Αλέξανδρος Σβώλος | |
---|---|
Πρόεδρος της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης | |
Περίοδος 10 Απριλίου 1944 – 9 Οκτωβρίου 1944 | |
Προκάτοχος | Ευριπίδης Μπακιρτζής |
Διάδοχος | Μάρκος Βαφειάδης (ως Πρόεδρος της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης) Γεώργιος Παπανδρέου (ως Πρόεδρος της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας) |
Υπουργός Οικονομικών | |
Περίοδος 2 Σεπτεμβρίου 1944 – 2 Δεκεμβρίου 1944 | |
Πρωθυπουργός | Γεώργιος Παπανδρέου |
Προκάτοχος | Παναγιώτης Κανελλόπουλος |
Διάδοχος | Παναγιώτης Κανελλόπουλος |
Προσωπικά στοιχεία | |
Γέννηση | 1892, Κρούσοβο, Οθωμανική Αυτοκρατορία |
Θάνατος | 22 Φεβρουαρίου 1956 Αθήνα, Βασίλειο της Ελλάδας |
Εθνότητα | Έλληνας |
Υπηκοότητα | Ελλάδα |
Πολιτικό κόμμα | Σοσιαλιστικό Κόμμα-Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας (1941-1953) Δημοκρατικόν Κόμμα Εργαζομένου Λαού (1953-1956) |
Σπουδές | Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών |
Επάγγελμα | Πολιτικός |
Ο Αλέξανδρος Ι. Σβώλος (Κρούσοβο, 1892 – Αθήνα, 22 Φεβρουαρίου 1956) ήταν Έλληνας διαπρεπής νομικός και πολιτικός. Κατά την περίοδο της Κατοχής διατέλεσε πρόεδρος («πρωθυπουργός») της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ, γνωστής και ως «Κυβέρνησης του Βουνού»). Υπέστη διώξεις και εξορίες λόγω των αριστερών πεποιθήσεών του.[1]
Ο Αλέξανδρος Σβώλος γεννήθηκε το 1892 στο Κρούσοβο (Kruševo)[2] ή στην περιοχή Μοριχόβου της Βορειοδυτικής Μακεδονίας (σημερινή Βόρεια Μακεδονία). Οι γονείς του, Ιωάννης και Θάλεια, ήταν βλάχικης καταγωγής.[3]
Σπούδασε νομική στην Κωνσταντινούπολη (1911–1912) και κατόπιν στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου είχε για δάσκαλο τον διαπρεπή έλληνα συνταγματολόγο Νικόλαο Σαρίπολο. Το 1915 ανακηρύχθηκε διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών με τη διατριβή «Το δικαίωμα τού συνεταιρίζεσθαι και το δίκαιον των σωματείων».
Κατά την περίοδο 1917–1920 διατέλεσε διευθυντής στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, στη Διεύθυνση Εργασίας και Κοινωνικής Πολιτικής. Από την θέση αυτή συνέταξε τον νόμο 2112/1920 «περί καταγγελίας συμβάσεως εργασίας», φρόντισε ώστε να κυρωθούν διά νόμου οι Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας της Ουάσινγκτον και οργάνωσε τις υπηρεσίες του Υπουργείου και της Επιθεώρησης Εργασίας.[4]
Κατά τα έτη 1921–1922 εργάσθηκε ως γενικός διευθυντής στην Προύσα της Μικράς Ασίας και, κατά παραγγελία του Αριστείδη Στεργιάδη, Ύπατου Αρμοστή Σμύρνης, συνέταξε το Σύνταγμα της Ιωνικής Πολιτείας.
Το 1929 διαδέχθηκε τον Ν. Ν. Σαρίπολο στην έδρα του Συνταγματικού Δικαίου, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στην έδρα αυτή παρέμεινε μέχρι το 1946 οπότε και αποπέμφθηκε οριστικά κατηγορούμενος ως «ελληνόφων καθηγητής και αποστάτης της εθνικής ιδέας». Εξαιτίας των αριστερών πεποιθήσεών του είχε ήδη παυθεί από την έδρα του Συνταγματικού Δικαίου άλλες τρεις φορές: το 1935, το 1936 και το 1944. Για τους ίδιους λόγους ο Ιωάννης Μεταξάς τον εξόρισε στην Ανάφη, τη Μήλο, τη Νάξο και τη Χαλκίδα καθ' όλη την περίοδο 1936–1940.
Κατά την περίοδο 1941–1943 διατέλεσε πρόεδρος της Επιτροπής Μακεδόνων και Θρακών και συνέταξε υπομνήματα προς τις γερμανικές Αρχές Κατοχής καταγγέλλοντας τις ωμότητες των Βουλγάρων κατά των πληθυσμών των δύο αυτών περιοχών.
Τον Απρίλιο του 1944, ύστερα από πολλούς δισταγμούς, δέχθηκε να γίνει πρόεδρος της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ). Με την ιδιότητα αυτή, αμέσως μετά, ο Σβώλος έλαβε μέρος στο Συνέδριο του Λιβάνου για την ανασυγκρότηση της ελληνικής κυβέρνησης στο Κάιρο και την μετατροπή της σε Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου, στην οποία θα συμμετείχαν και εκπρόσωποι της ΠΕΕΑ. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1944 ο Σβώλος ανέλαβε υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Παπανδρέου.[5][6] Όμως τα μέτρα τα οποία έλαβε για να ανορθώσει την ελληνική οικονομία έδωσαν λαβή σε έντονη αμφισβήτηση και κριτική εναντίον του. Τελικά παραιτήθηκε από υπουργός, μαζί με όλους τους υπουργούς του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ), αρνούμενος να συνυπογράψει τη διάλυση του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ), όπως απαιτούσε ο Γεώργιος Παπανδρέου.[7] Λίγο καιρό αργότερα αποπέμφθηκε και από το Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Από το 1945 έως το 1953 διατέλεσε πρόεδρος του Σοσιαλιστικού Κόμματος-Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας και, μετά τη συγχώνευση του κόμματος αυτού με το Δημοκρατικόν Κόμμα, διετέλεσε πρόεδρος του ενιαίου Δημοκρατικού Κόμματος του Εργαζομένου Λαού (1953–1956).
