Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Αισχίνης | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Αἰσχίνης (Αρχαία Ελληνικά) |
Γέννηση | 390 π.Χ. (περίπου)[1] Αθήνα |
Θάνατος | 322 π.Χ. (περίπου)[1] Σάμος |
Χώρα πολιτογράφησης | Αρχαία Αθήνα |
Δημότης (αρχ. Αττική) | Κοθωκίδες[2] |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | αρχαία ελληνικά[3] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός διπλωμάτης ρήτορας συγγραφέας[4] |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | πρέσβης |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Αισχίνης (389-314 π.Χ.) ήταν αρχαίος Αθηναίος ρήτορας, που συγκαταλέγεται στον Κανόνα των δέκα Αττικών ρητόρων.
Ο ρήτορας Αισχίνης ήταν γιος του Ατρομήτου και της Γλαυκοθέας. Στον Πελοποννησιακό Πόλεμο είχε καταστραφεί οικονομικά και όταν γύρισε στην Αθήνα, αντιμετώπισε πρόβλημα επιβίωσης. Για να ζήσει, άνοιξε σχολείο (Διδασκαλείο) κι έκανε τον γραμματοδιδάσκαλο, μαθαίνοντας στα παιδιά γραμματική και άλλα μαθήματα.
Όντας παιδί ο Αισχίνης βοηθούσε τον πατέρα του στο σχολείο «τὸ μέλαν τρίβων καὶ τὰ βάθρα σπογγίζων καὶ τὸ παιδαγωγεῖον κορῶν, οἰκέτου τάξιν, οὐκ ἐλευθέρου παιδὸς ἔχων» («τρίβοντας το μελάνι, καθαρίζοντας τα θρανία, σκουπίζοντας την αίθουσα, δουλειές δούλου, όχι ελεύθερου παιδιού»).[5]
Η μητέρα του Αισχίνη, Γλαυκοθέα, ήταν αδελφή του στρατηγού Κλεόβουλου. Το αρχικό της όνομα ήταν Έμπουσα και δούλευε ως εταίρα. Αργότερα τελούσε θρησκευτικά μυστήρια, στα οποία τη βοηθούσε ο Αισχίνης.
Ο ρήτορας είχε δυο αδέλφια, τον Φιλοχάρη και τον Αφόβητο. Ο Φιλοχάρης ήταν μεγαλύτερός του και εξελέγη πολλές φορές στρατηγός. Ο Αφόβητος ήταν μικρότερός του και την περίοδο 350-346 π.Χ. ασχολήθηκε με επιτυχία με τη διατήρηση των οικονομικών της πόλης, ενώ το 351 π.Χ. στάλθηκε στον βασιλιά των Περσών ως πρέσβης.
Ο Αισχίνης ανήκε στον δήμο των Κοθωκιδών. Παντρεύτηκε την κόρη του Φιλόδημου από την Παιανία. Ο Φιλόδημος ενέγραψε τον Δημοσθένη ως πολίτη στον δήμο Παιανιέων. Έκαναν δυο γιους και μια κόρη.
Καθώς η οικογένειά του αντιμετώπιζε οικονομική στενότητα, ο Αισχίνης δεν στάθηκε δυνατό να πάει σε ανώτερη ρητορική σχολή. Υπάρχει όμως και μια μαρτυρία ότι μαθήτευσε στον Ισοκράτη, τον Πλάτωνα και τον Λεωδάμαντα. Οπωσδήποτε τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο διδασκαλείο του πατέρα του. Βοηθούσε και στον καθαρισμό του, αλλά και δίδασκε ο ίδιος. Αυτό το επιβεβαιώνει ο Δημοσθένης, ο οποίος στα κείμενά του γενικώς αντιμετωπίζει πολύ εχθρικά τον Αισχίνη.
Σε πολύ νεαρή ηλικία πήρε μέρος με τρίτους ρόλους σε θεατρικές παραστάσεις. Σε κάποια παράσταση είχε τον ρόλο του Οινόμαου. Αλλά έπεσε κάτω και το κοινό τον αποδοκίμασε. Σε άλλη περίπτωση και πάλι το κοινό αποδοκίμασε τον Αισχίνη, αναγκάζοντάς τον να φύγει από το θέατρο, παρά λίγο μάλιστα να τον λιθοβολήσουν. Βλέποντας λοιπόν ότι ως ηθοποιός δεν έχει μέλλον, εγκατέλειψε την υποκριτική.
Την περίοδο 371-369 π.Χ. υπηρέτησε ως περίπολος της χώρας (δηλαδή τη στρατιωτική του θητεία).
Το 368 π.Χ. πήρε μέρος στη μάχη του Φλιούντος. Το 362 π.Χ. στη μάχη της Μαντινείας. Το 349 π.Χ. στη μάχη των Ταμυνών, στην Εύβοια. Ως στρατιώτης ξεχώρισε για την ανδρεία του. Στο πεδίο της μάχης των Ταμυνών τον στεφάνωσε ο στρατηγός Φωκίων. Αμέσως μετά ήλθε στην πόλη και ανάγγειλε προσωπικά τη νίκη του, γι’ αυτό τον στεφάνωσε ο δήμος.
Ήλθε σε επαφή με πολιτικούς παράγοντες και γνώρισε τις διαδικασίες λειτουργίας του δήμου. Στους παράγοντες αυτούς απέκτησε πρόσβαση, όταν, αφού ενηλικιώθηκε, εργάστηκε ως υπογραμματέας σε κρατικές υπηρεσίες (το ίδιο και ο μικρότερος αδελφός του). Υπηρέτησε δύο χρόνια και ως γραμματέας της Βουλής. Του δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσει τον Αριστοφώντα και τον Εύβουλο, υπεύθυνο για τα οικονομικά και διαχειριστή των θεωρικών κατά το διάστημα 354-350 π.Χ.
Η επεκτατική πολιτική του βασιλιά Φίλιππου της Μακεδονίας είχε διχάσει τους Αθηναίους. Δημιουργήθηκαν δύο παρατάξεις: η φιλομακεδονική που τον αντιμετώπιζε ευνοϊκά, και η εχθρική προς αυτόν που ανησυχούσε μήπως ο Μακεδόνας βασιλιάς κινηθεί προς τη Νότιο Ελλάδα. Ήδη είχε εκδηλωθεί σοβαρή κρίση στις σχέσεις της Αθήνας μαζί του. Ο Φίλιππος το 357 π.Χ. κυρίευσε την Αμφίπολη, έθεσε δε υπό τον έλεγχό του και άλλες πόλεις που ήταν σύμμαχοι των Αθηναίων είτε κτήσεις τους (πήρε το 356 π.Χ. την Πύδνα και την Ποτείδαια, το 354 π.Χ. τη Μεθώνη). Αλλά κατέστη σαφές στην Αθήνα ότι κινδύνευε άμεσα από τους Μακεδόνες, όταν κυρίευσαν την Όλυνθο το 348 π.Χ.
Τη χρονιά αυτή μπήκε ο Αισχίνης στην πολιτική, εντασσόμενος στην παράταξη που πολεμούσε τον Φίλιππο. Και μπορεί να θεωρηθεί ο πρώτος στην Αθήνα που αντιλήφθηκε την επεκτατική του πολιτική. Ο Εύβουλος, σε συνεννόηση με τον Αισχίνη, πρότεινε ένα ψήφισμα που προέβλεπε να πάνε σε όλες τις ελληνικές πόλεις πρέσβεις, να ενημερώσουν τους πολίτες τους για την απειλή που συνιστούν οι Μακεδόνες και να τους ζητήσουν να στείλουν αντιπροσωπείες στην Αθήνα, προκειμένου να αποφασίσουν με ποιους τρόπους θα τον αναχαιτίσουν.
