Ανακωχή της Βίλλα Τζούστι

Η Ανακωχή της Βίλλα Τζούστι είναι η ανακωχή η οποία υπεγράφη στη Βίλλα Τζούστι, στη Μάντρια, πλησίον της Πάδοβας (Ιταλία), η οποία σήμανε το τέλος των εχθροπραξιών μεταξύ της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και της Τριπλής Αντάντ, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ανακωχή υπεγράφη στις 3 Νοεμβρίου 1918 στις 15:00 με άμεση εφαρμογή την αμέσως επόμενη ημέρα, 4 Νοεμβρίου στις 15:00, και έθεσε τέλος στις συγκρούσεις οι οποίες λάμβαναν χώρα εντός του Ιταλικού Μετώπου.

Στα τέλη του μηνός Οκτωβρίου του 1918, καθώς ο αυστροουγγρικός στρατός υπέστη σημαντική ήττα στη Μάχη του Βιττόριο Βένετο, το αυστροουγγρικό στρατιωτικό επιτελείο επεχείρησε με κάθε τρόπο τη συμφωνία εκεχειρίας, προκειμένου να τεθεί ένα τέλος στον πόλεμο και να αποφευχθούν εδαφικές απώλειες.

Κατά τη διάρκεια της Μάχης του Βιττόριο Βένετο, τα στρατεύματα της Αυστροουγγαρίας τέθηκαν εκτός μάχης και ξεκίνησαν μία ανοργάνωτη υποχώρηση. Με εκκίνηση τις 28 Οκτωβρίου, η Αυστροουγγαρία επιχείρησε τη διαπραγμάτευση εκεχειρίας, ωστόσο ήταν ιδιαιτέρως επιφυλακτική προς την υπογραφή των κειμένων της ανακωχής. Οι Ιταλοί, παράλληλα, προήλασαν με κατεύθυνση το Τρέντο, το Ούντινε και την Τεργέστη. Έπειτα από την απειλή της διακοπής των διαπραγματεύσεων στις 3 Νοεμβρίου, οι Αυστροούγγροι αποδέχτηκαν τους όρους της ανακωχής. Θα ετίθετο, θεωρητικά, σε εφαρμογή στις 4 Νοεμβρίου, στις 15:00, ωστόσο λόγω μονομερούς διαταγής της αυστροουγγρικής ανώτατης στρατιωτικής διοίκησης, οι αυστροουγγρικές δυνάμεις σταμάτησαν τις εχθροπραξίες στις 3 Νοεμβρίου. Μετά το πέρας του πολέμου, το Βασίλειο της Ιταλίας προσάρτησε το Νότιο Τιρόλο (σημερινό Τρεντίνο-Άλτο Άντιτζε) και την Τεργέστη, καθώς και την αυστριακή ακτογραμή, βάση των όρων της Συνθήκης του Λονδίνου.

Η ανακωχή υπεγράφη επί του συγκεκριμένου τραπεζιού.

Οι Αυστριακοί διαπραγματευτές συγκεντρώθηκαν στις 28 Οκτωβρίου στο Τρέντο υπό την ηγεσία του στρατηγού Βίκτορ Βέμπερ Έντλερ φον Βέμπεναου και αποφάσισαν να αναθέσουν στον στρατηγό Άρτουρ Αρτς φον Στράουσενμπεργκ, κατόπιν σχετικής πληροφόρησης του Feldmarechal Πάουλ φον Χίντενμπουργκ, την αποστολή αντιπροσωπείας αξιωματικών ενώπιον της ιταλικής στρατιωτικής διοίκησης η οποία θα μετέφερε γραπτό αίτημα εκεχειρίας, πλησίον της Λίμνης Γκάρντα, στις 29 Οκτωβρίου 1918[1].

