις προετοιμασίες τους για την κατάκτηση της Ιρλανδίας και στη συνέχεια για μια νέα εκστρατεία στη Βρετανία.[40] Ο Αιμάρ εξαφανίστηκε από τα Ιρλανδικά χρονικά το 864 και δεν εμφανίστηκε ξανά ποτέ πριν το 870. Ο Ντάουνχαμ τον ταυτίζει με τον Αιβάρ τον Ασπόνδυλο έναν Βίκινγκ οπλαρχηγό και αρχηγό του Μεγάλου Στρατού των Βίκινγκ.[41] O Κρόνιν τονίζει "ο Αιμάρ ταυτίζεται πραγματικά με τον Αιβάρ τον Ασπόνδυλο αλλά η πληροφορία βρίσκεται υπό αμφισβήτηση".[42]

Η επανεμφάνιση του Αιμάρ στα Ιρλανδικά Χρονικά (870) σημειώνεται με μια νέα επιδρομή από τον ίδιο και τον Αμλάιμπ, πολιόρκησαν το Νταμπάρτον, το κύριο φρούριο του βασιλείου του Στραθκλάιντ το οποίο κατέλαβαν ύστερα από τετράμηνη πολιορκία.[43] Το ζεύγος επέστρεψε στο Δουβλίνο (871) με 200 πλοία και με "έναν μεγάλο αριθμό με αιχμαλώτους μεταξύ των οποίων Άγγλοι, Βρετανοί και Πίκτοι".[44] Τα "Θραυσματικά Χρονικά" γράφουν ότι ο Αμλάιμπ επέστρεψε την ίδια χρονιά στο Λοχλάν για να βοηθήσει τον πατέρα τους και ο Αιμάρ έμεινε μόνος αφού ο Αουίσλ είχε πεθάνει το 867.[45] Τα Χρονικά των Πίκτων αναφέρουν ότι ο Αμλάιμπ πέθανε γύρω στο 874 κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας εναντίον του Κωνσταντίνου Β΄ της Σκωτίας.[46] Τα Θραυσματικά Χρονικά αναφέρουν επίσης τον θάνατο του Γκοφράιντ πατέρα του Αιμάρ το 873.[47] Η τελευταία καταγραφή για τον ίδιο τον Αιμαρ στα σύμφωνα με την εποχή του χρονικά βρίσκεται επίσης το 873, τότε καταγράφεται ο θάνατος του ως "βασιλεύς των Νορβηγών ολόκληρης της Αγγλίας και της Ιρλανδίας".[46] Ο Κορραίν αναφέρει ότι την εποχή του θανάτου του Αιμάρ ανήκαν στο βασίλειο του το Μαν, τα δυτικά νησιά, το Άρτζιλ, το Σάδερλαντ, οι Ορκάδες και τμήματα των ακτών της Σκωτίας.[47]

Θρύλοι και αναφορές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ταυτοποίηση με τον Αιβάρ τον Ασπόνδυλο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μικρογραφία από το Harley_MS_2278 που παριστάνει τον Αιβάρ τον Ασπόνδυλο και τον Ούμπα να λεηλατούν την ενδοχώρα

Το 865 ο Μεγάλος στρατός των Βίκινγκ στρατοπέδευσε στην Αγγλία και ένας από τους αρχηγούς του σύμφωνα με το Αγγλοσαξωνικό χρονικό έχει αναγνωριστεί με το όνομα "Ινγκουάρ".[48] Οι μετέπειτα Νορβηγικές παραδόσεις ταυτίζουν τον Ινγκουάρ με τον Αιβάρ τον Ασπόνδυλο τον γιο του θρυλικού Ράγκναρ Λόντμπροκ, είναι γενικά αποδεκτό ότι ο Ινγκουάρ και ο Άιβαρ ο Ασπόνδυλος είναι το ίδιο πρόσωπο αν και το επίθετο "Ασπόνδυλος" δεν καταγράφεται ποτέ μέχρι τον 12ο αιώνα και η προέλευση του είναι άγνωστη.[49] Πολλοί υποθέτουν ότι ο Άιβαρ ο Ασπόνδυλος είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Αιμάρ αν και δεν υπάρχει καμιά σύνδεση μεταξύ τους, ο Γουλφ υποστηρίζει τη σύνδεση ανάμεσα στους δυο Αιβάρ και γράφει ότι "είναι γενικά αποδεκτό ότι έφτασαν στη Βρετανία απ'ευθείας από την Ιρλανδία όπου ο Αιμάρ είχε ενεργή δράση τουλάχιστον για μια δεκαετία".[50] Ο Κορραίν σημειώνει ότι η ταυτοποίηση ανάμεσα στον Αιμάρ και τον Ινγκουάρ φαίνεται από τρία σημεία: την ομοιότητα των ονομάτων τους, την απουσία στα Ιρλανδικά χρονικά οποιασδήποτε αναφοράς σχετικά με το όνομα του Αιμάρ την περίοδο 864 - 870 και τις συγγενικές σχέσεις ανάμεσα στις δυναστείες του Δουβλίνου και της Γιορκ.[51] Ο Οραμ και ο Πέντερσεν από την άλλη πλευρά αναφέρουν ότι ο Αιμάρ δεν εμφανίζεται σε καμιά Αγγλική πηγή μετά το 870 που επανεμφανίζεται στα Ιρλανδικά χρονικά.[52]

Ο Κορραίν από την άλλη πλευρά που είναι φανατικά αντίθετος σε οποιαδήποτε ταυτοποίηση ανάμεσα στον Αιμάρ και τον Ινγκουάρ γράφει: "το να δεχτούμε ότι ο Αιμάρ του Δουβλίνου είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Ίνγκουαρ πως μπορούμε να εμπιστευτούμε τα λεγόμενα του Σμιθ που εμφανίζει τον Αιμάρ στην Ανατολική Αγγλία το 871 ενώ σύμφωνα με τις Ιρλανδικές πηγές ο Αιμάρ μετά την πολιορκία του Νταμπάρτον το 870 σε τέσσερις μήνες στις αρχές του 871 επέστρεψε στην Αγγλία;" Tο υλικό σχετικά με την ταυτοποίηση του Ινγκουάρ με τον Αιμάρ θεωρείται αναξιόπιστο.[53] Ο Κορραίν καταλήγει: "δεν υπάρχει καμιά απόδειξη ότι ο Αιμάρ του Δουβλίνου και ο Ίνγκουαρ είναι το ίδιο πρόσωπο, όλες οι θεωρίες σχετικά με αυτόν τον συσχετισμό έχουν απορριφθεί".[54] Ο Ντάουνχαμ σημειώνει "άν και όλοι οι ιστορικοί του μεσαίωνα έχουν ενδιαφερθεί έντονα σχετικά με την καταγωγή του Αιμάρ δεν είναι δυνατό να δεχτούμε τίποτα σαν ιστορική πραγματικότητα".[55]

Οι σκοτεινοί και οι ισχυροί ξένοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα Ιρλανδικά Χρονικά οι όροι "σκοτεινοί ξένοι" και "ισχυροί ξένοι" χρησιμοποιήθηκαν για να περιγράψουν τις αντίπαλες ομάδες των Βίκινγκ, σύμφωνα με την ακριβή ιστορική μετάφραση ο πρώτος όρος είχε αναφορά στους Δανούς και ο δεύτερος στους Νορβηγούς.[56] Μετά το 917 οι οπαδοί του Αιμάρ περιγράφονται στην πρώτη ομάδα των σκοτεινών ξένων, ο ίδιος ο Αιμάρ δεν αναφέρεται στα χρονικά να ανήκει σε κάποια από τις συγκεκριμένες ομάδες αλλά ο αδελφός του αναφέρεται "άρχοντας των σκοτεινών ξένων".[57]

