Αλέξανδρος Ιωάννης Κούζας | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Alexandru Ioan Cuza (Ρουμανικά) |
Γέννηση | 20 Μαρτίου 1820 Μπερλάντ |
Θάνατος | 15 Μαΐου 1873[1][2] Χαϊδελβέργη[3][4] |
Τόπος ταφής | Trei Ierarhi Monastery και Voinești |
Χώρα πολιτογράφησης | Ηγεμονία της Μολδαβίας Βλαχία Ηνωμένα Πριγκηπάτα |
Θρησκεία | Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γαλλικά[5] Ρουμανικά[5] |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο του Παρισιού |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός αξιωματικός επαναστάτης νομικός |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Elena Cuza (1844–άγνωστη τιμή)[6] |
Σύντροφος | Μαρίγια Ομπρένοβιτς |
Τέκνα | Αλεξάντρου Ιοάν Κούζα[7] Dimitrie Cuza[7] |
Γονείς | Ioan Cuza[8] και Sultana Cozadini |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Prince of Romania (1862–1866) βοεβόδας της Μολδαβίας Κατάλογος ηγεμόνων της Βλαχίας |
Βραβεύσεις | Τάγμα του Σωτήρος[9] |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Αλέξανδρος Ιωάννη Κούζα (Alexandru Ioan Cuza ή Alexandru Ioan I, 20 Μαρτίου 1820 - 15 Μαΐου 1873) ήταν Πρίγκιπας της Μολδαβίας, Πρίγκιπας της Βλαχίας και στη συνέχεια Domnitor (Ηγεμόνας) των Ρουμανικών Πριγκιπάτων. Ήταν εξέχουσα μορφής της Επανάστασης του 1848 στη Μολδαβία. Εισήγαγε μία σειρά μεταρρυθμίσεων, που συνέβαλαν στον εκσυγχρονισμό της Ρουμανικής κοινωνίας και των κρατικών δομών.
Γεννημένος στο Μπίρλαντ, ο Κούζας ανήκε στην παραδοσιακή τάξη βογιάρων της Μολδαβίας, γιος του Ισπράβνικ (Επαρχου) Ιωάννη Κούζα (που ήταν επίσης γαιοκτήμονας στην επαρχία Φιλτσίου) και της συζύγου του Σουλτάνας, μέλους της οικογένειας Κοζαδίνη, Φαναριώτικης καταγωγής. Ο Αλέξανδρος έλαβε αστική ευρωπαϊκή εκπαίδευση. Αφού τελείωσε ένα γαλλικό λύκειο στο Ιάσιο, πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει νομικά και φιλολογία. Για ένα μικρό διάστημα σπούδασε στην Αθήνα. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του έγινε αξιωματικός του Μολδαβικού Στρατού (φτάνοντας στο βαθμό του συνταγματάρχη) και έπειτα διορίστηκε πρόεδρος σε ένα επαρχιακό δικαστήριο. Την ίδια περίοδο παντρεύτηκε την Έλενα, αδελφή του Θεόδωρου Οικογένεια Ροσέττι το 1844. Το 1848, γνωστό ως το έτος ευρωπαϊκών επαναστάσεων, η Μολδαβία και η Βλαχία εξεγέρθηκαν. Η Μολδαβική εξέγερση κατεστάλη γρήγορα, αλλά στη Βλαχία οι επαναστάτες ανέλαβαν την εξουσία και κυβέρνησαν το καλοκαίρι. Τα επαναστατικά κινήματα του Ιασίου που ήθελαν να αλλάξουν το αναχρονιστικό φεουδαρχικό σύστημα της Ρουμανίας, δεν άφησαν ασυγκίνητο τον Κούζα, που συμμερίστηκε τα αιτήματα των επαναστατών και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο αναδεικνύοντας τις φιλελεύθερες πεποιθήσεις του κατά τη Μολδαβική εξέγερση και αποστελλόμενος στη Βιέννη ως κρατούμενος, από όπου δραπέτευσε με Βρετανική υποστήριξη.
