Ανάκτορο Γκάτσινα | |
---|---|
Είδος | ανάκτορο και ορόσημο |
Αρχιτεκτονική | κλασικισμός |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 59°33′50″N 30°6′29″E |
Διοικητική υπαγωγή | Γκάτσινα |
Χώρα | Ρωσία |
Έναρξη κατασκευής | 1766 |
Ιδιοκτήτης | Γκριγκόρι Γκριγκορίεβιτς Ορλώφ, Παύλος Α΄ της Ρωσίας και Νικόλαος Α΄ της Ρωσίας |
Αρχιτέκτονας | Αντόνιο Ρινάλντι |
Χρηματοδότης | Γκριγκόρι Γκριγκορίεβιτς Ορλώφ |
Προστασία | τμήμα μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς (από 1990) και μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς στη Ρωσία[1] |
Ιστότοπος | |
Επίσημος ιστότοπος | |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Το Μεγάλο ανάκτορο Γκάτσινα (ρωσικά: Большой Гатчинский дворец, μπολσόι Γκατσίνσκι ντβόρετς) είναι ένα παλάτι στη Γκάτσινα, στην περιφέρεια της Αγίας Πετρούπολης. Κτίστηκε από το 1766 έως το 1781 από τον Αντόνιο Ρινάλντι για τον κόμη Γκριγκόρι Γκριγόριεβιτς Ορλόφ, ο οποίος ήταν ευνοούμενος της Αικατερίνης Β΄ της Μεγάλης, στη Γκατσίνα, προάστιο της βασιλικής πρωτεύουσας της Αγίας Πετρούπολης. Το ανάκτορο της Γκάτσινα συνδυάζει κλασική αρχιτεκτονική με στοιχεία ενός μεσαιωνικού κάστρου, με εσωτερικό διάκοσμο χαρακτηριστικό του ρωσικού κλασικισμού. Βρίσκεται σε λόφο στην κεντρική Γκάτσινα, δίπλα στη λίμνη Σερεμπριάνι. Το ανάκτορο Γκάτσινα έγινε μια από τις αγαπημένες κατοικίες της Ρωσικής Αυτοκρατορικής Οικογένειας, και κατά τη διάρκεια του 19ου αι. ήταν σημαντικό μέρος της ρωσικής πολιτικής. Από την Επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917, έγινε μουσείο και δημόσιο πάρκο, και έλαβε το καθεστώς της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO το 1990.[2]
Το 1765, η Αικατερίνη Β΄ η Μεγάλη, η Αυτοκράτειρα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, αγόρασε από τον πρίγκιπα Μπόρις Κουράκιν το κτήμα Γκάτσινα, μία έκταση 40 χλμ. νότια της βασιλικής πρωτεύουσας της Αγίας Πετρούπολης. Η Αικατερίνη παρουσίασε το εξοχικό στον κόμη Γκριγκόρι Γκριγκόριεβιτς Ορλόφ, ο οποίος είχε οργανώσει τη δολοφονία του συζύγου της Αυτοκράτορα Πέτρου Γ΄ τρία χρόνια νωρίτερα, με αποτέλεσμα να γίνει Αυτοκράτειρα. Ο Ορλόφ ήταν ο ευνοούμενος της Αικατερίνης Β΄, και το κτήμα στη Γκάτσινα τού δόθηκε ως δώρο, από ευγνωμοσύνη για τον ρόλο του στο πραξικόπημα. Στις 30 Μαΐου 1766 ξεκίνησε η κατασκευή ενός νέου ανακτόρου με Κλασική αρχιτεκτονικό ύφος, σε έναν λόφο δίπλα στη λίμνη Σερεμπριάνι, στο έδαφος του κτήματος Γκάτσινα. Η Αικατερίνη Β΄ και ο Ορλόφ ανέθεσαν τον σχεδιασμό του νέου ανακτόρου στον Αντόνιο Ρινάλντι, έναν αρχιτέκτονα από την Ιταλία, που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στη Ρωσία εκείνη την εποχή. Το σχέδιο