Αυτό το λήμμα χρειάζεται μορφοποίηση ώστε να ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές μορφοποίησης της Βικιπαίδειας. |
Οι αλυκές ως φυσικοί πόροι (οικοσύστημα και ως παραγωγική διαδικασία).
Οι αλυκές είναι υγροτοπικά οικοσυστήματα, με πλούσια βιοποικιλότητα, και πολλοί από αυτούς περιλαμβάνονται στο δίκτυο Natura 2000 και ταυτόχρονα μονάδες παραγωγικής δραστηριότητας του αλατιού. Οι αλυκές (salt pans), που αποτελούν μέρος των εσωτερικών υδάτινων οικοσυστημάτων του πλανήτη, συνήθως δημιουργούνται σε υγροτόπους, όπου υπάρχει καθαρό θαλασσινό νερό και επικρατούν ισχυροί άνεμοι και υψηλές θερμοκρασίες. Είναι τεχνητοί υγρότοποι στους οποίους επιζούν μόνο οι οργανισμοί που έχουν προσαρμοστεί στα αυξημένα επίπεδα αλατότητας.
'Οι αλυκές ως υγρότοποι
Οι αλυκές υπάγονται στα υγροτοπικά οικοσυστήματα της παράκτιας ζώνης μαζί με τις εκβολές και τα δέλτα των ποταμών, τις λιμνοθάλασσες, τα παράκτια έλη. Αποτελούν μεταβατική ζώνη μεταξύ της ξηράς και των καθαρά υγρών περιοχών και τα όριά τους δεν είναι σαφή. Οι οργανισμοί οι οποίοι διαβιούν στο οικοσύστημα διακρίνονται σε:
1. Yδρόβιους (φυτοπλαγκτόν και φύκη), και χερσαίους (αλοφυτική, και ημιαλοφυτική βλάστηση).
2. Καταναλωτές, δηλαδή όλα τα ζώα που διαδέχονται το ένα το άλλο σε όλο το μήκος της αλυσίδας.
Στις λεκάνες, παρατηρείται η ύπαρξη ζωοπλαγκτού. Καθώς η αλατότητα αυξάνεται, εμφανίζονται υδρόβια έντομα και μικρά σκουλήκια. Στους μικροοργανισμούς περιλαμβάνεται το μικρό ανόστρακο Artemia salina, που αποκαλείται και γαρίδα της άλμης και προσαρμόζεται σε νερά υψηλής αλατότητας αποτελεί βασική τροφή για πολλά είδη πουλιών. Στους υπόλοιπους καταναλωτές συμπεριλαμβάνονται ψάρια με μεγάλη αντοχή στην αυξημένη αλατότητα και βέβαια πληθυσμοί πουλιών (ορνιθοπανίδα) που χρησιμοποιούν τις αλυκές για τροφή, για φώλιασμα, για ανάπαυση. Η αλατοπαραγωγική διαδικασία δεν εμποδίζει, αλλά αντίθετα βοηθά στην ήρεμη διαβίωση των πουλιών στις αλυκές.
Οι αλυκές αποτελούν τμήματα ευρύτερων υγροτόπων και προστατεύονται από την «Σύμβαση για τους Υγροτόπους Διεθνούς σημασίας ως Ενδιαιτήματος Υδρόβιων πουλιών», γνωστή ως Σύμβαση Ramsar.
Οι αλυκές ως οικονομικοί πόροι
Οι παραδοσιακές αλυκές θεωρούνται οικονομικές δραστηριότητες μεγάλης σημαντικότητας, οι οποίες παράλληλα δε ρυπαίνουν το περιβάλλον, προσδίδοντας σημαντικά οφέλη στην τοπική κοινωνία. Συμβάλλουν στην αειφόρο συνύπαρξη αλοπηγίας και βιοποικιλότητας. Η επιβίωση θα προέλθει διαμέσου της αξιοποίησης των κατά τόπους παραδοσιακών αλυκών. Η εμπορία αλατιού, προερχόμενου από παραδοσιακές αλυκές, σε μικρότερες ποσότητες αλλά υψηλότερης ποιότητας από τις βιομηχανοποιημένες μονάδες, με διαφοροποιημένη παρουσίαση (ανθός αλατιού), χρησιμοποίηση στη gourmet κουζίνα δημιουργεί:
Νέα εικόνα του αλατιού κάθε περιοχής, με ανάδειξη των φυσικών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών που το συνιστούν.
