Ανδεγαυική Αυτοκρατορία

Ανδεγαυική Αυτοκρατορία
Empire Plantagenêt (French)
Προσωπική ένωση, Αυτοκρατορία
1154 – 1214
Βασιλικό λάβαρο (χρησιμοποιήθηκε μετά το 1198) Βασιλικός θυρεός
Τοποθεσία {{{κοινό_όνομα}}}
Η έκταση της Ανδεγαυικής Αυτοκρατορίας γύρω στο 1190.
Πρωτεύουσα Χωρίς επίσημη πρωτεύουσα. Η αυλή βρισκόταν γενικά στην Ανζέ και τη Σινό.
Γλώσσες Παλαιά γαλλική γλώσσα, Λατινική γλώσσα, Νορμανδική γλώσσα, Αγγλονορμανδική γλώσσα, Μέση αγγλική γλώσσα, Γασκωνική γλώσσα, Βασκική γλώσσα, Μέση ουαλική γλώσσα, Βρετονική γλώσσα, Κορνουαλική γλώσσα, Μέση ιρλανδική γλώσσα, Κουμβρική γλώσσα, Ζαρφατική γλώσσα
Θρησκεία Καθολική Εκκλησία (επισήμως)
Πολίτευμα Φεουδαρχία, Μοναρχία
Αυτοκράτορας, Βασιλιάς, Πρίγκιπας, Δούκας, Κόμης και Κύριος
 -  1154-1189 Ερρίκος Β'
 -  1189-1199 Ριχάρδος Α'
 -  1199-1216 (πρακτικό τέλος της Ανδεγαυικής Αυτοκρατορίας το 1214) Ιωάννης
 -  1214-1216 (de jure ηγεμόνας) Ερρίκος Γ'
Ιστορική εποχή Μεσαίωνας
 -  Ο Ερρίκος του Ανζού κληρονομεί το Βασίλειο της Αγγλίας. 25 Οκτωβρίου 1154
 -  Μάχη της Μπουβίν που είχε ως αποτέλεσμα την οριστική απώλεια της Νορμανδίας και του Ανζού. 27 Ιουλίου 1214
 -  Συνθήκη των Παρισίων, με την οποία ο Ερρίκος Γ' αναγνώρισε επίσημα την εξουσία των Καπετιδών επί του Ανζού, του Πουατού, του Μαιν και της Νορμανδίας. 4 Δεκεμβρίου 1259
Νόμισμα Γαλλική λίρα, ασημένια πέννα, χρυσή πέννα
Σήμερα Γαλλία, Γκέρνσεϊ, Δημοκρατία της Ιρλανδίας, Τζέρσεϊ, Ηνωμένο Βασίλειο

Η Ανδεγαυική Αυτοκρατορία (γαλλ.: Empire Plantagenêt[1]) περιγράφει τις κτήσεις των Ανδεγαυών βασιλέων της Αγγλίας, οι οποίοι κατείχαν εδάφη στην Αγγλία και τη Γαλλία κατά τον 12ο και 13ο αιώνα. Οι ηγεμόνες της ήταν ο Ερρίκος Β’ (κυβέρνησε 1154-1189), ο Ριχάρδος Α’ (κυβ. 1189-1199) και ο Ιωάννης (κυβ. 1199-1216). Η Ανδεγαυική Αυτοκρατορία είναι ένα πρώιμο παράδειγμα σύνθετου κράτους[2].

Οι Ανδεγαυοί του Οίκου των Πλανταγενετών κυβέρνησαν σε μία περιοχή που κάλυπτε περίπου το ήμισυ της Γαλλίας, ολόκληρης της Αγγλίας και τμημάτων της Ιρλανδίας και της Ουαλίας. Επίσης, ασκούσαν επιρροή σε μεγάλο μέρος των υπόλοιπων εδαφών των Βρετανικών Νήσων. Η αυτοκρατορία ιδρύθηκε από τον Ερρίκο Β’, ως βασιλιά της Αγγλίας, δούκα της Νορμανδίας, κόμη του Ανζού (από το οποίο προέρχεται η ονομασία των Ανδεγαυών), δούκα της Ακουιτανίας από τα δικαιώματα της συζύγου του, καθώς και άλλους πολλούς δευτερεύοντες τίτλους. Αν και ο υψηλότερος τίτλος τους προερχόταν από το Βασίλειο της Αγγλίας, οι Ανδεγαυοί διατηρούσαν τις αυλές τους κυρίως στην ηπειρωτική Ανζέ (γαλλ.: Angers) του Ανζού (γαλλ.: Anjou) και στη Σινό (γαλλ.: Chinon) της Τουρέν (γαλλ.: Touraine).

Η επιρροή και η ισχύς του Οίκου του Ανζού, τον έφερε σε σύγκρουση με τους βασιλείς της Γαλλίας από τον Οίκο των Καπετιδών, στους οποίους όφειλαν φεουδαρχική υποτέλεια εξαιτίας των γαλλικών κτήσεων των πρώτων, εγκαινιάζοντας μία περίοδο αντιπαλότητας μεταξύ των δύο δυναστειών. Παρά τη σημαντική έκταση των κτήσεων των Ανδεγαυών, ο γιός του Ερρίκου, Ιωάννης, ηττήθηκε στον Αγγλο-Γαλλικό Πόλεμο των ετών 1213-1214 από τον Φίλιππο Β’ της Γαλλίας μετά τη μάχη της Μπουβίν. Ο Ιωάννης έχασε τον έλεγχο των περισσότερων ηπειρωτικών κτήσεών του, εκτός από τη Γασκώνη στη νότια Ακουιτανία. Αυτή η ήττα έθεσε το σκηνικό για περαιτέρω συγκρούσεις μεταξύ της Αγγλίας και της Γαλλίας, που οδήγησαν στον Εκατονταετή Πόλεμο.

Προέλευση του όρου και η εφαρμογή του

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος Ανδεγαυική Αυτοκρατορία είναι ένας νεολογισμός που ορίζει τα εδάφη του Οίκου των Πλανταγενετών: του Ερρίκου Β’ και των γιών του Ριχάρδου Α’ και Ιωάννη. Ένας άλλος γιός του, ο Γοδεφρείδος, κυβέρνησε τη Βρετάνη και δημιούργησε μία ξεχωριστή δυναστική γραμμή εκεί. Όπως είναι σε θέση να γνωρίζουν οι ιστορικοί, δεν υπήρχε την εποχή εκείνη κάποιος όρος που να χαρακτήριζε τις περιοχές που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των Ανδεγαυών. Ωστόσο, χρησιμοποιήθηκαν περιγραφές όπως «το βασίλειό μας και όλα όσα υπόκεινται στον κανόνα μας, οτιδήποτε κι αν είναι αυτά»[3]. Ο όρος Ανδεγαυική Αυτοκρατορία επινοήθηκε από την Κέιτ Νοργκέιτ (Kate Norgate) στο έργο της, «England under the Angevin Kings»[4], του 1887. Στη Γαλλία, ο όρος espace Plantagenet («εκτάσεις των Πλανταγενετών») χρησιμοποιείται μερικές φορές για να περιγράψει τα φέουδα που είχαν αποκτήσει οι Πλανταγενέτες[5].

Η υιοθέτηση του όρου της Ανδεγαυικής Αυτοκρατορίας σηματοδότησε μία επανεκτίμηση του ιστορικού χρόνου, δεδομένου ότι τόσο η αγγλική όσο και η γαλλική επιρροή εξαπλώθηκαν σε όλα τα εδάφη κατά τον μισό αιώνα που διήρκεσε η δυναστική αυτή ένωση. Ο ίδιος ο όρος «Angevin» είναι η ονομασία των κατοίκων του Ανζού και της ιστορικής πρωτεύουσάς του, της Ανζέ. Οι Πλανταγενέτες κατάγονταν από τον Γοδεφρείδο Α’, κόμη του Ανζού, εξ ου και ο όρος[6]. Αυτός χρησιμοποιείται, σύμφωνα με το Oxford English Dictionary, από το 1653[6].

Η χρήση του όρου «Αυτοκρατορία» έχει προκαλέσει διαμάχη μεταξύ ορισμένων ιστορικών σχετικά με το εάν ο όρος ανταποκρίνεται ακριβώς για την πραγματική κατάσταση των πραγμάτων εκείνη την εποχή. Η περιοχή των Ανδεγαυών ήταν μία συλλογή από εδάφη που κληρονομήθηκαν και αποκτήθηκαν από τον Ερρίκο, και επομένως δεν είναι σαφές εάν αυτές οι κυριαρχίες μοιράζονταν μία κοινή ταυτότητα ώστε να φέρουν τον χαρακτηρισμό «αυτοκρατορία»[7][8][9]. Μερικοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο όρος έπρεπε να επιφυλάσσεται αποκλειστικά για την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τη μόνη πολιτική δομή της δυτικής Ευρώπης που όντως ονομαζόταν αυτοκρατορία εκείνη την εποχή[10], αν και ο Αλφόνσος Ζ’ του Λεόν και της Καστίλης είχε λάβει τον τίτλο «Αυτοκράτορας της όλης Ισπανίας» το 1135[11]. Άλλοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η αυτοκρατορία  του Ερρίκου Β’ δεν ήταν ούτε ισχυρή και συγκεντρωτική, ούτε αρκετά μεγάλη ώστε να ονομαστεί σοβαρά αυτοκρατορία[10]. Επιπλέον, οι Πλανταγενέτες δεν αξίωσαν ποτέ κανένα είδος αυτοκρατορικού τίτλου όπως υπονοεί ο όρος «Ανδεγαυική Αυτοκρατορία»[12]. Ωστόσο, ακόμη και αν οι ίδιοι οι Πλανταγενέτες δεν διεκδικούσαν αυτοκρατορικό τίτλο, ορισμένοι χρονικογράφοι, που συχνά εργάζονταν για τον ίδιο τον Ερρίκο Β’, χρησιμοποίησαν τον όρο αυτοκρατορία για να περιγράψουν αυτήν τη συγκέντρωση εδαφών[10]. Ο υψηλότερος τίτλος που έφεραν ήταν αυτός του «βασιλιά της Αγγλίας». Οι υπόλοιποι τίτλοι όπως αυτοί του δούκα και του κόμη διαφορετικών περιοχών που βρίσκονταν στη Γαλλία ήταν εντελώς ανεξάρτητοι από τον βασιλικό τίτλο και δεν ήταν υποκείμενοι σε κανένα αγγλικό βασιλικό νόμο[13]. Λόγω αυτού, ορισμένοι ιστορικοί προτιμούν τον όρο «Κοινοπολιτεία» αντί αυτού της αυτοκρατορίας, τονίζοντας ότι η Ανδεγαυική Αυτοκρατορία έμοιαζε περισσότερο με ένα σύνολο επτά πλήρως ανεξάρτητων, κυρίαρχων κρατών που συνδέονταν μεταξύ τους χαλαρά, υπό μία δυναστική ένωση στο πρόσωπο του βασιλιά της Αγγλίας[14].

Γεωγραφία και διοίκηση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη μεγαλύτερη έκτασή της, η Ανδεγαυική Αυτοκρατορία αποτελούνταν από το Βασίλειο της Αγγλίας, την Κυριότητα της Ιρλανδίας, και τα δουκάτα της Νορμανδίας (που περιλάμβανε και τα νησιά της Μάγχης), της Γασκώνης (Gascony) και της Ακουιτανίας (Aquitaine)[15] καθώς και τις κομητείες του Ανζού (Anjou), του Πουατού (Poitou), του Μαιν (Maine), της Τουραίν (Touraine), της Σαιντόνζ (Saintonge), της Μαρς (La Marche), του Περιγκόρ (Périgord), του Λιμουζέ (Limousin), της Νάντης (Nantes) και του Κερσί (Quercy). Ενώ τα δουκάτα και οι κομητείες είχαν διάφορους βαθμούς υποτέλειας στον βασιλιά της Γαλλίας[16], οι Πλανταγενέτες ασκούσαν διάφορα επίπεδα ελέγχου επί των δουκάτων της Βρετάνης και της Κορνουάλης, των πριγκηπάτων της Ουαλίας, της κομητείας της Τουλούζης και του Βασιλείου της Σκωτίας, αν και αυτές οι περιοχές δεν ήταν επισήμως μέρη της αυτοκρατορίας. Η Ωβέρνη (Auvergne) ήταν επίσης μέρος της αυτοκρατορίας κατά διαστήματα στις βασιλείες του Ερρίκου Β’ και του Ριχάρδου, υπό την ιδιότητά τους ως δούκες της Ακουιτανίας. Ο Ερρίκος Β’ και ο Ριχάρδος Α’ προέβαλαν περεταίρω αξιώσεις για την κομητεία του Μπερύ (Berry), αλλά αυτές δεν εκπληρώθηκαν πλήρως και η κομητεία χάθηκε εντελώς κατά την άνοδο στον αγγλικό θρόνο του Ιωάννη το 1199.

Η Βόρεια Γαλλία γύρω από την κομητεία του Ανζού. Οι κόκκινοι κύκλοι σηματοδοτούν τα σημαντικά περιφερειακά κέντρα.

Τα σύνορα της αυτοκρατορίας ήταν μερικές φορές πολύ γνωστά και επομένως εύκολο να σημειωθούν όπως στην περίπτωση των αναχωμάτων που κατασκευάστηκαν μεταξύ των βασιλικών εδαφών που ανήκαν στο βασιλιά της Γαλλίας και του Δουκάτου της Νορμανδίας. Σε άλλα μέρη αυτά τα σύνορα δεν ήταν τόσο σαφή, ιδιαίτερα τα ανατολικά σύνορα της Ακουιτανίας, όπου υπήρχαν συχνά διαφορές με ό,τι ισχυρίζονταν ότι κατείχαν ο Ερρίκος Β’ και ο Ριχάρδος Α’ και με τα σύνορα στα οποία σταματούσε η πραγματική τους ισχύ[17].

Η Σκωτία ήταν ένα ανεξάρτητο βασίλειο, αλλά μετά από μία καταστροφική εκστρατεία με επικεφαλής τον Γουλιέλμο Α’ της Σκωτίας, εγκαταστάθηκαν αγγλικές φρουρές στα κάστρα του Εδιμβούργου, του Ρόξμπορο (Roxburgh), του Τζέντμπορο (Jedburgh) και του Μπέρικ (Berwick) στη νότια Σκωτία, όπως όριζε η Συνθήκη της Φαλαίζ (Treaty of Falaise)[18].

Διοίκηση και διακυβέρνηση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα χαρακτηριστικό της Ανδεγαυικής Αυτοκρατορίας ήταν η «πολυκρατική» φύση της, ένας όρος που προήλθε από ένα πολιτικό φυλλάδιο που γράφτηκε από έναν υπήκοο της αυτοκρατορίας: το Policraticus του Ιωάννη του Σόλσμπερι (αγγλ.: John of Salisbury). Αυτό σήμαινε ότι, αντί να ελέγχεται πλήρως η αυτοκρατορία από τον βασιλεύοντα μονάρχη, αυτός εκχωρούσε τη διοίκηση σε ειδικά διορισμένους υπηκόους σε διαφορετικές περιοχές.

Η Αγγλία βρισκόταν υπό τον σταθερότερο έλεγχο από όλα τα εδάφη της Ανδεγαυικής Αυτοκρατορίας, λόγω της παλαιότητας πολλών αξιωμάτων που ήταν επιφορτισμένα με τη διακυβέρνηση της χώρας καθώς και των παραδόσεων και των εθίμων που ίσχυαν. Η Αγγλία ήταν διαιρεμένη σε κομητείες (αγγλ.: Shires), σε κάθε μία από τις οποίες υπήρχε ένας σερίφης (αγγλ.: sheriff) με κύριο καθήκον την επιβολή του κοινού δικαίου (αγγλ.: common law). Όταν ο βασιλιάς απουσίαζε από την Αγγλία, διόριζε ως αναπληρωτή του έναν αξιωματούχο (στα αγγλικά ονομαζόταν chief justiciar), κάτι αντίστοιχο με τον σημερινό πρωθυπουργό. Δεδομένου ότι οι βασιλείς της Αγγλίας βρίσκονταν πιο συχνά στη Γαλλία από ό,τι στην Αγγλία, χρησιμοποιούσαν γραπτές διαταγές πιο συχνά από τους Αγγλοσάξονες βασιλείς, γεγονός που αποδείχθηκε πραγματικά ωφέλιμο για την Αγγλία[19]. Υπό τη βασιλεία του Γουλιέλμου Α’, οι Αγγλοσάξονες ευγενείς αντικαταστάθηκαν σε μεγάλο βαθμό από Αγγλο-νορμανδούς οι οποίοι δεν μπορούσαν να κατέχουν μεγάλες ενιαίες εκτάσεις, καθώς τα εδάφη τους ήταν μοιρασμένα μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας. Το γεγονός αυτό κατέστησε πολύ πιο δύσκολο το ενδεχόμενο να εξεγερθούν εναντίον του βασιλιά και να υπερασπιστούν όλα τα εδάφη τους ταυτόχρονα. Οι κόμητες στην Αγγλία (αγγλ.: Earls) είχαν μία θέση παρόμοια με εκείνη των κομήτων της ηπειρωτικής Ευρώπης, αλλά δεν υπήρχαν δούκες εκείνη τη στιγμή, παρά μόνο οι δουκικοί τίτλοι που κατείχαν οι βασιλείς της Αγγλίας.

Η Ουαλία έτυχε καλής αντιμετώπισης υπό την προϋπόθεση ότι θα κατέβαλε φόρο τιμής στους Πλανταγενέτες και θα τους αναγνώριζε ως κυρίους της[20]. Ωστόσο, περέμεινε σχεδόν αυτοδιοικούμενη. Τέλος, παρείχε στους Πλανταγενέτες πεζικό και τοξότες (longbowmen).

Η Ιρλανδία κυβερνήθηκε από τον Κύριο της Ιρλανδίας (αγγλ.: Lord of Ireland), ο οποίος αρχικά δυσκολεύτηκε να επιβάλει την εξουσία του. Το Δουβλίνο και το Λένστερ (αγγλ.: Leinster) αποτελούσαν προπύργια των Ανδεγαυών ενώ το Κορκ (αγγλ.: Cork), το Λίμερικ (αγγλ.: Limerick) και το Όλστερ (αγγλ.: Ulster) δόθηκαν σε Αγγλο-νορμανδούς ευγενείς[21].

Η Γαλλία το 1180. Οι Ανδεγαυοί βασιλείς της Αγγλίας κατείχαν τις περιοχές κόκκινου χρώματος.

Όλες οι ηπειρωτικές κτήσεις  που κυβερνούσαν οι Ανδεγαυοί βασιλείς κυβερνήθηκαν από έναν αρχιοικονόμο (αγγλ.: seneschal) στην κορυφή του ιεραρχικού συστήματος, και από κάποιους κατώτερους κυβερνητικούς αξιωματούχους (αγγλ.: baillis, γαλλ.: vicomtes και prévôts). Ωστόσο, οι κομητείες και τα δουκάτα θα διέφεραν ως ένα βαθμό[22].

Το ευρύτερο Ανζού είναι ένας σύγχρονος όρος που περιγράφει την περιοχή που αποτελείτο από το Ανζού, το Μαιν, την Τουραίν, τη Βαντόμ και τη Σαιντόνζ[23]. Εκεί κυβέρνησαν οι βασιλικοί αντιπρόσωποι όπως αυτός του Ανζού και άλλοι. Αυτοί είχαν σαν βάσεις τους την Τουρ, τη Σινό (γαλλ.: Chinon), τη Μπωζέ (γαλλ.: Baugé), το Μπωφόρ (γαλλ.: Beaufort), το Μπρισάκ (γαλλ.: Brissac), την Ανζέ, το Σωμούρ (γαλλ.: Saumur), το Λουντάν (γαλλ.: Loudun), το Λος (γαλλ.: Loches), το Λονζαί (γαλλ.: Langeais) και το Μονμπαζόν (γαλλ.: Montbazon). Ωστόσο, κομητείες όπως το Μαιν, διοικούνταν συχνά από αξιωματούχους των τοπικών αρχόντων, και όχι από τους επικυρίαρχους Ανδεγαυούς. Το Μαιν ήταν αρχικά σε μεγάλο βαθμό αυτοδιοικούμενο έως ότου οι Ανδεγαυοί βασιλείς προσπάθησαν να βελτιώσουν τη διοίκηση εγκαθιστώντας νέους αξιωματούχους όπως τον βασιλικό αντιπρόσωπο του Λε Μαν. Όμως, αυτές οι μεταρρυθμίσεις ήρθαν πολύ αργά για τους Ανδεγαυούς, και μόνο οι Καπετίδες είδαν τα ευεργετικά αποτελέσματα αυτής της μεταρρύθμισης μετά την προσάρτηση της περιοχής στο βασίλειό τους[24].

Η Ακουιτανία διέφερε στο επίπεδο διακυβέρνησης στις διαφορετικές περιοχές που την απάρτιζαν. Η Γασκώνη ήταν μία περιοχή με πολύ χαλαρή διοίκηση. Αξιωματούχοι τοποθετήθηκαν κυρίως στο Αντρ-Ντε-Μερ (γαλλ.: Entre-Deux-Mers), στη Μπαγιόν και στο Νταξ, αλλά μερικοί τοποθετήθηκαν στη διαδρομή προσκυνήματος προς το Σαντιάγο ντε Κομποστέλα και επίσης στον ποταμό Γαρούνα μέχρι το Αζέν. Η υπόλοιπη Γασκώνη δεν κυβερνήθηκε, παρά το γεγονός ότι ήταν μεγάλη σε έκταση σε σύγκριση με άλλες μικρότερες επαρχίες της περιοχής. Αυτή η δυσκολία όσον αφορά τη διοίκηση της περιοχής δεν ήταν καινούργια. Ήταν εξίσου δύσκολο και για τους προηγούμενους δούκες του Πουατού να εδραιώσουν την εξουσία τους σε αυτή την περιοχή[25]. Παρόμοια κατάσταση επικρατούσε και στις ανατολικές επαρχίες του Περιγκόρ και του Λιμουζέ (γαλλ.: Limousin), όπου δεν υπήρχε σημαντικό βασιλικό διοικητικό σύστημα και ουσιαστικά δεν υπήρχαν αξιωματούχοι. Πράγματι, υπήρχαν άρχοντες που κυβέρνησαν αυτές της περιοχές σαν να ήταν «κυρίαρχοι ηγεμόνες» και είχαν επιπλέον δυνάμεις, όπως την ικανότητα να κόβουν δικά τους νομίσματα, κάτι που οι Άγγλοι άρχοντες δεν είχαν καταφέρει για δεκαετίες. Τα μέλη του Οίκου των Λουζινιάν, για παράδειγμα, έγιναν ανταγωνιστές των Ανδεγαυών κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιωάννη, καθώς ο τελευταίος προσπάθησε να εδραιώσει την κυριαρχία του εκεί. Ωστόσο, οι βασιλικοί αξιωματούχοι θα μπορούσαν να τοποθετηθούν στο Πουατού, λόγω της ύπαρξης πολλών κάστρων στην περιοχή σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ακουιτανία.

