Ο Αλεκσάνταρ Λέκα Ράνκοβιτς (ψευδώνυμο στον πόλεμο Λέκα, σέρβικα: Александар Лека Ранковић, 28 Noεμβρίου 1909 – 19 Αυγούστου 1983) ήταν Γιουγκοσλάβος κομμουνιστής Σερβικής καταγωγής, θεωρούμενος ως ο τρίτος πιο ισχυρός άνδρας στη Γιουγκοσλαβία μετά τον Γιόσιπ Μπροζ Τίτο και τον Έντβαρντ Καρντέλι[8] Ο Ράνκοβιτς ήταν υποστηρικτής μιας συγκεντρωτικής Γιουγκοσλαβίας, αντίθετος στις προσπάθειες που προωθούσαν την αποκέντρωση, που θεωρούσε ότι ήταν αντίθετη προς τα συμφέροντα του Σερβικού λαού[9]. Εξασφάλισε να έχουν οι Σέρβοι ισχυρή παρουσία στη νομενκλατούρα της Σοσιαλιστικής Αυτόνομης Επαρχίας του Κοσσυφοπεδίου της Σερβίας.[9] Ο Ράνκοβιτς προειδοποιούσε κατά των αποσχιστικών δυνάμεων στο Κοσσυφοπέδιο, που ήταν συνήθως ύποπτες για την άσκηση στασιαστικών ενεργειών [10]
Η δημοτικότητα του Ράνκοβιτς στη Σερβία έγινε εμφανής στην κηδεία του το 1983, στην οποία παρευρέθηκε μεγάλος αριθμός ανθρώπων. Πολλοί θεωρούσαν ότι ο Ράνκοβιτς ήταν Σέρβος "εθνικός" ηγέτης[11]. Οι πολιτικές του έχουν θεωρηθεί ως η βάση εκείνων του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς[11].
Ο Ράνκοβιτς γεννήθηκε στο χωριό Ντράζεβατς κοντά στο Ομπρένοβατς στο Βασίλειο της Σερβίας. Γεννημένος σε φτωχή οικογένεια, ο Ράνκοβιτς έχασε τον πατέρα του σε νεαρή ηλικία. Παρακολούθησε το γυμνάσιο στην πατρίδα του. Πήγε στο Βελιγράδι για να εργαστεί και να ενταχθεί στο εργατικό κίνημα. Επίσης επηρεάστηκε από τους συναδέλφους του, που, όταν απαγορεύτηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα, έφεραν μαζί τους κομμουνιστικά περιοδικά και λογοτεχνία, που διάβαζε ο Ράνκοβιτς. Στην ηλικία των 15 ετών εντάχθηκε στο συνδικάτο. Το 1927 συναντήθηκε με τη μελλοντική σύζυγό του Αντζα και ένα χρόνο αργότερα εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας. Σύντομα ονομάστηκε Γενικός Γραμματέας της Ένωσης Κομμουνιστών της Νεολαίας της Γιουγκοσλαβίας (SKOJ) στο Βελιγράδι.
Το 1928, όταν έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, ο Ράνκοβιτς ονομάστηκε Γραμματέας της Περιφερειακής Επιτροπής της SKOJ της Σερβίας. Η Δικτατορία της 6ης Ιανουαρίου δεν επηρέασε την πολιτική του δραστηριότητα. Ως αρχηγός της Περιφερειακής Επιτροπής της SKOJ δημοσίευσε ένα φυλλάδιο που διανεμήθηκε στο Βελιγράδι και στο Ζέμουν. Κατά την εκτύπωση των φυλλαδίων ένας από τους συνεργάτες του συνελήφθη και σύντομα ο Ράνκοβιτς εντοπίστηκε από την αστυνομία και συνελήφθη στο Βελιγράδι σε ένα παράνομο διαμέρισμα.