Συνεισφορά στην τοπική ανάπτυξη, με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στους κατοίκους των περιοχών αυτών.
Αλυκή ονομάζεται ο τόπος παραγωγής του αλατιού όταν αυτή γίνεται από εξάτμιση θαλάσσιου νερού με την επίδραση της θέρμανσης από τον ήλιο και τον αέρα. Συνήθως είναι επίπεδο τμήμα κοντά στην παραλία, κατάλληλα διαμορφωμένο, όπου παρασκευάζεται αλάτι, αφού εξατμιστεί το θαλασσινό νερό. Για την ύπαρξη της αλυκής είναι απαραίτητο το έδαφος να μην είναι υδατοπερατό, συνήθως λοιπόν οι αλυκές έχουν αργιλικό υπόστρωμα που συγκρατεί το νερό. Οι αλυκές αποτελούνται από αβαθείς δεξαμενές που διαιρούνται σε επιμέρους διαμερίσματα και μέσα σε αυτές κυκλοφορεί θαλασσινό νερό το οποίο, μετά την εξάτμισή του, αφήνει το αλάτι που περιείχε. Το αλάτι που λαμβάνεται από τις αλυκές πριν έρθει στην κατανάλωση υφίσταται κατάλληλη κατεργασία για να καθαριστεί. Το αλάτι που παράγεται διατίθεται για χρήση στη μαγειρική, στη χημική βιομηχανία σαν πρώτη ύλη και στη βιομηχανία αλιπάστων. Οι αλυκές είναι συνήθως ιδανικά μέρη για τη συγκέντρωση αποδημητικών πτηνών και έτσι σε αρκετές περιπτώσεις χαρακτηρίζονται ως προστατευόμενες περιοχές.
Η παραγωγή του αλατιού ήταν μια επικερδής δραστηριότητα από τα παλαιότατα χρόνια. Περιοχές όπως η λεκάνη της Μεσογείου είχαν ικανή ηλιοφάνεια και κατάλληλες ακτές για συλλογή αλατιού που παραγόταν φυσικά με εξάτμιση θαλασσινού νερού, με μικρή ανθρώπινη παρέμβαση. Αυτές οι αλυκές, όπως παραθαλάσσιες βραχώδεις περιοχές ή περισσότερο επίπεδες περιοχές με αργιλικό υπόστρωμα, έδιναν εύκολα, μικρές ποσότητες αλατιού.
Η συστηματοποίηση και η βιομηχανοποίηση με συνεχή διαδικασία παραγωγής, οδήγησε σε μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας στον 20ό αιώνα.
Οι αλατοπηγικές δραστηριότητες ήταν ήδη από την Τουρκοκρατία κρατικές δραστηριότητες ή φορολογητέες. Στην Ελλάδα, οι αλυκές ανήκαν στο κράτος σχεδόν από της σύστασής του ως "Βασίλειον της Ελλάδος" με τη δημιουργία του "Εθνικού Μονοπωλίου Άλατος". Ακόμη και κατά το χρόνο συγγραφής του άρθρου, το μεγαλύτερο ποσοστό της επιχείρησης Ελληνικές Αλυκές ΑΕ, που αντικατέστησε το Μονοπώλιο άλατος το 1995, ανήκει στο κράτος.
Στη δεκαετία του 1840 λειτουργούσαν στην Ελλάδα 8 αλυκές[1], ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα υπήρχαν 16 και στα χρόνια του Μεσοπολέμου 25. Από το 1996 λειτουργούν οκτώ οι οποίες ανήκουν στην εταιρεία Ελληνικές Αλυκές ΑΕ, με δυναμικότητα 260.000 ΜΤ, με την μισή δυναμικότητα (130.000 ΜΤ) να προέρχεται από τις αλυκές Μεσολογγίου.
Η συνολική ετήσια ελληνική παραγωγή άλατος κυμαίνεται από 120.000 - 200.000 τόνους[2], ενώ η κατανάλωση φθάνει τους 350.000 τ.[3]