Αλκιβιάδης Διαμάντης | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Αλκιβιάδης Διαμάντης (Ελληνικά) |
Γέννηση | 13 Αυγούστου 1893 Σαμαρίνα Γρεβενών |
Θάνατος | 9 Ιουλίου 1948 Βουκουρέστι |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελλάδα |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | νέα ελληνική γλώσσα Βλάχικη γλώσσα |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός |
Ο Αλκιβιάδης Διαμάντης (13 Αυγούστου 1893 Σαμαρίνα - 9 Ιουλίου 1948 Ρουμανία),[1] ήταν Βλάχος πράκτορας Ιταλών και Ρουμάνων[2][3][4] ο οποίος συμμετείχε στην προσπάθεια ανακήρυξης αυτόνομου βλάχικου κράτος το 1917 σε χωριά της Πίνδου[5] όταν εκπρόσωποί τους ζήτησαν την υποστήριξη της Ιταλίας η οποία εκείνες τις ημέρες είχε καταλάβει την περιφέρεια του Αργυρόκαστρου και είχε παρουσιαστεί και στα χωριά αυτά, σε ελληνικό έδαφος. Σε μερικές περιπτώσεις στη βιβλιογραφία, η οντότητα την οποία ήθελαν να δημιουργήσουν τότε αναφέρεται ως «Πριγκηπάτο της Πίνδου». Επέστρεψε στη διάρκεια της Κατοχής και το 1941 δημιούργησε οργάνωση βλάχων η οποία υποστήριζε τις ιταλικές και γερμανικές δυνάμεις κατοχής της Ελλάδας και η οποία διαλύθηκε το 1942. Ο ίδιος υπέγραφε ως «Αρχηγός και εκπρόσωπος των Βλάχων της Κάτω Βαλκανικής» και η οργάνωση αυτή αναφέρεται ως Λεγεώνα των Βλάχων στη νεώτερη βιβλιογραφία. Τον Ιούνιο του 1942 ο Διαμάντης επέστρεψε στη Ρουμανία όπου το 1948 συνελήφθη και πέθανε. Στην Ελλάδα είχε καταδικαστεί σε θάνατο από τα Ειδικά Δικαστήρια Δωσιλόγων.
Η δραστηριότητα του Διαμάντη ως πράκτορα των Ρουμάνων, εντάσσεται στο πλαίσιο της γενικότερης προσπάθειας της Ρουμανίας, να προσεταιρισθεί τους Βλάχους των εδαφών της Μακεδονίας, Ηπείρου και Θεσσαλίας, προσπάθεια η οποία άρχισε αρκετά χρόνια πριν, τη δεκαετία του 1860, με τη δραστηριότητα του Απόστολου Μαργαρίτη. Με αφορμή τη βλάχικη γλώσσα η οποία έχει πολλά κοινά στοιχεία με τη ρουμάνικη, η Ρουμανία, με την υποστήριξη της Αυστρο-Ουγγαρίας πέτυχε να θεωρηθούν οι Βλάχοι ξεχωριστό μιλλέτ κάτι που εξασφάλισε άδεια στις 22 Μαΐου του 1905 από τον Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ της Οθωμανικής αυτοκρατορίας να έχουν δικές τους εκκλησίες και σχολεία[6]. Στη συνέχεια χρηματοδότησε την κατασκευή και λειτουργία πολλών σχολείων στη ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Τα σχολεία αυτά συνέχισαν τη λειτουργία τους και όταν κάποια από τα εδάφη της περιοχής της Μακεδονίας και της Θράκης πέρασαν στην ελληνική επικράτεια το 1912. Σε τέτοια, ρουμανόφωνα σχολεία, στα οποία γινόταν συντονισμένη προσπάθεια δημιουργίας Ρουμανικής συνείδησης στους Βλάχους, σπούδασε ο Διαμάντης. Απόφοιτοι των σχολείων αυτών που ήθελαν να συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους, πήγαιναν σε εκπαιδευτικά ιδρύματα στη Ρουμανία.
Ο Αλκιβιάδης Διαμάντης καταγόταν από πλούσια βλάχικη οικογένεια εμπόρων της Σαμαρίνας. Αφού αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Σιάτιστας πήγε στο γυμνάσιο στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια στη Ρουμανία για να συνεχίσει τις σπουδές του.
