Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
(δείτε επίσης: Ελληνικό αλφάβητο) | |
Πρωτοελληνική (περ. 3000 π.Χ.) | |
Μυκηναϊκή (περ. 1600–1200 π.Χ.) | |
Ομηρική (περ. 1200–800 π.Χ.) | |
Αρχαία ελληνική (περ. 800–300 π.Χ.) Διάλεκτοι: Αιολική, Αρκαδοκυπριακή, Αττική–Ιωνική, Δωρική, Παμφυλιακή, Ομηρική Μακεδονική | |
Ελληνιστική Κοινή (περ. από 330 π.Χ. ως 700)
| |
Μεσαιωνική ελληνική (περ. 700–1700) | |
Νέα ελληνική γλώσσα (από το 1700) Ιδιώματα: Δημοτική, Καθαρεύουσα, Αττικισμός Διάλεκτοι: Καππαδοκική, Κατωιταλική , Κρητική, Κυπριακή, Ποντιακή, Ρωμανιώτικη, Τσακωνική | |
Άλλες μορφές (από 19ο/20ό αιώνα) Ελληνικός κώδικας Μπράιγ, Ελληνική νοηματική γλώσσα, Κώδικας Μορς | |
Η Αιολική ή Αχαϊκή ήταν μια διάλεκτος την οποία μιλούσαν στη Αρχαία Ελλάδα, στις περιοχές της Θεσσαλίας, στη Βοιωτία, στη Λέσβο και στη μικρασιατική ακτή κατά την περίοδο 800 π.Χ.-300 π.Χ.
Σε αυτή τη διάλεκτο έγραψαν τα ποιήματά τους η Σαπφώ, ο Αλκαίος[1] και η Κόριννα.[2]
Στην αιολική διάλεκτο:
Θιὸς τούχα ἀγαθά. Fαστίαο ἄρχοντος Βοιωτῦς, ἐν δὲ Λεβαδείη Δόρκωνος, Δωίλος Ἰρανήω ἀντίθειτι τὸν Fίδιον θεραπόντα Ἀνδρικὸν τῦ Δὶ τῦ Βασιλεῖι κὴ τῦ Τρεφωνίυ ἱαρὸν εἶμεν, παρμείναντα πὰρ τὰν ματέρα Ἀθαναδώραν Fέτια δέκα, καθὼς ὁ Πατεὶρ ποτέταξε. Ἠ δέ κα ἔτι δώει Ἀθαναδώρα, εἴσι (αὐτῆ) Ἀνδρικὸς φόρον τὸν ἐν τῆ θείκη γεγραμμένον. Ἠ δὲ τί κα πάθει Ἀθαναδώρα, παρμενῖ Ἀνδρώνικος τὸν περιττὸν χρόνον πὰρ Δωίλον. [ἔ]πιτα ἱαρὸς ἔστω με[ὶ] ποθ[ί]κων μειθενί μειθέν. Μεὶ ἐσσεῖμεν δὲ καταδουλίττασθη Ἀνδρικόν μειθενί . Ἀνδρικόν δὲ λειτωργῖμεν ἐν τῆς θοσίης τῶν θιῶν <ων> οὕτων.[6]
[βασιλεύς Ἀλέξ]δρος τὸ διάγρ[α]μμα, γραφῆναι κατὺ τὰ ἐ[πανωρ]θώσατυ ἁ πόλις τὰ ἰν τοῖ διαγράμματι ἀντιλεγόμενα. (Ι) τὸς φυγάδας τὸς κατενθόντας τὰ πατρῶια κομίζεσθαι ἐς τοῖς ἔφευγον, καὶ τὰ ματρῶια, ὅσαι ἀνέσδοτοι τἀ πάματα κατῆχον καὶ οὐκ ἐτύγχανον ἀδελφέος πεπαμέναι. εἰ δὲ τινι ἐσδοθένσαι συνέπεσε τὸν ἀδελφέον καὶ αὐτὸν καὶ τὰν γενεὰν ἀπολέσθαι, καὶ τανὶ ματρῶια ἦναι, ἀνώτερον δὲ μηκέτι ἦναι. (II) ἐπὲς δὲ ταῖς οἰκίαις μίαν ἕκαστον ἔχεν κατὺ τὸ διάγραμμα. εἰ δὲ πὸς ταῖ οἰκίαι μὴ πόεστικᾶπος, ἐξαντίαι δ' ἔστι ἰσόθι πλέθρω, λαμβανέτω τὸν κᾶπον. εἰ δὲ πλέον ἀπέχων ὁ κᾶπὸς ἐστι πλέθρω, τωνί τὸ ἥμισσον λαμβανέτω, ὥσπερ καὶ τῶν ἄλλων χωρίων γέγραπται. τᾶν δὲ οἰκιᾶν τιμὰν κομιζέσθω τῶ οἴκω ἑκάστω δύο μνᾶς, τὰν δὲ τιμασίαν ἦναι τᾶν οἰκίαν κὰ τάπερ ἁ πόλις νομίζει. τῶν δὲ κάπων διπλάσιον τὸ τίμαμα κομίζεσθαι ἢ ἐς τοῖ νόμοι. τὰ δὲ χρήματα ἀφεῶσθαι τὰν πόλιν καὶ μὴ ἀπυλιῶναι μήτε τοῖς φυγάσι μήτε τοῖς πρότερον οἴκοι πολιτεύονσι. (ΙΙΙ) ἐπὲς δὲ ταῖς παναγορίαις ταῖς ἐσλελοίπασι οἱ φυγάδες, τὰν πόλιν βωλεύσασθαι, ὅτι δ' ἂν βωλεύσητοι ἁ πόλις, κύριον ἔστω. (IV) τὸ δὲ δικαστήριον τὸ ξενικὸν δικάζεν ἑξήκοντα ἀμερᾶν. ὅσοι δ' ἂν ἰν ταῖς ἑξήκοντα ἁμέραις μὴ διαδικάσωνται, μὴ ἦναι αὐτοῖς δικάσασθαι ἐπὲς τοῖς πάμασι ἰν τοῖ ξενικοῖ δικαστηρίοι, ἀλλ' ἰν τοῖ πολιτικοῖ ἀΐ. εἰ δ'ἂν τι ὕστερον ἐφευρίσκωνσι, ἰν ἁμέραις ἑξήκοντα ἀπὺ ταῖ ἂν ἁμέραι τὸ δικαστήριον καθιστᾷ. εἰ δ' ἂν μηδ' ἰν ταῖννυ διαδικάσητοι, μηκέτι ἐξέστω αὐτῶι δικάσασθαι. εἰ δ' ἂν τινες ὕστερον κατένθωσι, τῶ δικαστηρίω τῶ ξενικῶ [μ]ηκέτι ἐόντος, ἀπυγραφέσθω πὸς τὸς στραταγὸς τὰ πάματα ἰν ἀμέραις ἑξήκοντα, καὶ εἰκ ἄν τι αὐτοῖς ἐ[π]απύλογον ἦι, δικαστήριον ἦναι Μαντινέαν. εί δ' [ἂν μὴ] διαδικάσητοι ἰν ταιν[νὶ] ταῖς ἀμέραις, μηκέτ[ι] ἦναι αὐτοῖ δικάσασθαι.[7]
Αυτό το λήμμα σχετικά με τη γλωσσολογία χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |