Τα Αλάβανδα ήταν αρχαία πόλη της Καρίας, στη Μικρά Ασία, κτισμένη κοντά στον ποταμό Μαρσύα (τον σημερινό Τσίνα-τσάυ), παραπόταμο του Μαιάνδρου. Βρισκόταν τριάντα χιλιόμετρα νοτίως των Τράλλεων, κοντά στο σημερινό χωριό Ντογανγιούρτ της Επαρχίας Αϊδινίου της Τουρκίας.
Το όνομα της πόλεως θεωρείται ότι προέρχεται από τις λέξεις της τοπικής γλώσσας άλα (= άλογο) και βάνδα (= νίκη), με αφορμή τη νίκη κάποιου κατοίκου της πόλεως σε μονομαχία ιππέων. Η ελληνική μυθολογία αναφέρει βεβαίως τον «επώνυμο ήρωα» της πόλεως, εκείνον δηλαδή του οποίου το όνομα έλαβε η πόλη, και ήταν ο Αλάβανδος, γιος του Καρός και της Καλλιρρόης, εγγονός του ποτάμιου θεού Μαιάνδρου από τη μητέρα του.
Τα Αλάβανδα ήταν μία από τις πλουσιότερες πόλεις ολόκληρης της Μικράς Ασίας. Το έδαφός της ήταν πολύ γόνιμο, το εμπόριό της ήταν εξαιρετικά ανεπτυγμένο και σε λατομεία της εξορυσσόταν μαύρο μάρμαρο υψηλής ποιότητας, που ονομαζόταν αλαβανδικός λίθος. Οι κάτοικοί της, οι Αλαβανδείς, συνεκδοχικώς είχαν τη φήμη φιλήδονων και άσωτων ανθρώπων, και πολλοί αρχαίοι αποκαλούσαν τα Αλάβανδα «Σύβαριν της Μικράς Ασίας».
Αλαβανδείς ήταν οι ρήτορες Μενεκλής και Ιεροκλής (αδελφοί), Απολλώνιος ο Μαλακός και Απολλώνιος ο Μόλων. Αν και στην πόλη είχαν καλλιεργηθεί τα γράμματα και οι τέχνες, ήταν παροιμιώδης ο σολοικισμός Αλαβανδέων, δηλαδή η χρήση του «μη» εκεί όπου έπρεπε να χρησιμοποιηθεί το «ου».
Στους Περσικούς Πολέμους ο τύραννος των Αλαβάνδων Αρίδωλις ακολούθησε τον Ξέρξη, αλλά αιχμαλωτίσθηκε στη Ναυμαχία του Αρτεμισίου. Κατά τους χρόνους των Διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου τα Αλάβανδα μετονομάσθηκαν σε Αντιόχεια των Χρυσαορίων, καθώς κατά τον Γ΄ αιώνα π.Χ. ήταν μέλος του Χρυσαορικού συστήματος, δηλαδή της ομοσπονδίας εννέα πόλεων της Καρίας. Μετά την ήττα του Αντιόχου Γ΄ στη Μαγνησία το 190 π.Χ., τα Αλάβανδα υποτάχθηκαν στους Ρωμαίους και ξαναπήραν το παλιό τους όνομα. Το 170 π.Χ. οι Αλαβανδείς για να κολακέψουν τους Ρωμαίους έκτισαν ναό της Ρώμης και θέσπισαν ετήσιους αγώνες προς τιμή της. Οι Ρωμαίοι ωστόσο παρεχώρησαν την πόλη στους Ροδίους και αργότερα την ανεκήρυξαν ελεύθερη. Οι Ρόδιοι την κράτησαν, αλλά το 168 π.Χ. ηττήθηκαν από τους Ρωμαίους. Κατά τους αυτοκρατορικούς ρωμαϊκούς χρόνους τα Αλάβανδα ήταν αυτόνομη πόλη και έδρα δικαστικού συνεδρίου.
Τα Αλάβανδα κατά τη βυζαντινή εποχή ήταν έδρα επισκόπου, που υπαγόταν στη Μητρόπολη Σταυροπόλεως. Από τους επισκόπους της πόλεως είναι γνωστοί οι Θεοδώρητος, Κωνσταντίνος και Ιωάννης, που έλαβαν μέρος αντιστοίχως στις Συνόδους της Χαλκηδόνος (451 μ.Χ.), της Νικαίας (782) και της Κωνσταντινουπόλεως (879).