Η Νορμανδία ήταν το πιο καλά διοικούμενο κράτος της Ανδεγαυικής Αυτοκρατορίας μετά την Αγγλία. Οι μέχρι τότε κατώτεροι αξιωματούχοι και ευγενείς (prévôts και vicomtes) παρέδοσαν την εξουσία τους σε άλλους (baillis) οι οποίοι κατείχαν τόσο δικαστικές όσο και εκτελεστικές εξουσίες. Οι τελευταίοι εισήχθησαν κατά τον 12ο αιώνα στη Νορμανδία και έφεραν μια οργάνωση του δουκάτου παρόμοια με αυτή των σερίφηδων στην Αγγλία. Η εξουσία των δουκών ήταν ισχυρότερη στα σύνορα κοντά στις κατοχές των Καπετιδών.

Η Τουλούζη βρέθηκε υπό μία αδύναμη υποτέλεια του κόμη της Τουλούζης, ο οποίος σπάνια συμμορφωνόταν με την εξουσία των Ανδεγαυών. Μόνο το Κερσί διοικήθηκε άμεσα από τους Ανδεγαυούς μετά την κατάκτησή του από τον Ερρίκο Β’ το 1159, αλλά αποτέλεσε αμφισβητούμενη περιοχή.

Η Βρετάνη, μία περιοχή όπου οι ευγενείς ήταν παραδοσιακά πολύ ανεξάρτητοι, βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Ανδεγαυών κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ερρίκου Β’ και του Ριχάρδου Α’. Η Κομητεία της Νάντης ήταν υπό τον αυστηρότερο έλεγχο των Ανδεγαυών. Οι τελευταίοι συχνά εμπλέκονταν στις υποθέσεις της Βρετάνης, όπως όταν ο Ερρίκος Β’ κανόνισε τον γάμο του Κόναν της Βρετάνης και εγκατέστησε τον αρχιεπίσκοπο του Ντολ (γαλλ.: Dol)[26].

Το κάστρο της Σινό, διοικητικό κέντρο και τοποθεσία του κύριου θυσαυροφυλακίου της Ανδεγαυικής Αυτοκρατορίας[27].

Η οικονομία της Ανδεγαυικής Αυτοκρατορίας ήταν αρκετά περίπλοκη λόγω της διαφορετικής πολιτικής δομής των διαφορετικών συστατικών της εδαφών. Η Αγγλία και η Νορμανδία είχαν καλή διαχείριση και, ως εκ τούτου, θα μπορούσαν να αποφέρουν μεγαλύτερα έσοδα από περιοχές όπως η Ακουιτανία. Αυτό συνέβαινε επειδή η Αγγλία και η Νορμανδία χρησιμοποιούσαν περισσότερους αξιωματούχους για την είσπραξη των φόρων και, σε αντίθεση με την Ακουιτανία, οι ντόπιοι άρχοντες δεν μπόρεσαν να κόψουν τα δικά τους νομίσματα, επιτρέποντας στους Ανδεγαυούς βασιλείς να ελέγχουν την οικονομία από τη διοικητική τους βάση στη Σινό. Η σημασία της Σινό αποδείχθηκε από το γεγονός ότι πρώτα ο Ριχάρδος την κατέλαβε όταν εξεγέρθηκε εναντίον του πατέρα του το 1187, και μετά ότι ο Ιωάννης έσπευσε αμέσως εκεί μετά τον θάνατο του αδελφού του[28].

Τα χρήματα που συγκεντρώνονταν στην Αγγλία χρησιμοποιούνταν κυρίως για ζητήματα των ηπειρωτικών εδαφών της αυτοκρατορίας[19]. Επίσης, λόγω του υψηλού επιπέδου διοίκησης της Αγγλίας και, σε μικρότερο βαθμό, της Νορμανδίας, αυτές οι περιοχές ήταν οι μόνες όπου τα έσοδα ήταν σταθερά και σχετικά υψηλά.

Τα έσοδα της ίδιας της Αγγλίας διέφεραν από έτος σε έτος. Τα οικονομικά αρχεία που ξεκινούν από την περίοδο 1155 με 1156, δείχνουν ότι τα ετήσια έσοδα της Αγγλίας ήταν £10.500, ή περίπου το ήμιση των εσόδων κατά τη βασιλεία του Ερρίκου Α'[8][29]. Αυτό οφειλόταν εν μέρει στην Αναρχία (μία εμφύλια διαμάχη που έλαβε χώρα στην Αγγλία και τη Νορμανδία την περίοδο 1135 – 1153) και στη χαλαρή βασιλεία του Στεφάνου που είχαν σαν αποτέλεσμα τη μείωση της βασιλικής εξουσίας. Με την παροδο του χρόνου, η βασιλική εξουσία εδραιώθηκε και, κατά συνέπεια, τα έσοδα αυξήθηκαν σε κατά μέσο όρο £22.000 ετησίως. Λόγω της προετοιμασίας για την Τρίτη Σταυροφορία, τα έσοδα στη συνέχεια αυξήθηκαν σε πάνω από £31.000 το 1190, κατά τη βασιλεία του Ριχάρδου. Το ποσό μειώθηκε ξανά στις £11.000 ετησίως, όσο ο Ριχάρδος ήταν μακριά. Μεταξύ των ετών 1194 και 1198, τα έσοδα ήταν κατά μέσο όρο £25.000 το χρόνο. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του διαδόχου του Ριχάρδου, του Ιωάννη, τα έσοδα κυμάνθηκαν μεταξύ £22.000 και £25.000 από το 1199 έως το 1203. Προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η κατάκτηση της Γαλλίας, τα αγγλικά έσοδα αυξήθηκαν σε £50.000 στο 1210, αλλά στη συνέχεια αυξήθηκαν σε πάνω από £83.000 το 1211, πριν μειωθούν ξανά στα £50.000 το 1212. Η μείωση συνεχίστηκε στις £26.000 το 1214 και στις £18.000 το 1215. Τέλος, τα τρία πρώτα έτη της βασιλείας του Ερρίκου Γ' σημειώθηκαν ετήσια έσοδα κατά μέσο όρο £8.000 λόγω της αστάθειας που έχει φέρει ο εμφύλιος πόλεμος ο οποίος μαινόταν στην Αγγλία.

Στην Ιρλανδία, τα έσοδα ήταν αρκετά χαμηλά, στις £2.000 για το έτος 1212. Ωστόσο, δεν υπάρχουν άλλες καταγραφές. Για την Νορμανδία, υπήρχαν πολλές διακυμάνσεις σε σχέση με την πολιτική κατάσταση του δουκάτου. Τα έσοδα εκεί ήταν μόλις £6.750 το 1180, και έφτασαν τις £25.000 το 1198, όντας υψηλότερα από αυτά της Αγγλίας εκείνο το έτος[30]. Πιο εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι ο πληθυσμός της Νορμανδίας ήταν σημαντικά μικρότερος από τον αντίστοιχο της Αγγλίας, που σύμφωνα με εκτιμήσεις ήταν 1,5 εκατομμύρια σε σχέση με τα 3,5 εκατομμύρια της Αγγλίας[31][32]. Αυτή η περίοδος έγινε γνωστή ως η «Νορμανδική Δημοσιονομική Επανάσταση» λόγω αυτής της αύξησης των εσόδων[30].

Για την Ακουιτανία και το Ανζού δε σώζονται αρχεία. Ωστόσο, δεν οφείλεται στο γεγονός ότι αυτές οι περιοχές ήταν φτωχές, καθώς υπήρχαν μεγάλοι αμπελώνες, σημαντικές πόλεις και μεταλλεία. Για παράδειγμα, όπως έγραψε για την Ακουιτανία ο Ραλφ του Ντισέτο (Ralph of Diceto), ένας Άγγλος χρονικογράφος:

Η Ακουιτανία ξεχειλίζει από πλούτο πολλών ειδών, υπερέχοντας σε σχέση με άλλα μέρη του δυτικού κόσμου σε τέτοιο βαθμό που οι ιστορικοί θεωρούν ότι είναι μία από τις πιο τυχερές και ακμάζουσες επαρχίες της Γαλατίας. Τα χωράφια της είναι εύφορα, οι αμπελώνες της παραγωγικοί και τα δάση της γεμάτα με άγρια ζωή. Από τα Πυρηναία και προς τα βόρεια, ολόκληρη η ύπαιθρος ποτίζεται από τον ποταμό Γαρούνα και άλλους χειμάρρους και, πράγματι, από αυτά τα ζωτικά νερά παίρνει το όνομά της η επαρχία.