Η ερμηνεία των όρων άλλαξαν με τον καιρό και χρησιμοποιήθηκαν για την διάκριση ανάμεσα στους παλιούς και τους νέους Βίκινγκ, οι Βίκινγκ που βρίσκονταν υπό την ηγεσία του Αιμάρ χαρακτηρίζονται σαν "νέοι" ή "σκοτεινοί" κατακτητές.[58]

Μια εναλλακτική πρόταση από τον Άλεξ Γουλφ (γεν. 1963) συνταυτίζει τον εγγονό του Αιμάρ Ραγκνάλ ουα Αιμάρ με τον Ρόγκνβαλντ Ειστέινσον κόμη του Μόρ μια ιστορική μορφή που σχετίζεται με τον Χάραλντ Χορφάγκρε τον πρώτο βασιλιά της Νορβηγίας. Ο Γουλφ προβάλει δυο αποδείξεις για να στηρίξει τη θεωρία του, η πρώτη ότι τόσο ο Ραγκνάλ όσο και ο Ρόγκνβαλντ αναφέρονται σαν εγγονοί κάποιου "Αιμάρ", η δεύτερη ο Αιμάρ γιος του Ρόγκβαλντ σκοτώθηκε στη Σκωτία καθώς ήταν ο ευγενής του Ραγκνάλ Αιμάρ ουά Αιμάρ.[59] Άλλες προσπάθειες έγιναν τη σύγχρονη εποχή για να συνδέσουν τους βασιλείς του Λοχλάν με ιστορικές μορφές της Νορβηγίας, ο Αμλάιντ έχει συνταυτιστεί με τον Όλαφ ετεροθαλή αδελφό του Χάλφνταν του Μελανού αλλά η θεωρία αυτή δεν έχει επαρκή στήριξη. Ο Κορραίν σημειώνει ότι "δεν υπάρχει καμιά ιστορική απόδειξη σχετικά με τη σύνδεση της δυναστείας του Δουβλίνου με το Βεστφόλντ".[60]

Οικογενειακές ρίζες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Τα Χάλφντανσογκεν πιθανότατα τόπος ταφής του Χάλφνταν του Μελανού στο Βεστφόλντ

Τα "Θραυσματικά Χρονικά" αναγνωρίζουν σαν πατέρα του Αιμάρ τον Γκοφράιντ, μια εισαγωγή σχετικά με το γενεαλογικό δέντρο του Αιμάρ αναφέρει "ο Αιμάρ γιος του Γκοφράιντ γιου του Ραγκνάλ γιου του Γκοφράιντ Κουνούγκ γιου του Γκοφράιντ".[61] Ο Κορραίν σημειώνει ότι η αναφορά για το γενεαλογικό δέντρο του Αιμάρ είναι "χωρίς καμιά σοβαρή ιστορική σημασία".[62] Δέχεται ωστόσο ότι ο Γκοφράιντ ήταν ο πατέρας του Αιμάρ αναφέροντας ότι "είναι πολύ πιθανό ο πατέρας του Αιμάρ να ήταν ο Γκοφράιντ ο οποίος είναι ιστορικό πρόσωπο και γενάρχης".[62]

Ο Αμλάιμπ Κονούνγκ ήρθε στην Ιρλανδία πρώτος το 853 και στη συνέχεια τον ακολούθησε ο Αιμάρ το 857 και ο Αουίσλ το 863.[63] Τα Χρονικά του Ούλστερ καταγράφουν τα τρία αδέλφια ως "βασιλείς των ξένων" αναφέροντας:[63]

"Ο βασιλιάς είχε τρεις γιους τον Αμλάιμπ, τον Αιμάρ και τον Ουάσλ, ο Ουάσλ αν και μικρότερος σε ηλικία ήταν ο μεγαλύτερος σε δύναμη και αξία διατάζοντας τους Ιρλανδούς να ρίξουν με δύναμη τα ακόντια. Οι αδελφοί του τον κακοποίησαν αλλά αυτός τους κακοποίησε περισσότερο, οι αιτίες του μίσους δεν μπορεί να ειπωθούν επειδή είναι τεράστιες".[64]