του Ρινάλντι περιείχε ρωσικά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά, σε συνδυασμό με αυτά ενός μεσαιωνικού κάστρου και ενός αγγλικού κυνηγετικού κάστρου. Το ανάκτορο θα κτιζόταν με ειδικές πέτρες που εξορύσσονταν σε χωριά κοντά στην Γκάτσινα, συμπεριλαμβανομένης της πέτρας πάρικ που εξορύσσετο στο Παρίτσυ για το κύριο εξωτερικό των κτιρίων, και της πέτρας πούντοστ από το Πούντοστ για την ιματιοθήκη (χωλ) και το παραπέτο επάνω από το γείσο. Το ανάκτορο Γκάτσινα έγινε το πρώτο ανάκτορο που βρισκόταν στα προάστια της Αγίας Πετρούπολης, καθώς μεγάλες ιδιοκτησίες συνήθως κτίζονταν σε μικρή απόσταση από το κέντρο της πόλης. Η κατασκευή ήταν αργή, με την κύρια δομή να ολοκληρώνεται μόνο στα τέλη του 1768 και τα έργα στην εξωτερική διακόσμηση να μην ολοκληρώνονται μέχρι το 1772, με το εσωτερικό να καθυστερεί περαιτέρω: έγινε στα τέλη της δεκαετίας του 1770. Το Μεγάλο Ανάκτορο Γκάτσινα ολοκληρώθηκε τελικά το 1781, σχεδόν 15 χρόνια μετά την έναρξη της κατασκευής, και ο Ορλόφ απεβίωσε μόλις δύο χρόνια αργότερα, το 1783.
Μετά το τέλος του Ορλόφ, η Αικατερίνη Β΄ αγαπούσε τόσο πολύ το Ανάκτορο της Γκάτσινα και το γύρω πάρκο, που το αγόρασε από τους κληρονόμους του. Το παρουσίασε στο γιο της, τον Μεγάλο Δούκα Παύλο Πετρόβιτς (το μελλοντικό Τσάρο Παύλο Α ́), παρά το γεγονός ότι ήδη του είχε κτίσει ενδιαίτημα, το Ανάκτορο Παυλόβσκ, στην Αγία Πετρούπολη. Κατά τα χρόνια πριν από την ανάληψη του θρόνου, ο Παύλος χρησιμοποίησε τον υπόλοιπο προϋπολογισμό δαπανώντας στην κατασκευή της πόλης Γκάτσινα γύρω από το νέο του ανάκτορο, και χρησιμοποίησε την εμπειρία του από τα ταξίδια του στην Ευρώπη για να το κάνει ένα υποδειγματικό ανάκτορο και πόλη. Στη δεκαετία του 1790 ο Παύλος επέκτεινε και ξαναέκτισε μεγάλο μέρος του ανακτόρου, αναθέτοντας στους Βίντσετζο Μπρένα και Αντρέι Ζαχάροφ τις ανακαινίσεις. Οι εσωτερικοί χώροι κατασκευάστηκαν σε νεοκλασικό ύφος, προστέθηκαν πολλά πρόσθετα στο πάρκο όπως γέφυρες, πύλες και περίπτερα, ονομάζοντας περιοχές του πάρκου "το νησί της αγάπης", "ο ιδιωτικός κήπος", "ο κήπος της Ολλανδίας" και "ο λαβύρινθος". Το 1796, μετά το τέλος της μητέρας του, ο Παύλος έγινε ο Τσάρος Παύλος Α ́ της Ρωσίας, και έδωσε στην Γκάτσινα το καθεστώς της Αυτοκρατορικής Πόλης, έναν ορισμό για τις επίσημες κατοικίες των Ρώσων μοναρχών. Μετά το τέλος του Παύλου το 1801, το ανάκτορο Γκάτσινα τέθηκε στην ιδιοκτησία της (2ης) συζύγου του Μαρίας Φιοντόροβνας, η οποία το 1809 ζήτησε από τον αρχιτέκτονα Αντρέι Νικιφόροβιτς Βορονίκιν να κάνει μικρές αλλαγές στο ανάκτορο, για να το προσαρμόσει "σε περίπτωση χειμερινής διαμονής". Το 1835 εγκαταστάθηκε ένα σήμα οπτικού τηλεγράφου σε έναν από τους πύργους.
