Οι αμινοπεπτιδάσες είναι ένζυμα που καταλύουν τον διαχωρισμό αμινοξέων από το αμινοτελικό άκρο πρωτεϊνών ή και απλών πεπτιδίων (εξωπεπτιδάσες). Συναντώνται ευρύτατα σε όλο το ζωικό και φυτικό βασίλειο, όπου υπάρχουν μέσα στα κύτταρα, σε πολλά κυτταρικά οργανίδια, σε τμήματα του κυτταροπλάσματος και ως συνιστώσες της κυτταροπλασματικής μεμβράνης. Οι αμινοπεπτιδάσες χρησιμεύουν σε ουσιώδεις λειτουργίες του κυττάρου. Πολλά, αλλά όχι όλα, τα είδη αμινοπεπτιδάσης είναι μεταλλοένζυμα, καθώς περιέχουν ψευδάργυρο.[2]
Ορισμένες αμινοπεπτιδάσες είναι μονομερή μόρια, ενώ άλλες αποτελούν συνενώσεις υπομονάδων σχετικώς μεγάλης μοριακής μάζας (50 kDa). Ακολουθίες του cDNA που κωδικοποιούν αρκετές αμινοπεπτιδάσες είναι γνωστές.[1] Ακολουθίες αμινοξέων που προσδιορίζονται είτε απευθείας, είτε από το cDNA, υποδεικνύουν ότι κάποιες ακολουθίες αμινοξέων είναι οι ίδιες σε οργανισμούς τόσο διαφορετικούς όσο το Escherichia coli και τα θηλαστικά ζώα, ιδιαιτέρως σε καταλυτικώς σημαντικές περιοχές του μορίου ή σε περιοχές που σχετίζονται με τη δέσμευση μεταλλικού ιόντος.[2]
Μια σημαντική αμινοπεπτιδάση είναι ένα εξαρτώμενο από τον ψευδάργυρο ένζυμο που παράγεται και εκκρίνεται από αδένες του λεπτού εντέρου. Αυτή υποβοηθεί την ενζυματική πέψη των πρωτεϊνών. Πρόσθετα πεπτικά ένζυμα που παράγονται από αυτούς τους αδένες είναι οι διπεπτιδάσες, η μαλτάση, η σουκράση, η λακτάση και η εντεροκινάση.[3]