Αλσευοσμία | ||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
![]() Το είδος Alseuosmia macrophylla
| ||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||
| ||||||||||||
Συνώνυμα | ||||||||||||
|
Η αλσευοσμία (λατινική και επιστημονική ονομασία Alseuosmia) είναι γένος δικοτυλήδονων φυτών, που περιλαμβάνει πέντε είδη, ιθαγενή της Βόρειας Νήσου της Νέας Ζηλανδίας.[1] Το γένος έδωσε την ονομασία του στην οικογένειά του, τα αλσευοσμιοειδή.
Οι αλσευοσμίες είναι χαρακτηριστικά μικροί αειθαλείς θάμνοι[2], με φύλλα εναλλασσόμενα ή αντίθετα και άνθη πράσινα ή κόκκινα και αρωματικά. Το γένος περιγράφηκε για πρώτη φορά επιστημονικώς το 1839 από δείγματα που συλλέχθηκαν σε δάση της Νόρθλαντ από τον Άγγλο βοτανολόγο Ρίτσαρντ Κάνινγκαμ.[1] Τα είδη της αλσευοσμίας είναι τα εξής:
Το A. quercifolia είναι το ευρύτερα συναντώμενο από τα είδη στο δάσος του Γουάικατο και κάποτε αποκαλείται και αλσευοσμία της Χακαριμάτα (Χακαριμάτα είναι η λοφοσειρά στο δυτικό όριο του Γουάικατο. Είναι ενδημικός θάμνος, που συναντάται βορείως του γεωγραφικού πλάτους 38°05’ Ν και φθάνει[1] σε ύψος τα 2,5 μέτρα, αλλά συνήθως είναι χαμηλότερος από ένα μέτρο. Τα άνθη του είναι κόκκινα ή ροζ και έχουν 5 πέταλα[3] και συγκεντρώνονται σε ομάδες στις βάσεις των φύλλων[4], αναδίδοντας ισχυρό άρωμα.[5] Εξίσου αν όχι περισσότερο σημαντικό είναι το είδος Alseuosmia macrophylla («αλσευοσμία η μακρόφυλλος»), θάμνος με πριονωτά και οξύληκτα φύλλα, και κιτρινωπά άνθη.