Αυτό το λήμμα χρειάζεται μορφοποίηση ώστε να ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές μορφοποίησης της Βικιπαίδειας. |
Τα Αμοιβαία Κεφάλαια (ΑΚ) αποτελούν ένα θεσμό συγκέντρωσης κεφαλαίων από μεγάλο αριθμό αποταμιευτών που τοποθετούνται ενιαία από εταιρείες διαχείρισης (ΑΕΔΑΚ) σε συγκεκριμένα χαρτοφυλάκια ανοικτού τύπου (open end), σε ανταπόκριση στους στόχους και τις προτιμήσεις των επενδυτών. Στην Αγγλία είναι γνωστά ως unit trusts.
Τα Αμοιβαία Κεφάλαια δεν δίνουν τόκο ούτε έχουν προκαθορισμένες αποδόσεις. Η απόδοση για τον μεριδιούχο είναι η διαφορά που μπορεί να δημιουργηθεί ανάμεσα στο κεφάλαιο επένδυσης και στην αποτίμηση αυτής σε χρονική διάρκεια.
Aμοιβαίο Κεφάλαιο (Α/Κ) είναι ένα χαρτοφυλάκιο Αξιών με διασπορά, εγγεγραμμένο ως μια “ανοιχτού τύπου” εταιρεία επενδύσεων, το οποίο πουλά μερίδια στο ευρύτερο κοινό σε μια συγκεκριμένη τιμή και τα επαναγοράζει την στιγμή που αυτό απαιτηθεί, στην πραγματική λογιστική τους αξία”.
Αμοιβαιο κεφάλαιο είναι ένας χρηματοοικονομικός διαμεσολαβητής που επιτρέπει σε μια ομάδα επενδυτών να τοποθετήσουν τα χρήματά τους σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο επενδυτικό σκοπό. Σύμφωνα με το νόμο 3283/2004, το αμοιβαίο κεφάλαιο ορίζεται ως ομάδα περιουσίας που αποτελείται από κινητές αξίες και μετρητά, της οποίας τα επιμέρους στοιχεία ανήκουν εξ΄αδιαιρέτου σε περισσότερα πρόσωπα. Τα βασικά χαρακτηριστικά ενός αμοιβαίου κεφαλαίου είναι ότι στερείται νομικής προσωπικότητας και ότι το κεφάλαιό του είναι μεταβλητό (open-end fund).
Το Αμοιβαίο κεφάλαιο έχει ένα διαχειριστή κεφαλαίων που είναι υπεύθυνος για την επένδυση των χρημάτων σε συγκεκριμένα χρεόγραφα (συνήθως μετοχές ή ομόλογα). Επενδύοντας σε ένα Α/Κ, ουσιαστικά ο επενδυτής αγοράζει μερίδια του Α/Κ και γίνεται μεριδιούχος. Έτσι, με την τοποθέτηση των χρημάτων του σε Α/Κ κάθε επενδυτής εκχωρεί το δικαίωμα στην ομάδα διαχείρισης του Α/Κ να επενδύσει εκ μέρους του κατά το δοκούν και εφόσον ικανοποιούνται οι όροι επίτευξης της μέγιστης δυνατής απόδοσης για τον κίνδυνο που διατρέχει η επένδυση. Σε αντίθετη περίπτωση, ο επενδυτής έχει την επιλογή να αποσύρει τα χρήματά του από το Α/Κ που απέτυχε το στόχο του και να τα τοποθετήσει σε κάποιο άλλο Α/Κ που εμφανίζει καλύτερες πιθανότητες επιτυχίας. Η επιλογή του Α/Κ, στην οποία παίζει σημαντικό ρόλο η επίτευξη αποδόσεων στο παρελθόν, γίνεται με βάση το είδος των επενδύσεων στις οποίες τοποθετούνται τα χρήματα. Βραχυπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες επενδύσεις, με κίνδυνο ή χωρίς, σταθερού εισοδήματος ή υπεραξίας, επιτοκιακού χαρακτήρα ή μετοχικές, ελληνικές ή διεθνείς είναι τα κύρια είδη των επενδύσεων που επιλέγουν τα Α/Κ. Το είδος των επενδύσεων που επιλέγεται από τα Α/Κ είναι γνωστό εκ των προτέρων και διατηρείται χωρίς ουσιαστική μεταβολή και συνήθως χωρίς μετατροπή σε άλλη κατηγορία ώστε να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στους αρχικούς στόχους των επενδυτών.
Τα Αμοιβαία Κεφάλαια (Mutual funds) παρέχουν στους αποταμιευτές/επενδυτές μια εναλλακτική δυνατότητα αγοράς έτοιμων χαρτοφυλακίων, αντί οι ίδιοι να προβαίνουν στη διαμόρφωση των ατομικών τους χαρτοφυλακίων. Τα ΑΚ σημείωσαν ραγδαία επέκταση στη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου σε διεθνές επίπεδο, ώστε να αποτελέσουν βασικό άξονα των εξελίξεων στις αναπτυγμένες χρηματιστηριακά χώρες του κόσμου. Ειδικότερα, τα ΑΚ προσφέρουν μια σειρά πλεονεκτημάτων στους ατομικούς επενδυτές, λόγω οργάνωσης, τεχνικοοικονομικής συγκρότησης και εμπειρίας, ώστε να επιτυγχάνονται σχετικά αποδεκτές αποδόσεις για τους επενδυτές.