Στη δεκαετία του 1840, το ανάκτορο Γκάτσινα ήταν πλέον στην ιδιοκτησία τού γιου τους Τσάρου Νικολάου Α ́, ο οποίος ξεκίνησε σημαντικά έργα ανακατασκευής του ανακτόρου, ιδιαίτερα της βάσης του. Ο Ρόμαν Ιβάνοβιτς Κουζμίν, ο αρχιτέκτονας του Υπουργείου της Αυτοκρατορικής Αυλής, ηγήθηκε τού έργου που επικεντρώθηκε στο κύριο κτίριο του ανακτόρου, το οποίο εντελώς κατεδαφίστηκε, αυξήθηκε σε ύψος, προστέθηκαν υπόγεια επίπεδα κάτω από το κτίριο και ανακαινίστηκε η διακόσμηση. Τα γειτονικά κτίρια επίσης αυξήθηκαν σε ύψος κατά έναν όροφο, και επειδή το κύριο κτίριο δεν κυριαρχούσε πλέον στο ανάκτορο, ο Κουζμίν έκανε τους πύργους να αυξηθούν κατά ένα επιπλέον όροφο. Μία νέα στέγη προστέθηκε στη βεράντα με θέα επάνω από το χώρο της παρέλασης, το οποίο προοριζόταν να κατασκευαστεί από μάρμαρο, αλλά αργότερα έγινε από χυτό σίδηρο. Οι μισοχαλασμένοι προμαχώνες και τα ενδιάμεσα από αυτούς τείχη που περιέβαλαν το ανάκτορο κατεδαφίστηκαν, και ξανακτίστηκαν.
Στις 1 Αυγούστου 1850, ένα μνημείο στον Τσάρο Παύλο Α΄ αναγέρθηκε στο χώρο της παρέλασης. Ένα άλλο αργότερα κτίστηκε στο Ανάκτορο της Μονής, ένα ανάκτορο μικρογραφία στην ακτή της Μαύρης Λίμνης (η μικρότερη νότια λίμνη της Λίμνης Σερεμπριάνι) που κτίστηκε για τη Ρωσική Μεγάλη Μονή του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη με διάταγμα του Παύλου Α ́ της 23ης Αυγούστου 1799.[3][4]
Το 1854 έγινε μία σιδηροδρομική γραμμή που συνδέει τη Γκαττσίνα και την Αγία Πετρούπολη, και η περιοχή της Γκάτσινα επεκτάθηκε με αρκετά χωριά γειτονικά, ώστε να ενσωματωθούν στην πόλη. Το επόμενο έτος το Ανάκτορο της Γκάτσινα τέθηκε στην ιδιοκτησία του γιου του Τσάρου Αλεξάνδρου Β ́, ο οποίος το χρησιμοποίησε ως δεύτερη κατοικία του. Ο Αλέξανδρος Β΄ έκτισε ένα κυνηγετικό χωριό και άλλες προσθήκες για την αυτοκρατορική του κυνηγετική ακολουθία, και μεταμόρφωσε την περιοχή νότια της Γκάτσινα σε ένα καταφύγιο απόσυρσης, όπου αυτός και οι επισκέπτες του θα μπορούσαν να απολαύσουν την απείραχτη άγρια φύση της βορειοδυτικής Ρωσίας. Ο Αλέξανδρος Β ́ έκανε επίσης εκσυγχρονισμούς και ανακαινίσεις στο κύριο ανάκτορο Γκάτσινα μέχρι την δολοφονία του στη Αγία Πετρούπολη το 1881.
Το ανάκτορο της Γκάτσινα πέρασε στον συγκλονισμένο γιο του, τον νέο Τσάρο Αλέξανδρο Γ΄, ο οποίος ενημερώθηκε ότι αυτός και η οικογένειά του θα ήταν πιο ασφαλείς στο ανάκτορο, σε αντίθεση με το Χειμερινό Ανάκτορο στη Αγία Πετρούπολη, και έγινε γνωστό ως "η ακρόπολη της απόλυτης μοναρχίας" μετά τις αντιδραστικές πολιτικές του Τσάρου. Ο Αλέξανδρος Γ΄ πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του ζώντας στο παλάτι Γκάτσινα, όπου υπέγραφε διατάγματα, πραγματοποιούσε διπλωματικές υποδοχές, θεατρικές παραστάσεις, μασκαράτες με χορούς μεταμφιεσμένων, και άλλες εκδηλώσεις και ψυχαγωγίες. Ο Αλέξανδρος Γ΄ εισήγαγε τεχνολογικές εκσυγχρονίσεις στο ανάκτορο της Γκάτσινα, όπως θερμαντικά σώματα εσωτερικών χώρων, ηλεκτρικά φώτα, τηλεφωνικό δίκτυο, μη ψυχόμενους σωλήνες νερού και ένα σύγχρονο σύστημα αποχέτευσης. Ο γιος του, ο μελλοντικός Τσάρος Νικόλαος Β ́, και οι αδελφοί του, πέρασαν την νεότητά τους στο Ανάκτορο Γκάτσινα, αν και, μετά την ανάληψή του στον θρόνο το 1894, ο Νικόλαος Β΄ και η οικογένειά του θα έκαναν το ΤσάρσκογΣελό την κατοικία τους. Η μητέρα του, η αυτοκράτειρα Μαρία Φεοντόροβνα, χήρα του Αλέξανδρου Γ΄ , έμεινε ως η προστάτης της πόλης της Γκάτσινα, του ανακτόρου και των πάρκων του.
Στις αρχές του 20ου αι., η αυξανόμενη αστάθεια στη Ρωσία οδήγησε στην Επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917, με αποτέλεσμα την εκθρόνιση του Τσάρου Νικολάου Β ́ και τη δημιουργία μίας Προσωρινής κυβέρνησης υπό την ηγεσία του Αλεξάνδρου Κερένσκι. Η παραίτηση σήμαινε ότι το ανάκτορο Γκάτσινα έπαυσε να ανήκει στην βασιλική οικογένεια και έγινε κρατική ιδιοκτησία, και με την απόφαση της νέας κυβέρνησης στις 27 Μαΐου 1917 έγιναν επιτροπές για την καταγραφή των ανακτόρων και την απογραφή του εσωτερικού τους. Η επιτροπή για τη Γκάτσινα ηγήθηκε από τον Βαλεντίν Πλατόνοβιτς Ζούκοφ, έναν εξέχοντα κριτή τέχνης και ιδρυτή του Ρωσικού Ινστιτούτου Ιστορίας της Τέχνης, ο οποίος τελικά μεταμόρφωσε το ανάκτορο σε μουσείο και έγινε ο πρώτος διευθυντής του. Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και το επακόλουθο ξεκίνημα του Ρωσικού Εμφύλικού Πολέμου, το Ανάκτορο Γκάτσινα χρησίμευσε ως τοπική έδρα για στρατεύματα πιστά στο Λευκό Κίνημα.
Στις 9 Νοεμβρίου 1917, ο Αλέξανδρος Κερένσκι και ο Πιότρ Κράσνοφ, με την διοίκηση 700 Κοζάκων του 3ου Σώματος Ιππικού, πέρασαν από τη Γκάτσινα προς το Τσάρσκογιε Σελό, σε μια προσπάθεια να σταματήσουν την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ο Κερένσκι και ο Κράσνοφ αναγκάστηκαν να αποσυρθούν πίσω στη Γκάτσινα μετά την ανακοπή τους στα υψόμετρα Πούλκοβo από τις Ερυθρές δυνάμεις στις 12 Νοεμβρίου. Στις 14 Νοεμβρίου, ο Πάβελ Γιεφίμοβιτς Ντιμπένκο έπεισε τους Κοζάκους να παραδοθούν τον Κερένσκι, ωστόσο, ο Κερέντσκι εγκατέλειψε το Ανάκτορο Γκάτσινα μεταμφιεσμένος ως ναυτικός. Στις 15 Νοεμβρίου, τα μπολσεβικικά στρατεύματα εισήλθαν στη Γκάτσινα και συνέλαβαν τον Κράσνοφ.[5]
Το μουσείο άνοιξε αργότερα στις 19 Μαΐου 1918. Το ανάκτορο Γκάτσινα ήταν το σημείο των μαχών το 1919, όταν στρατεύματα του Λευκού Στρατού υπό την ηγεσία του Nικολάι Γιουντένιτς εισήλθαν στη Γκάτσινα, σε μια προσπάθεια να πάρουν την πόλη από τον Κόκκινο Στρατό. Οι Λευκές δυνάμεις ηττήθηκαν και οι Κόκκινοι στρατιώτες που πέθαναν στη μάχη, θάφτηκαν στο πεδίο της παρέλασης.
Μετά το τέλος του Ρωσικού Εμφύλιου Πολέμου με τη Σοβιετική Ρωσική νίκη, το ανάκτορο Γκάτσινα επέστρεψε στη λειτουργία του ως μουσείου. Τα στοιχεία σχετικά με τη λειτουργία των πρώτων ετών μετά την έναρξή του έδειξαν ότι το επισκέφθηκε ένας μεγάλος αριθμός επισκεπτών, με περισσότερους από 21.000 επισκέπτες το 1921. Το 1926 από το ανάκτορο της Γκάτσινα αφαιρέθηκαν όλα τα μη αναγκαία αντικείμενα, όπως έπιπλα, αντικείμενα από μπρούντζο και χαλιά, για να πωληθούν για να κερδηθούν χρήματα για το Σοβιετική κράτος. Ήταν το μεγαλύτερο από τα ανάκτορα-μουσεία στα προάστια της Πετρούπολης, και συχνά ονομάζεται "το Ερμιτάζ των προαστίων".
Το 1941, όταν η Σοβιετική Ένωση εισήλθε στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο μετά την Γερμανική εισβολή, το μουσείο στο ανάκτορο Γκάτσινα εκκενώθηκε, για να προστατευθεί το κτίριο με τα πολύτιμα αντικείμενά του από αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Στις 15 Αυγούστου 1941, μια βόμβα που έπεσε από τη Λούφτβαφε εξερράγη δίπλα στο ανάκτορο, και μέχρι το τέλος του μήνα η πόλη ήταν στην κατοχή του γερμανικού πυροβολικού. Στις 24 Αυγούστου, οι βόμβες κατέστρεψαν την πλατεία και στις 3 Σεπτεμβρίου, μια αεροπορική βόμβα προκάλεσε σημαντικές ζημιές στην αυλή. Δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί η πλήρης εκκένωση των πολύτιμων αντικειμένων από το ανάκτορο, με μόνο τέσσερις ομάδες: τα πιο πολύτιμα εκθέματα αποστάλθηκαν ανατολικά, και μία ομάδα εστάλη στο Λένινγκραντ (Αγία Πετρούπολη). Τα υπόλοιπα αντικείμενα βρισκόταν στο υπόγειο του παλατιού, μέρος των πολλών γλυπτών θάφτηκε στο πάρκο, και τα υπόλοιπα αποθηκεύτηκαν σε μια περιοχή κλειστή με σακούλες άμμου. Στις 9 Σεπτεμβρίου, το υπόλοιπο προσωπικό του μουσείου εκκενώθηκε, και την ίδια ημέρα ένας πύργος καταστράφηκε από μία οβίδα, ενώ μία άλλη οβίδα εξερράγη στο πάρκο κοντά στο ανάκτορο. Το ανάκτορ Γκάτσινα κατεχόταν στη συνέχεια από τη Βέρμαχτ μέχρι τον Ιανουάριο του 1944, όταν εγκαταλείφθηκε κατά τη διάρκεια της γερμανικής υποχώρησης. Έκαψαν το ανάκτορο, κατέστρεψαν το ιστορικό εσωτερικό, έσπασαν τμήματα του ανακτόρου, και έκλεψαν μερικά από τα υπόλοιπα πολύτιμα αντικείμενα. Ένας Γερμανός στρατιώτης άφησε γραφήματα στον τοίχο με την επιγραφή "Ήμασταν εδώ, τώρα φεύγουμε. Αν έρθει ο Ιβάν θα το βρει άδειο".
Όταν η Γκάτινα καταλήφθηκε από τον Κόκκινο Στρατό, τα υπολείμματα του ανακτόρου προστατεύθηκαν με προσωρινά διαχωριστικά, μέχρι να μπορέσουν να ξεκινήσουν τα βασικά έργα αποκατάστασης το 1948. Η επιστροφή του μουσείου δεν είχε προγραμματιστεί, επειδή θεωρήθηκε μη κερδοφόρα, και τα αποθηκευμένα αντικείμενα από τις συλλογές μεταφέρθηκαν με εντολή του Υπουργείο Πολιτισμού της ΕΣΣΔ και της ΡΣΟΣΔ για αποθήκευση σε 24 μουσεία σε όλη τη χώρα. Από το 1950 έως το 1959, το παλάτι Γκάτσινα φιλοξενούσε ένα τμήμα της Ναυτικής Ακαδημίας της ΕΣΣΔ, και στη συνέχεια το Παν-Ενωτικό Ερευνητικό Ινστιτούτο. Το 1960, το κτίριο του ανακτόρου αφαιρέθηκε από τον λογαριασμό του GIOP, της αρχής για τα ιστορικά και πολιτιστικά μνημεία στην περιοχή του Λένινγκραντ, αλλά αυτό το καθεστώς αποκαταστάθηκε τη δεκαετία του 1970. Το 1961, ο αρχιτέκτονας Μιχαήλ Πλοτνίκοφ ξεκίνησε την ανάπτυξη ενός έργου για την αποκατάσταση του ανακτ΄ροου Γκάτσινα, συμπεριλαμβανομένης της λήψης αρχιτεκτονικών μετρήσεων και της αναζήτησης αρχειακού υλικού. Οι σχεδιασμοί εσωτερικού σχεδιασμού έγιναν για τον πρώτο και τον δεύτερο όροφο, με την αποκατάσταση των εσωτερικών να συνδέονται με την κατάστασή τους το 1890. Το αποκατεσταμένο ανάκτορο Γκάτσινα δεν είχε σκοπό να ξαναγίνει μουσείο, αλλά να χρησιμοποιηθεί μόνιμα από το Παν-Ενωτικό Ερευνητικό Ινστιτούτο. Παρά τις έρευνες, το σχέδιο του Πλοτνίκοφ τελικά δεν υλοποιήθηκε και ακυρώθηκε το 1963.