Αφού επέστρεψε όταν έγινε ηγεμόνας ο Γρηγόριος Αλεξάνδρου Γκίκας.[10], έγινε υπουργός πολέμου της Μολδαβίας το 1858, εκπροσωπώντας επίσης το Γκαλάτσι στο ad hoc Διβάνι στο Ιάσιο. Ο Κούζας ενεργούσε ελεύθερα υπό τις εγγυήσεις των Ευρωπαϊκών δυνάμεων τις παραμονές του Κριμαϊκού Πολέμου για την αναγνώριση του ως Πρίγκιπα της Μολδαβίας. Ο Κούζα διακρίθηκε ως ομιλητής στις συζητήσεις και υποστήριξε ένθερμα την ένωση της Μολδαβίας και της Βλαχίας. Ελλείψει αλλοδαπού πρίγκιπα υποδείχθηκε ως υποψήφιος και για τα δύο πριγκιπάτα από το φιλοενωτικό Partida Naţională (επωφελούμενος μιας ασάφειας στο κείμενο της Συνθήκης των Παρισίων. Ο Κουζά εξελέγη τελικά Πρίγκιπας της Μολδαβίας στις 17 Ιανουαρίου 1859 (5 Ιανουαρίου με το Παλαιό ημερολόγιο) και, αφού υπό την «πίεση του δρόμου» άλλαξε η ψήφος στο Βουκουρέστι, επίσης Πρίγκιπας της Βλαχίας, στις 5 Φεβρουαρίου 1859 (24 Ιανουαρίου)[11] . Παρέλαβε το φιρμάνι από το Σουλτάνο στις 2 Δεκεμβρίου 1861 κατά τη διάρκεια επίσκεψης στην Κωνσταντινούπολη. Τιμήθηκε με τα παράσημα του Τάγματος του Μετζιτιέ, του Τάγματος του Οσμανιέ , του Τάγματος των Αγίων Μαυρικίου και Λαζάρου και του Τάγματος του Σωτήρος.
Αν και αυτός και η σύζυγός του Έλενα Ροσέττι δεν είχαν παιδιά, εκείνη μεγάλωσε ως δικά της παιδιά τους δύο γιους του από την ερωμένη του Έλενα Μαρία Καταρτζίου-Ομπρενοβιτς, τον Αλέξανδρο Αλ. Ιωάννη Κούζα (1864-1889) και το Δημήτριο Κούζα (1865-1888 αυτοκτονία).
Έτσι ο Κούζας πέτυχε μια de facto ένωση των δύο πριγκιπάτων. Οι Δυνάμεις τηρούσαν αντιφατική στάση , ο Ναπολέων Γ΄ της Γαλλίας παρέμενε υποστηρικτικός, ενώ το Αυστριακό υπουργείο μπλόκαρε την έγκριση μιας τέτοιας ένωσης στο Συνέδριο των Παρισίων. Εν μέρει ως συνέπεια αυτού, η εξουσία του Κούζα δεν αναγνωρίστηκε από τον ονομαστικό του επικυρίαρχο Αμπντούλ Αζίζ, Σουλτάνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μέχρι τις 23 Δεκεμβρίου 1861 (και τότε η ένωση έγινε δεκτή μόνο για τη θητεία του Κούζα).
Η ένωση ανακηρύχθηκε επίσημα τρία χρόνια αργότερα, στις 5 Φεβρουαρίου 1862 (24 Ιανουαρίου), με τη νέα χώρα να φέρει το όνομα της Ρουμανίας, με το Βουκουρέστι ως πρωτεύουσα της.
Ο Κούζα επένδυσε τις διπλωματικές του ενέργειες στην απόκτηση περαιτέρω παραχωρήσεων από τις Δυνάμεις: τη συναίνεση του σουλτάνου για ένα ενιαίο κοινοβούλιο και ένα υπουργικό συμβούλιο όσο ζούσε ο Κούζας, σε αναγνώριση της πολυπλοκότητας του έργου. Έτσι, θεωρήθηκε ως η πολιτική ενσάρκωση μιας ενοποιημένης Ρουμανίας.
Διοίκησε από το 1859 ως το 1866.[12]
Με τη βοήθεια του συμβούλου του Μιχαήλ Κογκιλνιτσεάνου, πνευματικού ηγέτη της επανάστασης του 1848, ο Κούζας εισήγαγε μια σειρά μεταρρυθμίσεων που συνέβαλαν στον εκσυγχρονισμό της ρουμανικής κοινωνίας και των κρατικών δομών.