Τα συστατικά στοιχεία των Αμοιβαίων Κεφαλαίων είναι:
Η ιστορία των αμοιβαίων κεφαλαίων ξεκινά από τον αρχαίο πολιτισμό της Ελλάδας. Συγκεκριμένα η πρώτη μορφή συλλογικής περιουσίας υπό κοινή διαχείριση φαίνεται να βρίσκεται στην Αθηναϊκή Συμμαχία, που συγκροτήθηκε με αρχηγό την Αθήνα τον 5ο π.Χ. αιώνα και λειτούργησε στη Δήλο. Για πολεμικούς λόγους υπήρχε κοινή περιουσία και φυσικά διαχειριστές της. Όμως παρατηρήθηκε το φαινόμενο της ατασθαλίας από τον κύριο συμμετέχοντα (μεριδιούχο) την Αθήνα. Αντίστοιχο φαινόμενο σημειώνεται με τη Δελφικη Αμφικτυονία που για θρησκευτικούς, τη φορά αυτή, λόγους δημιουργείται κοινή περιουσία με διαχείριση από τους ιερείς και προσπάθεια ελέγχου από τις γειτονικές πόλεις. Και πάλι, όμως, έχουμε παραβίαση του κανονισμού και απώλεια των χρημάτων των συμμετεχόντων. Στο σύγχρονο κόσμο, ο θεσμός των Αμοιβαίων Κεφαλαίων έχει τις ρίζες του στις Κεφαλαιαγορές των Η.Π.Α. Όπου το 1924 ιδρύθηκε το πρώτο σχετικά οργανωμένο Αμοιβαίο Κεφάλαιο από την εταιρεία επενδύσεων Massachusetts Investors Trust. Στις αρχές του αιώνα, η χρηματιστηριακή αγορά των Η.Π.Α. χαρακτηρίστηκε από ιδιαίτερα έντονες ανοδικές τάσεις. Πλήθος επενδυτών έσπευσαν να επενδύσουν τα κεφάλαια τους στο χρηματιστήριο. Το νέο, για την εποχή, χαρακτηριστικό του Αμοιβαίου Κεφαλαίου ήταν η δυνατότητα αποχώρησης των συμμετεχόντων όποτε θα το επιθυμούσαν. Όμως, ακόμα, δεν υπήρχε σαφές νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο για τη λειτουργία των Αμοιβαίων Κεφαλαίων και έτσι με τη χρηματιστηριακή κρίση του 1929 πολλοί επενδυτές έχασαν τις περιουσίες τους. Το γεγονός αυτό όμως προκάλεσε την έρευνα από την Αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς η οποία φυσικά διαπίστωσε σφάλματα και παραλείψεις στη λειτουργία των Αμοιβαίων Κεφαλαίων, που διαπράχθηκαν τόσο πριν όσο και κατά την οικονομική κρίση. Το 1940 το Κογκρέσο ενέκρινε ένα νόμο, σταθμό διεθνώς, για το θεσμό των Αμοιβαίων Κεφαλαίων ο οποίος ισχύει ακόμα και σήμερα ο γνωστός ως “Investment Company Act.” Τη δεκαετία του 1950 οι επενδυτές αρχίζουν και πάλι να ενδιαφέρονται για τα Αμοιβαία Κεφάλαια. Στη δεκαετία του 1960 εμφανίζονται κάποιοι ευφυείς διαχειριστές οι οποίοι καταφέρνουν να δημιουργήσουν εκπληκτικές, για τα δεδομένα της εποχής, αποδόσεις.Η νέα ύφεση όμως στη χρηματιστηριακή αγορά στις αρχές της δεκαετίας του 1970 γίνεται η αφορμή για την αποσύνδεση των Αμοιβαίων Κεφαλαίων από το χρηματιστήριο και την αρχή επενδύσεων σε τίτλους της χρηματαγοράς. Η κίνηση αυτή αλλάζει εντελώς το τοπίο και έτσι τα Αμοιβαία Κεφάλαια αποτελούν πια το καταφύγιο των επενδυτών σε περιόδους κρίσεων. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στα τέλη της δεκαετίας του 1970 επικρατούσε έξαρση στις αγορές μετάλλων. Έτσι τα Αμοιβαία Κεφάλαια επένδυαν, μέσω των χρηματιστηρίων μετάλλων ή παραγώγων, σε χρυσό και πολύτιμα μέταλλα. Με την επενδυτική αυτή στροφή προς όλες τις αγορές του κόσμου στην ουσία ξεκίνησε η ανοδική πορεία των Αμοιβαίων Κεφαλαίων. Στην Ελλάδα τα Αμοιβαία Κεφάλαια άρχισαν να υπάρχουν το 1970 με τη θέσπιση του Νομοθετικού Διατάγματος (Ν.Δ.) 608/70. Τότε ιδρύθηκαν δύο Αμοιβαία Κεφάλαια το Ερμής Δυναμικό (του Ομίλου της Εμπορικής Τράπεζας) και το Δήλος Μικτό (του Ομίλου της Εθνικής Τράπεζας). Αυτά ήταν και τα μόνα ελληνικά Αμοιβαία Κεφάλαια για τα επόμενα 15 χρόνια. Σημείο σταθμός για τα Αμοιβαία Κεφάλαια στην Ελλάδα αποτέλεσε ο Νόμος 1969/91 ο οποίος κατήργησε το Ν.Δ. 608/70 και αντικαταστήθηκε σχετικά πρόσφατα από τον Νόμο 3283/2004 και ακόμη πιο πρόσφατα από το νόμο 4099/2012.