Το μουσείο τελικά άνοιξε ξανά στο ανάκτορο μαζί με το Παν-Ενωτικό Ερευνητικό Ινστιτούτο, και η αποκατάσταση του κτιρίου επαναλήφθηκε χάρη στις προσπάθειες της Α. Σ. Γιολκίνα, του κύρου εφόρου από το 1968 έως το 1998. Για 8 χρόνια, η Γιολκίνα κάλεσε αξιωματούχους διαφορετικών επιπέδων για την αποκατάσταση, και το Παν-Ενωτικό Ερευνητικό Ινστιτούτο εγκατέλειψε τη χρήση του κτιρίου. Το 1976, ο Μιχαήλ Πλοτνίκοφ προσκλήθηκε να αποκαταστήσει ξανά το ανάκτορο Γκάτσινα και ανέπτυξε ένα νέο σχέδιο για την αποκατάσταση των κύριων αιθουσών (του δεύτερου ορόφου του κυρίου κτιρίου) στην κατάσταση τους στα τέλη του 18ου αι., την περίοδο της ακμής τού ανακτόρου. Η αποκατάσταση της διακόσμησης από στόκο πραγματοποιήθηκε από τον γλύπτη Λ. Α. Στριζόβα, ενώ έργα ζωγραφικής εκτελέστηκαν από μια ομάδα αποκατάστασης υπό την καθοδήγηση του Γιάκοφ Καζάκοφ, μέλος της Ένωσης Καλλιτεχνών του Λένινγκραντ και νικητή του Βραβείο Λένιν. Τα πρώτα εσωτερικά του ανακτόρου άνοιξαν για προβολή στις 8 Μαΐου 1985, για να εορτασεί η 40η επέτειο της νίκης στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα χρήματα που χορηγήθηκαν για την αποκατάσταση του ανακτόρου ήταν ελάχιστα μετά την περικοπή, και τα έργα επιβραδύνθηκαν. Το 1990, το ανάκτορο Γκάτσινα και τα εδάφη του έλαβαν το καθεστώς Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, μαζί με άλλους πολυάριθμους ιστορικούς χώρους στην περιοχή της Αγίας Πετρούπολης.[2]
Η Διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης σήμαινε ότι τα κεφάλαια για την αποκατάσταση συνέχισαν να είναι ελάχιστα μέχρι το 2006, όταν η Ρωσική κυβέρνηση αύξησε σημαντικά τα κεφάλαια. Η πλήρης αποκατάσταση του ανακτόρου και του πάρκου είχε προγραμματιστεί έως το 2012, ωστόσο, λόγω των οικονομικών ζητημάτων η χρηματοδότηση αναβλήθηκε, και τα έργα αποκατάστασης επιβραδύνθηκαν και πάλι. Το ανάκτορο Γκάτσινα έγινε δημοφιλής χώρος κινηματογραφικής σκηνοθεσίας, ιδιαίτερα για τα δράματα της περιόδου, συμπεριλαμβανομένων των "Φτωχέ Φτωχέ Παύλο" και του "Πόλεμος και Ειρήνη".
Το κύριο κτίριο είναι το αρχιτεκτονικό και το στυλιστικό σύμβολο του συνόλου παλατιού και πάρκου. Ο αρχιτέκτονας Ρινάλντι, ο οποίος συμμετείχε στο σχεδιασμό και την κατασκευή του παλατιού, συνέθεσε τα τυπολογικά χαρακτηριστικά παρόμοιων κτιρίων, δημιουργώντας μια αρχιτεκτονική φαντασία στο θέμα ενός ιπποτικού κυνηγετικού κάστρου.[6] Πολλές μεταγενέστερες ανακαινίσεις του ανακτόρου δεν είχαν μεγάλη επίδραση στην αρχική ιδέα.
Το κτίριο του ανακτόρου βρίσκεται σε μια ψηλή περιοχή, κυριαρχώντας στο γύρω τοπίο. Η βόρεια πρόσοψη του κτιρίου έχει μπροστά το πάρκο, και βλέπει την πλαγιά που κατεβαίνει στην Αργυρή Λίμνη, πέρα από την οποία εκτείνεται το πάρκο του ανακτόρου με την τεράστια Λευκή Λίμνη. Η νότια πρόσοψη του ανακτόρου τονίζει την αρχιτεκτονική εμφάνιση του κτιρίου.
