Αλβενδαζόλη

Αλβενδαζόλη
Ονομασία IUPAC
Methyl [5-(propylthio)-1H-benzoimidazol-2-yl]carbamate
Κλινικά δεδομένα
Εμπορικές ονομασίεςAlbenza, Valbazen, Zentel, άλλες
AHFS/Drugs.commonograph
MedlinePlusa610019
Κατηγορία ασφαλείας κύησης
  • AU: D
  • US: C (Δεν έχει αποκλειστεί ο κίνδυνος)
Οδοί
χορήγησης
Από το στόμα
Κυκλοφορία
Κυκλοφορία
Φαρμακοκινητική
Βιοδιαθεσιμότητα<5%[2]
Πρωτεϊνική σύνδεση70%[2]
ΜεταβολισμόςΗπατικός[2]
Βιολογικός χρόνος ημιζωής8-12 ώρες[2]
ΑπέκκρισηΧολή (άνθρωποι)
Ούρα (μηρυκαστικά)
Κωδικοί
Αριθμός CAS54965-21-8 YesY
Κωδικός ATCP02CA03 QP52AC11 (WHO)
PubChemCID 2082
DrugBankDB00518 YesY
ChemSpider1998 YesY
UNIIF4216019LN YesY
KEGGD00134 YesY
ChEBICHEBI:16664 YesY
ChEMBLCHEMBL1483 YesY
NIAID ChemDB007895
Χημικά στοιχεία
Χημικός τύποςC12H15N3O2S
Μοριακή μάζα265,33 g·mol−1
CCCSc2ccc1nc(NC(=O)OC)[nH]c1c2

InChI=1S/C12H15N3O2S/c1-3-6-18-8-4-5-9-10(7-8)14-11(13-9)15-12(16)17-2/h4-5,7H,3,6H2,1-2H3,(H2,13,14,15,16) YesY

Key:HXHWSAZORRCQMX-UHFFFAOYSA-N YesY
Φυσικά στοιχεία
Σημείο τήξης208 to 210 °C (406 to 410 °F)
  (verify)

Η αλβενδαζόλη είναι φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία μιας ποικιλίας παρασιτικών ελμινθικών λοιμώξεων. Είναι χρήσιμο για λαμβλίαση, τριχουρίαση, φιλαρίαση, νευροκυστικέρκωση, εχινόκοκκος, οξυουρίαση και ασκαρίαση, μεταξύ άλλων ασθενειών Λαμβάνεται από το στόμα.[3]

Συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν ναυτία, κοιλιακούς πόνους και πονοκεφάλους.[3] Οι δυνητικά σοβαρές παρενέργειες περιλαμβάνουν καταστολή του μυελού των οστών, η οποία συνήθως βελτιώνεται κατά τη διακοπή του φαρμάκου.[3] Έχει αναφερθεί φλεγμονή του ήπατος και εκείνοι με προηγούμενα ηπατικά προβλήματα διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο.[3] Ανήκει στην κατηγορία εγκυμοσύνης C στις Ηνωμένες Πολιτείες και την κατηγορία D στην Αυστραλία, που σημαίνει ότι μπορεί να προκαλέσει βλάβη εάν ληφθούν από έγκυες γυναίκες.[4] Η αλμπενδαζόλη είναι ένας αντιελμινθικός παράγοντας ευρέος φάσματος του τύπου βενζιμιδαζόλης.[3]

Η αλμπενταζόλη αναπτύχθηκε το 1975.[5] Συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο βασικών φαρμάκων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.[6]

  1. Plumb, Donald C. (2011). «Albendazole». Plumb's Veterinary Drug Handbook (7th έκδοση). Stockholm, Wisconsin; Ames, Iowa: Wiley. σελίδες 19–21. ISBN 978-0-470-95964-0.  Unknown parameter |name-list-style= ignored (βοήθεια)
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 «Albenza, (albendazole) dosing, indications, interactions, adverse effects, and more». Medscape Reference. WebMD. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Μαρτίου 2014. Ανακτήθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2014. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 «Albendazole». Drugs.com. The American Society of Health-System Pharmacists. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 18 Αυγούστου 2015. 
  4. Australian Government (3 Μαρτίου 2014). «Prescribing medicines in pregnancy database». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Απριλίου 2014. Ανακτήθηκε στις 22 Απριλίου 2014. 
  5. Neonatal Formulary: Drug Use in Pregnancy and the First Year of Life. John Wiley & Sons. 2014. σελ. 64. ISBN 9781118819593. 
  6. World Health Organization model list of essential medicines: 21st list 2019. Geneva: World Health Organization. 2019. WHO/MVP/EMP/IAU/2019.06. License: CC BY-NC-SA 3.0 IGO.