Η δίκη του Ράνκοβιτς ήταν μια από τις πρώτες μετά την κήρυξη της δικτατορίας από τον Βασιλιά Αλέξανδρο. Καταδικάστηκε για 6 χρόνια και εξέτισε την ποινή του στις φυλακές της Σρέμσκα Μιτρόβιτσα και της Λεπόγκλαβα. Κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του διέδωσε το πρόγραμμα των κομμουνιστών μεταξύ των νεότερων κρατουμένων. Στις φυλακές οργάνωσε επιθέσεις των πολιτικών κρατούμενων εναντίον των αστυνομικών. Αποφυλακίστηκε το 1935 και στη συνέχεια κατατάχτηκε στον στρατό. Μετά τη στρατιωτική θητεία εργάστηκε για το εργατικό κίνημα στο Βελιγράδι. Μέσα από τα συνδικάτα αναβίωσε τη δραστηριότητα του Κομμουνιστικού Κόμματος. Το 1936 έγινε μέλος της Περιφερειακής Επιτροπής της Σερβίας και το 1937 μέλος του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος. Τον Ιανουάριο του 1939 άρχισε να δρα παράνομα με την κωδική ονομασία "Mάρκο". Τον Μάιο του 1939 ο Ράνκοβιτς συμμετείχε στις διαβουλεύσεις των Κομμουνιστών της Γιουγκοσλαβίας της Ντράβα Μπανόβινα (σημερινή Σλοβενία) στη Σμάρνα Γκόρα και αργότερα στο 5ο Συνέδριο του ΚΚΓ στο Ζάγκρεμπ.
Ο Ράνκοβιτς ήταν μέλος του Πολιτικού Γραφείου από το 1940. Συνελήφθη και βασανίστηκε από τη Γερμανική Γκεστάπο το 1941, αλλά αργότερα διασώθηκε με μια παράτολμη επιδρομή των Γιουγκοσλάβων Παρτιζάνων[12]. Η σύζυγός και η μητέρα του σκοτώθηκαν από την Γκεστάπο κατά τη διάρκεια του πολέμου [13]. Ο Ράνκοβιτς υπηρέτησε στο Ανώτατο Επιτελείο καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου. Ονομάστηκε "Ήρωας του Λαού" για τις υπηρεσίες του κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Τον Μάιο του 1944 ο Ράνκοβιτς δημιούργησε την OZNA, την υπηρεσία ασφαλείας των Παρτιζάνων. Μετά τον πόλεμο έγινε υπουργός εσωτερικών και αρχηγός της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών UDBA, που είχε αντικαταστήσει την OZNA.
Εξέπεσε από την εξουσία το 1966, κατηγορηθείς για κατάχρηση εξουσίας, με υποκλοπή των υπνοδωματίων του Προέδρου Γιόσιπ Μπροζ Τίτο. Εκδιώχθηκε τον ίδιο χρόνο από την ΕΚΓ (Ενωση Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας).[12]
Η πτώση του από την εξουσία σήμανε την αρχή του τέλους της συγκεντρωτικής δομής εξουσίας της Ένωσης Κομμουνιστών της Γιουγκοσλαβίας πάνω στη χώρα και των κοινωνικών και πολιτικών αποσχιστικών και αυτονομιστικών κινήσεων που κορυφώθηκαν με την Κροατική Άνοιξη και τη νέα αποκεντρωμένη Γιουγκοσλαβία που προέκυψε από τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις του 1971 και αργότερα από το Σύνταγμα του 1974[15].
Ο Ράνκοβιτς αποσύρθηκε στο Ντουμπρόβνικ, όπου πέθανε στις 19 Αυγούστου 1983 μετά από δεύτερη καρδιακή προσβολή.
Στο αεροδρόμιο του Βελιγραδίου το φέρετρό του υποδέχθηκαν μόνο οι εκπρόσωποι της Ένωσης Βετεράνων (SUBNOR). Ενώ βρισκόταν στο νοσοκομείο, κάποιος διέρρηξε την κατοικία του και έκλεψε όλα τα μετάλλιά του, έτσι η οικογένειά του άρχισε να συγκεντρώνει μετάλλια από τους πρώην συμπολεμιστές του για να εκτεθούν στην κηδεία, αλλά τελικά η SUBNOR αντικατάστησε τα μετάλλια. Απαγορεύτηκε στους πολίτες και στις οργανώσεις να δημοσιεύσουν νεκρολογίες. Νεκρολογία επιτράπηκε μόνο στην οικογένειά του και μόνο την ημέρα της κηδείας.