Κοιτώντας το γενικό σχέδιο του ανακτόρου, διακρίνονται τρία κύρια μέρη. Το κεντρικό κτίριο είναι ένα επίμηκες ορθογώνιο, οι γωνίες του οποίου έχουν στη βόρεια όψη δύο πενταεδρικούς πύργους. Στην νότια πλευρά του κεντρικού κτιρίου, που έχει θέα στην πλατεία, υπάρχει μια εσοχή με τρία τόξα εισόδου και ένα μπαλκόνι επάνω, που δημιουργεί ένα παιχνίδι από όγκους. Το κύριο κτίριο συνδέεται με δύο ημικυκλικές στοές με δύο πλευρικά κτίρια (ένα δυτικά και ένα ανατολικά), που είναι σχεδόν τετράγωνα σε σχεδιασμό. Στις γωνίες των πλευρικών κτιρίων υπάρχουν οκταγωνικοί τριόροφοι πύργοι, δύο από τους οποίους, που συνοδέονται με τις ημικυκλικές στοές, έχουν τρουλωτή στέγη. Η διάταξη του ανακτόρου δημιουργεί μια αίσθηση πλαστικότητας και ακεραιότητας του κτιρίου στο σύνολό του, και κάθε ένα από τα στοιχεία του, ιδιαίτερα, ενισχύεται από την εναλλαγή των όγκων που εξέχουν και των πολυγωνικών πύργων.[7]
Υπάρχουν δύο κύριες φάσεις στη δημιουργία των εσωτερικών του ανακτόρου Γκάτσινα. Η αρχική διακόσμηση των εσωτερικών του ανακτόρου δημιουργήθηκε στη δεκαετία του 1770 και του 1780, με σχεδιασμό από τον αρχιτέκτονα του ανακτόρου, τον Αντόνιο Ρινάλντι. Η διακόσμηση των δωματίων του ανακτόρου, που δημιουργήθηκε εκείνη την εποχή, χαρακτηρίστηκε από διακοσμητικά και εκλεπτυσμένα γείσα, καθώς και από δάπεδα παρκέ από πολύτιμο ξύλο. Οι τοίχοι ήταν διακοσμημένοι με στυλιζαρισμένα λουλούδια, φρούτα και φυτικούς βλαστούς. Τα ανάγλυφα από στόκο πραγματοποιήθηκαν από ειδικευμένους Ιταλούς τεχνίτες.[7]
Στη δεκαετία του 1790, το εσωτερικό του ανακτόρου υποβλήθηκε σε μια σημαντική μεταμόρφωση υπό την κατεύθυνση του Βιντσένζο Μπρένα. Η Μπρένα δημιούργησε μια νέα διακόσμηση των αιθουσών του ανακτόρου, η οποία συνδυάζει αυστηρές αρχιτεκτονικές μορφές με μπαρόκ μεγαλοπρέπεια. Ο αρχιτέκτονας χρησιμοποίησε κλασικούς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς, γείσα, επιχρυσώσεις, περίπλοκες διακοσμητικές συνθέσεις, κουρτίνες και ταπετσαρίες. Μερικά δωμάτια ζωγράφισε ο ζωγράφος Σκότι. Σε ορισμένες εγκαταστάσεις δεν άλλαξε μόνο η διακόσμηση, αλλά και η αρχιτεκτονική εκτέλεση. Η διακόσμηση του Ρινάλντι έχει διατηρηθεί μόνο εν μέρει.
Αργότερα άλλαξαν και μερικά από τα δωμάτια. Το 1800 ο αρχιτέκτονας Ζαχάροφ ολοκλήρωσε την διακόσμηση της εκκλησίας του ανακτόρου, η οποία ξεκίνησε από τον Μπρένα. Οι γλύπτες Πρωκόφιεφ, Μπρούλοφ και οι ζωγράφοι Σερμπάκοφ και Μιροπόλσκι συμμετείχαν στη διακόσμηση της εκκλησίας. Μερικά από τα δωμάτια του ανακτόρου ανακαινίστηκαν τη δεκαετία του 1860 και του 1870, υπό την καθοδήγηση του αρχιτέκτονα Κουζμίν.
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, το 1944, μια φωτιά κατέστρεψε την διακόσμηση όλων των αιθουσών του ανακτόρου. Η αποκατάσταση των εσωτερικών άρχισε το 1976 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.[6]