Τα Χρονικά του Ούλστερ αναφέρουν ότι ο Αουίσλ δολοφονήθηκε από τους ίδιους τους συγγενείς του.[65] Τα Θραυσματικά Χρονικά αναφέρουν ότι ο Αμλάιμπ και ο Αιμάρ σχεδίαζαν τη δολοφονία του αδελφού τους αν και τα κίνητρα δεν είναι γνωστά.[64] Δεν αναφέρονται σαν αδέλφια σε κανένα σύγχρονο χρονικό με την εποχή τους αλλά η συνεχής επανάληψη των ονομάτων στους απογόνους τους δείχνει ότι υπήρχε στενή οικογενειακή σχέση μεταξύ τους.[55]

Μερικοί ιστορικοί αναγνωρίζουν τον Χάλνταν Ράγκναρσσον σαν έναν τέταρτο αδελφό τους.[55] Αυτό έχει σχέση με το γεγονός ότι πολλοί ιστορικοί συσχετίζουν τον Αιμάρ με τον Αιβάρ τον Ασπόνδυλο, ο Χάλφνταν και ο Άιβαρ ήταν αδέλφια σύμφωνα με το Αγγλοσαξωνικό χρονικό.[66] Σύμφωνα με τα Χρονικά του Ούλστερ ο γιος του Αμλαίμπ Οιστίν σκοτώθηκε σε μάχη από κάποιον Αλμπάν (875), η προσωπικότητα αυτή όπως έχει γίνει γενικά αποδεκτό ήταν ο Αλμπάν.[67][68] Άν είναι αυτό αληθές τότε μπορεί να εξηγηθεί η αιτία της σύγκρουσης, ήταν μια δυναστική σύγκρουση για τον έλεγχο του βασιλείου.[69] Ένα σημαντικό πρόβλημα που έχει φέρει σύγχιση στους ιστορικούς είναι το γεγονός ότι ο Άιβαρ και ο Χάλφνταν αναφέρονται σύμφωνα με τα Νορβηγικά Σάγκας σαν γιοι του Ράγκναρ Λόντμπροκ ενώ ο Αιμάρ και ο Αμλάιμπα αναφέρονται σύμφωνα με τα "Θραυσματικά Χρονικά" σαν γιοι του Γκοφράιντ.[70] Η ιστορική ύπαρξη του Ραγκνάρ ωστόσο είναι αβέβαιη και η ταυτοποίηση του Ραγκνάρ σαν πατέρα του Αιβάρ και του Χάλφνταν δεν έχει αναγνωριστεί.[71]

Τρεις προσωπικότητες έχουν αναγνωριστεί από τους ιστορικούς σαν γιοι του Αιμάρ, ο Μπαρίντ (πέθανε το 881), ο Σίχφριθ (πέθανε το 888) και ο Σιτριούκ (πέθανε το 896) και οι τρεις ήταν βασιλείς στο Δουβλίνο.[72] Πέντε εξίσου μεγάλες προσωπικότητες κατείχαν τον τίτλο στα χρονικά "ουα Αιμάρ" ο οποίος μεταφράζεται ως "εγγονός του Αιμάρ" ο Σιθρίκ Κες, ο Γκοφραίντ ουα Αιμάρ, ο Ραγκνάλ ουα Αιμάρ και ο Αμλαίμπ, όλοι εκτός από τον Αμλαίμπ έχουν βασιλεύσει τουλάχιστον μια φορά στο Δουβλίνο ή στη Νορθουμβρία.[73] Στους πέντε διακεκριμένους εγγονούς του Αιμάρ δεν έχει δοθεί ποτέ κάποιο πατρώνυμο με αυτόν τον τρόπο δεν γνωρίζουμε ποιος από τους τρεις επιζώντες γιους του Αιμάρ ήταν ο πατέρας τους. Η πρώτη εξήγηση είναι ότι ο πατέρας τους δεν είχε βασιλεύσει ποτέ στην Ιρλανδία ή είχε περάσει το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του μακριά από το νησί, η δεύτερη εξήγηση είναι ότι ήταν γιοι μιας κόρης του Αιμάρ, σε οποιαδήποτε περίπτωση τα κληρονομικά τους δικαιώματα εξαρτήθηκαν μονάχα από τον παππού τους.[74]

Ο Αιμάρ και οι απόγονοι τους διακρίθηκαν με τον τίτλο "Ουί Αιμάρ" ο οποίος μεταφράζεται ως "απόγονος του Αιμάρ".[75] Τα μέλη της δυναστείας αργότερα περιείχαν πολλούς βασιλείς του Δουβλίνου, της Νορθουμβρίας και των νησιών. Ο Ντάουνχαμ σημειώνει "Οι απόγονοι του Αιμάρ κυβέρνησαν τα μεγαλύτερα λιμάνια της Ιρλανδίας και διαδέχθηκαν βασιλείς της Αγγλίας στα τέλη του 9ου και στις αρχές του 10ου αιώνα".[76] Η δύναμη των Βίκινγκ στην Ιρλανδία εξασθένησε σημαντικά μετά τη μάχη του Κλοντάρφ (1014), οι απόγονοι του Αιμάρ διατήρησαν την εξουσία τους γύρω από την Ιρλανδική θάλασσα αλλά δεν κατάφεραν να την επεκτείνουν όπως έκαναν πριν. Η δυναστεία του Κρόβαν η οποία βασίλευσε στη νήσο του Μαν και στα νησιά διεκδικούσε την καταγωγή της από τον Αμλάιμπ Κουαράν δισέγγονο του Αιμάρ.[77] Ο Γουλφ μεταξύ άλλων αναφέρει ότι ο Σόμερλεντ βασιλιάς των νησιών και προπάτορας του Κλαν Ντόναλντ και του Κλαν Μακ Ντουγκάλ καταγόταν από τον Αιμάρ και τη δυναστεία του Κρόβαν μέσω της θηλυκής γραμμής.[78]

  1. Graham-Campbell and Batey, pp. 2, 23
  2. Ballin Smith, Taylor and Williams, p. 289, 294
  3. Thomson, pp. 24–27
  4. Woolf (2007), p. 57
  5. Woolf (2007), pp. 99–100, 286–289; Anderson, p. 277; Graham-Campbell and Batey, p. 45
  6. Barrett, p. 412
  7. O Corrain (1998), p. 25
  8. O Corrain (1998), p. 27; Annals of Ulster, s.a. 795
  9. O Corrain (1998), p. 28; Annals of Ulster, s.a. 840
  10. Holman, p. 180
  11. Downham, p. 14
  12. O Corrain (1998), pp. 28–29
  13. Radner, pp. 322–325
  14. Downham, p. 12
  15. Downham, pp. 258–259
  16. Anderson, pp. 281–284
  17. Fragmentary Annals of Ireland, § 239
  18. Holman, p. 107; Clarke et al., p. 62; O Corrain (1998), pp. 28–29
  19. O Corrain (1998), p. 9
  20. O Corrain (1998), pp. 14–21; Helle, p. 204
  21. O Corrain (1998), pp. 22–24
  22. 22,0 22,1 22,2 Downham, p. 17
  23. Annals of Ulster, s.a. 856; O Corrain (1998), p. 30
  24. Annals of the Four Masters, s.aa. 854, 856, 858; Annals of Ulster, s.aa. 854, 856, 858; Choronicon Scotorum, s.aa. 854, 856, 858
  25. Downham, p. 17; Annals of Ulster, s.a. 856; Choronicon Scotorum, s.a. 856
  26. Annals of Ulster, s.a. 857
  27. Anderson, p. 286, note 1; Crawford, p. 47
  28. Duffy, p. 122
  29. Duffy, p. 122; Annals of Ulster, s.a. 847
  30. Downham, p. 19; Duffy, p. 122; Annals of Ulster, s.a. 859; Annals of the Four Masters, s.a. 859; Choronicon Scotorum, s.a. 859
  31. Annals of Ulster, s.a. 859
  32. 32,0 32,1 Downham, p. 19
  33. Downham, p. 19; Annals of the Four Masters, s.a. 860; Annals of Ulster, s.a. 860; Choronicon Scotorum, s.a. 860; Fragmentary Annals of Ireland, § 279
  34. Downham, p. 19; Annals of the Four Masters, s.aa. 861, 862; Annals of Ulster, s.aa. 861, 862; Choronicon Scotorum, s.a. 861
  35. Fragmentary Annals of Ireland, § 292
  36. Downham, p. 20; Annals of Clonmacnoise, s.a. 862; Annals of the Four Masters, s.a. 862; Annals of Ulster, s.a. 862; Choronicon Scotorum, s.a. 862
  37. Downham, p. 20
  38. Downham, p. 20; Annals of Clonmacnoise, s.a. 864; Annals of Ulster, s.a. 864; Choronicon Scotorum, s.a. 864
  39. Downham, p. 20; Annals of the Four Masters, s.a. 863; Annals of Ulster, s.a. 863; Choronicon Scotorum, s.a. 863
  40. Downham, p. 21
  41. Downham, pp. 64–67, 139–142
  42. O Croinin, p. 251
  43. Woolf (2007), pp. 109–110; Annals of Ulster, s.a. 870
  44. Woolf (2007), pp. 109–110; Annals of Ulster, s.a. 871
  45. Downham, pp. 238–240; Fragmentary Annals of Ireland, § 400
  46. 46,0 46,1 Downham, p. 142
  47. 47,0 47,1 O Corrain (1998), pp. 36–37
  48. Holman, p. 109
  49. Holman, pp. 154–155
  50. Woolf (2007), p. 71
  51. O Corrain (1979), p. 323
  52. Forte, Oram, and Pedersen, p. 72
  53. O Corrain (1979), p. 319
  54. O Corrain (1979), p. 314
  55. 55,0 55,1 55,2 Downham, p. 16
  56. Downham, pp. xv–xx
  57. Downham, pp. 238, 258–259
  58. Dumville
  59. Woolf, p. 300–303
  60. O Corrain (1998), p. 10
  61. Fragmentary Annals of Ireland, § 401
  62. 62,0 62,1 O Corrain (1998), p. 3
  63. 63,0 63,1 Annals of Ulster, s.aa. 853, 857, 863
  64. 64,0 64,1 Fragmentary Annals of Ireland, § 347
  65. Downham, p. 16, Annals of Ulster, s.a. 867
  66. Anglo-Saxon Chronicle, s.a. 878
  67. Annals of Ulster, s.a. 875
  68. South, p. 87
  69. Downham, p. 68
  70. Costambeys; Fragmentary Annals of Ireland, § 347
  71. Costambeys
  72. Downham, p. 259
  73. Downham, p. 29
  74. Downham, p. 25
  75. Hudson, p. 19
  76. Downham, p. 1
  77. Oram, p. 31
  78. Woolf (2005)
  • Thorpe, B, ed. (1861). The Anglo-Saxon Chronicle. Rerum Britannicarum Medii Ævi Scriptores. Vol. 1. London: Longman, Green, Longman, and Roberts. Accessed via Internet Archive.
  • "Annals of the Four Masters". Corpus of Electronic Texts (16 December 2013 ed.). University College Cork. 2013. Retrieved 23 November 2014.