Τα ΑΚ με τη σύγχρονη μορφή τους, ως ανοικτά κεφάλαια, έχουν αφετηρία τις λεγόμενες «Επενδυτικές Εταιρείες» (Investment companies]), που μετεξελίχτηκαν σε «Εταιρείες Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου» (Unit Trusts]) κλειστού τύπου. Έχουν αντικείμενο τη διαμόρφωση και τη συλλογική διαχείριση διαφόρων τύπων χαρτοφυλακίου επενδύσεων που ανταποκρίνονται σε διαφορετικούς τύπους επενδυτών, ώστε να διευκολύνεται η επίτευξη των επενδυτικών στόχων του καθενός, με δεδομένες τις προτιμήσεις του απέναντι στην απόδοση και στον κίνδυνο. Τα ΑΚ και οι Εταιρείες Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου έχουν μακρά ιστορία, με πρόδρομο τη δημιουργία το 1864 ενός «κοινού κεφαλαίου» από αποταμιευτές στην Αγγλία με σκοπό την επένδυσή του σε μετοχές εταιρειών, οι οποίες θα συντελούσαν στην ανοικοδόμηση της οικονομίας των ΗΠΑ, μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Τα ΑΚ διαφοροποιήθηκαν θεσμικά και λειτουργικά, και αποσπάστηκαν από τις ΕΕΧ με μετατροπή τους σε ανοικτά κεφάλαια (Open-end funds]) για να ακολουθήσουν αυτοτελή και ανεξάρτητη πορεία από αυτές. Μετά τη διεθνή οικονομική κρίση 1929-1936 συντελέστηκε μεγάλη ανάπτυξη των ΑΚ και μεταστροφή των προτιμήσεων των ατομικών επενδυτών στις «έμμεσες» συλλογικές επενδύσεις, μετά από εισαγωγή αυστηρής εποπτικής νομοθεσίας στη διετία 1939-40, στις ΗΠΑ. Η μεταστροφή αυτή επιταχύνθηκε κάθετα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, για να πάρει μαζικές διαστάσεις στη διάρκεια της τελευταίας 40ετίας, με ΑΚ και κάθετη ανάπτυξη ειδικότερα των Ασφαλιστικών Ταμείων (ΑΤ), τα οποία στηρίζονται σε επαγγελματική/επιχειρηματική βάση και διαχειρίζονται με άμεση συμμετοχή των ασφαλιζομένων.
Σήμερα, τα ΑΚ κινούνται σε επίπεδο διεθνών αγορών για αξιοποίηση των διαφορών των αποδόσεων των διεθνών κεφαλαιαγορών, ώστε να αποτελούν έναν από τους παράγοντες της διεθνούς κίνησης κεφαλαίων, με πενταπλάσιο περίπου όγκο σε σχέση με τις τρέχουσες παγκόσμιες εμπορευματικές συναλλαγές. Διαφοροποίηση έχει σημειωθεί, αντίθετα, σε χώρες με μη αναπτυγμένες κεφαλαιαγορές και με οικονομικές πολιτικές, οι οποίες διατηρούσαν την κεφαλαιαγορά στο περιθώριο των εξελίξεων. Τα τελευταία 20 χρόνια υπήρξε αναδιαμόρφωση των πολιτικών με απότομη απελευθέρωση των αγορών των χωρών αυτών, στα πλαίσια του σταθεροποιητικού προγράμματος του ΔΝΤ ή με ενοποίηση σε ευρύτερους οικονομικούς χώρους, όπως η περίπτωση της Ελλάδας με την ένταξη της στην ΟΝΕ από 1-1-2001. Κατά συνέπεια, η σχετική αστάθεια στις αγορές αυτές δεν οφείλεται πρωτογενώς στο θεσμό των ΑΚ. Οι κύριοι παράγοντες που συντέλεσαν στους εξαιρετικά ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης των ΑΚ σε διεθνές επίπεδο συνοψίζονται στους εξής:
Το σημαντικότερο πλεονέκτημα που προσφέρουν τα Α/Κ είναι η ελαχιστοποίηση του κινδύνου, η οποία επιτυγχάνεται με την ταυτόχρονη επένδυση σε διαφορετικά περιουσιακά στοιχεία (διαφοροποίηση). Διαφοροποίηση είναι η ιδέα τοποθέτησης των χρημάτων σε διαφορετικού τύπου επενδύσεις, έτσι ώστε όταν μια επένδυση δεν αποδίδει να υπάρχει και κάποια άλλη που μπορεί να παρέχει υψηλές αποδόσεις. Με αυτόν τον τρόπο ο κίνδυνος μειώνεται σημαντικά. Μέσω της διαφοροποίησης ο επενδυτής ουσιαστικά επιδιώκει την αγορά πολλών και διαφορετικών ειδών αξιόγραφων έναντι μόνο ενός. Αγοράζοντας ένα Α/Κ ο επενδυτής μπορεί να επιτύχει το σκοπό του και παράλληλα να διαφοροποιηθεί ακόμα περισσότερο αγοράζοντας όχι μόνο πολλά είδη αξιόγραφων, αλλά προσθέτοντας στο χαρτοφυλάκιό του και διαφορετικά είδη αξιόγραφων, όπως για παράδειγμα έντοκα γραμμάτια, ομολογίες, μετοχές κ.ά. Επιπλέον, με την αγορά του Α/Κ ο επενδυτής αποκτά τις παραπάνω επενδύσεις σε λίγες μόνο ώρες ενώ αν αποφάσιζε να τις αποκτήσει μεμονωμένα θα χρειάζονταν αρκετό χρόνο. Αυτό συμβαίνει γιατί τα Α/Κ προσφέρουν αυτόματα διαφοροποίηση σε προκαθορισμένες κατηγορίες επενδύσεων (www.mutualfundsabout.com).
Ένα άλλο εξίσου σημαντικό πλεονέκτημα που προσφέρουν τα Α/Κ στους επενδυτές, είναι η ύπαρξη συνεχούς επαγγελματικής διαχείρισης των χρημάτων τους. Οι διαχειριστές των Α/Κ είναι εξειδικευμένα στελέχη, με σημαντική πείρα στην επιλογή και διαχείριση των επενδύσεων, και συνεπώς οι επενδυτές απαλλάσσονται από το άγχος της συνεχούς παρακολούθησης των εξελίξεων (Φίλιππας). Τα στελέχη αυτά εργάζονται αποκλειστικά για το συμφέρον των επενδυτών. Έχουν ως κύρια αποστολή όσα ο μεριδιούχος δεν έχει την ικανότητα, τον χρόνο και την διάθεση να κάνει από μόνος του: την παρακολούθηση των αγορών, την ανάλυση των οικονομικών εξελίξεων, την έρευνα και ανάλυση εταιρειών, την αναζήτηση ευκαιριών στις αγορές, την λήψη αποφάσεων για τα συγκεκριμένα αξιόγραφα που πρέπει να αγοραστούν ή να πουληθούν την κατάλληλη χρονική στιγμή καθώς και τα ποσοστά κάθε κατηγορίας αξιογράφων που θα πρέπει να περιληφθούν στο χαρτοφυλάκιό τους (Καραθανάσης, Λυμπερόπουλος).Έτσι, αγοράζοντας ένα Α/Κ, ουσιαστικά ο επενδυτής προσλαμβάνει έναν επαγγελματία διαχειριστή σε μια σχετικά χαμηλή τιμή.