Το πρώτο μέτρο του αφορούσε την ανάγκη αύξησης των πόρων της γης και των εσόδων που διέθετε το κράτος με την «εκκοσμίκευση» (κατάσχεση) της περιουσίας των μοναστηριών το 1863. Πιθανώς πάνω από το ένα τέταρτο της γεωργικής γης της Ρουμανίας ελεγχόταν από αφορολόγητα Ορθόδοξα Μοναστήρια, που ενίσχυαν Έλληνες και άλλους ξένους μοναχούς σε ιερά μέρη όπως το Άγιο Όρος και η Ιερουσαλήμ (σημαντική διαρροή κρατικών εσόδων). Ο Κούζας έλαβε την υποστήριξη του κοινοβουλίου για να απαλλοτριώσει αυτές τις εκτάσεις. Πρότεινε αποζημίωση στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, αλλά ο Σωφρόνιος Γ΄, Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης, αρνήθηκε να διαπραγματευτεί. Ο Μητροπολίτης Μολδαβίας και όσοι κληρικοί διαμαρτυρήθηκαν για τις ενέργειές του τους επιβλήθηκε περιορισμός. Η επιδείνωση των σχέσεων με το Οικουμενικό Πατριαρχείο κλιμάκωσε τα μέτρα που έλαβε ο Κούζας και αφαίρεσε τη διεύθυνση των ιερατικών σχολών από την αρμοδιότητα της Ρουμανικής Εκκλησίας, έκλεισε τα τυπογραφεία της, απαγόρευσε τη χρήση της ελληνικής γλώσσας στους ρουμανικούς ναούς (εκτός των Ελληνικών κοινοτήτων), έπαυσε τους έλληνες ηγούμενους από τις μονές και δήμευσε τις περιουσίες τους. Κατάργησε τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, εισήγαγε το θεσμό του πολιτικού γάμου και υπήγαγε το διαζύγιο στα πολιτικά δικαστήρια.
Μετά από αρκετά χρόνια η Ρουμανική κυβέρνηση απέσυρε την προσφορά της και καμία αποζημίωση δεν πληρώθηκε ποτέ στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τελικά τα ελληνικά ιδρύματα δεν αποζημιώθηκαν παρά τις δικαστικές διεκδικήσεις. Τα έσοδα του κράτους αυξήθηκαν με τον τρόπο αυτό χωρίς να προστεθεί οποιαδήποτε εγχώρια φορολογική επιβάρυνση Η αγροτική μεταρρύθμιση, η απαλλαγή των αγροτών από την απλήρωτη εργασία, η ελυθερία κινήσεών τους και ο αναδασμός ορισμένων εκτάσεων (1864) ήταν λιγότερο επιτυχείς. Προσπαθώντας να δημιουργήσει μια σταθερή βάση στήριξης μεταξύ των αγροτών, ο Κούζας βρέθηκε σύντομα σε σύγκρουση με την ομάδα των Συντηρητικών.[13] Ένα φιλελεύθερο νομοσχέδιο που χορηγούσε στους αγρότες τίτλους για τη γη που καλλιεργούσαν καταψηφίστηκε. Στη συνέχεια οι Συντηρητικοί απάντησαν με ένα νομοσχέδιο που έθετε τέρμα σε όλα τα αγροτικά χρέη και υποχρεώσεις, αλλά έδινε στους γαιοκτήμονες τίτλους για όλη τη γη. Ο Κούζας άσκησε βέτο και στη συνέχεια διεξήγαγε δημοψήφισμα για να αλλάξει τη Σύμβαση των Παρισίων (το πραγματικό σύνταγμα), όπως ο Ναπολέων Γ΄.