Οι βασιλείς των Καπετιδών δεν κατέγραψαν τέτοια εισοδήματα, αν και το βασίλειό τους ήταν πιο συγκεντρωτικό υπό τον Λουδοβίκο Ζ’ και τον Φίλιππο Β’ από ό,τι ήταν υπό τον Ούγο Καπέτο και τον Ροβέρτο Β’[33]. Ο πλούτος των Πλανταγενετών βασιλέων θεωρήθηκε σίγουρα μεγαλύτερος. Ο Γεράλδος της Ουαλίας σχολίασε αυτόν τον πλούτο ως εξής:

Μπορεί λοιπόν κάποιος να αναρωτηθεί πώς ο βασιλιάς Ερρίκος Β’ και οι γιοί του, παρά τους πολλούς πολέμους τους, είχαν τόσο μεγάλο θηραυρό. Ο λόγος είναι ότι καθώς οι σταθερές αποδόσεις τους απέδωσαν λιγότερα, φρόντισαν να καλύψουν το σύνολο με έκτακτες εισφορές, στηριζόμενοι όλο και περισσότερο σε αυτές από ό,τι στις συνήθεις πηγές εσόδων[34].

Ο Γάλλος ιστορικός Charles Petit-Dutaillis σχολιάζει ότι: «ο Ριχάρδος διατήρησε μία ανωτερότητα σε πόρους που θα του έδιναν την ευκαιρία, αν είχε ζήσει, να συντρίψει τον αντίπαλό του». Υπάρχει μία άλλη ερμηνεία, η οποία δεν ακολουθείται ευρέως και αποδεικνύεται λανθασμένη, ότι ο βασιλιάς της Γαλλίας θα μπορούσε να είχε αυξημένο εισόδημα και ότι η ηγεμονία του βασιλιά της Γαλλίας απέδιδε μόνη της περισσότερα έσοδα από ό,τι ολόκληρη η Ανδεγαυική Αυτοκρατορία[33].

Η δημιουργία της Ανδεγαυικής Αυτοκρατορίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κόμητες του Ανζού αγωνίστηκαν για την εξουσία στη βορειοδυτική Γαλλία από τον 10ο αιώνα. Ήταν κατά καιρούς εχθροί των δουκών της Νορμανδίας και της Βρετάνης και συχνά του Γάλλου βασιλιά. Ο Φούλκων Δ’ του Ανζού διεκδίκησε την κυριαρχία της Τουρέν, του Μαιν και της Νάντης. Ωστόσο, από αυτές τις περιοχές μόνο την Τουρέν κυβέρνησαν αποτελεσματικά, όπως μαρτυρά η κατασκευή των κάστρων της Σινό, του Λος και του Λουντάν (γαλλ.: Loudun). Ο Φούλκων Δ’  πάντρεψε τον γιό του, Φούλκωνα τον Νεότερο (ο οποίος αργότερα έγινε βασιλιάς της Ιερουσαλήμ), με την Ερμενγάρδη, κληρονόμο του Μαιν, ενώνοντάς το με το Ανζού μέσω προσωπικής ένωσης.

Ενώ η δυναστεία των Ανδεγαυών εδραίωνε με επιτυχία την ισχύ της στη Γαλλία, οι αντίπαλοί της, οι Νορμανδοί είχαν κατακτήσει την Αγγλία τον 11ο αιώνα. Εν τω μεταξύ, στην υπόλοιπη Γαλλία, οι Ραμνουλφίδες (Οίκος του Πουατιέ) έγιναν δούκες της Ακουιτανίας και της Γασκώνης, και ο Στέφανος Β', κόμης του Μπλουά και πατέρας του επόμενου βασιλιά της Αγγλίας, Στεφάνου, έγινε κόμης της Καμπανίας. Έτσι, η Γαλλία είχε μοιραστεί ανάμεσα σε λίγες οικογένειες ευγενών.

Η Αναρχία και το ζήτημα της νορμανδικής διαδοχής

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1106, ο Ερρίκος Α' της Αγγλίας νίκησε τον αδελφό του, Ροβέρτο Β' της Νορμανδίας, γεγονός που εξόργισε τον γιό του τελευταίου, Γουλιέλμο Κλίτο, ο οποίος έγινε κόμης της Φλάνδρας το 1127. Ο Ερρίκος χρησιμοποίησε την πατρική κληρονομιά του για να πάρει τον έλεγχο του Δουκάτου της Νορμανδίας μαζί με το Βασίλειο της Αγγλίας και στη συνέχεια προσπάθησε να συνάψει συμμαχία με το Ανζού, παντρεύοντας τον μοναδικό νόμιμο γιό του, τον Γουλιέλμο, με την κόρη του Φούλκωνα του Νεότερου, Ματθίλδη. Ωστόσο, ο Γουλιέλμος πνίγηκε στα στενά της Μάγχης όταν βυθίστηκε το πλοίο στο οποίο επέβαινε, το 1120.

Εμπρόσθιο μέρος της σφραγίδας της Ελεονώρας της Ακουιτανίας. Αναγνωρίζεται ως Ελεονώρα, Ελέω Θεού, Βασίλισσα των Άγγλων, Δούκισσα των Νορμανδών. Η επιγραφή στο πίσω μέρος την αναφέρει ως Ελεονώρα, Δούκισσα των Ακουιτανών και Κόμισσα των Ανδεγαυών.[35]

Ως αποτέλεσμα, ο Ερρίκος πάντρεψε την κόρη του, Ματθίλδη, με τον Γοδεφρείδο Πλανταγενέτη, γιό και διάδοχο του Φούλκωνα. Ωστόσο, οι υπήκοοι του Ερρίκου έπρεπε να αποδεχθούν το κληρονομικό δικαίωμα της Ματθίλδης στο θρόνο της Αγγλίας. Υπήρχε μόνο ένα προηγούμενο μεσαιωνικής βασίλισσας στην Ευρώπη, αυτό της Ουρράκα του Λεόν, το οποίο δεν ήταν τόσο ενθαρρυντικό. Ωστόσο, τον Ιανουάριο του 1127 οι Αγγλο-νορμανδοί βαρόνοι και ιεράρχες αναγνώρισαν τη Ματθίλδη ως κληρονόμο του θρόνου δίνοντας όρκο σε αυτή. Στις 17 Ιουνίου 1128, ο γάμος μεταξύ της Ματθίλδης και του Γοδεφρείδου τελέστηκε στο Λε Μαν.

Για να εξασφαλιστεί η διαδοχή της Ματθίλδης στο βασιλικό θρόνο, αυτή και ο νέος σύζυγός της χρειάζονταν κάστρα και υποστηρικτές τόσο στην Αγγλία όσο και στη Νορμανδία, αλλά αν τα κατάφερναν, θα υπήρχαν δύο αρχές στην Αγγλία: ο βασιλιάς και η Ματθίλδη. Ο Ερρίκος απέτρεψε τη σύγκρουση αρνούμενος να παραδώσει κάστρα στη Ματθίλδη, κατάσχοντας παράλληλα εδάφη ευγενών που υποψιαζόταν ότι την υποστήριζαν. Μέχρι το 1135, σημαντικές διαμάχες μεταξύ του Ερρίκου Α’ και της Ματθίλδης οδήγησαν τους ευγενείς που ήταν προηγουμένως πιστοί στον πρώτο να στραφούν εναντίον της δεύτερης. Το Νοέμβριο, ο Ερρίκος πέθανε. Η Ματθίλδη ήταν με τον σύζυγό της στο Μαιν και στο Ανζού, ενώ ο Στέφανος, αδελφός του κόμη του Μπλουά  και της Καμπανίας, που ήταν ξάδελφος της Ματθίλδης και υποψήφιος για τους θρόνους της Αγγλίας και της Νορμανδίας, βρισκόταν στη Βουλώνη. Ο Στέφανος έσπευσε στην Αγγλία μετά την είδηση του θανάτου του Ερρίκου και στέφθηκε βασιλιάς της Αγγλίας τον Δεκέμβριο του 1135[36].

Ο Γοδεφρείδος αρχικά έστειλε τη σύζυγό του μόνο στη Νορμανδία, σε μία διπλωματική αποστολή προκειμένου να αναγνωριστεί ως δούκισσα της Νορμανδίας και να αντικαταστήσει τον Στέφανο. Έπειτα, με το στρατό του κατέλαβε γρήγορα πολλά φρούρια στη νότια Νορμανδία. Τότε, ένας ευγενής του Ανζού, ο Ροβέρτος Γ’ του Σαμπλέ, εξεγέρθηκε εναντίον του, αναγκάζοντας το Γοδεφρείδο να αποσυρθεί και να αποτρέψει μία επίθεση από τα μετόπισθεν. Όταν ο Γοδεφρείδος επέστρεψε στη Νορμανδία τον Σεπτέμβριο του 1136, η περιοχή είχε πληγεί από εσωτερικές διαμάχες μεταξύ των βαρόνων. Ο Στέφανος δεν μπορούσε να ταξιδέψει στη Νορμανδία και έτσι η κατάσταση έμεινε αμετάβλητη. Στο μεταξύ, ο Γοδεφρείδος είχε βρει νέους συμμάχους στα πρόσωπα του Κόμη του Βεντόμ, και κυρίως, του Γουλιέλμου Ι’, δούκα της Ακουιτανίας. Όντας επικεφαλής μίας νέας στρατιάς και έτοιμος για κατάκτηση, ο Γοδεφρείδος τραυματίστηκε και αναγκάστηκε να επιστρέψει ξανά στο Ανζού. Επιπλέον, ο στρατός του μαστιζόνταν από διάρροια. Ο Στέφανος έφτασε τελικά στη Νορμανδία το 1137 και αποκατέστησε την τάξη, αλλά είχε χάσει μεγάλο μέρος της αξιοπιστίας του στα μάτια του κύριου υποστηρικτή του, του Ροβέρτου του Γκλόστερ, νώθου γιού του Ερρίκου, κι έτσι ο τελευταίος άλλαξε πλευρά και υποστήριξε τον Γοδεφρείδο και την ετεροθαλή αδελφή του, Ματθίλδη. Ο Γοδεφρείδος κατέλαβε την Καέν και το Αρζαντάν χωρίς αντίσταση, αλλά έπρεπε να υπεραπιστεί τις κτήσεις του Ροβέρτου στην Αγγλία ενταντίον του Στεφάνου. Το 1139, ο Ροβέρτος και η Ματθίλδη διέσχισαν τη Μάγχη και έφτασαν στην Αγγλία, ενώ ο Γοδεφρείδος κρατούσε τις θέσεις του στη Νορμανδία. Ο Στέφανος, συνελήφθη, τελικά, τον Φεβρουάριο του 1141 στη μάχη του Λίνκολν, η οποία προκάλεσε την κατάρρευση της εξουσίας του τόσο στην Αγγλία όσο και τη Νορμανδία.

Ο Γοδεφρείδος ήλεγχε πλέον σχεδόν όλη τη Νορμανδία, αλλά δεν είχε την υποστήριξη της Ακουιτανίας αφού τον Γουλιέλμο Ι’ τον διαδέχθηκε η κόρη του, Ελεονώρα, η οποία ήταν σύζυγος του Λουδοβίκου Ζ’ της Γαλλίας από το 1137. Ο Λουδοβίκος δεν ασχολήθηκε με τα γεγονότα στη Νορμανδία και την Αγγλία. Ενώ ο Γοδεφρείδος παγίωσε την εξουσία του στη Νορμανδία, η Ματθίλδη υπέστη ήττες στην Αγγλία[37]. Στο Ουίντσεστερ, ο Ροβέρτος του Γκλόστερ, συνελήφθη ενώ κάλυπτε την υποχώρηση της Ματθίλδης, οπότε η τελευταία υποχρεώθηκε να απελευθερώσει τον Στέφανο σε αντάλλαγμα της απελευθέρωσης του Ροβέρτου.

Το 1142, ο Γοδεφρείδος έλαβε έκκληση για βοήθεια από τη Ματθίλδη αλλά αρνήθηκε καθώς ενδιαφερόταν περισσότερο για τη Νορμανδία. Μετά την κατάληψη της Αβράνς, του Μορταίν (γαλλ.: Mortain) και του Χερβούργου, η Ρουέν παραδόθηκε σε αυτόν το 1144 και στη συνέχεια ο Γοδεφρείδος έχρησε τον εαυτό του δούκα της Νορμανδίας. Σε αντάλλαγμα της παραχώρησης της Ζισόρ (γαλλ.: Gisors) στη Γαλλία, αναγνωρίστηκε επίσημα από τον Λουδοβίκο Ζ’. Ωστόσο, ο Γοδεφρείδος δεν παρείχε τη βοήθειά του στη Ματθίλδη ακόμα κι όταν η τελευταία βρισκόταν στα πρόθυρα της ήττας. Μετά την αναγνώρισή του ως δούκας της Νορμανδίας, σημειώθηκε εξέγερση στο Ανζού, στην οποία συμμετείχε ο μικρότερος αδελφός του, Ηλίας, που απαιτούσε το Μαιν για τον εαυτό του. Κατά τη διάρκεια αυτής της ταραχώδους περιόδου των Ανδεγαυών, ο Γοδεφρείδος εγκατέλειψε το αξίωμα του δούκα, παραχωρώντας το στον γιό του, Ερρίκο, το 1150, αν και εξακολουθούσε να παίζει σημαντικό ρόλο στις υποθέσεις της Νορμανδίας.

Η ουσιαστική ίδρυση της Ανδεγαυικής Αυτοκρατορίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Γοδεφρείδος Πλανταγενέτης, πατέρας του Ερρίκου Β' και Κόμης του Ανζού

Ο Στέφανος δεν είχε παραιτηθεί από τις αξιώσεις του επί της Νορμανδίας, επειδή, παρά το γεγονός ότι ο Λουδοβίκος Ζ’ της Γαλλίας είχε αναγνωρίσει τον Γοδεφρείδο και αργότερα τον Ερρίκο το 1151 ως δούκες σε αντάλλαγμα εδαφικών παραχωρήσεων, φαινόταν δυνατή μία συμμαχία με τον Γάλλο βασιλιά. Ο Γοδεφρείδος πέθανε το 1151, αφήνοντας τον Ερρίκο δούκα της Νορμανδίας και κόμη του Ανζού, με τίτλους επίσης στην Τουρέν και στο Μαιν. Σύμφωνα με τον Γουλιέλμο του Νιούμπουρυ (αγγλ.: William of Newbury), οι υποτελείς του Γοδεφρείδου υποχρέωσαν τον Ερρίκο να ορκιστεί ότι θα παρέδιδε το Ανζού στον νεώτερο αδελφό του, Γοδεφρείδο, εάν επρόκειτο να πάρει το στέμμα της Αγγλίας. Αυτή ήταν η τελευταία επιθυμία του πατέρα του πριν πεθάνει και είχε διατάξει να μην ενταφιαστεί μέχρι να δώσει την παραπάνω υπόσχεση ο Ερρίκος.

Τον Μάρτιο του 1152, ο Λουδοβίκος Ζ’ και η Ελεονώρα της Ακουιτανίας ακύρωσαν τον γάμο τους με το πρόσχημα της συγγένειας εξ αίματος στο συμβούλιο που συγκλήθηκε στο Μποζενσύ (γαλλ.: Beaugency)[38]. Σύμφωνα με του όρους του διαζυγίου η Ελεονώρα θα παρέμενε δούκισσα της Ακουιτανίας, αλλά θα εξακολουθούσε να είναι υποτελής στον Λουδοβίκο. Οκτώ εβδομάδες αργότερα παντρεύτηκε τον Ερρίκο, έτσι αυτός έγινε δούκας της Ακουιτανίας και της Γασκώνης καθώς και κόμης του Πουατιέ. Τότε, ο Ερρίκος αρνήθηκε να δώσει το Ανζού στον αδελφό του, διότι θα έπρεπε να διασπάσει τα εδάφη του στα δύο. Συνέπεια αυτών των γεγονότων ήταν η δημιουργία ενός συνασπισμού εναντίον του από τον Λουδοβίκο. Σε αυτόν συμμετείχαν ο Στέφανος της Αγγλίας και ο γιός του Ευστάθιος Δ’ της Βουλώνης (παντρεμένος με την αδελφή του Λουδοβίκου), ο Ερρίκος Α’, κόμης της Καμπανίας (αρραβωνιασμένος με την κόρη του Λουδοβίκου), ο Ροβέρτος του Ντρε (αδερφός του Λουδοβίκου) και ο αδελφός του Ερρίκου, Γοδεφρείδος, ο οποίος έβλεπε ότι δεν θα αποκτούσε το Ανζού.

Ο Ερρίκος Β', ο πρώτος Ανδεγαυός βασιλιάς της Αγγλίας.

Τον Ιούλιο του 1152, τα στρατεύματα του Γάλλου βασιλιά επιτέθηκαν στην Ακουιτανία, ενώ ο Λουδοβίκος, ο Ευστάθιος, ο Ερρίκος της Καμπανίας και ο Ροβέρτος επιτέθηκαν στη Νορμανδία. Ο Γοδεφρείδος υποκίνησε μία εξέγερση στο Ανζού, ενώ ο Στέφανος επιτέθηκε στους πιστούς των Ανδεγαυών στην Αγγλία. Αρκετοί Αγγλο-Νορμανδοί ευγενείς άλλαξαν στρατόπεδο, διαβλέποντας μία επικείμενη καταστροφή. Ο Ερρίκος επρόκειτο να πλεύσει για την Αγγλία προκειμένου να διεκδικήσει τα δικαιώματά του όταν τα εδάφη του δέχθηκαν την επίθεση του συνασπισμού. Πρώτα κινήθηκε προς το Ανζού και υποχρέωσε τον Γοδεφρείδο να παραδοθεί. Στη συνέχεια αποφάσισε να ταξιδέψει στην Αγγλία τον Ιανουάριο του 1153 προκειμένου να συναντήσει τον Στέφανο. Ευτυχώς για αυτόν, ο Λουδοβίκος αρρώστηκε και έπρεπε να αποσυρθεί από το πεδίο της μάχης, ενώ η άμυνα του Ερρίκου συγκράτησε τους εχθρούς του. Μετά από επτά μήνες μαχών και πολιτικών κινήσεων, ο Ερρίκος απέτυχε να απαλλαγεί από τον Στέφανο, αλλά τότε ο γιός του τελευταίου, ο Ευστάθιος, πέθανε κάτω από περίεργες συνθήκες, «χτυπημένος από την οργή του Θεού». Ο Στέφανος εγκατέλειψε τον αγώνα του επικυρώνοντας τη Συνθήκη του Ουίντσεστερ, καθιστώντας τον Ερρίκο κληρονόμο του, υπό την προϋπόθεση ότι οι κτήσεις της οικογένειάς του θα ήταν εγγυημένες από την Αγγλία και τη Γαλλία, με τους ίδιους όρους που η Ματθίλδη είχε προηγουμένως αρνηθεί μετά τη νίκη της στο Λίνκολν. Ο Ερρίκος έγινε βασιλιάς της Αγγλίας, ως Ερρίκος Β’, μετά το θάνατο του Στεφάνου στις 25 Οκτωβρίου 1154. Στη συνέχεια, ξανατέθηκε το ζήτημα του όρκου που είχε δώσει ο Ερρίκος να παραδώσει το Ανζού στον αδελφό του, Γοδεφρείδο. Έλαβε άφεση από τον Πάπα Αδριανό Δ’ με το πρόσχημα ότι ο όρκος είχε επιβληθεί σε αυτόν και πρότεινε ως αποζημείωση στο Γοδεφρείδο στη Ρουέν το 1156. Ο Γοδεφρείδος αρνήθηκε και επέστρεψε στο Ανζού για να επαναστατήσει εναντίον του αδελφού του. Μπορεί να είχε ισχυρή αξίωση αλλά η θέση του ήταν αδύναμη. Ο Λουδοβίκος δεν θα παρενέβαινε αφού ο Ερρίκος είχε αποτίσει φόρο τιμής σε αυτόν για τις κτήσεις του στην ηπειρωτική Ευρώπη. Έπειτα, ο Ερρίκος συνέτριψε την εξέγερση του Γοδεφρείδου και ο τελευταίος αρκέστηκε σε μία ετήσια σύνταξη. Έτσι η Ανδεγαυική Αυτοκρατορία είχε πλέον σχηματιστεί.

Εδαφικές επεκτάσεις της Ανδεγαυικής Αυτοκρατορίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα προηγούμενα χρόνια της βασιλείας του, ο Ερρίκος Β’ διεκδίκησε περαιτέρω εδάφη και εργάστηκε για τη δημιουργία ενός δικτύου υποτελών κρατών ως αμυντικά αναχώματα, ειδικά γύρω από την Αγγλία και τη Νορμανδία. Οι πιο προφανείς περιοχές για επέκταση, στις οποίες τέθηκαν αξιώσεις, ήταν η Σκωτία, η Ουαλία, η Βρετάνη και, ως σύμμαχος και όχι ως μία νέα κυριαρχία, η Φλάνδρα.

Ο βασιλιάς Δαυίδ Α’ της Σκωτίας είχε εκμεταλλευτεί την Αναρχία για να καταλάβει τις περιοχές Κουμπρία, Ουέστμορλαντ και Νορθουμβρία της Αγγλίας. Στην Ουαλία, εμφανίστηκαν σημαντικοί ηγέτες όπως ο Ρυς του Ντέχεμπαρθ (Rhys of Deheubarth) και ο Οουαίν Γκουίνεντ (Owain Gwynedd). Στη Βρετάνη, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι ο δούκας της, Όντο Β’, είχε αναγνωρίσει τη νορμανδική επικυριαρχία. Δύο ζωτικής σημασίας μεθοριακά κάστρα, του Μουλέν-λα-Μαρς και του Μπονμουλέν, βρίσκονταν στα χέρια του Ροβέρτου του Ντρε. Ο κόμης Τιερί της Φλάνδρας είχε προσχωρίσει στη συμμαχία που είχε σχηματίσει ο Λουδοβίκος Ζ’ το 1153. Πιο νότια, ο κόμης του Μπλουά είχε αποκτήσει το Αμπουάζ. Από την οπτική του Ερρίκου Β’, αυτά τα εδαφικά ζητήματα απαιτούσαν επίλυση[8].