Τα αμοιβαία κεφάλαια είναι η κατάλληλη επένδυση για επενδυτές μικρών και μεσαίων δυνατοτήτων διότι η επένδυση σε Α/Κ προσφέρει πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας τεχνογνωσία και επαγγελματική διαχείριση με σχετικά μικρό ποσό χρημάτων (Φίλιππας)
Η επένδυση σε μερίδια Α/Κ είναι μια υψηλά ρευστοποιήσιμη επένδυση γιατί ο επενδυτής δε δεσμεύει τα χρήματά του για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να ρευστοποιήσει τα μερίδιά του. Βέβαια, στην περίπτωση ρευστοποίησης καταβάλλεται προμήθεια εξαγοράς αλλά αυτό είναι ένα κόστος εκ των προτέρων γνωστό.
Μια από τις βασικές απαιτήσεις των επενδυτών είναι να γνωρίζουν κάθε στιγμή την πορεία των επενδύσεών τους. Η παρακολούθηση της πορείας των επενδύσεων σε Α/Κ είναι αρκετά απλή. Δεν απαιτούνται ειδικές γνώσεις ή ιδιαίτερη προσπάθεια. Η καθαρή αξία των μεριδίων δημοσιεύεται καθημερινά σε όλες τις πολιτικές ή οικονομικές εφημερίδες, αυξάνοντας την διαφάνεια του θεσμού.
Τα έσοδα των Α/Κ προέρχονται από τα μερίσματα των μετοχών που έχουν στο χαρτοφυλάκιό τους καθώς και από τους τόκους που πληρώνουν τα ομόλογα, έντοκα και λοιπά χρεόγραφα που εμπεριέχονται σε αυτό. Από τα έσοδα αυτά προκύπτει και η λεγόμενη μερισματική απόδοση (dividend yield) των επενδύσεων. Μια άλλη πηγή εσόδων των Α/Κ είναι η πώληση των μετοχών που έχουν στο χαρτοφυλάκιό τους. Όταν ένα Α/Κ πουλά μετοχές σε υψηλότερη τιμή από την τιμή κτήσης επιτυγχάνει κεφαλαιακά κέρδη (capital gains). (Καραθανάσης, Λυμπερόπουλος)
Η εξάπλωση των Α/Κ δημιούργησε την ανάγκη ύπαρξης οικογένειας Α/Κ. Η προσφορά εναλλακτικών Α/Κ στον ίδιο επενδυτή είναι ιδιαίτερης σπουδαιότητας στον βαθμό που προσφέρει στον μεριδιούχο δύο επιπλέον δυνατότητες (Φίλιππας):
Ο συνετός επενδυτής θα πρέπει να γνωρίζει ότι πάντα για κάθε επενδυτικό προϊόν που υπάρχει στην αγορά, υπάρχουν μια σειρά από άλλα ανταγωνιστικά επενδυτικά προϊόντα τα οποία ενδέχεται να ικανοποιούν καλύτερα τις συγκεκριμένες ανάγκες του. Υπάρχουν, λοιπόν, αρκετές περιπτώσεις όπου τα Α/Κ δεν ενδείκνυται ως μορφή επένδυσης.
Τέτοιες περιπτώσεις είναι οι ακόλουθες:
Υπάρχουν αρκετά άτομα τα οποία διαθέτουν γνώσεις και την εμπειρία που χρειάζεται προκειμένου να δημιουργήσουν μόνα τους το δικό τους χαρτοφυλάκιο. Συνεπώς, δεν χρειάζεται να αποταθούν σε κάποιο Α/Κ όπου ουσιαστικά αποκτούν μερίδιο σε ένα χαρτοφυλάκιο που έχει δημιουργήσει κάποιος άλλος και – επιπλέον – επιβαρύνονται με μια σειρά εξόδων (Καραθανάσης, Λυμπερόπουλος)
Δεν επιθυμούν όλοι οι επενδυτές επαγγελματική διαχείριση. Πολλοί άνθρωποι θέλουν να επιλέγουν μόνοι τους ή με τη βοήθεια κάποιου συμβούλου επενδύσεων τις προσωπικές τους επενδύσεις, πιστεύοντας ότι η επιλογή και διαχείριση του χαρτοφυλακίου τους με αυτόν τον τρόπο είναι πιο αποδοτική. Το φαινόμενο αυτό έχει διεθνώς ονομαστεί “η γοητεία του ξεχωριστού” (Φίλιππας)
Τα Α/Κ δεν είναι η απάντηση για επενδυτές που θέλουν να αναλάβουν μεγαλύτερους κινδύνους επενδύοντας τα χρήματά τους σε μερικούς μόνο τίτλους. Ίσως, οι επενδυτές αυτοί να μην επιθυμούν διαφοροποίηση, όμως πρέπει να τονιστεί ότι τα Α/Κ είναι δημοφιλή επειδή ακριβώς η πλειοψηφία των μεμονωμένων επενδυτών υπέστησαν ζημιές αρνούμενοι να διαφοροποιήσουν τις επενδύσεις τους (Φίλιππας)
Η ανοιχτή δομή των Α/Κ εγκυμονεί προβλήματα στο διαχειριστή επενδύσεων σε περιόδους έντονων ψυχολογικών διακυμάνσεων. Έχει παρατηρηθεί ότι σε περιόδους που η αγορά είναι ανοδική οι επενδυτές έχουν την τάση να τοποθετούν τα κεφάλαιά τους σε μετοχικά Α/Κ, που οι διαχειριστές τα επενδύουν σε υψηλές τιμές. Αντιθέτως, όταν η αγορά είναι καθοδική, οι μεριδιούχοι προβαίνουν σε εξαγορές αναγκάζοντας τους διαχειριστές να ρευστοποιήσουν πρόωρα μέρος του χαρτοφυλακίου τους και να υφίστανται το κόστος από την πώληση μετοχών καθώς και από την προεξόφληση άλλων αξιόγραφων, σε τιμή χαμηλότερη από την τιμή αγοράς. Στο βαθμό που το Α/Κ οφείλει να εξαγοράζει όσα μερίδια επιθυμούν να ρευστοποιήσουν οι μεριδιούχοι του, τότε οι διαχειριστές είναι υποχρεωμένοι εκ των πραγμάτων να διατηρούν - σε περιόδους ύφεσης της αγοράς και όχι μόνο - υψηλά ρευστά διαθέσιμα, προκειμένου να είναι σε θέση να καλύψουν ένα μεγάλο αριθμό εξαγορών. Έτσι, η δομή των Α/Κ οδηγεί τους διαχειριστές σε καταστρατήγηση των προσωπικών τους επιλογών και πολλές φορές σε κακές επενδυτικές αποφάσεις: αγοράζουν σε υψηλές τιμές, πωλούν σε χαμηλές και κρατούν μεγάλα ποσά χωρίς να τα επενδύουν αποτελεσματικά. Ένα μικρής σημασίας μειονέκτημα των Α/Κ είναι ότι οι αμοιβές διάθεσης και εξαγοράς και οι αμοιβές διαχείρισης μειώνουν την καθαρή απόδοση του Α/Κ. Αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία για επενδυτές οι οποίοι για διάφορους λόγους αποφάσισαν να ρευστοποιήσουν τα μερίδια τους σε μικρό χρονικό διάστημα (Φίλιππας)
Υπάρχουν επενδυτές που αποστρέφονται τον κίνδυνο (risk avoiders), δηλαδή άτομα που δεν είναι διατεθειμένα να αναλάβουν κανέναν κίνδυνο, όποια και να είναι η ανταμοιβή (απόδοση). Οι παραπάνω επενδυτές επιθυμούν να τοποθετούν τα κεφάλαιά τους αποκλειστικά σε ομόλογα, ομολογίες, έντοκα γραμμάτια του δημοσίου, τραπεζικούς λογαριασμούς κ.ά. Επενδύουν δηλαδή σε επενδυτικά προϊόντα που έχουν μια συγκεκριμένη γνωστή εκ των προτέρων – χωρίς διακυμάνσεις – ονομαστική απόδοση και συνεπώς είναι απαλλαγμένη του επενδυτικού κινδύνου. Όπως γίνεται αντιληπτό, για αυτά τα άτομα τα Α/Κ δεν ενδείκνυται ως μορφή επένδυσης (Καραθανάσης, Λυμπερόπουλος)
Κάθε Α/Κ χαρακτηρίζεται από τον σκοπό του και την επενδυτική πολιτική που ακολουθεί. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά προσδίδουν στο Α/Κ την ικανότητα να ικανοποιεί συγκεκριμένες χρηματοοικονομικές ανάγκες και επιθυμίες των μεριδιούχων. Δεν μπορούμε ωστόσο να αποκλείσουμε την περίπτωση ύπαρξης ατόμων που έχουν συγκεκριμένες – εξειδικευμένες οικονομικές ανάγκες οι οποίες δεν μπορούν να καλυφθούν από τα Α/Κ που κυκλοφορούν στην επενδυτική αγορά (Καραθανάσης, Λυμπερόπουλος)
Η ταχεία ανάπτυξη των ΑΚ σε διεθνές επίπεδο εντάσσεται στο θεσμικό πλαίσιο ανάπτυξης των κεφαλαιαγορών και στην επικράτηση του συστήματος απορρύθμισης. Στις ΗΠΑ, η σύγχρονη νομοθεσία για ΑΚ έχει αφετηρία τη νομοθεσία για την εξυγίανση της χρηματιστηριακής αγοράς από το 1933, θεσπίστηκε το 1939, με το Νόμο των Έμπιστων Συμβάσεων (Trust Indenture Act). Αυτός έδωσε στην ΕΚ το δικαίωμα ελέγχου για τη διασφάλιση ότι οι θεματοφύλακες κατόχων ομολογιών θα πρέπει να είναι απαλλαγμένοι από ασυμβίβαστα συμφέροντα. Στη συνέχεια το 1940 ψηφίστηκε ο Νόμος των Εταιρειών Επενδύσεων (Investment Company Act), που επέκτεινε τον έλεγχο της ΕΚ στην καταχώρηση και τη διαφάνεια των εταιριών αυτών, θέσπισε την υποχρέωση προσφοράς ενός πρόσφατου ενημερωτικού φυλλαδίου με διαφάνεια ως προς τον τρόπο που χρησιμοποιούν το κεφάλαιό τους για αγορά τίτλων έκδοσης αμερικανικών εταιρειών, τοπικών κρατών, κλπ. Ο νόμος αυτός τροποποιήθηκε το 1970 με παραχώρηση ορισμένων δικαιωμάτων σε μετόχους ΕΕΧ, που αποφασίζουν τη διάθεση των μετοχών τους προ των προβλεπόμενων στις συμβατικές τους υποχρεώσεις. Εν συνεχεία, ο Νόμος Προστασίας των δικαιωμάτων Τίτλων των Επενδυτών (Securities Investor Protection Act) το 1970 πρόβλεψε την ίδρυση Εταιρείας Συνεγγυητικού Κεφαλαίου Προστασίας των Επενδυτών (Securities Investor Protection Comporation), με σκοπό την αποζημίωση των επενδυτών σε περιπτώσεις αποτυχίας χρηματιστηριακών φορέων. Με τον Τροποποιητικό Νόμο των Αξιών (Securities Acts Amendments) το 1975, δόθηκαν δυνατότητες ταχείας δράσης της ΕΚ για τη διασφάλιση της λειτουργίας και την προαγωγή της δημιουργίας μιας αληθώς ανταγωνιστικής κεφαλαιαγοράς σε ομοσπονδιακό επίπεδο και τη συνεχή πρόοδο και αποτελεσματικότητά της. Με το Νόμο των Καταθετικών Φορέων (Depository Institution Act) το 1982 ενισχύθηκε ο ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, δόθηκε η δυνατότητα των πρώτων να ασκούν επενδυτικές εργασίες, μέσω θυγατρικών εταιριών τραπεζικών ομίλων, με ασφαλιστικές και χρηματιστηριακές εταιρείες, αμοιβαία κεφάλαια, κτλ. Έτσι, αυξήθηκε και πάλι ο ρόλος των εμπορικών τραπεζών στον επενδυτικό τομέα. Η τάση είναι η ενίσχυση του ανταγωνισμού και η ισότητα των όρων ανταγωνισμού σε ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό τομέα και ειδικότερα μεταξύ των εμπορικών τραπεζών και ΑΚ στον ευρύτερο χώρο της ΕΕ και του ΟΟΣΑ.
Ειδικότερα, σε σχέση με τα ΑΚ αναφέρεται η Οδηγία 611/1985/ΕΟΚ και η πρόσφατη τροποποίησή της (2002), προβλέπει διεύρυνση των επενδυτικών υπηρεσιών των ΑΚ και την περαιτέρω ομογενοποίησή τους στις χώρες- μέλη, με μια σειρά από νέες δυνατότητες:
Η τροποποίηση της Οδηγίας 611/1985/ΕΟΚ, αποσκοπεί σε εξίσωση των όρων ανταγωνισμού, σε αντιστάθμιση της προηγούμενης επέκτασης των τραπεζών στον επενδυτικό τομέα. Ειδικότερα, με τη δυνατότητα των ΑΚ να διαχειρίζονται ατονικά χαρτοφυλάκια, αυτά εισέρχονται πλέον έμμεσα στην ιδιωτική τραπεζική (Private banking). Με περισσότερη ευελιξία πλέον τα ΑΚ θα μπορούν να δημιουργούν νέα σύνθετα προϊόντα, με σκοπό την επίτευξη μεγαλύτερων αποδόσεων και αύξηση της διασποράς κινδύνου.
Με την εξέλιξη και τη νομοθετική προσαρμογή των ΑΚ σε πλαίσια ανταγωνιστικών συνθηκών και με την αποκτούμενη εμπειρία, διασφαλίζεται η αυστηρή εφαρμογή της νομοθεσίας με ισχυρή θεσμική θωράκιση και ανεξάρτητο εποπτικό και διοικητικό σύστημα. Ειδικότερα, η εποπτεία των ΑΚ έχει επίσης ενταχθεί στα πλαίσια του «συστήματος αυτορρύθμισης», που έχει καθιερωθεί διεθνώς (self-regulation) και καλύπτει ολόκληρο το χώρο της κεφαλαιαγοράς και του Χρηματιστηρίου Αξιών, όπου συναλλάσσονται και τα ΑΚ. Το σύστημα αυτό έχει επιγραμματικά τα παρακάτω χαρακτηριστικά σε σχέση με τα ΑΚ:
Οι ΚΔ αποτελούν προχωρημένη σύγχρονη αντίληψη της «Κοινωνίας των Πολιτών» και οριοθετούν την ελευθερία της επαγγελματικής δραστηριότητας από την αυθαιρεσία, την ασυδοσία και την απειθαρχία προς την επενδυτική νομοθεσία και τους κανόνες των ΚΔ. Αυτό προϋποθέτει συλλογικά όργανα με νόμιμη εκπροσώπηση και ανεξαρτησία για την αδέκαστη εφαρμογή των αρχών και των κανόνων των ΚΔ. Οι αρχές αυτές είναι ενδεικτικά οι ακόλουθες:
Επενδύουν κυρίως σε βραχυπρόθεσμα ΧΠ της χρηματαγοράς και γι’ αυτό ονομάζονται και Κεφάλαια Χρηματαγοράς (Money market funds). Το χαρτοφυλάκιό τους περιλαμβάνει από ΕΓΔ, Ευρωκαταθέσεις, εμπορικά «χαρτιά», REPOS,κτλ. Είναι «Μη Επιβαρύνοντα ΑΚ», έχουν σημειώσει μεγάλη επέκταση στη διάρκεια της τελευταίας 25ετίας σε διεθνές επίπεδο και οι αποδόσεις τους είναι συγκρίσιμες με τα επιτόκια της χρηματαγοράς. Απαιτούν συνήθως ένα ελάχιστο ποσό τοποθέτησης και δίνουν δυνατότητες σε μικροεπενδυτές για επενδύσεις σε τίτλους, που δεν θα μπορούσαν να επενδύσουν ατομικά. Αυτά είναι:
Τα αναπτυξιακά ΑΚ (growth funds) δίνουν έμφαση στην ανατίμηση του κεφαλαίου. Περιλαμβάνουν κεφάλαια που είναι «επιθετικά» και «τακτικά», που επικεντρώνονται σε πιο σταθερές αποδόσεις και σε πιο σταθερές εταιρείες με προοπτική. Αμφότερες οι κατηγορίες επενδύουν κυρίως σε κοινές μετοχές. Τα «επιθετικά» επικεντρώνονται βασικά σε αναδυόμενες εταιρείες μικρού μεγέθους, σε «θερμούς» τομείς της οικονομίας, σε κερδοσκοπικές εκδόσεις και επιθετικές χρηματοδοτικές αναμοχλεύεις. Αντίθετα, τα «τακτικά» κεφάλαια τείνουν σε μείωση των μετοχών στο χαρτοφυλάκιό τους σε περιόδους πτωτικής φάσης της συγκυρίας (οικονομικής ύφεσης), σπάνια καταφεύγουν σε επιθετικές τακτικές και τείνουν να έχουν μακροπρόθεσμη σταθερότητα. Για την εξακρίβωση του τύπου του αναπτυξιακού κεφαλαίου, χρήσιμη είναι η εξέταση του ενημερωτικού φυλλαδίου τους και του τρέχοντος χαρτοφυλακίου τους. Υπάρχει διάκριση ανάμεσα σε ΑΚ:
Συγκεντρώνουν κυρίως μετοχές εταιρειών, που παρουσιάζουν σχετικά σταθερή πρόοδο και καταβάλλουν συνήθως σταθερά μερίσματα. Είναι ελκυστικά για επενδυτές που ενδιαφέρονται για τη δυνητική ανάπτυξη του κεφαλαίου, αλλά με ένα βασικό εισόδημα από μερίσματα ή τόκους. Τα ΑΚ που επενδύουν σε τίτλους με αυτά τα χαρακτηριστικά, είναι πιο σταθερά από αυτά που επενδύουν σε μετοχές εταιρειών μικρού μεγέθους, που διανέμουν μικρά ή καθόλου μερίσματα.
