Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Ο Αλέξανδρος, ιταλ. Alessandro (5 Οκτωβρίου 1520 - 2 Μαρτίου 1589) από τον Οίκο των Φαρνέζε ήταν καρδινάλιος, διπλωμάτης, μεγάλος συλλέκτης της Τέχνης και προστάτης καλλιτεχνών.
Ήταν ο πρωτότοκος γιος τού Πέτρου-Λουδοβίκου δούκα της Πάρμας, Πλακεντίας & Κάστρο και της Τζερολάμα Ορσίνι, κόρης τού Λουδοβίκου Ορσίνι κόμη τού Πιτιλιάνο. Γεννήθηκε στο κάστρο της οικογένειας στο Βαλεντάνο της Τοσκάνης (νυν επαρχίας τού Βιτέρμπο). Ο πατέρας του ήταν νόθο τέκνο τού πάπα Παύλου Γ΄.
Σπούδασε στη Μπολόνια μαζί με τον εξάδελφό του Γκοίντο Ασκάνιο Σφόρτσα ντι Σαντ Φιόρα. Έγινε μέλος τού Κολλεγίου τού Ανκαράνο, που είχε ιδρυθεί τον 15ο αι. από τον Πέτρο ντε Ανκαράνο για σπουδαστές, που ήθελαν εξειδίκευση στις νομικές σπουδές.
Το 1534 σε ηλικία 14 ετών ορίστηκε καρδινάλιος-διάκονος στο ναό τού Σαντ' Άντζελο στην Πεσκερία από τον πάππο του Παύλο Γ΄, ο οποίος είχε εκλεγεί πάπας δύο μήνες πριν. Το 1535 διορίστηκε ηγούμενος τιμητικά τού αββαείου τού Τρε Φοντάνε στη Βία Οστιένσε, μία θέση που την κράτησε ως το 1544. Το 1535 διορίστηκε επίσης ηγούμενος τιμητικά του Σαιντ Ετιέν ντε Καέν.
Τα κτήρια που οικοδόμησε ή ανακαίνισε είναι ο ναός τού Ιησού στη Ρώμη, η βίλλα Φαρνέζε στην Καπραρόλα, το παλάτσο Φαρνέζε κοντά στη λίμνη Μπρατσιάνο και η μονή Τρε Φοντάνε.
Έμεινε γνωστός για τη συγκέντρωση της μεγαλύτερης συλλογής Ρωμαϊκών γλυπτών, που μαζεύτηκαν σε ιδιωτικά χέρια από την Αρχαιότητα. Αφού κληρονομήθηκε στους ηγεμόνες των Βουρβόνων-Πάρμας, το μεγαλύτερο μέρος της βρίσκεται τώρα στη Νάπολη. Η γενναιοδωρία του προς τους καλλιτέχνες δημιούργησε μία πραγματική ακαδημία: στο ανάκτορο πού έκτισε στην Καπραρόλα, στη διαμονή του στο παλάτσο ντελλα Καντσελλαρία και -μετά την αποβίωση τού αδελφού του καρδιναλίου Ρανούτσο το 1565- στο παλάτσο Φαρνέζε. Στο τελευταίο οι καλύτεροι γλύπτες εργάστηκαν υπό την επιτήρησή του για την αποκατάσταση σπασμένων αρχαιοτήτων, ώστε να γίνουν πλήρη γλυπτά. Έγινε μεγάλος προστάτης καλλιτενών, όπως τού Ελ Γκρέκο. Υπό τη διεύθυνση τού εφόρου (curator) και βιβλιοθηκονόμου του, τού Φούλβιο Ορσίνι, αρχαιοδίφους και εικονογράφου, οι συλλογές των Φαρνέζε συστηματικοποιήθηκαν και εμπλουτίστηκαν. Ο Αλέξανδρος συνέλεγε αρχαία νομίσματα και παράγγελνε σύγχρονα μετάλλια. Είχε πίνακες τού Τισιανού, του Μιχαηλάγγελου, του Ραφαήλ και μία σημαντική συλλογή σχεδίων. Παρήγγειλε το αριστούργημα τού Τζούλιο Κλόβιο, που θεωρείται το τελευταίο μεγάλο εικονογραφημένο χειρόγραφο, τις Ώρες των Φαρνέζε, έργο που ολοκληρώθηκε το 1546, έπειτα από εννέα έτη δημιουργίας· τώρα βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη Μόργκαν της Νέα Υόρκης. Το σπουδαστήριο, που κτίστηκε για να στεγάσει τη συλλογή αυτή, αργότερα ξανακτίστηκε ως Σατώ ντ' Εκουάν και τώρα είναι το Μουσείο της Αναγέννησης στο Εκουάν.
Το 1550 απέκτησε το βόρειο μέρος τού Παλατίνου λόφου στη Ρώμη, όπου στα βορειοδυτικά υπήρχαν ερείπια τού ανακτόρου τού Τιβερίου. Τα συμπλήρωσε και τα μετέτρεψε σε θερινή κατοικία με κήπους. Οι Κήποι Φαρνέζε έγιναν οι πρώτοι βοτανικοί κήποι στην Ευρώπη. Από αυτούς προέρχεται το όνομα τού φυτού Ακακία Φαρνεζιάνα, από το οποίο παράγεται το σημαντικό απόσταγμα Φαρνεζόλ.
Πριν γίνει καρδινάλιος, είχε ερωμένη την Κλωντ ντε Μπων ντε Σεμμπλανσαί κυρία τού Σατωμπρύν, κυρία των τιμών και έμπιστη της Αικατερίνης των Μεδίκων. Ήταν αδελφή των Μαρτίν επισκόπου τού Πυύ και Ρενώ επισκόπου τού Μένντε & αρχιεπισκόπου τού Μπουρζ. Από αυτή είχε ένα φυσικό τέκνο: