Αμπούλ Φαζλ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 14 Ιανουαρίου 1551[1] Άγκρα |
Θάνατος | 12 Αυγούστου 1602[2] Λαχόρη |
Συνθήκες θανάτου | ανθρωποκτονία |
Χώρα πολιτογράφησης | Μογγολική Αυτοκρατορία της Ινδίας |
Θρησκεία | Ισλάμ |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | περσικά |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | μεταφραστής ποιητής ιστορικός πολιτικός συγγραφέας |
Αξιοσημείωτο έργο | Ακμπαρνάμα |
Οικογένεια | |
Αδέλφια | Faizi |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | βεζίρης |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Αμπούλ Φαζλ ιμπν Μουμπάρακ, γνωστός και ως Aμπού αλ-Φαντλ και Αμπούλ-Φαντλ Αλαμί (14 Ιανουαρίου 1551 – 22 Αυγούστου 1602[3]), ήταν συγγραφέας, ιστορικός και πολιτικός, που υπηρέτησε ως Μεγάλος Βεζίρης της Μογγολικής αυτοκρατορίας της Ινδίας από το 1579 έως τον θάνατό του.[4] Αξιόλογα έργα του είναι το χρονικό Ακμπάρ-ναμά και η μετάφραση της Βίβλου στην περσική γλώσσα.[5]
Αρχικώς ο Αμπούλ Φαζλ διορίσθηκε στην αυλή του Αυτοκράτορα Ακμπάρ ως στρατιωτικός διοικητής του Ντέκκαν, όπου έχαιρε σεβασμού. Αναφέρεται συχνά ως ένα από τα Ναβαράτνας («Εννέα διαδήματα») της βασιλικής αυλής του Ακμπάρ και ως ο αδελφός του Φαϊζί, του αγαπημένου ποιητή του αυτοκράτορα. Ο ίδιος ο Φαζλ έγινε γνωστός για τη θεωρία του Padshahat, ότι δηλαδή ο εκάστοτε αυτοκράτορας δεν μπορούσε να ανατραπεί, καθώς ήταν «πράκτορας» του Θεού για την ευημερία των υπηκόων του και διατηρούσε την ειρήνη και την αρμονία στην αυτοκρατορία του.
Ο Αμπούλ Φαζλ ήταν απόγονος του σεΐχη Μουσά, που ζούσε κοντά στο Σιουιστάν (το σημερινό Σεχουάν του Πακιστάν), μέχρι το τέλος του 15ου αιώνα. Ο παππούς του Φαζλ, σεΐχης Χιζρ, εγκαταστάθηκε στη Ναγόρη, η οποία είχε αποκτήσει φήμη ως κέντρο του σουφιστικού μυστικισμού. Λεγόταν ότι οι προγόνοι του ήταν Υεμενίτες. Ωστόσο ήταν συνηθισμένο οι υπήκοοι της Μογγολικής αυτοκρατορίας της Ινδίας να ανυψώνουν την καταγωγή τους προκειμένου να αξήσουν το κύρος τους.[6] Ο πατέρας του Αμπούλ Φαζλ, ο σεΐχης Μουμπάρακ[7], γεννήθε στη Ναγόρη το 1506, αλλά σύντομα μετά τη γέννησή του ο θάνατος του παππού Χιζρ και ένας λιμός και πανδημία που έπληξαν την πόλη προκάλεσαν μεγάλες δυσκολίες στον Μουμπάρακ εξαιτίας της φτώχειας της οικογένειας. Ωστόσο η μητέρα του φρόντισε να μορφωθεί με καλούς δασκάλους σεΐχηδες, όπως ο ευσεβής Ατάν, ο Φαγιαζί και αργότερα στο Αχμενταμπάντ οι Γκαζρουνί[8] (που τον υιοθέτησε ως παιδί του), Ουμάρ και Γιουσούφ. Μετά από συμβουλή του τελευταίου, ο Μουμπάρακ εγκαταστάθηκε στη Άγκρα το 1543 και ίδρυσε μουσουλμανικό ιεροδιδασκαλείο (μεντρεσέ) εκεί[9], όπου ο ίδιος ο Μουμπάρακ δίδασκε φιλοσοφία. Οι μετέπειτα προοδευτικές απόψεις του προκάλεσαν αντιδράσεις από συντηρητικούς ουλεμάδες. Πρωτότοκος γιος του ήταν ο μετέπειτα ποιητής Φαϊζί, ενώ ο Αμπούλ Φαζλ ήταν ο δευτερότοκος. Αμφότερα τα παιδιά γεννήθηκαν στην Άγκρα.[10]
Με τόσο μορφωμένο πατέρα, ο μικρός Αμπούλ Φαζλ έμαθε σύντομα την αραβική γλώσσα[11] και σε ηλικία 5 ετών μπορούσε να διαβάζει και να γράφει. Μετά ο πατέρας του άρχισε να του διδάσκει όλες τις επιστήμες της εποχής (manqulat), ωστόσο ο Φαζλ δεν μπορούσε να προσηλωθεί στη συμβατική μάθηση και έπαθε ένα είδος διανοητικής καταθλίψεως.[12] Θεραπεύθηκε με τη βοήθεια ενός φίλου και συνέχισε τις σπουδές του.