  • "The Annals of Ulster". Corpus of Electronic Texts (15 August 2012 ed.). University College Cork. 2012. Retrieved 23 November 2014.
  • "Chronicon Scotorum". Corpus of Electronic Texts (24 March 2010 ed.). University College Cork. 2010. Retrieved 26 November 2014.
  • "Fragmentary Annals of Ireland". Corpus of Electronic Texts (5 September 2008 ed.). University College Cork. 2008. Retrieved 29 November 2014.
  • "Harley MS 2278". British Library. Retrieved 18 April 2014.
  • Murphy, D, ed. (1896). The Annals of Clonmacnoise. Dublin: Royal Society of Antiquaries of Ireland. Accessed via Internet Archive.
  • Anderson, Alan Orr (1922). Early Sources of Scottish History: A.D 500–1286. 2. Edinburgh: Oliver and Boyd.
  • Ballin Smith, Beverley; Taylor, Simon; Williams, Gareth, eds. (2007). West Over Sea: Studies in Scandinavian Sea-borne Expansion and Settlement Before 1300. Brill.
  • Barrett, James H. (2008). "The Norse in Scotland". In Brink, Stefan. The Viking World. Abingdon: Routledge.
  • Clarke, Howard B.; Ní Mhaonaigh, Máire; Ó Floinn, Raghnall (1998). Ireland and Scandinavia in the Early Viking Age. Four Courts Press.
  • Costambeys, Marios (2004). "Hálfdan (d. 877)". Oxford Dictionary of National Biography. Oxford University Press.
  • Crawford, Barbara (1987). Scandinavian Scotland. Leicester: Leicester University Press.
  • Downham, Clare (2007). Viking Kings of Britain and Ireland: The Dynasty of Ívarr to A.D. 1014. Edinburgh: Dunedin Academic Press.
  • Dumville, David N. (2004). "Old Dubliners and New Dubliners in Ireland and Britain: A Viking Age Story". Medieval Dublin. 6: 78–93.
  • Duffy, Seán (15 January 2005). Medieval Ireland: An Encyclopedia. Routledge.
  • Forte, A; Oram, RD; Pedersen, F (2005). Viking Empires. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Frantzen, AJ (2004). Bloody Good: Chivalry, Sacrifice, and the Great War. Chicago: University of Chicago Press.
  • Graham-Campbell, James; Batey, Colleen E. (1998). Vikings in Scotland: An Archaeological Survey. Edinburgh University Press.
  • Helle, Knut, ed. (2003). The Cambridge History of Scandinavia. Volume 1: Prehistory to 1520. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Holman, Katherine (2003). Historical dictionary of the Vikings. Lanham, Maryland: Scarecrow Press.
  • Hudson, Benjamin T. (2005). Viking Pirates and Christian Princes: Dynasty, Religion, and Empire in the North Atlantic. Oxford University Press.
  • Miller, Molly. "Amlaíb trahens centum". Scottish Gaelic Studies. 19: 241–245.
  • Muir, Tom (2005). Orkney in the Sagas. Kirkwall: Orcadian.
  • Ó Corrain, Donnchadh (1979). "High-Kings, Vikings and Other Kings". Irish Historical Studies. 22: 283–323.
  • Ó Corrain, Donnchadh (1998). "The Vikings in Scotland and Ireland in the Ninth Century" (PDF). Peritia. 12: 296–339.
  • O Croinin, Daibhi (16 December 2013). Early Medieval Ireland, 400-1200. Routledge.
  • Oram, Richard D. (2011). Domination and Lordship: Scotland 1070–1230. The New Edinburgh History of Scotland (series vol. 3). Edinburgh: Edinburgh University Press.
  • Radner, Joan. "Writing history: Early Irish historiography and the significance of form" (PDF). Celtica. 23: 312–325.
  • Smyth, Alfred P. (1977). Scandinavian kings in the British Isles, 850-880. Oxford University Press.
  • South, Ted Johnson (2002). Historia de Sancto Cuthberto. Boydell & Brewer.
  • Thomson, William P. L. (2008). The New History of Orkney. Edinburgh: Birlinn.
  • Woolf, Alex (2005). "The Vikings in Scotland and Ireland in the Ninth Century" (PDF). Medieval Scandinavia. 15: 296–339.
  • Woolf, Alex (2007). From Pictland to Alba: 789 - 1070. Edinburgh University Press.