Το 1917 δήμαρχοι και πολίτες ορισμένων βλαχοχωριών της Πίνδου, με την άφιξη ιταλικού στρατού, προχώρησαν σε αποστολή επιστολών ζητώντας την προστασία της Ιταλίας και της Ρουμανίας, μια προσπάθεια που καταγράφηκε σε μετέπειτα βιβλιογραφία ως προσπάθεια ίδρυσης ενός ανεξάρτητου βλάχικου κρατιδίόυ ή καντονιού, του «Πριγκηπάτου της Πίνδου». Ο νεαρός Διαμάντης ήταν ένας από τους συνυπογράφοντες κάποιων από τις επιστολές και στη συνέχεια είχε σταλεί στα Ιωάννινα για να λάβει απάντηση από το Ιταλικό και το Ρουμανικό προξενείο. Με την άμεση αποχώρηση των Ιταλών, η απάντηση ήταν αρνητική και το σχέδιο έληξε. Το 1926, ο Διαμάντης ήταν Πρόξενος της Ρουμανίας στους Αγίους Σαράντα[7]. Λίγο αργότερα το 1930, επανήλθε στην Ελλάδα ως αντιπρόσωπος ρουμανικών εμπορικών οίκων και συγκεκριμένα των ρουμανικών πετρελαίων[8]. Αποχώρησε λίγο πριν τον πόλεμο του 1940 για να ξαναγυρίσει την άνοιξη του 1941 με την έναρξη της Κατοχής.[9]. Επί της δικτατορίας Μεταξά, αναπτύσσει φιλικές σχέσεις με τον υπουργό Δημοσίας Ασφαλείας Κωνσταντίνο Μανιαδάκη[10].
Στις αρχές του καλοκαιριού του 1941 με την άδεια και καθοδήγηση της Ρουμανίας και της Ιταλίας ίδρυσε την «Ρωμαϊκή Λεγεώνα» (ή Λεγεώνα των Βλάχων όπως αποκλήθηκε μεταπολεμικά) και στις 25 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς εμφανίστηκε ως εκπρόσωπος των Βλάχων στον κατοχικό πρωθυπουργό Γεώργιο Τσολάκογλου και του υπέβαλε υπόμνημα με διεκδικήσεις των Βλάχων που εκπροσωπούσε. Ο Τσολάκογλου απέρριψε τα αιτήματα και αντίθετα οργάνωσε αντίδραση στα σχέδια του Διαμαντή. Στο πλαίσιο αυτής της αντίδρασης ήταν και ο διορισμός του Θεόδωρου Σαράντη, αξιωματικού Βλαχικής καταγωγής, ως νομάρχη Τρικάλων, περιοχή όπου δραστηριοποιείτο ιδιαίτερα ο Διαμαντής. Σαν αποτέλεσμα, η δραστηριότητα του Διαμαντή περιορίστηκε σημαντικά στην περιοχή ειδικά όσον αφορά την στρατολόγηση νέων. Τον Φεβρουάριο του 1942 δημοσιεύτηκε σε εφημερίδες της Θεσσαλίας το «Μανιφέστο των Βλάχων» το οποίο υπέγραφαν ο Διαμάντης ως «Αρχηγός και εκπρόσωπος των Βλάχων της κάτω Βαλκανικής» και ορισμένοι επιφανείς Βλάχοι[11], μερικοί από τους οποίους δήλωσαν λίγο αργότερα ότι η υπογραφή τους δεν τέθηκε με την άδειά τους, αποκηρύσσοντάς το. Τη δράση του Διαμάντη και της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» καταδίκασε η «Ένωσις Ελλήνων Κουτσοβλάχων» με προκηρύξεις που έριξε σε πόλεις και χωριά της περιοχής, στις οποίες καταδίκαζε όσους συμμετείχαν στη Λεγεώνα κάνοντας λόγο για «πολιτικάντηδες, αποτυχημένους διανοούμενους, κοινούς κατσικοκλέφτες και τυχοδιώκτες διεθνούς φήμης» [12] και αναφερόταν στα εγκλήματα των λεγεωνάριων σε περιοχές της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας:
«ελεηλάτησαν σπίτια, λήστεψαν προϊόντα πτωχών αγροτών και κτηνοτρόφων, έκαναν αναγκαστική συγκέντρωση του γάλακτος και των μαλλιών και των σφαγίων σε εξευτελιστικές τιμές, εξόρισαν και βασάνισαν του αντιφρονούντας, επρόδωσαν κατόχους όπλων και στρατιωτικών ειδών, παρέδωσαν εις την κτηνώδη διάθεσιν των κατακτητών φασιστών τιμίους συμπατριώτας, που πέθαναν από τα βασανιστήρια..» [13].
Τον Ιούνιο του 1942 ο Διαμάντης έφυγε στη Ρουμανία χωρίς να επιστρέψει στην Ελλάδα. Μετά τη λήξη του πολέμου, δικάστηκε ερήμην στα Ειδικά Δικαστήρια Δωσιλόγων και καταδικάστηκε δυο φορές σε θάνατο από το Εφετείο της Λάρισας (υπ’ αριθ. 35/1946 και 314/1947 αποφάσεις) και δύο φορές από το Εφετείο Ιωαννίνων (υπ’ αριθ. 9/1948 και 10/1948 αποφάσεις). Στο μεταξύ, μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους κομμουνιστές στη Ρουμανία, συνελήφθη το 1948 και πέθανε λίγους μήνες αργότερα, στις 9 Ιουλίου 1948 όσο βρισκόταν στα χέρια των αρχών.[1]