Στις 2 Μαΐου 1864 διέλυσε τη Βουλή και εισήγαγε νέο Σύνταγμα, που τροποποιούσε τις διατάξεις της Συνθήκης του Παρισιού. Η θέση της εκτελεστικής έναντι της νομοθετικής ήταν πιο ενισχυμένη. Όταν κατατέθηκε πρόταση μομφής κατά της θητείας της κυβέρνησης από τη Συνέλευση, χρησιμοποίησε το στρατό για τη διάλυση του σώματος. Το δικαίωμα ψήφου δεν δινόταν μεν στους ακτήμονες, αλλά δινόταν σε πολύ περισσότερους αστούς. Το νέο Σύνταγμα επικυρώθηκε με δημοψήφισμα, προχωρώντας ένα βήμα πιο πέρα την ανεξαρτησία των Ρουμάνων. Ο Πρίγκηπας μετήλθε όλες τις μεθόδους εξαναγκασμού.[14] Το σχέδιό του να καθιερωθεί η καθολική ψηφοφορία των ανδρών, μαζί με την εξουσία του Domnitor (Κυβερνήτη) να κυβερνά με διατάγματα, ψηφίστηκε με ψήφους 682.621 έναντι 1.307. Ετσι κυβέρνησε τη χώρα σύμφωνα με τις διατάξεις του Statutul dezvoltător al Convenției de la Paris ("Νόμος επέκτασης της Σύμβασης των Παρισίων"), οργανικού νόμου που εγκρίθηκε στις 15 Ιουλίου 1864. Με τις νέες απόλυτες εξουσίες του, ο Κούζας δημοσίευσε τον Αγροτικό Νόμο του 1863. Οι αγρότες έλαβαν τίτλους των γαιών που καλιεργούσαν, ενώ οι γαιοκτήμονες διατήρησαν την ιδιοκτησία του ενός τρίτου. Όπου δεν υπήρχε αρκετή γη διαθέσιμη για τη δημιουργία βιώσιμων εκμεταλλεύσεων με αυτό τον τρόπο, τα κρατικά εδάφη (από τα κατασχεθέντα μοναστήρια) θα χρησιμοποιούνταν για να δώσουν αποζημίωση στους γαιοκτήμονες.
Παρά τις προσπάθειες του υπουργικού συμβουλίου του Λάσκαρ Καταρτζίου να επιβάλει μια μεταβατική περίοδο, στην οποία θα διατηρείτο εν μέρει η απλήρωτη εργασία, η μεταρρύθμιση του Κούζα σήμανε την εξαφάνιση της τάξης των boyar ως προνομιούχου ομάδας και οδήγησε στη διοχέτευση του δυναμισμού προς τον καπιταλισμό και την εκβιομηχάνιση. Ταυτόχρονα, όμως, η διανομή της γης ήταν ακόμα κατώτερη των αναγκών και το πρόβλημα οξύνθηκε τις επόμενες δεκαετίες - καθώς οι αγρότες που περιήλθαν σε ένδεια ξεπούλησαν τη γη τους ή διαπίστωναν ότι ήταν ανεπαρκής για τις ανάγκες των αναπτυσσόμενων οικογενειών τους.
Οι μεταρρυθμίσεις του Κούζα περιλάμβαναν επίσης την υιοθέτηση του Ποινικού και του Αστικού Κώδικα με βάση το Ναπολεόντειο Κώδικα (1864), Νόμου για την Εκπαίδευση, που θέσπιζε δωρεάν υποχρεωτική δημόσια εκπαίδευση για τα δημοτικά σχολεία (1864, το σύστημα όμως έπασχε από δραστικές ελλείψεις στα παρεχόμενα κεφάλαια και ο αναλφαβητισμός εξαλείφθηκε περίπου 100 χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος). Ίδρυσε το Πανεπιστήμιο του Ιασίου (1860) και το Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου (1864), Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών και Δραματική Σχολή. Χορηγεί υποτροφίες σε πολλούς νέους από άλλες Βαλκανικές χώρες για να φοιτήσουν σε σχολεία και στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου. Βοήθησε στην ανάπτυξη ενός σύγχρονου Ευρωπαϊκής μορφής Ρουμάνικου Στρατού, σε ενεργό σχέση με τη Γαλλία. Είναι ο ιδρυτής των Ρουμανικών Ναυτικών Δυνάμεων. Επεκτείνει το τηλεγραφικό δίκτυο σε όλη τη χώρα· μεταλλικές γέφυρες αντικαθιστούν τις παλιές πέτρινες και υπογράφει σύμβαση για την κατασκευή σιδηροδρομικού δικτύου στη χώρα. Ως προς την εξωτερική πολιτική του, επιτρέπει την διέλευση από τα εδάφη της χώρας του όπλων για τη Σερβία αν και δυσαρέστησε τις Μεγάλες Δυνάμεις. Βοήθησε δίνοντας άσυλο στους Βουλγάρους, Ούγγρους και Πολωνούς επαναστάτες.[15].
