Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Ο όρος ανακωχή απαντάται κυρίως στο Διεθνές Δίκαιο, ως όρος που χαρακτηρίζει την οποιαδήποτε αναστολή των εχθροπραξιών με αμοιβαία συμφωνία μεταξύ των εμπολέμων χωρών ή δυνάμεων.
Επίσης απαντάται και ως επίσημος όρος στη ναυτιλία, στους χειρισμούς ιστιοφόρου πλοίου ή σκάφους.
Κατά την πρώτη έννοια, η ανακωχή ως συμφωνία μεταξύ εμπολέμων μπορεί να περιέχει χρονικό διάστημα διάρκειάς της ή και να μην καθορίζει χρονικά όρια. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση μπορεί να επαναληφθούν οι εχθροπραξίες ανά πάσα στιγμή, αφού όμως το αναλαμβάνον μέρος την πρωτοβουλία της επανάληψης προειδοποιήσει έγκαιρα το έτερο. Οι σχετικές προθεσμίες προειδοποίησης θα πρέπει να καθορίζονται στην αρχική περί ανακωχής συμφωνία.
Η ανακωχή μπορεί να είναι είτε γενική (εφ΄ όλου του ή των μετώπων εχθροπραξιών), είτε μερική (τοπική). Στην πρώτη περίπτωση διακόπτονται οι εχθροπραξίες σε όλο το μέτωπο από όλα τα όπλα (ξηράς, θάλασσας και αέρος). Η γενική ανακωχή μπορεί να συναφθεί μόνο μεταξύ Βασιλέων, Προέδρων ή κυβερνήσεων των εμπολέμων ή μεταξύ Αρχηγών (στρατιωτικών) των εμπλεκομένων δυνάμεων εφόσον όμως οι τελευταίοι έχουν σχετική εξουσιοδότηση από τις κυβερνήσεις τους. Ειδικότερα σε εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον η μετά των κυβερνήσεών τους επικοινωνία δεν είναι δυνατή (λόγω οποιασδήποτε αιτίας), δικαιούνται να υπογράψουν ανακωχή χωρίς σχετική εξουσιοδότηση. Η ισχύς όμως μιας τέτοιας ανακωχής εξαρτάται από την ύστερη επικύρωσή της από την επίσημη κυβέρνηση του μέρους, και τούτο διότι η "γενική ανακωχή" εξέρχεται των τοπικών πλαισίων και περιλαμβάνει όρους πολιτικής και οικονομικής φύσεως. Αντίθετα, μερική ανακωχή ή απλά ανακωχή, μπορούν να συνάψουν και οι αρχηγοί των μικρότερων στρατιωτικών μονάδων χωρίς καμία εξουσιοδότηση, με την υποχρέωση όμως της γνωστοποίησής της, με τον ταχύτερο δυνατό τρόπο επικοινωνίας, στη προϊστάμενη στρατιωτική αρχή.
Η στάση των εκατέρωθεν παρατάξεων κατά τη διάρκεια ανακωχής ή εκεχειρίας καθορίζεται συνήθως από την ίδια τη συμφωνία και δεσμεύει κυρίως τους στρατιωτικούς αυτών των παρατάξεων. Κάθε παραβίαση, ακόμη και ενός όρου της εν λόγω συμφωνίας μεταξύ των αντιπάλων δυνάμεων, δίδει το δικαίωμα στο έτερο της επανάληψης των εχθροπραξιών. Αντίθετα, αν η παραβίαση όρου ή όρων γίνει από ιδιώτες (που πιθανόν να μη γνωρίζουν περί αυτής) δεν καθιστά λόγο παραβίασης για επανάληψη.
Η σύναψη γενικής ανακωχής δεν σημαίνει απαραίτητα και προοίμιο σύναψης ειρήνης. Αποτελεί όμως κατά γενικό κανόνα το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Πολλές φορές στην πράξη έχει διαπιστωθεί να μη δύναται η μία εκ των συμβαλλομένων στην ανακωχή κυβέρνηση να τηρήσει τους όρους της ανακωχής επειδή έχει παύσει να επιβάλλεται στους στρατιωτικούς της ηγέτες. Σε τέτοια περίπτωση, η εν λόγω κυβέρνηση υποχρεούται να λάβει όλα τα "ενδεδειγμένα μέτρα" ή και να παράσχει ακόμη ένοπλη συνδρομή στον αντίπαλο ή αντίπαλες δυνάμεις προκειμένου να καθυποτάξει τους απειθάρχητους. Ειδικά τέτοιες περιπτώσεις διαπιστώθηκαν πάρα πολλές και κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδιαίτερα κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν, ως γνωστό, στις περισσότερες εμπόλεμες χώρες υπήρξαν δύο κυβερνήσεις, μία φιλο-συμμαχική και μια φιλο-αξονική, καθώς και άλλες με ανεξάρτητες ομάδες που δεν υπάκουαν σε καμία από αυτές τις κυβερνήσεις.
Γενικά τα περί των όρων σύναψης και τήρησης της ανακωχής προβλέπονται στη διεθνή συμφωνία της Χάγης που αφορά στρατιωτικές αρχές πολιτισμένων χωρών δια των οποίων η ορθή εκτέλεση αυτής ανάγεται στην στρατιωτική αξιοπρέπεια των συμβληθέντων χωρών.
Τέλος οι όροι "Ανακωχή" και "Εκεχειρία" αντιδιαστέλλονται με τον όρο "Ειρήνη" ακριβώς λόγω του χρονικά πριορισμένου χαρακτήρα τους.