Οι Αλλόβρογες (λατινικά: Αllobroges, αρχαία ελληνικά: Αλλόβριγες, Αλλόβρυγες, Αλλόβρoγες) ήταν μια γαλατική φυλή της οποίας η επικράτεια βρισκόταν μεταξύ του ποταμού Ιζέρ, του ποταμού Ροδανού και των βόρειων Άλπεων. Στην αρχαιότητα θεωρούνταν μεγάλοι πολεμιστές. Πρωτεύουσά τους ήταν η σημερινή Βιέν και κυριότερες πόλεις η Γενεύη και η Γκρενόμπλ.
Το όνομά τους σημαίνει allenigenae (=αλλογενείς,αλλόφυλοι)
Τα εδάφη των Αλλοβρόγων εκτείνονταν στο μεγαλύτερο τμήμα της Sapaudia (=χώρα των ελάτων), περιοχή που αργότερα ονομάστηκε Σαβοΐα, στην Άνω Σαβοΐα και στην Ιζέρ. Ο ποταμός Ιζέρ σηματοδοτούσε τα σύνορά τους με τους Σεγκουελόνους, των οποίων η επικράτεια ήταν η περιοχή της Βαλάνς.
Η πρώτη καταγεγραμμένη αναφορά στους Αλλόβρογες προέρχεται από τον Έλληνα ιστορικό Πολύβιο το 150-130 π.Χ. Αναφέρει ότι αντιστάθηκαν ανεπιτυχώς στον Αννίβα όταν διέσχισε τις Άλπεις το 218 π.Χ. στην εκστρατεία του προς τη Ρώμη.[1]
Οι Αλλόβρογες συμμάχησαν με τους Αρβέρνους και πολέμησαν εναντίον των Ρωμαίων. Το 123 π.Χ., έδωσαν καταφύγιο στον βασιλιά της φυλής των Σαλύων, που η Ρώμη είχε πρόσφατα κατακτήσει, και αρνήθηκαν να τον παραδώσουν. Η Ρώμη τότε τους κήρυξε πόλεμο και κινήθηκε εναντίον τους. Στις 8 Αυγούστου 121 π.Χ., οι ρωμαϊκές λεγεώνες τους νίκησαν και τους υποχρέωσαν να υποταχθούν.
Οι Αλλόβρογες διαδραμάτισαν ένα πολύ σημαντικό ρόλο στην αποτυχία της συνωμοσίας του Κατιλίνα το 63 π.Χ.[2], μια συνωμοσία εναντίον της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Οι συνωμότες έκαναν το λάθος να επιχειρήσουν να στρατολογήσουν ορισμένους αντιπροσώπους των Αλλοβρόγων, οι οποίοι βρίσκονταν στη Ρώμη κατά τη διάρκεια του σχεδιασμού της συνωμοσίας για να παραπονεθούν για τη σκληρότητα του κυβερνήτη τους. Τους προσέγγισαν οι συνεργάτες του Κατιλίνα και τους πρότειναν να ικανοποιήσουν τα αιτήματά τους αν βοηθούσαν στην ανατροπή του ύπατου Κικέρωνα. Οι Αλλόβρογες αντιπρόσωποι πρόδωσαν τα σχέδια των συνωμοτών στον Κικέρωνα, στην κατοχή του οποίου περιήλθαν τα αποδεικτικά στοιχεία που ενέπλεκαν τους συνωμότες, οι οποίοι συνελήφθησαν, εκτός του Κατιλίνα που διέφυγε, και καταδικάστηκαν σε θάνατο δια στραγγαλισμού στα υπόγεια του Καπιτωλίου.[3]
Ωστόσο, οι Αλλόβρογες αρκετές φορές επαναστάτησαν μόνοι τους έως ότου τελικά απορροφήθηκαν στους κόλπους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Στη συνέχεια, πιστοί και πάλι στους Ρωμαίους, οι Αλλόβρογες πολεμιστές συντάχθηκαν με τον Ιούλιο Καίσαρα κατά τη διάρκεια της κατάκτησης της Γαλατίας (58-51 π.Χ.).