Ο Αυστροούγγρος λοχαγός Καμίλλο Ρουτζέρα, μέλος της συγκεκριμένης επιτροπής, παρουσιάστηκε στις 29 Οκτωβρίου εμπρός στις ιταλικές γραμμές, όπου έγινε δεκτός με πυροβολισμούς. Έπειτα από την ταυτοποίησή του και την αποκάλυψη του σκοπού της αποστολής του, οδηγήθηκε ενώπιον της διοικήσεως της ιταλικής μεραρχίας στο Άμπανο[2]. Κατά τη διάρκεια της νύχτας της 30ής Οκτωβρίου, ο στρατηγός φον Βέμπεναου πέτυχε επίσης να διαβεί τις ιταλικές γραμμές. Την αμέσως επόμενη ημέρα, ως επικεφαλής της αυστριακής αντιπροσωπείας, συνάντησε, πλησίον της Πάδοβας, την ιταλική αντιπροσωπεία υπό την ηγεσία του στρατηγού Πιέτρο Μπαντόλιο. Στις 9:30, την 1η Νοεμβρίου, μία κοινή ιταλική και αυστροουγγρική επιτροπή συνεδρίασε εντός της έπαυλης του κόμη Βέττορ Τζούστι ντελ Τζαρντίνο[3] · [4] και ξεκίνησε τη σύνταξη των κειμένων της μελλοντικής ανακωχής.

Η αυστριακή αντιπροσωπεία είχε αναλάβει τη διαπραγμάτευση της ανακωχής εντός του συντομότερου δυνατού χρονικού διαστήματος, χωρίς, ωστόσο, αυτό να φαίνεται ως συνθηκολόγηση. Οι Ιταλοί τους παρέδωσαν τους όρους οι οποίοι τους είχαν σταλεί από το Παρίσι και οριστεί από την Τριπλή Αντάντ, η οποία απαιτούσε τη συνθηκολόγηση της Αυστροουγγαρίας. Ολίγον καιρό αργότερα, ακολούθησαν οι ειδικοί αναλυτικοί όροι, μαζί με τους επιπρόσθετους όρους της Ιταλίας[1].

Ο φον Βέμπεναου, έχοντας λάβει συγκεκριμένες οδηγίες από τη Βιέννη, αρνήθηκε την αποδοχή τους. Ευρισκόμενος αντιμέτωπος με το αίτημα συνθηκολόγησης και την εσφαλμένη εκτίμηση της Βιέννης αναφορικά με τη στρατιωτική κατάσταση στο μέτωπο, δεν είχε άλλη επιλογή από την αποστολή των τριών μελών της αντιπροσωπείας (Σνέλλερ, Λίχτενσταϊν και Ρουτζέρα) στο Τρέντο προκειμένου να αιτηθούν νέες οδηγίες ενώπιον του στρατηγού Βαλντστέττεν, ο οποίος μετέφερε το αίτημά τους στη Βιέννη.

Η πρώτη συνάντηση μεταξύ του αυτοκράτορα Καρόλου Α΄ της Αυστρίας, των υπουργών και των στρατηγών ολοκληρώθηκε δίχως λήψη απόφασης, με εξαίρεση μία δήλωση προς τους λαούς της Αυστροουγγαρίας. Οι διαδοχικές συνεδριάσεις που έλαβαν χώρα ολοκληρώθηκαν δίχως αποτέλεσμα.

Ενόσω οι επιτροπές στη Βιέννη αρνούνταν την οποιαδήποτε λήψη απόφασης και τις ευθύνες που αυτή θα είχε ως συνέπεια, η αυστριακή αντιπροσωπεία περίμενε μάταια στο Τρέντο και την Πάδοβα σαφείς και ακριβείς οδηγίες, ενώ, την ίδια στιγμή, οι Αυστροούγγροι στρατιώτες, όντες απομονωμένοι δίχως άνωθεν στρατιωτική καθοδήγηση, πέθαιναν ή συλλαμβάνονταν ως αιχμάλωτοι στο μέτωπο[1].

Αρχικώς, η Βιέννη αποδέχτηκε τους όρους οι οποίοι τέθηκαν από την Τριπλή Αντάντ, ωστόσο, στη συνέχεια, ο αυτοκράτορας αναίρεσε την έγκρισή του. Στις 3 Νοεμβρίου, μέσω σχετικού τηλεγραφήματος, οι αυστροουγγρικές δυνάμεις έλαβαν διαταγή κατάπαυσης του πυρός, ωστόσο ο φον Βέμπεναου στην Πάδοβα αγνοούσε την αυστριακή μονομερή κατάπαυση του πυρός (συνεπώς, δεν υπήρξε κατάπαυση του πυρός από το σύνολο των αυστριακών στρατιωτικών μονάδων) και δεν είχε γνώση των συνομιλιών μέσω τηλεγραφημάτων μεταξύ της Βιέννης και του Τρέντο. Όταν ο φον Βέμπεναου, κατόπιν της αποστολής μέλους της αντιπροσωπείας στο Τρέντο, είχε την ευκαιρία, τελικώς, να διαβάσει ο ίδιος τα τηλεγραφήματα, συγκεχυμένος, αποφάσισε τελικώς την υπογραφή της ανακωχής[1].

Ο πρώτος επιπρόσθετος όρος της Ιταλίας απαιτούσε σαφώς την κατάπαυση των εχθροπραξιών 24 ώρες μετά την υπογραφή της συμφωνίας, προκειμένου να μπορέσει να ενημερωθεί το σύνολο των στρατευμάτων σχετικά με τους όρους της ανακωχής. Ο συγκεκριμένος όρος, λογικός για την ιταλική πλευρά, θεωρείτο από την Αυστροουγγαρία ως ελιγμός με στόχο την πρόκληση καθυστέρησης[5].

Η ανακωχή υπεγράφη στις 3 Νοεμβρίου[6], στις 15:00, ενώ τέθηκε σε ισχύ στις 4 Νοεμβρίου 1918, στις 15:00[4].

Ιταλία
Αυστροουγγαρία
  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 (Ιταλικά) Torre, Augusto. «Villa Giusti». Treccani.it. 
  2. (Ιταλικά) «Armistice». Cimeetrincee.it. 
  3. (Ιταλικά) Diario d'Italia. 1. De Agostini. σελ. 354. 
  4. 4,0 4,1 (Ιταλικά) «Armistice de Villa Giusti». Difesa.it. 
  5. (Ιταλικά) Montanelli, Indro. Storia d'Italia, L'Italia del novecento. Fabbri Editori. σελ. 42. 
  6. (Γαλλικά) Michel Roucaud (2006). «La convention d’armistice du 11 novembre 1918». Revue historique des armées (245): 78-81. 
  • Pierre Montagnon, Dictionnaire de la Grande Guerre, Pygmalion (ISBN 275641445X και 9782756414454)
  • Texte officiel dans Conventions d'armistice passées avec la Turquie, la Bulgarie, l'Autriche-Hongrie et l'Allemagne par les Puissances alliées et associées (στα Γαλλικά). Παρίσι. 1919. 
  • Zoli, C. (1920). L'armistizio di Villa Giusti, in Politica (στα Ιταλικά). σελίδες 9–12. 
  • Terrail (ψευδ. Mermeix), G. (1921). Les négociations secrètes et les quatre armistices (στα Γαλλικά). Παρίσι. 
  • Alberti, A. (1923). L'armistizio di Villa Giusti (στα Ιταλικά). Ρώμη. 
  • Nowak, K. F. (1923). Il crollo delle Potenze Centrali (στα Ιταλικά). Μπολόνια. 
  • House, E. M. (1928). The intimate Papers of Colonel House (στα Αγγλικά). IV-New York. 
  • Glaise-Horstenau, E. (1929). Die Katastrophe-Vienne (στα Γερμανικά). 
  • Mira, G. (1932). Autunno 1918 (στα Ιταλικά). Μιλάνο. 
  • Aldovrandi-Marescotti, L. (1936). L'armistizio con l'Austria-Ungheria dans « Guerra diplomatica » (στα Ιταλικά). 
  • Le Moal, Frédéric (2006). La France et l'Italie dans les Balkans, 1914-1919 : le contentieux adriatique (στα Γαλλικά). Google.books. 

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]