Το 1574/1575 ο Αμπούλ Φαζλ εισάχθηκε στην αυλή του Αυτοκράτορα Ακμπάρ, του οποίου επηρέασε τις θρησκευτικές απόψεις προς το προοδευτικότερο την εικοσαετία 1580-1600. Πριν το 1579 δόθηκε στον Φαζλ το πρώτο του αξίωμα, αυτό του στρατιωτικού διοικητή του Ντέκκαν, όπου αναγνωρίσθηκε η ικανότητά του στα καθήκοντα αυτά, η οποία δοκιμάσθηκε στους πολέμους του κατά των Σουλτανάτων του Ντέκκαν. Επιστρέφοντας στην αυτοκρατορική αυλή, έγινε ο επίσημος χρονικογράφος του Ακμπάρ και μετέπειτα, το 1579, Μεγάλος Βεζίρης της Αυτοκρατορίας, διαδεχόμενος στο αξίωμα αυτό τον Μουζαφάρ Χαν Τουρμπατί.
Στο πολιτικό πεδίο, ο Αμπούλ Φαζλ ενδιαφερόταν για το θέμα της κοινωνικοπολιτικής σταθερότητας. Στο έργο του Αΐν-ι-Ακμπάρι, παρουσιάζει μια θεωρία της εξουσίας που βασίζεται πάνω σε ένα είδος «κοινωνικού συμβολαίου». Από την άλλη ωστόσο, η θεολογικής φύσεως θεωρία του για το Padshahat υποστηρίζει τον μονάρχη ως «[εγ]κατεστημένο ιδιοκτήτη» (Pad = σταθερότητα και shah = ιδιοκτήτης): Ο Padshah (πρβλ. την εξελληνισμένη λέξη πατισάχ) είναι για τον Αμπούλ Φαζλ ένας σταλμένος-εγκατεστημένος από τον Θεό «ιδιοκτήτης» του βασιλείου του, ο οποίος δεν μπορεί να ανατραπεί από κανέναν. Εργάζεται ως «πράκτορας» του Θεού για το καλό των υπηκόων του και διατηρεί την ειρήνη και την αρμονία στην αυτοκρατορία του.
Ως προς το θέμα της κυριαρχίας, ο Αμπούλ Φαζλ τη θεωρεί παρούσα στη φύση. Στα ανθρώπινα, ο ηγεμόνας εγκαθιστά την κυριαρχία του με μέσο την απόλυτη εξουσία του. Ο Αυτοκράτορας έχει τον τελευταίο λόγο στη διακυβέρνηση, τη διοίκηση, τη γεωργία, την εκπαίδευση και σε άλλα θέματα. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ουδείς θα μπορούσε να τον αμφισβητήσει ή να μοιρασθεί την εξουσία του.[13]
Από την άλλη, ο Αμπούλ Φαζλ έγραψε ότι η κυριαρχία δεν περιορίζεται σε κάποια συγκεκριμένη θρησκευτική πίστη. Επειδή ακριβώς ο βασιλιάς θεωρείται «υπάλληλος» του Θεού επί της Γης, δεν μπορεί να εφαρμόζει διακρίσεις ανάμεσα στις διάφορες θρησκευτικές πίστεις που υπάρχουν στην κοινωνία, και εάν το κάνει τότε δεν θα πρέπει να θεωρείται δίκαιος ηγεμόνας.[13] Ο Φαζλ πίστευε ότι θα έπρεπε να προάγονται οι καλές αξίες που πρεσβεύουν οι διάφορες θρησκείες και να συναρμόζονται για τη διατήρηση της ειρήνης. Αυτό ήταν το Sulh-I-Kul, το δόγμα του για την ειρήνη. Ανακούφιζε τους ανθρώπους ελευθερώνοντάς τους από σκέψεις που τους κρατούν δέσμιους. Αλλά δικαιολογούσε τις απόψεις του Αυτοκράτορα Ακμπάρ παρουσιάζοντάς τον ως έναν ορθολογικό ηγεμόνα.[14]
Εκτός των άλλων γεγονότων της ζωής του, ο Αμπούλ Φαζλ παρετήρησε και κατέγραψε την εμφάνιση του Μέγα Κομήτη του 1577.