Ο Αισχίνης μίλησε υπέρ του ψηφίσματος στη Βουλή και στον δήμο, και έπεισε τους συμπολίτες του να το εγκρίνουν. Ήταν δε ένας από τους πρέσβεις που πήγαν στην Αρκαδία. Επιχειρηματολόγησε, σε λόγο του στη Μεγαλόπολη, υπέρ της αντίστασης στα σχέδια του Φιλίππου. Η παρατήρησή του προς τον εκπρόσωπο της φιλικής προς τους Μακεδόνες παράταξης Ιερώνυμο ήταν: «ἡλίκα τὴν Ἑλλάδα πᾶσαν, οὐχί τάς ἰδίας ἀδικοῦσι μόνον πατρίδας οἱ δωροδοκοῦντες καὶ χρήματα λαμβάνοντες παρὰ Φιλίππου».[6] «Δωροδοκούντες» ήταν όσοι χρηματίζονταν από τον Φίλιππο.
Ο Φιλοκράτης, που ανήκε στη φιλομακεδονική παράταξη, εισηγήθηκε να γίνουν επαφές, προκειμένου να συναφθεί ειρήνη μεταξύ Αθηναίων και Φιλίππου. Στάλθηκε από την Αθήνα αντιπροσωπεία στην Πέλλα για να διαπραγματευτεί με τον Μακεδόνα βασιλιά. Την απάρτιζαν δέκα πρέσβεις: οι Δημοσθένης, Κίμων, Φιλοκράτης, Αισχίνης, Κτησιφών, Δερκύλας, Ναυσικλής, Ιατροκλής, Φρύνων, Αριστόδημος. Ως αντιφιλιππικός ο Αισχίνης επελέγη, παρακάλεσε μάλιστα και τον Δημοσθένη να συμμετάσχει, συν τοις άλλοις και για να επιτηρούν τον Φιλοκράτη, που δεν ενέπνεε εμπιστοσύνη λόγω των καλών του σχέσεων με τους Μακεδόνες. Κάτι τέτοιο υποστηρίζει ο Δημοσθένης. Ο Αισχίνης όμως το διαψεύδει.
Ήταν Μάρτιος του 346 π.Χ. όταν η αθηναϊκή αντιπροσωπεία έφτασε στον Φίλιππο, ο οποίος την υποδέχτηκε θερμά και με πολλά δώρα. Επανερχόμενη η αντιπροσωπεία στην Αθήνα, συνοδευόταν από τους Μακεδόνες πρέσβεις, οι οποίοι ήθελαν να παρουσιάσουν τις θέσεις τους στην πόλη. Οι Αθηναίοι συμφώνησαν να συνομολογηθεί ειρήνη, μόνο που οι πρέσβεις του Φιλίππου δεν είχαν την εξουσιοδότηση να πουν τους όρους της ούτε να δώσουν όρκους.
Οπότε, Απρίλιο του 346 π.Χ., η Αθήνα ξανάστειλε τους ίδιους πρέσβεις στον Φίλιππο. Εκείνος, πηγαίνοντας στη Θεσσαλία, τους πήρε μαζί του, και στις Φερές έδωσαν τους απαιτούμενους όρκους και συνήφθη η Φιλοκράτειος Ειρήνη (Ιούλιος 346 π.Χ.).
Αλλά όταν οι πρέσβεις γύρισαν την Αθήνα, ο Δημοσθένης είπε ότι ο Αισχίνης στην πρώτη αποστολή τους εξαγοράστηκε από τον βασιλιά της Μακεδονίας και εργάστηκε κατά των συμφερόντων της πόλης.