Ο Κούζας απέτυχε στην προσπάθειά του να δημιουργήσει μια συμμαχία ευημερούντων αγροτών και ενός ισχυρού φιλελεύθερου πρίγκιπα, που θα κυβερνούσε αυταρχικά αλλά με φιλανθρωπία στο στυλ του Ναπολέοντα Γ΄. Ο Αγροτικός Νόμος είχε προκαλέσει την αντίδραση των πιο συντηρητικών, ενώ το πραξικόπημά του την αντίδραση των φιλελεύθερων, που τον κατηγορούσαν ως δικτάτορα. Αναγκασμένος να βασίζεται σε μια υποβαθμιζόμενη ομάδα επίλεκτων γραφειοκρατών, άρχισε να αντιμετωπίζει μια αυξανόμενη αντιπολίτευση μετά το νομοσχέδιο της αγροτικής μεταρρύθμισης, ενώ οι φιλελεύθεροι γαιοκτήμονες εξέφραζαν ανησυχίες για την ικανότητά του να εκπροσωπεί τα συμφέροντά τους. Επίσης, οι διάφορες καταχρήσεις στη διοίκηση, τα συνεχή ελλείμματα στον κρατικό προϋπολογισμό, το διεφθαρμένο περιβάλλον του και ο διορισμός σε υψηλόμισθες θέσεις και αξιώματα ξένων κυρίως προσώπων, υποδαύλιζαν την αντίδραση στο πρόσωπό του. Τέλος, η υιοθεσία εκ μέρους του δύο νόθων γιων, που τους είχε αποκτήσει από την πριγκίπισσα Μαρία Ομπρένοβιτς [16] Έτσι τα δυσαρεστημένα κοινωνικά στοιχεία -βογιάροι και συντηρητικοί- ενώθηκαν με σκοπό να τον ανατρέψουν. Συνομωτούσαν αρκετοί εξ αυτών σε ξένες πρωτεύουσες, παρουσιάζοντάς τον ως όργανο ρωσικών σχεδίων.[16]
Ο Κούζας αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τον λεγόμενο «συνασπισμό τερατογένεση» Συντηρητικών και Φιλελευθέρων. Στις 4 το πρωί στις 22 Φεβρουαρίου 1866, μια ομάδα στρατιωτικών συνωμόνων εισέβαλεστο παλάτι και υποχρέωσε τον πρίγκιπα να υπογράψει την παραίτησή του. Την επόμενη μέρα τον οδήγησαν με ασφάλεια στα σύνορα.
Ο διάδοχός του, Πρίγκηπας Κάρολος Χοεντσόλερν-Τσιγκμαρίνγκεν, ανακηρύχθηκε Κυβερνήτης ως Κάρολος Α΄ της Ρουμανίας στις 20 Απριλίου 1866. Η εκλογή ενός ξένου πρίγκιπα με δεσμούς με ένα σημαντικό πριγκιπικό οίκο, που νομιμοποίησε την ανεξαρτησία της Ρουμανίας (την οποία υλοποίησε ο Κάρολος μετά το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1877-1878), υπήρξε ένας από τους φιλελεύθερους στόχους στην επανάσταση του 1848.
Παρά τη συμμετοχή του Ioν Μπρετιάνου και άλλων μελλοντικών ηγετών του Φιλελεύθερου Κόμματος στην ανατροπή του Κούζα, αυτός παρέμεινε ήρωας της ριζοσπαστικής και δημοκρατικής πτέρυγας, που, όπως και οι Γαλλόφιλοι, είχε έναν πρόσθετο λόγο να αντιταχθεί σε έναν Πρώσο μονάρχη. Οι διαδηλώσεις κατά του Καρόλου στο Βουκουρέστι κατά τη διάρκεια του Γαλλοπρωσικού Πολέμου και η απόπειρα πραξικοπήματος γνωστού ως Δημοκρατία του Πλοέστι τον Αύγουστο του 1870, κατέληξαν στην επίλυση της σύγκρουσης με το συμβιβασμό μεταξύ Μπρετιάνου και Καρόλου, με την έλευση ενός μακρόβιου και ισχυρού Φιλελεύθερου υπουργικού συμβουλίου.
Ο Κούζας πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στην εξορία, κυρίως στο Παρίσι, στη Βιέννη, στη Φλωρεντία και στο Βισμπάντεν, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του, την ερωμένη του και τους δύο γιους του. Πέθανε στη Χαϊδελβέργη στις 3 Μαΐου του 1873. Τα λείψανά του είχαν ταφεί στην κατοικία του στη Ρουγκινοάσα, αλλά μεταφέρθηκαν στον Καθεδρικό των Τριών Ιεραρχών στο Ιάσιο μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.