Συνδυάζουν επενδύσεις σε κοινές μετοχές και ομολογίες, συχνά και σε προνομιακές μετοχές. Στόχος τους είναι με μια ισορροπημένη σύνθεση να επιτυγχάνουν ένα σχετικά σταθερό εισόδημα και επιπλέον κάποια ανατίμηση. Επενδύουν, επίσης, και σε μετατρέψιμους τίτλους, δεδομένου ότι οι τίτλοι είναι μικτοί με σταθερό εισόδημα και με δυνατότητες ανατίμησης, όταν οι κοινές μετοχές σημειώνουν αύξηση.
Επενδυτές με προσανατολισμό το εισόδημα, δείχνουν κλασικά προτίμηση σε ομολογιακούς τίτλους. Διότι, οι τίτλοι αυτοί προσφέρουν κανονικά ορισμένη απόδοση και αντιπροσωπεύουν συμβατική υποχρέωση προτεραιότητας, που έχουν αναλάβει οι εκδότες τους. Ωστόσο, σε περιόδους ανοδικής κίνησης των επιτοκίων κατακερματίζεται η αγοραία αξία όλων των τίτλων σταθερού εισοδήματος. Ανάλογα με τους εκδότες των τίτλων, έχουμε ομολογιακά επιχειρηματικά, του Δημοσίου και των ΟΤΑ, κυρίως σε αναπτυγμένες χρηματιστηριακά χώρες, που εκδίδονται τέτοιοι τίτλοι. Τα ΑΚ με μεγάλη συμμετοχή επιχειρηματικών junk ομολόγων και με μεγαλύτερες αποδόσεις είναι χαμηλής διάθεσης, αλλά αντιμετωπίζουν και κινδύνους μη εξυπηρέτησης σε πτωτικές φάσεις της οικονομίας. Σημασία αποδίδεται από πολλούς επενδυτές και στις απαλλαγές από τη φορολογία, όπως συμβαίνει με τους τίτλους του Δημοσίου και των ΟΤΑ. Με κριτήριο την προέλευση των ομολογιακών τίτλων, έχουμε τις εξής κατηγορίες ομολογιακών ΑΚ:
Στο εξωτερικό έχουν δημιουργηθεί ειδικά ΑΚ με σκοπό τη διαμόρφωση χαρτοφυλακίων από συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας. Τα κλαδικά ΑΚ έχουν δημιουργηθεί σε τομείς, όπως της ενέργειας, της πληροφορικής τεχνολογίας, της φαρμακευτικής βιομηχανίας, της ψυχαγωγίας, της άμυνας, κτλ. Οι εξελίξεις μέσα στους κλάδους έχουν ορισμένη θετική συσχέτιση. Αυτά τα ΑΚ προσφέρουν μικρότερη διαφοροποίηση και επομένως υψηλότερη δυνητική ζημία/ανταμοιβή αποδόσεων, που πρέπει να αντισταθμίζεται με σχετικά υψηλές αναμενόμενες αποδόσεις. Συνιστάται στους επενδυτές να είναι προσεκτικοί σε ΑΚ νέων κλάδων, διότι στην έκταση που οι νέες εκδόσεις ακολουθούν πραγματικές επιχειρηματικές επιτεύξεις, ήδη αυτές έχουν απεικονιστεί στις τιμές των μετοχών.