Το 1950 εκλέχθηκε βουλευτής Θεσσαλονίκης, όπως επίσης συνέβη και στις εκλογές του 1956. Ωστόσο πέθανε μόλις τρεις ημέρες μετά την δεύτερη εκλογή του, στις 22 Φεβρουαρίου 1956 στην Αθήνα.[8][9] Κληροδότησε τα βιβλία του στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ενώ εξέφρασε την επιθυμία στη σύζυγό του, Μαρία Σβώλου, η περιουσία του να χρησιμοποιηθεί για τη σύσταση Ιδρύματος για τη στήριξη φοιτητών.[10]
Από πολύ νέος, ο Αλέξανδρος Σβώλος έδειξε ενδιαφέρον για την πολιτική και την κοινωνική κατάσταση της Ελλάδας. Η διδακτορική του διατριβή (1915) αφορούσε το βασικό συνταγματικό δικαίωμα του συνδικαλισμού των εργαζομένων. Αμέσως μετά δημοσίευσε μελέτες επί του δικαιώματος της ειρηνικής συνάθροισης σε δημόσιους χώρους και επί της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών προς όφελος ακτημόνων αγροτών.
Το 1928 δημοσίευσε τη μελέτη Το Νέον Σύνταγμα και αι βάσεις του Πολιτεύματος, με την οποία αναδεικνύεται το πώς προέκυψε το προοδευτικό Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας του 1927. Η ερμηνεία που δίνει ο Σβώλος για το Σύνταγμα του 1927 έχει χαρακτηριστεί «ριζοσπαστική» για την εποχή της, καθώς ο επιφανής νομικός «κρίνει τους θεσμούς από πολιτικής απόψεως, ιστάμενος επί ωρισμένου εδάφους ηθικοπολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας, τείνων δηλαδή προς την εμβάθυνσιν της δημοκρατικής ιδέας διά της εξελικτικής μεταμορφώσεως του συγχρόνου τύπου του κράτους εις πολιτικήν και κοινωνικήν δημοκρατίαν». Με άλλα λόγια, «ο Σβώλος μιλά για το κράτος και τους πολιτικούς θεσμούς με το βλέμμα του στραμμένο προς την κοινωνία» (Γ. Τασόπουλος, Τα Νέα, 16 Δεκεμβρίου 1999).
Το 1929, στον εναρκτήριο λόγο του, ως τακτικού καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου[11][12] στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με τίτλο «Προβλήματα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας», ο Σβώλος τόνισε την ανάγκη προστασίας των μειοψηφιών και εξισορρόπησης έναντι της ολοένα ενισχυόμενης εκτελεστικής εξουσίας.
Οι δημοκρατικές του αντιλήψεις τον έκαναν να σταθεί επικριτικά απέναντι στον θεσμό της βασιλείας στην Ελλάδα. Επέκρινε επίσης τη λήψη εξαιρετικών μέτρων, όπως το «Ιδιώνυμο» του Βενιζέλου, που απέβλεπαν στη φίμωση της ελεύθερης πολιτικής γνώμης. Στη διδασκαλία του στο Πανεπιστήμιο κυριαρχούν ως θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος, «η ελευθερία, η δικαιοκρατία, η δημοκρατία».[13]
Το 1954–1955, ο Αλέξανδρος Σβώλος δημοσίευσε μαζί με τον Γ. Βλάχο τους δύο πρώτους τόμους του έργου Το Σύνταγμα της Ελλάδος, όπου ερμηνεύονται «με πνεύμα εξαιρετικά προωθημένο, ανανεωτικό και φιλελεύθερο» οι ατομικές ελευθερίες, έτσι όπως καθορίζονται από το Σύνταγμα του 1952 (Γ. Τασόπουλος, Τα Νέα, 16 Δεκεμβρίου 1999).
Από πολιτική άποψη, ο Σβώλος ανήκε στην σοσιαλιστική, δημοκρατική, αλλά μη κομμουνιστική αριστερά. Η τοποθέτησή του αυτή τον έφερε συχνά σε ρήξη τόσο με τη δεξιά όσο και με της αριστερά. Αρθρογραφούσε συχνά σε εφημερίδες εκφράζοντας πάντα λόγο δημοκρατικό. Ήταν πολιτικός της δημοκρατίας, της ανεκτικότητας και της μετριοπάθειας. Όμως, η εποχή του ήταν εποχή έντονων διχασμών που έσπρωξαν στο περιθώριο φωνές σαν και αυτή του Αλέξανδρου Σβώλου.
Κεντρική οδός της Θεσσαλονίκης φέρει το όνομά του, όπως και δρόμοι σε πολλές άλλες πόλεις της Ελλάδας. Στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην οδό Σόλωνος, υπάρχει αίθουσα στην οποία έχει δοθεί το όνομά του[14], ενώ έχει συσταθεί το 1980 κοινωφελές ίδρυμα με το όνομα "ΙΔΡΥΜΑ ΥΠΟΤΡΟΦΙΩΝ - ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ι. ΣΒΩΛΟΣ" με σκοπό τη χορήγηση υποτροφιών για μεταπτυχιακές σπουδές στις Κοινωνικές και Οικονομικές Επιστήμες πανεπιστημίων χωρών της Ευρώπης[15].