Η αμοιβάδωση είναι παρασιτική-μολυσματική νόσος, που συναντάται σε όλη σχεδόν τη Γη[1] και προκαλείται από είδη αμοιβάδων που ανήκουν στην ομάδα της ενδαμοιβάδας.[2] Η μόλυνση μπορεί να υπάρχει ασυμπτωματικά, με ελαφρά ή με βαρέα συμπτώματα.[2] Τα συμπτώματα εμφανίζονται συχνότερα στη μόλυνση από το είδος ενδαμοιβάδα η ιστολυτική (Entamoeba histolytica) και μπορεί να περιλαμβάνουν πόνο στην κοιλιά και διάρροια (με αίμα ή χωρίς).[2] Οι επιπλοκές περιλαμβάνουν φλεγμονή ή και ελκώσεις του παχέος εντέρου, με νέκρωση ιστών ή και διάτρηση του εντέρου, που μπορεί να προκαλέσει περιτονίτιδα.[2] Μερικοί ασθενείς ίσως να παρουσιάσουν αναιμία εξαιτίας της απώλειας αίματος.[2]
Κύστεις ενδαμοιβάδων μπορούν να επιβιώσουν μέχρι και έναν μήνα στο έδαφος ή επί 45 λεπτά το πολύ κάτω από τα νύχια των χεριών ενός ανθρώπου.[2] Η εισβολή των αμοιβάδων στο εντερικό τοίχωμα προκαλεί την αιματηρή διάρροια.[2] Εάν το παράσιτο εισέλθει στη ροή του αίματος, τότε μπορεί να εξαπλωθεί σε ολόκληρο το σώμα, καταλήγοντας συχνότερα στο ήπαρ, όπου μπορεί να προκαλέσει αμοιβαδικό απόστημα του ήπατος[2], πολλές φορές χωρίς να μεσολαβήσει προηγουμένως διάρροια.[2] Η διάγνωση γίνεται τυπικά με εξέταση κοπράνων με μικροσκόπιο, οπότε οι αμοιβάδες διακρίνονται εύκολα, αλλά μπορεί να μην αποκλεισθεί αξιόπιστα η μόλυνση ή να μη ταυτοποιηθεί το είδος της αμοιβάδας.[2] Αυξημένος αριθμός λευκών αιμοσφαιρίων μπορεί να υπάρχει σε βαριές περιπτώσεις.[2] Το ακριβέστερο τεστ είναι η ανίχνευση ειδικών αντισωμάτων στο αίμα, αλλά αυτό μπορεί να παραμείνει θετικό και μετά την αντιμετώπιση της νόσου.[2] Η βακτηριογενής κολίτιδα μπορεί να έχει παρόμοια συμπτώματα.[2]
Η πρόληψη της αμοιβαδώσεως συμβαδίζει με τα βελτιωμένα μέτρα υγιεινής.[2] Δεν υπάρχει εμβόλιο για τη νόσο.[2] Η αμοιβάδωση στους ιστούς αντιμετωπίζεται με χορήγηση μετρονιδαζόλης, τινιδαζόλης, νιταζοξανίδης, δεϋδροεμετίνης ή χλωροκίνης, ενώ μέσα στην κοιλότητα του εντέρου με διλοξανίδη ή με ιωδοκινολίνη.[2] Η αποτελεσματική καταπολέμηση κάθε σταδίου της νόσου ίσως να απαιτήσει συνδυασμό φαρμάκων.[2] Οι ασυμπτωματικές μολύνσεις δεν απαιτούν θεραπεία, αλλά τα μολυσμένα πρόσωπα μπορούν να μεταδώσουν το παράσιτο σε άλλους ανθρώπους, οπότε οι φορείς του μπορεί να θεωρηθεί καλό να απαλλαγούν από αυτό.[2] Οι μολύνσεις από άλλα είδη εκτός του Entamoeba histolytica προκαλούν ελαφρότερα συμπτώματα και συνήθως δεν απαιτείται φαρμακευτική ή άλλη αγωγή για τη θεραπεία του ασθενούς.[2]
Αν και η αμοιβάδωση υπάρχει σε όλο τον κόσμο, οι περισσότερες περιπτώσεις αναφέρονται από τις τροπικές και αναπτυσσόμενες χώρες.[3] Εκτιμάται ότι περί τα 480 εκατομμύρια άνθρωποι είναι μολυσμένοι σήμερα, με περίπου 40 εκατομμύρια νέα κρούσματα ανά έτος με σημαντικά συμπτώματα.[2][4] Οι θάνατοι από τη νόσο εκτιμώνται σε 40.000 έως 110.000 άνθρωποι ανά έτος.[2] Οι περισσότερες μολύνσεις πιστεύεται ότι οφείλονται πλέον στο είδος Entamoeba dispar.[2] Αυτό είναι πιο συνηθισμένο σε ορισμένες περιοχές και τα κρούσματα με συμπτώματα μπορεί να είναι λιγότερο συνήθη από όσο αναφερόταν παλαιότερα.[2] Ιστορικώς, το πρώτο κρούσμα αμοιβαδώσεως καταγράφηκε το έτος 1875 στη βόρεια Ρωσία από τον Θεόδωρο Λες (Fedor A. Lösch), ενώ το 1891 η νόσος περιγράφηκε λεπτομερώς, οπότε επινοήθηκαν και οι όροι «αμοιβαδική δυσεντερία» και «αμοιβαδικό απόστημα του ήπατος».[2] Στη σύγχρονη εποχή, μια επιδημία αμοιβαδώσεως σημειώθηκε το 1998 στη Δημοκρατία της Γεωργίας με 177 κρούσματα.