Η Αλεμάντ (allemande) ή αλεμάντα, αλμέν και αλμάν(τ) (allemanda, almain(e) και alman(d) ) ήταν διμερής οργανικός χορός (instrumental dance) που εμφανίστηκε στις αρχές ή μέσα του 16ου αιώνα και απετέλεσε από τους δημοφιλέστερους χορούς με συνοδεία οργάνων της εποχής (ύστερη Αναγέννηση και Μπαρόκ), καθώς και από τα σημαντικότερα -σχεδόν αναντικατάστατα- μέρη της οργανικής σουίτας.[1] Ο όρος δεν πρέπει να συγχέεται με την ομώνυμη αλλά, αρκετά διαφορετική Αllemande, από την εποχή των Μότσαρτ και Μπετόβεν και μετέπειτα, η οποία επιβιώνει ακόμη και σήμερα στη Γερμανία και την Ελβετία, ως τριμερής ζωηρός, λαϊκός χορός που σχετίζεται με το βαλς (walzer) και το λέντλερ (ländler).[2]
Η αλεμάντ γράφεται σε διμερές μέτρο (συνήθως 2/4) ή -αργότερα- τετραμερές (συνήθως C), πάντοτε όμως μετριέται σε δύο «κτυπήματα» (beats). Η ρυθμική αγωγή είναι μέτρια. Συνήθως, προηγείται ελλιπές μέτρο (upbeat) στην αρχή της παρτιτούρας, με μικρής διάρκειας φθογγόσημα (όγδοα, δέκατα έκτα).
Η αλεμάντ, όπως δείχνει η ονομασία της (allemande = γερμανικός στα γαλλικά) φαίνεται να προέρχεται από ένα τύπο παλαιότατου γερμανικού χορού, ωστόσο χωρίς να υπάρχει καταγεγραμμένος ιστορικά αυτός ο χορός, ούτε συγκεκριμένα στοιχεία εκτέλεσης τού χορού από εκείνη την εποχή. Ο Γάλλος δάσκαλος χορού του 16ου αιώνα, Thoinot Arbeau, διατηρεί τις πρώτες καταγραφές της αλεμάντ, όπου οι χορευτές σχηματίζουν μια γραμμή ζευγαριών που κρατιούνται από τα χέρια περπατούν κατά το μήκος του δωματίου κάνοντας τρία βήματα και, στη συνέχεια, ισορροπούν στο ένα πόδι. Σε μια πιο ζωηρή εκδοχή, την courante allemande, οι χορευτές κάνουν τρία βήματα και ένα πηδηματάκι.[3] Επίσης, παλαιές αλεμάντ εμπεριέχονται σε πηγές που χρονολογούνται μεταξέ 1550 και 1620, περίπου (Τίλμαν Σούζατο και Ανθολογία Φιτζουίλιαμ). Αυτές οι αλεμάντ ακολουθούν συνήθως ένα απλό, ομοφωνικό ύφος στη γραφή τους, ενώ και τα χορευτικά βήματα είναι επίσης απλά.[1]
Αργότερα, διάφοροι Γάλλοι συνθέτες του 17ου αιώνα πειραματίστηκαν με την αλεμάντ, το μέτρο έγινε τετραμερές και διευρύνθηκε η ρυθμική αγωγή. Δημιουργήθηκε μια πιο «αργή» αλεμάντ, που έ,μοιαζε με παβάνα (pavane), προσαρμοσμένη κυρίως στα tombeaux. Οι Φρόμπεργκερ και Μπαχ ενσωμάτωσαν τις αλεμάντ στα έργα τους για το πληκτρολογίου, διατηρώντας κατά μεγάλο μέρος το παραδοσιακό ύφος του χορού στυλ. Αντίθετα, οι Ιταλοί και Άγγλοι συνθέτες τη χρησιμοποίησαν πιο ελεύθερα, γράφοντας σε αντίστιξη και χρησιμοποιώντας ποικιλία ρυθμικών αγωγών (ο Κορέλι έγραψε αλεμάντ από largo μέχρι presto). Σε αυτή την εποχή (μπαρόκ), η αλεμάντ εξελίχθηκε σε στιλιζαρισμένο οργανικό χορό. Εντάχθηκε στις σουίτες -περίφημες είναι εκείνες του Μπαχ- αμέσως μετά το πρελούδιο, ενώ συνήθως ακολουθούσαν τα μέρη της κουράντ, της σαραμπάντας και της ζίγκας.[1]
Στο περίφημο Μουσικό Λεξικό του (Musikalisches Lexikon Λειψία, 1732), ο Βάλτερ (Johann Gottfried Walther) έγραψε ότι η αλεμάντ πρέπει «να γράφεται και να χορεύεται σε ένα τάφο και με τελετουργικό τρόπο». Ομοίως, στο Der Vollkommene Capellmeister (Αμβούργο, 1739) ο Γ. Μάτεσον (Johann Mattheson) περιέγραψε την αλεμάντ ως «μια σοβαρή και καλά συντεθειμένη αρμονικότητα σε ύφος αρπέζ, που εκφράζει ευχαρίστηση ή διασκέδαση, και είναι απολαυστική σε τάξη και ηρεμία». Η μελωδία μιας αλεμάντ χαρακτηρίζεται από την απουσία συγκοπών, συνδυασμό σύντομων μοτίβων σε μεγαλύτερα θέματα και αντιθέσεις στο ηχόχρωμα και την κεντρική ιδέα.
Αργότερα, κατά τον 18ο αιώνα, η αλεμάντ χρησιμοποιήθηκε για άλλο τύπο χορού και γραφόταν σε τριμερές μέτρο (3/8, 3/4, 6/8, κ.ο.κ.). Οι Μότσαρτ και Μπετόβεν, συνέθεσαν σύνολα Γερμανικών Χορών σε αυτό το ύφος.