[4] Είχαν αρχηγούς δύο αδέλφια, τον Ρούκιλο και τον Έγκους, γιους του Αντμπούκιλους που ήταν ο αρχηγός των Αλλοβρόγων για πολλά χρόνια. Στο έργο του Απομνημονεύματα περί του Γαλατικού Πολέμου ο Καίσαρας αναφέρει ότι αυτοί ήταν άνθρωποι με «εξαιρετικό θάρρος» και ότι τον βοήθησαν σε όλες τις εκστρατείες του στη Γαλατία. Κατά συνέπεια, ο Καίσαρας τους εκτιμούσε ιδιαίτερα και είχε αναθέσει σ' αυτούς τις ανώτατες διοικητικές αρχές μεταξύ των λαών τους. Ο Καίσαρας καταγράφει ότι δυστυχώς αυτά τα προνόμια τους έκαναν να «παρασυρθούν από ηλίθια, βάρβαρη ματαιοδοξία» και «να περιφρονήσουν τους δικούς τους ανθρώπους, να τους εξαπατήσουν και να κρατήσουν για τον εαυτό τους όλα τα λάφυρα».[5]
Μια γενιά αργότερα, ο αυτοκράτορας Αύγουστος περιέλαβε την περιοχή τους στη ρωμαϊκή επαρχία Ναρβωνική Γαλατία.[6] Κατά τη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων, η Βιέν αναπτύχθηκε και το 100 μ.Χ. ο Τάκιτος τη χαρακτήρισε «ιστορική και επιβλητική». Οι αρχαιολογικές ανασκαφές αποκάλυψαν πολλά υπολείμματα ρωμαϊκών οικοδομημάτων, που εξακολουθούν να είναι ορατά στη σύγχρονη Βιέν. Διατηρούνται ακόμη αρκετά αρχαία υδραγωγεία και ίχνη ρωμαϊκών δρόμων, τους οποίους εκμεταλλεύονταν και εισέπρατταν διόδια.
Οι Αλλόβρογες δεν απολάμβαναν πολύ καλή φήμη. Έτσι, σύμφωνα με το λεξικό Λαρούς, η έκφραση «Είναι ένας Αλλόβρογας» χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει έναν αγενή, βάρβαρο και ακαλλιέργητο άνθρωπο. Το λεξικό αναφέρει ότι αυτή η φράση είναι παλιά και προέρχεται από τους Ρωμαίους. Είναι μια από τις εκφράσεις που ο Βολταίρος χρησιμοποιούσε συχνά για να προσβάλει τους λογοτεχνικούς αντιπάλους του: «Πολύ κακές, βάρβαρες τραγωδίες, γραμμένες με στυλ Αλλοβρόγων, έχουν ωστόσο επιτυχία».[7]
Διάφορες ιστορικές μαρτυρίες περιγράφουν τους Αλλόβρογες ως έναν από τους πλουσιότερους και πιο ισχυρούς λαούς της Γαλατίας, με μεγάλο πληθυσμό. Όργωναν με άροτρο και καλλιεργούσαν σιτάρι, σίκαλη και αμπέλι. Είχαν αναπτύξει κτηνοτροφία και παρήγαγαν τυρί, καλλιεργούσαν τα τεράστια δάση τους και εξόρυσσαν μεταλλεύματα. Ο Πλίνιος αναφέρει τα ορυχεία μολύβδου, χαλκού, σιδήρου και αργύρου της περιοχής τους. Έλεγχαν ένα τμήμα της κοιλάδας του Ροδανού και βρίσκονταν στην αρχή των κύριων διαδρομών για τη διέλευση των Άλπεων, στις οποίες είχαν εγκαταστήσει διόδια.
Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος και ο Στράβων αναφέρουν τις μαρμότες, που ο Πλίνιος ονομάζει αρουραίους των Άλπεων,[8] λευκούς λαγούς που τρέφονταν τον χειμώνα με χιόνι, ελάφια, ζαρκάδια, αίγαγρους και άγρια άλογα. Ο Πλίνιος αναφέρει επίσης ότι το σιτάρι καλλιέργειας τριών μηνών ήταν γνωστό στις Άλπεις, και το τυρί τους ήταν διάσημο στη Ρώμη. Επίσης, ότι οι αγελάδες τους, παρά το μικρό τους μέγεθος, έδιναν πολύ γάλα και ότι τα βόδια τα έζευαν από το κεφάλι και όχι από το λαιμό.[9]