Παρά την όλη λογοκρισία η ημέρα της κηδείας ήταν ένα μεγάλο σοκ για τις κρατικές και κομματικές αρχές. Δεν επιτράπηκαν ούτε κανονιοβολισμοί ούτε σαλπίσματα, αλλά αυθόρμητα ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων συνέρρευσε στο Νέο Νεκροταφείο του Βελιγραδίου. Επευφημούσαν και φώναζαν «Λέκα, Λέκα» και δεδομένου ότι δεν υπήρχε χώρος για όλους, οι άνθρωποι ανέβαιναν στα δέντρα και τις ταφόπλακες. Ο αριθμός των ανθρώπων που παρακολούθησαν την κηδεία δεν έχει ακόμη αποδειχθεί. Το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Τανγιούγκ έκανε λόγο για 1.000, ενώ φήμες σε όλη τη Σερβία για αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες. Οι ιστορικοί και οι δημοσιογράφοι, περισσότερο ή λιγότερο, συμφώνησαν σε 100.000.[16] [17] [18] [19] [20] [21]
Οι αρχές θορυβήθηκαν από τις εκδηλώσεις στην κηδεία, καθώς περίμεναν ότι ο λαός θα είχε ξεχάσει κάποιον που ήταν σε πλήρη απομόνωση από τα μέσα ενημέρωσης και την πολιτική για σχεδόν δύο δεκαετίες. Σχηματίζοντας τέτοιο πλήθος ο λαός έδειξε στην κυβέρνηση τι σκεφτόταν γι' αυτή, αλλά και τι σκέφτονται για όλους τους ισχυρισμούς, την απομόνωση και τη σιωπή που περιέβαλλαν τον Ράνκοβιτς από το 1966. Ωστόσο οι αρχές επί χρόνια μετά εξακολουθούσαν να μην επιτρέπουν φωτογραφίες όπου ο Ράνκοβιτς βρίσκεται δίπλα στον Τίτο ή σε οποιονδήποτε ξένο ηγέτη. Η δημοσίευση των απομνημονευμάτων του απαγορεύτηκε επίσης για χρόνια.[14]
Οι ιστορικοί προσπάθησαν να εξηγήσουν τον τόσο μεγάλο αριθμό ανθρώπων, ως την πρώτη ευκαιρία μαζικής εκδήλωσης μετά τον θάνατο του Τίτο το 1980. Πολλοί θεωρούσαν τον Ράνκοβιτς ως υπερασπιστή της Γιουγκοσλαβίας και πίστευαν ότι εάν παρέμενε στην εξουσία, οι διαδηλώσεις και οι εξεγέρσεις των αλυτρωτιστών Αλβανών στο Κοσσυφοπέδιο δεν θα είχαν συμβεί. Διαδήλωσαν για πρώτη φορά μόλις δύο χρόνια μετά την απομάκρυνσή του από το αξίωμά του, το 1968, όταν στην Πρίστινα, αλλά και στο Τέτοβο της ΣΔ Μακεδονίας, ζητωκραύγαζαν «Ζήτω ο Ενβέρ Χότζα» και το «Ζήτω η Μεγάλη Αλβανία». Περαιτέρω διαμαρτυρίες ακολούθησαν το 1971 και το 1981. Εντούτοις ενέργειες όπως η αφαίρεση των παράνομων όπλων από τους Αλβανούς στο Κοσσυφοπέδιο και οι Δίκες του Πρίζρεν δεν ήταν ούτε προσωπικές του, ούτε αποτέλεσμα της αντιαλβανικής στάσης του, καθώς δεν μπορούσε να γίνει τίποτα χωρίς την έγκριση ή τη γνώση του Τίτο. Οι Σέρβοι ιστορικοί δεν τον θεωρούν καθόλου Σέρβο εθνικιστή, αλλά τον βλέπουν ως αφοσιωμένο Γιουγκοσλάβο και πιστό συνεργάτη του Τίτο, που στέκονταν δίπλα του σε όλες τις κρίσιμες στιγμές, μη υποστηρίζοντας ή προστατεύοντας Σέρβους πολιτικούς που εκδιώχθηκαν από τον Τίτο, όπως ο Μπλάγκογε Νέσκοβιτς.[14]
Οι απλοί άνθρωποι τον θεωρούσαν θύμα και σύμβολο μιας εποχής. Θυσία τόσο της Κομμουνιστικής κυβέρνησης όσο και μιας αντισερβικής συνωμοσίας, που τον θεωρούσε Σέρβο εθνικιστή,που καταπίεζε τους Αλβανούς στο Κοσσυφοπέδιο[14].