Η επίσημη καταγγελία κατά του Αισχίνη, έγινε από τον Δημοσθένη μέσω του Τιμάρχου, τέλη του 346 π.Χ. ή αρχές του 345 π.Χ. με γραφή παραπρεσβείας. Που σημαίνει ότι ως πρεσβευτής της πόλης χρηματίστηκε από τον Φίλιππο για να εργαστεί εναντίον των συμφερόντων της. Ο Αισχίνης ήθελε η υπόθεση είτε να μην εκδικαστεί είτε να καθυστερήσει να φτάσει στο δικαστήριο. Χρησιμοποίησε λοιπόν την τακτική της αντιγραφής: είπε δηλαδή ότι ο Τίμαρχος δεν μπορούσε να γίνει κατήγορος, διότι ο νόμος προέβλεπε ότι όσοι δεν είχαν ανταποκριθεί στις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις ή είχαν ζήσει ανήθικο βίο ή είχαν σκορπίσει σπάταλα την πατρική τους περιουσία, δεν μπορούσαν να αγορεύουν δημόσια στα δικαστήρια, στην Εκκλησία του Δήμου κ.λπ. Με τον λόγο του «Κατά Τιμάρχου» κατάφερε να καταδικαστεί ο Τίμαρχος και να στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα, παρότι τον υπερασπίστηκαν ο Δημοσθένης και άλλοι. Έτσι, ήταν αδύνατο να εκδικαστεί η γραφή παραπρεσβείας, την οποία είχε υποβάλει ο Τίμαρχος, όχι ο Δημοσθένης (που ήταν ο υποκινητής).
Αλλά ο Δημοσθένης επανήλθε: το 343 π.Χ. κατηγόρησε ο ίδιος τον Αισχίνη. Και στον λόγο του Περί Παραπρεσβείας ανέφερε τους λόγους για τους οποίους ήταν ένοχος.
Ποιοι ήταν αυτοί:
α) η δεύτερη αποστολή των Αθηναίων πρέσβεων έφτασε στην Πέλλα μετά από ταξίδι 23 ημερών και δεν βρήκε εκεί τον Φίλιππο, τον οποίο περίμενε ένα μήνα. Υπήρξε σκόπιμη κωλυσιεργία με ευθύνη των Αισχίνη και Φιλοκράτη για να δοθεί χρόνος στον βασιλιά της Μακεδονίας να φέρει εις πέρας τις επιχειρήσεις που είχε αναλάβει τότε στη Θράκη.
β) με υπαιτιότητα του Αισχίνη στη συμφωνία ειρήνης δεν μπήκε ο όρος «εκατέρους έχειν τα εαυτών» (τον επιθυμούσε η Αθήνα). Μπήκε αντίθετα ο όρος του Φιλίππου «εκατέρους έχειν α έχουσι».
γ) η αθηναϊκή πρεσβεία πήρε τους όρους του Φιλίππου στις Φερές της Θεσσαλίας (όχι στην Πέλλα). Στις Φερές πήγε ο Φίλιππος με ισχυρή στρατιωτική δύναμη, κάτι που συνιστούσε απειλή και για την Αθήνα και για τους συμμάχους της Φωκείς. Ως υπεύθυνους γι' αυτό έδειχνε ο Δημοσθένης τους Αισχίνη - Φιλοκράτη.
δ) ο Δημοσθένης εισηγήθηκε στο δήμο να πιάσει αθηναϊκός στρατός τις Θερμοπύλες, για να σταματήσει πιθανή προέλαση των Μακεδόνων, προστατεύοντας έτσι τους Φωκείς, αλλά και την Αθήνα. Αλλά με παρέμβαση του Αισχίνη η εισήγηση δεν έγινε δεκτή. Μόνο που τα γεγονότα δικαίωσαν τον Δημοσθένη...
ε) στις Φερές, ένας από τους Αθηναίους πρέσβεις, ο Δερκύλος, και ο υπηρέτης του Δημοσθένη, αντιλήφθηκαν τον Αισχίνη να βγαίνει νύχτα από τη σκηνή του Φιλίππου. Επιπλέον, έμεινε στις Φερές ένα μερόνυχτο αφότου οι άλλοι Αθηναίοι πρέσβεις έφυγαν για την πόλη τους.
στ) ο Φίλιππος κατέστρεψε τους Φωκείς και έθεσε υπό τον έλεγχό του την Κεντρική Ελλάδα. Αυτό προκάλεσε πανικό στην Αθήνα, όπως ήταν φυσικό. Ο Αισχίνης εντούτοις δεν πανικοβλήθηκε. Πήγε στους Δελφούς όπου γιόρτασε τη μακεδονική νίκη με τον Φίλιππο και τους Θηβαίους. Ίσως, ως προς αυτό, ο Δημοσθένης να τον αδικεί. Δεν αποκλείεται να πήγε στους Δελφούς ως μέλος αντιπροσωπείας και ως το κατεξοχήν ενδεικνυόμενο πρόσωπο να εκπροσωπήσει την Αθήνα. Για να υπερασπιστεί τον εαυτό του, την ίδια μέρα, ο Αισχίνης εκφώνησε τον λόγο Περί Παραπρεσβείας. Δεν ήταν πολύ ισχυρά τα επιχειρήματά του, αλλά με λίγες ψήφους διαφορά αθωώθηκε. Βοήθησε σ' αυτό η στήριξη που είχε από τα αδέλφια του, τον Φιλοχάρη, που ήταν στρατηγός, και τον Αφόβητο καθώς και από τον Εύβουλο και άλλους.
Το 343 π.Χ. κατηγορήθηκε και ο Φιλοκράτης για ύποπτες συναλλαγές με τον Φίλιππο και για προδοσία των συμφερόντων της πόλης. Κατήγορος ήταν ο Υπερείδης. Ο Φιλοκράτης, αντιλαμβανόμενος ότι θα καταδικαζόταν, αυτοεξορίστηκε πριν η υπόθεσή του φτάσει στο δικαστήριο. Και είχε δίκιο: η ετυμηγορία ήταν καταδίκη σε θάνατο, ερήμην βέβαια.
Αν λάβουμε υπόψη το πόσο ξαφνικά ο αντιμακεδόνας Αισχίνης έγινε υποστηρικτής του Φιλίππου, αλλά και την καταδίκη του Φιλοκράτη με τον οποίο είχε συνεργαστεί στενά, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι οι κατηγορίες του Δημοσθένη είχαν βάση.
Ο Αισχίνης στάλθηκε ως Πυλαγόρας το 339 π.Χ. στο Αμφικτυονικό Συνέδριο. Κατάφερε να εκλεγεί ο Φίλιππος πρόεδρος του Συνεδρίου και να κηρυχτεί ιερός πόλεμος εναντίον των Λοκρών της Άμφισσας. Οι Μακεδόνες κατέστρεψαν την Άμφισσα, κατέλαβαν την Ελάτεια κι έχασαν τη φιλία των Θηβαίων, οι οποίοι αντελήφθησαν ότι ο από βορρά εταίρος τους άρχισε να γίνεται πολύ επικίνδυνος για τα συμφέροντά τους, και στράφηκαν στην Αθήνα για συμμαχία.
Ο συμμαχικός στρατός των Αθηναίων, των Θηβαίων και άλλων γνώρισε την ήττα από τον Φίλιππο το 338 π.Χ. στη μάχη της Χαιρώνειας.
Η Αθήνα φοβόταν πλέον κατευθείαν επίθεση των Μακεδόνων εναντίον της. Οπότε αποφάσισε να λάβει μέτρα με πρώτο την οχύρωσή της.
Εκλέχτηκαν δέκα άρχοντες τειχοποιοί για να επισκευάσουν τα τείχη της, ανάμεσά τους και ο Δημοσθένης, ο οποίος μάλιστα έβαλε τρία τάλαντα από την προσωπική του περιουσία για τις επισκευές.
Η Βουλή ενέκρινε πρόταση του Κτησιφώντος να στεφανωθεί ο Δημοσθένης με χρυσό στεφάνι στο θέατρο για τη μεγάλη προσφορά του στην πόλη.