Ο Αμπούλ Φαζλ δολοφονήθηκε σε ηλικία 51 ετών κοντά στο Γκβαλιόρ καθώς επέστρεφε από το Ντέκκαν, από τον Βιρ Σινγκ Ντέο (μετέπειτα κυβερνήτη της Όρτσχα). Η δολοφονία έγινε στα πλαίσια μιας συνωμοσίας που είχε εξυφάνει ο μεγαλύτερος γιος του Αυτοκράτορα Ακμπάρ, ο πρίγκιπας Σαλίμ, που αργότερα έγινε ο Αυτοκράτορας Τζαχανγκίρ)[15]. Ο Αμπούλ Φαζλ ήταν γνωστό ότι αντιτασσόταν στην άνοδο του Σαλίμ στον θρόνο, παρότι ήταν ο πρωτότοκος γιος του Ακμπάρ. Το κομμένο κεφάλι του Φαζλ στάλθηκε στον Σαλίμ στο Αλλαχαμπάντ, ενώ το σώμα του θάφτηκε στο χωριό Αντρί, κοντά στον τόπο της δολοφονίας του.[16][17]
Στο αξίωμα του Μεγάλου Βεζίρη τον διαδέχθηκε ο Σαρίφ Χαν, ενώ ο γιος τού Αμπούλ Φαζλ, ο σεΐχης Αφζάλ Χαν (29 Δεκεμβρίου 1571 – 1613), διορίσθηκε αργότερα, το 1608, κυβερνήτης του Μπιχάρ από τον Τζαχανγκίρ.[18]
Το Ακμπάρ-ναμά, όπως υποδηλώνει ο τίτλος του, είναι ένα χρονικό της βασιλείας του Αυτοκράτορα Ακμπάρ και των προγόνων του, που εκτείνεται σε τρεις τόμους. Περιέχει την ιστορία των προγόνων του Ακμπάρ από τον Τιμούρ (Ταμερλάνο) μέχρι τον Χουμαγιούν, την ιστορία της βασιλείας του Ακμπάρ μέχρι το 46ο έτος της (1602), καθώς και μία λεπτομερή διοικητική αναφορά επί της αυτοκρατορίας του Ακμπάρ με τίτλο Αΐν-ι-Ακμπάρι, που αποτελεί ιδιαίτερο έργο. Το τρίτο βιβλίο του Αΐν-ι-Ακμπάρι, που ολοκληρώθηκε το έτος 1598, μάς δίνει μια εικόνα των προγόνων και της ζωής του ίδιου του συγγραφέα.[19][20]
Το Ruqaʿāt (αναφερόμενο και ως Ruqaʿāt-i-Abu'l Fazl) είναι μια συλλογή επιστολών που απέστειλε ο Αμπούλ Φαζλ στον Μουράντ, στον πρίγκιπα Ντανιγιάλ, στον Αυτοκράτορα Ακμπάρ, στη Μαριάμ Μακανί, στον πρίγκιπα Σαλίμ, στις βασίλισσες και θυγατέρες του Ακμπάρ, στους γονείς και τους αδελφούς του συγγραφέα, καθώς και σε άλλους συγχρόνους του[19]. Τις επιστολές αυτές συνέλεξε και επιμελήθηκε ο ανιψιός του συγγραφέα, ο Νουρ αλ-Ντιν Μουχάμαντ.
Το Inshā-i-Abu'l Fazl ή Maqtubāt-i-Allami περιέχει τις επίσημες αναφορές του Αμπούλ Φαζλ. Διαιρείται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος περιέχονται επιστολές του Αυτοκράτορα Ακμπάρ προς άλλους ηγέτες, όπως ο Αμπντουλάχ Χαν Β΄ του Τουράν, ο Σάχης Αμπάς της Περσίας, ο σουλτάνος Ράτζα Αλή Χαν του Χαντές, ο Μπουρχάν-ουλ-Μουλκ του Αχμαντναγκάρ και προς τους δικούς του αξιωματούχους. Το δεύτερο μέρος περιέχει επιστολές του Αμπούλ Φαζλ προς τον Ακμπάρ, τον πρίγκιπα Ντανιγιάλ, τον Μιρζά Σαχ Ρουχ και τον Χαν Χανάν.[19] Τον όγκο αυτού του αρχειακού υλικού συνέλεξε ο Αμπντ αλ-Σαμάντ, γιος του Αφζάλ Μουχάμαντ, που διεκδικούσε τον τίτλο του γιου της αδελφής του όσο και εκείνον του γαμπρού του.[20]