Η καινοτομία του φαινομένου της «τιτλοποίησης», που σημείωσε αξιόλογη ανάπτυξη στις αναπτυγμένες κεφαλαιαγορές στη δεκαετία του 1970, είχε αφετηρία την έκδοση ομολογιακών τίτλων με κάλυψη ενυπόθηκα δάνεια. Οι ενυπόθηκοι ομολογιακοί τίτλοι αποτέλεσαν αρχικά τρόπο ανακούφισης της ρευστότητας των τραπεζών που παρείχαν ενυπόθηκα δάνεια. Ωστόσο αυτοί σχεδιάστηκαν βαθμιαία, ώστε να δίνουν στους επενδυτές τη δυνατότητα έμμεσης τοποθέτησης σε ακίνητα και σημείωσαν σημαντικές διαφοροποιήσεις με την ανάπτυξή τους σε ανταγωνιστικά πλαίσια των αγορών. Αυτοί προσήλκυσαν ιδιαίτερο επενδυτικό ενδιαφέρον εκ του ότι παρουσίασαν υψηλότερες αποδόσεις από τους ομολογιακούς τίτλους του Δημοσίου. Οι εν λόγω τίτλοι δεν παρέβαιναν συνήθως το 1/3 του συνολικού όγκου των ενυπόθηκων δανείων. Από την εξέλιξη των δανείων αυτών και των επιτοκίων τους ανακύπτουν ορισμένα προβλήματα για τους επενδυτές ομολογιακών τίτλων με κάλυψη ενυπόθηκα δάνεια. Έτσι, οι εισροές από τέτοιους τίτλους συνοδεύονται με αβεβαιότητα σε περιπτώσεις, όπως η προπληρωμή από ιδιοκτήτες των υπολοίπων των δανείων ή η αναχρηματοδότηση του υπολοίπου, όταν σημειώνεται μείωση των επιτοκίων. Για την αντιμετώπιση των μειονεκτημάτων αυτών, πολλοί χρηματοπιστωτικοί φορείς εισήγαγαν έναν διαφορετικό τύπο ομολογιακών τίτλων με κάλυψη ενυπόθηκα δάνεια: «εγγυημένων ενυπόθηκων υποχρεώσεων» (collateralized mortgage obligations: CMOs). Ειδικότερα, για την αποφυγή επιπτώσεων στους επενδυτές από προπληρωμές και από μείωση των επιτοκίων, παρότι δεν υπάρχει ένα τυπικό CMO, γενικά κατανέμονται σε ένα αριθμό δόσεων. Με κατάλληλο σχεδιασμό ρυθμίζεται η πληρωμή ορισμένου ποσοστού του υπολοίπου του χρέους ως τόκου, όπως συμβαίνει με τους συμβατικούς ομολογιακούς τίτλους. Η μετεξέλιξη αυτή αποτελεί παράδειγμα των καινοτομιών μέσω των οποίων οι χρηματοπιστωτικές αγορές προσαρμόζονται στις ανάγκες αυτών που προσφέρουν και αυτών που ζητούν δανειακά κεφάλαια, με δημιουργία νέων πιο εύκαμπτων μορφών εμπορεύσιμων τίτλων. Υπάρχουν επίσης ομολογιακοί τίτλοι που εκδίδονται είτε με μορφή συμμετοχικών αποδεικτικών (participation certificates), που καλύπτονται από εθνικούς υποθηκικούς οργανισμούς, όπου υπάρχουν (όπως η Government National Mortgage Association στις ΗΠΑ), είτε από ΟΤΑ και περιφερειακές διοικήσεις για χρηματοδότηση έργων οδοποιίας, κατασκευών, παιδείας, κτλ με άμεση κάλυψη από τα ίδια έργα. Παρά την αβεβαιότητα που συνδέεται με τη ροή των εσόδων από τα έργα αυτά, οι τίτλοι έχουν πρόσθετη κάλυψη την «καλή πίστη» του κεντρικού κράτους, τη δυνατότητα προσφυγής των επενδυτών σε ένδικα μέσα στην περίπτωση των ΟΤΑ και γίνονται ελκυστικοί με κατάλληλες νομοθετικές και διοικητικές προβλέψεις. Πιο άμεσες δυνατότητες επενδύσεων σε ακίνητα έχουν δώσει τα λεγόμενα Κεφάλαια Παρακαταθήκης Ακινήτων (Real Estate Investment Trusts:REITs). Τα κεφάλαια αυτά παρέχουν διαύλους για αποκόμιση ωφελειών από μικροεπενδυτές από τις εξελίξεις στην αγορά ακινήτων, χωρίς προϋπόθεση την αγορά ολόκληρων ακινήτων. Διακρίνονται σε τρία είδη: κλειστά ΑΚ ακινήτων, εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου ακινήτων και ανοικτά ΑΚ ακινήτων. Έτσι, ένας μικροεπενδυτής πέραν από τη δυνατότητα αγοράς μετοχών εταιρειών ακινήτων, μπορεί να προβεί σε ευρύτερη διασπορά του κινδύνου τοποθετώντας σε ΑΚ και εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητα, απολαμβάνοντας και τυχόν φορολογικές ελαφρύνσεις ή απαλλαγές. Ειδικότερα, τα REITs προβαίνουν σε επενδύσεις σε ακίνητα ή σε τίτλους με κάλυψη ακίνητα και αντλούν κεφάλαια με δανεισμό από τράπεζες και έκδοση ομολογιακών τίτλων και ενυπόθηκων μετοχών. Υπάρχουν δύο κατηγορίες: τα Κτηματικά Κεφάλαια (equity trusts) και τα Ενυπόθηκα Κεφάλαια (mortgages trusts), ανάλογα με τη βαρύτητα που δίνεται στις άμεσες επενδύσεις ή στα ενυπόθηκα και κατασκευαστικά δάνεια, αντίστοιχα. Ιδρύονται κυρίως από τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες και εταιρείες ΑΚ και απολαμβάνουν κατά κανόνα απαλλαγή της φορολογίας του διανεμόμενου εισοδήματος, δεδομένου ότι φορολογούνται οι ατομικοί επενδυτές.
Αυτά τα ΑΚ περιέχουν μια μεγάλη ποικιλομορφία χαρτοφυλακίων με διάφορους συνδυασμούς επενδύσεων (σε μετοχές, Ομόλογα και άλλα ΧΠ σταθερού και μεταβλητού εισοδήματος). Ανάλογα με την έμφαση που δίνουν τα χαρτοφυλάκια μικτού τύπου, ταξινομούνται σε:
Τα ΑΚ της κατηγορίας αυτής εμπλουτίζουν τις επενδυτικές επιλογές, αναπτύσσουν συνεργασίες για εγγύηση τμήματος του κεφαλαίου και ανάληψη μέρους του ρίσκου επενδυτή που μπορεί να είναι και ασφαλιζόμενος. Διότι, παρόμοια προϊόντα είναι συχνά Συνδεδεμένα Κεφάλαια (Unit Linked Funds) και συνδυάζονται με τις ασφάλειες.
Πρόκειται για μια ετερογενή κατηγορία ΑΚ. Επενδύουν σε ειδικού τύπου επενδυτικά προϊόντα, με στόχους, πολιτικές, ακόμη και κεφάλαια κεφαλαίων, που διαχειρίζονται χαρτοφυλάκια αποτελούμενα από μερίδια διαφορετικών ΑΚ. Αυτά ταξινομούνται, ανάλογα με τη διάρθρωση του χαρτοφυλακίου τους σε:
ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