Αλλά ο Αισχίνης (που δεν μπορούσε να ξεχάσει τα περί προδοσίας) κατάγγειλε το 336 π.Χ. την απόφαση της Βουλής ως παράνομη: η στέψη ήταν πρέπον να γίνει στο βουλευτήριο ή στην Εκκλησία του Δήμου, αν η Βουλή ή ο λαός έκανε την πρόταση – όχι πάντως στο θέατρο. Και δεν είχε λήξει η θητεία του Δημοσθένη ως άρχοντα τειχοποιού, οπότε και δεν είχε λογοδοτήσει γι' αυτήν. Αλλά ήταν παράνομο να στεφανωθεί ένας άρχοντας αν δεν είχε λογοδοτήσει για τα πεπραγμένα της θητείας του μετά το τέλος της. Επιπλέον, με την πολιτική που υποστήριζε, ο Δημοσθένης είχε βλάψει την Αθήνα.
Λίγον καιρό μετά την καταγγελία τον Αύγουστο του 336 π.Χ. δολοφονήθηκε ο Φίλιππος.
Θέλοντας να γίνει η δίκη σε μια ευνοϊκή γι' αυτόν συγκυρία, ο Αισχίνης την ανέβαλε. Τη δρομολόγησε, όταν ο Αλέξανδρος με τους θριάμβους του στην Ασία είχε καταστεί πανίσχυρος, το 330 π.Χ.
Έγινε στην Ηλιαία (με 501 δικαστές). Ο Αισχίνης υποστήριξε την κατηγορία με τον περίφημο λόγο του Κατά Κτησιφώντος, εξαπολύοντας μύδρους τυπικά μεν κατά του Κτησιφώντα, με πραγματικό όμως αποδέκτη τον Δημοσθένη. Ο οποίος υπερασπίστηκε τον Κτησιφώντα, εκφωνώντας ένα μνημείο της ρητορικής, τον λόγο Περί Στεφάνου, μπροστά στον οποίο το κατηγορητήριο δεν είχε καμιά τύχη: ο Κτησιφών αθωώθηκε, ο Αισχίνης δεν συγκέντρωσε ούτε καν το 1/5 των ψήφων, του επιβλήθηκε μερική στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων και 1.000 δραχμές πρόστιμο.
Τη δίκη παρακολούθησε ένα μεγάλο ακροατήριο από Αθηναίους και από κατοίκους άλλων περιοχών της Ελλάδας: ήταν μια μονομαχία ανάμεσα στη φιλομακεδονική και την αντιμακεδονική παράταξη. Οι δύο ρήτορες στις αγορεύσεις τους χρησιμοποίησαν την έκφραση «άνδρες Αθηναίοι» σαν να μιλούσαν στην Εκκλησία του Δήμου κι όχι την έκφραση «άνδρες δικασταί».
Η ετυμηγορία, πέρα από την καταδίκη του Αισχίνη, ήταν και κόλαφος στην πολιτική της προσκείμενης στους Μακεδόνες παράταξης, η οποία συνετέλεσε στο να γίνει ο Φίλιππος κηδεμόνας των υπόλοιπων Ελλήνων, και επιπλέον επέμενε στην πολιτική αυτή και μετά το θάνατό του.
Ο Αισχίνης, όταν βγήκε η απόφαση, αυτοεξορίστηκε. Απέφυγε έτσι να πληρώσει τις 1.000 δραχμές αλλά και να δει τον Δημοσθένη να παίρνει τον στέφανο. Πήγε στην Έφεσο όπου υπολόγιζε να συναντηθεί με τον Αλέξανδρο και να του ζητήσει στήριξη. Αυτό όμως δεν έγινε. Πήγε κατόπιν στη Ρόδο, όπου ίδρυσε το Ροδιακόν Διδασκαλείον, στο οποίο δίδασκε ρητορική. Επόμενος σταθμός του η Σάμος όπου πέθανε το 314 π.Χ.
Δεν έγραψε ιδιωτικούς δικανικούς λόγους κατά παραγγελία τρίτων επί πληρωμή (δηλαδή δεν ήταν λογογράφος).
Στον Αισχίνη αναφέρονται οι Βίοι των δώδεκα ρητόρων του Πλούταρχου, οι Βίοι Σοφιστών του Φιλόστρατου και το λεξικό Σούδα. Υπάρχουν και δύο βιογραφίες του – τη μία υπογράφει κάποιος Απολλώνιος.