Ο Αμπάς Β΄ Χιλμί Μπέης[13] (αραβικά: عباس حلمي باشا) (14 Ιουλίου 1874 – 19 Δεκεμβρίου 1944) ήταν ο τελευταίος Χεδίβης (Οθωμανός αντιβασιλέας) της Αιγύπτου και του Σουδάν, ο οποίος κυβέρνησε από τις 8 Ιανουαρίου 1892 έως τις 19 Δεκεμβρίου 1914.[14][nb 1] Το 1914, αφού η Οθωμανική Αυτοκρατορία προσχώρησε στις Κεντρικές Δυνάμεις στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο εθνικιστής Χεδίβης απομακρύνθηκε από τους Βρετανούς, που κυβερνούσαν τότε την Αίγυπτο, υπέρ του πιο φιλοβρετανικού θείου του, Χουσεΐν Καμέλ, σηματοδοτώντας το de jure τέλος της διάρκειας τεσσάρων αιώνων περιόδου της Αιγύπτου ως επαρχίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία είχε ξεκινήσει το 1517.
Ο Αμπάς Β΄ (πλήρες όνομα: Αμπάς Χιλμί), δισέγγονος του Μεχμέτ Αλή, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις 14 Ιουλίου 1874.[16] Το 1887 έγινε η τελετουργική περιτομή του μαζί με τον μικρότερο αδελφό του Μεχμέτ Αλή Τεουφίκ Οι εορταστικές εκδηλώσεις διήρκεσαν τρεις εβδομάδες και πραγματοποιήθηκαν με μεγάλη λαμπρότητα. Ως παιδί επισκέφθηκε το Ηνωμένο Βασίλειο και είχε αρκετούς Βρετανούς δασκάλους στο Κάιρο, μεταξύ των οποίων και μια γκουβερνάντα που του δίδαξε αγγλικά.[17] Σε ένα αφιέρωμα για τον Αμπάς Β΄, το ετήσιο περιοδικό των αγοριών, Chums, έκανε μια εκτενή αναφορά στην εκπαίδευσή του.[18] Ο πατέρας του ίδρυσε ένα μικρό σχολείο κοντά στο παλάτι Αμπντίν στο Κάιρο, όπου Ευρωπαίοι, Άραβες και Οθωμανοί δάσκαλοι δίδασκαν τον Αμπάς και τον αδελφό του Μεχμέτ Αλή Τεουφίκ. Ένας Αμερικανός αξιωματικός του αιγυπτιακού στρατού ανέλαβε τη στρατιωτική του εκπαίδευση. Φοίτησε σε σχολείο στη Λωζάνη της Ελβετίας.[19] Στη συνέχεια, σε ηλικία δώδεκα ετών, στάλθηκε στη Σχολή Χάξιους στη Γενεύη, ως προετοιμασία για την είσοδό του στο Theresianum της Βιέννης. Εκτός από αραβικά και οθωμανικά τουρκικά, γνώριζε καλά αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά.[17][19]
Ο Αμπάς Β΄ διαδέχθηκε τον πατέρα του, Τεουφίκ Πασά, ως Χεδίβης της Αιγύπτου και του Σουδάν στις 8 Ιανουαρίου 1892. Ήταν ακόμη φοιτητής στο κολέγιο της Βιέννης όταν ανέλαβε τον θρόνο του Χεδίβατου της Αιγύπτου μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του. Είχε μόλις ενηλικιωθεί σύμφωνα με την αιγυπτιακή νομοθεσία, κατά κανόνα δεκαοκτώ ετών σε περιπτώσεις διαδοχής του θρόνου.[17] Για αρκετό καιρό δεν συνεργαζόταν πρόθυμα με τους Βρετανούς, ο στρατός των οποίων είχε καταλάβει την Αίγυπτο το 1882.[15] Καθώς ήταν νέος και πρόθυμος να ασκήσει τη νέα του εξουσία, δυσανασχέτησε με την παρέμβαση του Βρετανού πράκτορα και γενικού προξένου στο Κάιρο, σερ Έβελιν Μπάρινγκ, που αργότερα έγινε λόρδος Κρόμερ.[19] Ο Λόρδος Κρόμερ αρχικά υποστήριξε τον Αμπάς, αλλά η εθνικιστική ατζέντα του νέου Χεδίβη και η σύνδεση με αντιαποικιακά ισλαμιστικά κινήματα τον έφεραν σε άμεση σύγκρουση με τους Βρετανούς αξιωματικούς της αποικίας και ο Κρόμερ αργότερα μεσολάβησε για λογαριασμό του Λόρδου Κίτσενερ (Βρετανός διοικητής στο Σουδάν) σε μια συνεχιζόμενη διαμάχη με τον Αμπάς για την αιγυπτιακή κυριαρχία και επιρροή σε αυτό το έδαφος.[20]
Στην αρχή της βασιλείας του, ο Χεδίβης Αμπάς Β΄ περιβαλλόταν από μια ομάδα Ευρωπαίων συμβούλων που αντιτάσσονταν στη βρετανική κατοχή της Αιγύπτου και του Σουδάν και ενθάρρυναν τον νεαρό Χεδίβη να προκαλέσει τον Κρόμερ αντικαθιστώντας τον ασθενή πρωθυπουργό του με έναν Αιγύπτιο εθνικιστή.[15] Με εντολή του Κρόμερ, ο Λόρδος Ρόουζμπερυ, ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, έστειλε στον Αμπάς Β΄ επιστολή στην οποία ανέφερε ότι ο Χεδίβης ήταν υποχρεωμένος να συμβουλεύεται τον Βρετανό πρόξενο για θέματα όπως οι διορισμοί του υπουργικού συμβουλίου. Τον Ιανουάριο του 1894 ο Αμπάς Β΄ πραγματοποίησε περιοδεία επιθεώρησης των σουδανικών και αιγυπτιακών συνοριακών στρατευμάτων που στάθμευαν κοντά στα νότια σύνορα, καθώς οι Μαχδιστές εξακολουθούσαν τότε να ελέγχουν το Σουδάν. Στο Ουαντί Χαλφά ο Χεδίβης έκανε δημόσια σχόλια που υποτιμούσαν τις μονάδες του αιγυπτιακού στρατού που διοικούνταν από Βρετανούς αξιωματικούς.[15] Ο Βρετανός διοικητής του αιγυπτιακού στρατού, Σερ Χέρμπερτ Κίτσενερ, απείλησε αμέσως με παραίτηση. Ο Kitchener επέμεινε επιπλέον στην απόλυση ενός εθνικιστή υφυπουργού πολέμου που είχε διοριστεί από τον Αμπάς Β΄ και στην απαίτηση να ζητηθεί συγγνώμη για τις επικρίσεις του Χεδίβη προς τον στρατό και τους αξιωματικούς του.[21]
Μέχρι το 1899 είχε αρχίσει να αποδέχεται τους συμβούλους των Βρετανών.[22] Επίσης το 1899, ο Βρετανός διπλωμάτης Άλφρεντ Μίτσελ-Ινς διορίστηκε υφυπουργός Οικονομικών στην Αίγυπτο και το 1900 ο Αμπάς Β΄ πραγματοποίησε δεύτερη επίσκεψη στη Βρετανία, κατά την οποία δήλωσε ότι πίστευε ότι οι Βρετανοί είχαν κάνει καλή δουλειά στην Αίγυπτο και πως ήταν έτοιμος να συνεργαστεί με τους Βρετανούς αξιωματούχους που διοικούσαν την Αίγυπτο και το Σουδάν. Έδωσε την επίσημη έγκρισή του για την εγκαθίδρυση ενός αξιόπιστου συστήματος δικαιοσύνης για τους Αιγύπτιους υπηκόους, τη σημαντική μείωση της φορολογίας, την αύξηση της προσιτής και εύρυθμης εκπαίδευσης, τα εγκαίνια των σημαντικών αρδευτικών έργων, όπως το Χαμηλό Φράγμα του Ασουάν και το φράγμα της Ασσιούτ, και την ανακατάληψη του Σουδάν.[19] Επέδειξε περισσότερο ενδιαφέρον για τη γεωργία παρά για την πολιτική. Το αγρόκτημά του με βοοειδή και άλογα στην Κουμπά, κοντά στο Κάιρο, αποτέλεσε πρότυπο για τη γεωργική επιστήμη στην Αίγυπτο και δημιούργησε μια παρόμοια εγκατάσταση στη Μουνταζά, ανατολικά της Αλεξάνδρειας. Παντρεύτηκε την πριγκίπισσα Ικμπάλ Χανέμ και απέκτησε αρκετά παιδιά. Ο Μεχμέτ Αμπντούλ Μονεΐμ, ο διάδοχος, γεννήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 1899.
Αν και ο Αμπάς Β΄ δεν αντιτασσόταν πλέον δημοσίως στους Βρετανούς, δημιούργησε, υποστήριξε και ενίσχυσε κρυφά το αιγυπτιακό εθνικιστικό κίνημα, του οποίου ηγήθηκε ο Μουσταφά Καμίλ. Χρηματοδότησε επίσης την αντιβρετανική εφημερίδα Αλ-Μουαγιάντ.[15] Καθώς η ώθηση του Καμίλ στόχευε όλο και περισσότερο στο να κερδίσει τη λαϊκή υποστήριξη για ένα εθνικιστικό πολιτικό κόμμα, ο Χεδίβης Αμπάς αποστασιοποιήθηκε δημοσίως από τους εθνικιστές. Το αίτημά τους για συνταγματική κυβέρνηση το 1906 απορρίφθηκε από τον Αμπάς Β΄ και τον επόμενο χρόνο σχημάτισε το Εθνικό Κόμμα, υπό την ηγεσία του Μουσταφά Καμίλ Πασά, για να αντιμετωπίσει το Κόμμα Ουμά των μετριοπαθών Αιγυπτίων.[15][23] Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, δεν είχε πραγματική πολιτική εξουσία. Όταν ο αιγυπτιακός στρατός στάλθηκε για να πολεμήσει τον Αμπντ αλ-Ραχμάν αλ-Μαχντί στο Σουδάν το 1896, το έμαθε μόνο επειδή ο Αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάνδος της Αυστροουγγαρίας βρισκόταν στην Αίγυπτο και του το ανέφερε αφού ενημερώθηκε από έναν αξιωματικό του βρετανικού στρατού.[24]
Ωστόσο, οι σχέσεις του με τον διάδοχο του Κρόμερ, σερ Έλντον Γκορστ, ήταν άριστες και συνεργάστηκαν στον διορισμό των υπουργικών συμβουλίων με επικεφαλής τον Μπούτρος Γκάλι το 1908 και τον Μοχάμεντ Σαΐντ το 1910 και στον έλεγχο της εξουσίας του Εθνικού Κόμματος. Ο διορισμός του Κίτσενερ ως διαδόχου του Γκορστ το 1912 δυσαρέστησε τον Αμπάς Β΄ και οι σχέσεις μεταξύ του Χεδίβη και των Βρετανών επιδεινώθηκαν. Ο Κίτσενερ, ο οποίος εξόρισε ή φυλάκισε τους ηγέτες του Εθνικού Κόμματος,[15] παραπονιόταν συχνά για «αυτόν τον κακό μικρό Χεδίβη» και ήθελε να τον καθαιρέσει.
Στις 25 Ιουλίου 1914, κατά την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Αμπάς Β΄ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη και τραυματίστηκε στα χέρια και στα μάγουλα κατά τη διάρκεια αποτυχημένης απόπειρας δολοφονίας. Στις 5 Νοεμβρίου 1914, όταν η Μεγάλη Βρετανία κήρυξε τον πόλεμο στην Τουρκία, κατηγορήθηκε ότι εγκατέλειψε την Αίγυπτο επειδή δεν επέστρεψε αμέσως στην πατρίδα του. Οι Βρετανοί πίστευαν επίσης ότι συνωμοτούσε εναντίον της κυριαρχίας τους,[19] καθώς είχε προσπαθήσει να απευθύνει έκκληση στους Αιγύπτιους και τους Σουδανούς να υποστηρίξουν τις Κεντρικές Δυνάμεις εναντίον των Βρετανών. Έτσι, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία προσχώρησε στις Κεντρικές Δυνάμεις στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Ηνωμένο Βασίλειο ανακήρυξε την Αίγυπτο σουλτανάτο υπό βρετανική προστασία στις 18 Δεκεμβρίου 1914 και καθαίρεσε τον Αμπάς Β΄.[15][25]
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Αμπάς Β' ζήτησε υποστήριξη από τους Οθωμανούς, προτείνοντας μεταξύ άλλων να ηγηθεί επίθεσης στη διώρυγα του Σουέζ. Αντικαταστάθηκε από τους Βρετανούς από τον θείο του Χουσεΐν Καμέλ από το 1914 έως το 1917, με τον τίτλο του Σουλτάνου της Αιγύπτου.[15][23] Ο Χουσεΐν Καμέλ εξέδωσε μια σειρά περιοριστικών διαταγών για να αφαιρέσει από τον Αμπάς Β΄ την περιουσία του στην Αίγυπτο και το Σουδάν και απαγόρευσε τις εισφορές προς αυτόν. Αυτές απαγόρευαν επίσης στον Αμπάς να εισέλθει στο αιγυπτιακό έδαφος και του στέρησαν το δικαίωμα να προσφεύγει στα αιγυπτιακά δικαστήρια. Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδισε τους απογόνους του να ασκήσουν τα δικαιώματά τους. Ο Αμπάς Β΄ αποδέχθηκε τελικά το νέο καθεστώς στις 12 Μαΐου 1931 και παραιτήθηκε επισήμως. Αποσύρθηκε στην Ελβετία, όπου έγραψε το βιβλίο The Anglo-Egyptian Settlement (1930).[22] Πέθανε στη Γενεύη στις 19 Δεκεμβρίου 1944, σε ηλικία 70 ετών, 30 χρόνια μετά το τέλος της βασιλείας του ως Χεδίβης.