Αλεσσάντρο Αλμπάνι | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Alessandro Albani (Ιταλικά) |
Γέννηση | 15 Οκτωβρίου 1692[1][2][3] Ουρμπίνο |
Θάνατος | 11 Δεκεμβρίου 1779[1][2][4] Ρώμη |
Ψευδώνυμο | Chrisalgus Acidanteus |
Θρησκεία | Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία[5] |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ιταλικά[2][6] |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο Σαπιέντσα Ρώμης |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | βιβλιοθηκονόμος[7] καθολικός ιερέας αρχαιολόγος[8][7] διπλωμάτης[9] βιβλιόφιλος[9] συλλέκτης τέχνης[9] καθολικός επίσκοπος |
Περίοδος ακμής | 1721[10] - 1779[10] |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Βαθμός/στρατός | Στρατός του Βατικανού |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | καρδινάλιος (από 1721)[11][7][12] |
Θυρεός | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Αλεσσάντρο Αλμπάνι (ιταλικά: Alessandro Albani, 15 Οκτωβρίου 1692 - 11 Δεκεμβρίου 1779) ήταν Ρωμαιοκαθολικός καρδινάλιος, ο οποίος έχει μείνει γνωστός στην ιστορία ως κορυφαίος συλλέκτης αρχαιοτήτων, έμπορος και προστάτης της τέχνης στη Ρώμη. Υποστήριξε τον ιστορικό τέχνης, Γιόχαν Γιοάχιμ Βίνκελμαν και παρήγγειλε πίνακες από τον Άντον Ράφαελ Μενγκς. Ως καρδινάλιος (από το 1721) προώθησε τα συμφέροντα των κυβερνήσεων της Αυστρίας, της Σαβοΐας και της Βρετανίας έναντι των κυβερνήσεων της Γαλλίας και της Ισπανίας. Ήταν γνωστός νομικός και παπικός διοικητής στην προηγούμενη σταδιοδρομία του. Όταν πέθανε, ήταν ο τελευταίος καρδινάλιος που ανέδειξε ο Πάπας Ιννοκέντιος ΙΓ΄.
Ο Αλεσσάντρο Αλμπάνι γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1692 στο Ουρμπίνο, που τότε ανήκε στα Παπικά Κράτη. Ήταν γιος του Οράτσιο Αλμπάνι. Σπούδασε νομική στο Πανεπιστήμιο Λα Σαπιέντσα της Ρώμης. Στα πρώτα χρόνια της ζωής του προετοιμάστηκε επίσης για στρατιωτική σταδιοδρομία. Σε ηλικία 9 ετών, στις 26 Αυγούστου 1701, έγινε επίτιμο μέλος της στρατιωτικής αδελφότητας της δικαιοσύνης των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη της Ρώμης, και το 1707, συνταγματάρχης ενός συντάγματος δραγώνων στα στρατεύματα του ποντίφικα.[13]
Ο Αλεσσάντρο ήταν μέλος της οικογένειας Αλμπάνι (κλάδος του Ουρμπίνο) που είχε εγκατασταθεί εκεί από τη βόρεια Αλβανία τον 15ο αιώνα.[14] Ο πατέρας του Αλεσσάντρο, Οράτσιο, ήταν αδελφός του Πάπα Κλήμη ΙΑ΄ Αλμπάνι, ο οποίος έπεισε τον Αλεσσάντρο να εγκαταλείψε τη στρατιωτική σταδιοδρομία. Εν μέρει, η κακή όρασή του, που οδήγησε σε τύφλωση σε προχωρημένη ηλικία, δεν ήταν η κατάλληλη για στρατιώτη, και ως εκ τούτου ο Αλεσσάντρο εισήλθε στον κλήρο. Μετά τον θάνατο του Πάπα Κλήμη ΙΑ΄ τον Μάρτιο του 1721, ο Πάπας Ιννοκέντιος ΙΓ΄ διόρισε τον Αλεσσάντρο ως καρδινάλιο, στις 16 Ιουλίου 1721 ως καρδινάλιο-διάκονο του Σαντ'Αντριάνο αλ Φόρο - για το οποίο ο Αλεσσάντρο χρειάστηκε πολλές ειδικές παραχωρήσεις επειδή ο αδελφός του, Αννιμπάλε Αλμπάνι, είχε γίνει καρδινάλιος το 1711 και εξακολουθούσε να είναι μέλος στο Κολλέγιο των Καρδιναλίων.[15]
Ο Αλμπάνι εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο οξυδερκείς αρχαιολόγους της εποχής του, σε κριτή του καλού γούστου στην εκτίμηση της ρωμαϊκής γλυπτικής και «σε έναν ισχυρό και δραστήριο συλλέκτη ρωμαϊκών αρχαιοτήτων και προστάτη των τεχνών… Χρησιμοποίησε τόσο την αρχαία όσο και τη σύγχρονη τέχνη ως μια μορφή πολιτιστικού κεφαλαίου», παρατήρησε ο Σέιμουρ Χάουαρντ,[16] «χαρίζοντας τα αποκτήματά του ως χάρες και πουλώντας τα για διαρκώς αναγκαία κεφάλαια ή όταν έχαναν την αποτελεσματικότητά τους γι' αυτόν». Την πρώτη του μαθητεία σε αυτόν τον τομέα την υπηρέτησε υπό τον παπικό αρχαιολόγο και επιμελητή Μαρκαντόνιο Σαμπατίνι.[17]
Ήταν ο επίσημος προστάτης των καλλιτεχνών της Ρώμης ως προστάτης της Ακαδημίας του Αγίου Λουκά και ισχυρός υποστηρικτής των αγαπημένων του. Μεταξύ των έργων σύγχρονων καλλιτεχνών που πέρασαν από τα χέρια του ήταν το λεύκωμα με σχέδια του Κάρλο Μαράτι, το οποίο πωλήθηκε το 1763 στον Γεώργιο Γ΄ και φυλάσσεται στη Βασιλική Συλλογή.[18]
Ο διαλλακτικός τρόπος του τον ταίριαζε σε διπλωματικά καθήκοντα, όπως οι επιτυχείς διαπραγματεύσεις με τον Βιτόριο Αμεντέο Β΄ για τα αντικρουόμενα δικαιώματα διορισμού και τοποθέτησης, που επιδεινώθηκαν από την απόκτηση από τον Οίκο της Σαβοΐας της Σαρδηνίας, επί της οποίας ο παπισμός είχε μακροχρόνιες φεουδαρχικές διεκδικήσεις. Οι συμφωνίες οριστικοποιήθηκαν το 1727 κατά τη διάρκεια της παποσύνης του Πάπα Βενέδικτου ΙΓ΄, για την οποία ο Βιτόριο Αμεντέο ευχαρίστησε τον καρδινάλιο Αλεσσάντρο με ένα πλούσιο ηγουμενείο και τον τίτλο του «Προστάτη του Βασιλείου». Εντός της Παπικής Κουρίας, ωστόσο, το κόμμα των ζελάντι θεώρησε ότι οι όροι των συμφωνιών ήταν πολύ γενναιόδωροι. Οι εντάσεις αυξήθηκαν με το ποντιφικάτο του Κλήμη ΙΒ΄, που δεν ήταν υποστηρικτής της Σαβοΐας. Όταν επιτεύχθηκε νέο κονκορδάτο το 1741, ο Αλεσσάντρο Αλμπάνι υπέγραψε από την πλευρά της Σαβοΐας.
Ως καρδινάλιος συμμετείχε στα κονκλάβια του 1724, 1730, 1740, 1758, 1769 και 1774-1775. Ανακοίνωσε τις εκλογές του Πάπα Κλήμη ΙΓ΄ (1758), του Πάπα Κλήμη ΙΔ΄ (1769) και του Πάπα Πίου ΣΤ΄ (1775). Η συνεπής στάση του κατά των γαλλικών συμφερόντων τον έφερε πιο κοντά σε εκείνα των Αψβούργων- ο καρδινάλιος Αλμπάνι εκπροσώπησε την Αυστρία των Αψβούργων στην Αγία Έδρα, από το 1756 έως τον θάνατό του. Διορίστηκε βιβλιοθηκάριος της Αγίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας στις 12 Αυγούστου 1761.[13]
Από την εποχή της παποσύνης του Πάπα Κλήμη ΙΔ΄ ευθυγραμμίστηκε με τους ζελάντι ενάντια στην ανάμειξη των ρωμαιοκαθολικών μοναρχών στη διπλωματία που περιέβαλε την τελική εκδίωξη και καταστολή των Ιησουιτών από τις περισσότερες καθολικές χριστιανικές χώρες.[13]
Πέθανε στις 11 Δεκεμβρίου 1779. Ενταφιάστηκε στην εκκλησία των Φραγκισκανών Παρατηρητών του Αγίου Πέτρου στο Ουρμπίνο, Μάρκε, Ιταλία.[13]
Ο Αλεσσάντρο ανέθεσε το 1745 την κατασκευή της περίφημης Βίλλα Αλμπάνι στη Ρώμη. Η οικοδόμηση άρχισε το 1751 σύμφωνα με τον Τζουζέπε Βάσι και το 1763 η κατασκευή της ολοκληρώθηκε,[19] για να στεγάσει τις εξελισσόμενες, συνεχώς αντικαθιστώμενες και ανανεούμενες συλλογές του από αρχαιότητες και αρχαία ρωμαϊκά γλυπτά, οι οποίες σύντομα γέμισαν το καζίνο που έβλεπε προς τη Βίλλα. Ο ισόβιος φίλος του Αλμπάνι, ο Κάρλο Μαρκιόννι, ήταν ο υπεύθυνος αρχιτέκτονας, στη Βίλλα και ίσως και για τους δύο ναούς στο πάρκο, έναν ιωνικό ναό της Διάνας και ένα εικονικό ερείπιο. Οι αρχαιότητες του Αλμπάνι καταγράφηκαν από τον γραμματέα του καρδινάλιου, τον πρώτο επαγγελματία ιστορικό τέχνης, τον Γιόχαν Γιοάχιμ Βίνκελμαν, ο οποίος στηριζόταν από τον Αλμπάνι από τη στιγμή που ο Επταετής Πόλεμος τον άφησε στη Ρώμη χωρίς σύνταξη, και του οποίου η δική του γευσιγνωσία οξύνθηκε από τη σχέση αυτή.[17]
Μετά τις ναπολεόντειες αναταραχές οι κληρονόμοι των Αλμπάνι πούλησαν τη βίλλα στους Κίγκι, οι οποίοι ήταν επίσης συγγενείς των Αλμπάνι και είχαν προσθέσει το όνομα Αλμπάνι στο δικό τους. Οι Κίγκι την πούλησαν τελικά στους Τορλόνια, τους Ρωμαίους τραπεζίτες, στους οποίους η έπαυλη εξακολουθεί να ανήκει. Τα νομίσματα και τα μετάλλια του καρδινάλιου Αλμπάνι μεταφέρθηκαν στη Βιβλιοθήκη του Βατικανού, στην οποία προήδρευε από το 1761. Οι σαρκοφάγοι, οι στήλες και τα γλυπτά έχουν διασκορπιστεί, αλλά το περίφημο ανάγλυφο του Αντίνοου παραμένει στη βίλλα.
illyricum sacrum albanian.