Ο Ερρίκος Β’ έδειξε ότι ήταν ένας θρασύς και τολμηρός βασιλιάς καθώς και ενεργητικός και κινητικός. Ο χρονικογράφος Ρογήρος του Χόουντεν  (αγγλ.: Roger of Howden) δήλωσε ότι ο Ερρίκος ταξίδευε μεταξύ των κτήσεών τουτόσο γρήγορα που ο Λουδοβίκος Ζ’ αναφώνησε κάποτε πως «ο βασιλιάς της Αγγλίας είναι τώρα στην Ιρλανδία, τώρα στην Αγγλία, τώρα στη Νορμανδία... φαίνεται μάλλον να πετάει παρά να κινείται με άλογο ή πλοίο»[39]. Όμως, ο Ερρίκος βρισκόταν περισσότερο στη Γαλλία από ό,τι στην Αγγλία[40]. Ο Ραλφ του Ντικέτο (Ralph de Diceto) καθηγούμενος του Καθεδρικού του Αγίου Παύλου, είπε ειρωνικά ότι "Δεν μένει τίποτα άλλο να στείλουμε για να φέρουμε τον βασιλιά πίσω στην Αγγλία εκτός από τον Πύργο του Λονδίνου"[41].

Φρούρια και προπύργια στη Γαλλία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η εδαφική κατάσταση το 1154

Ο Ερρίκος Β’ αγόρασε το Βερνό (γαλλ.: Vernon) και τη Νεφ-Μαρσέ (γαλλ.: Neuf-Marché) το 1154[42]. Αυτή η νέα στρατηγική ρύθμιζε τη σχέση μεταξύ Πλανταγενετών και Καπετιδών. Ο Λουδοβίκος Ζ’ είχε αποτύχει στην προσπάθειά του καθαιρέσει τον Ερρίκο Β'. Λόγω του γεγονότος ότι οι Ανδεγαυοί είχαν υπό τον έλεγχό τους την Αγγλία, ο Γάλλος βασιλιάς δε μπορούσε να αντιταχθεί στην υπεροχή των συνολικών δυνάμεων των Ανδεγαυών έναντι αυτών των Καπετιδών. Ωστόσο, ο Ερρίκος Β' αρνήθηκε να υποχωρήσει παρά την προφανή αλλαγή πολιτικής του Λουδοβίκου έως ότου κατακτήσει για λογαριασμό της Νορμανδίας το Βεξέν (γαλλ.:  Vexin). Ο Τόμας Μπέκετ (αγγλ.: Thomas Becket), ο τότε Καγκελάριος της Αγγλίας, στάλθηκε ως πρέσβης στο Παρίσι το καλοκαίρι του 1158 για να ηγηθεί των διαπραγματεύσεων[43]. Επέδειξε εκεί όλο τον πλούτο που θα μπορούσαν να παράσχουν οι Ανδεγαυοί σε έναν ανώτατο αξιωματούχο τους και, σύμφωνα με τον Ουίλιαμ Φιτστήβεν (αγγλ.: William FitzStephen) που ακολουθούσε τον Μπέκετ στην αποστολή, ένας Γάλλος αναφώνησε: «Εάν ο Καγκελάριος της Αγγλίας ταξιδεύει με τόσο μεγαλείο, πώς πρέπει να είναι ο βασιλιάς του;»[44]. Η κόρη του Λουδοβίκου Ζ’, Μαργαρίτα, η οποία ήταν ακόμα βρέφος, αρραβωνιάστηκε με τον διάδοχο του Ερρίκου Β', τον μεγαλύτερο γιό του, Ερρίκο τον Νεότερο, λαμβάνοντας ως προίκα το Βεξέν[43]. Στα πλαίσια της συμφωνίας ο Ερρίκος Β' θα παρέδιδε στους Γάλλους τα κάστρα των Μουλέν-λα-Μαρς και Μπονμουλέν[45]. Τέλος ο Θεοβάλδος Ε’, κόμης του Μπλουά, θα του έδινε πίσω την Αμπουάζ (γαλλ.: Amboise).

Η σχέση μεταξύ του Τιερί της Αλσατίας, κόμη της Φλάνδρας, ο οποίος είχε συμμετάσχει στις επιθέσεις εναντίον του Ερρίκου Β΄ στο πλευρό του Λουδοβίκου Ζ’, και του Ερρίκου Β’, που είχε εκδιώξει όλους τους Φλαμανδούς μισθοφόρους μετά την άνοδό του στο θρόνο[46], δεν ήταν αρχικά εγκάρδιες. Ωστόσο, το εμπόριο μαλλιού μεταξύ Αγγλίας και Φλάνδρας ήταν κερδοφόρο κάτι που σήμαινε ότι ο κόμης και ο Ερρίκος έπρεπε να ευνοήσουν τη δημιουργία μίας εγκάρδιας σχέσης μεταξύ τους. Αυτή η σχέση κορυφώθηκε όταν ο κόμης όρισε τον Ερρίκο ως κηδεμόνα του μεγαλύτερου γιού του, Φιλίππου, ο οποίος θα εκτελούσε χρέη αντικόμη[47], ώστε ο Τιερί να μπορέσει να μεταβεί στην Ιερουσαλήμ για προσκύνημα χωρίς ανησυχία το 1157. Το 1159, ο Γουλιέλμος του Μπλουά πέθανε χωρίς διάδοχο. Ήταν ο τελευταίος γιός του Στεφάνου, αφήνοντας κενούς τους τίτλους των κόμητων της Βουλώνης και του Μορταίν. Ο Ερρίκος απορρόφησε την κομητεία του Μορταίν, αλλά ήθελε να παραχωρήσει τη Βουλώνη στο δεύτερο γιό του Τιερί, τον Ματθαίο, ο οποίος παντρεύτηκε τη Μαρία της Βουλώνης. Ο τίτλος του κόμη της Βουλώνης συνοδεύτηκε με σημαντικά κτήματα στο Λονδίνο και στο Κόλτσεστερ.

Η Αγγλία εμπορευόταν μεγάλο μέρος του μαλλιού της με τη Φλάνδρα μέσω του λιμανιού της Βουλώνης[48]. Έτσι σφραγίστηκε μία συμμαχία με αυτές τις δύο κομητείες με τον παραπάνω γάμο και τις παραχωρήσεις των κτημάτων στην Αγγλία. Το 1163, τα λίγα επίσημα έγγραφα που διασώζονται δείχνουν ότι ο Ερρίκος Β’ και ο Τιερί ανανέωσαν μία συνθήκη που είχε συναφθεί μεταξύ του Ερρίκου Α’ της Αγγλίας και του Ροβέρτου Β’ της Φλάνδρας. Η Φλάνδρα, στα πλαίσια της συνθήκης, θα προσέφερε στον Ερρίκο Β’ ιππότες ως αντάλλαγμα ενός ετήσιου αφιερώματος σε χρήματα (αγγλ.: “money-fief”)[49].

Στη Βρετάνη, ο δούκας Κόναν Γ’ κήρυξε τον γιό του, Οέλ, νόθο και τον αποκλήρωσε στην επιθανάτιο κλίνη του το 1148[50]. Δούκισσα έγινε η κόρη του, Μπέρτα της Βρετάνης που έκανε τον σύζυγό της εκείνη την εποχή, τον Όντο, ονομαστικά δούκα[50]. Ο Οέλ έπρεπε να είναι ικανοποιημένος ως κόμης της Νάντης. Η Μέρτα ήταν χήρα του Άλαν της Βρετάνης, με τον οποίο είχε έναν γιό, τον Κόναν[51]. Ο Κόναν, ο οποίος είχε γίνει κόμης του Ρίτσμοντ στην Αγγλία το 1148, ήταν ο τέλειος υποψήφιος για τον Ερρίκο Β’ ώστε να γίνει ο μελλοντικός δούκας της Βρετάνης μετά την Μπέρτα, καθώς οποιοσδήποτε δούκας με περιουσιακά στοιχεία στην Αγγλία θα ήταν ευκολότερο να χειραγωγηθεί, καθώς ήταν άμεσα υποτελής του Άγγλου βασιλιά[52].

Το 1156, η Βρετάνη επλήγη από εμφύλιες συγκρούσεις όταν πέθανε η Μπέρτα, θέτοντας τέλος στην προοπτική διαδοχής της από τον Κόναν[50]. Εν τω μεταξύ, στη Νάντη, ο πληθυσμός προσπάθησε να εκδιώξει τον κόμη της περιοχής, τον Οέλ, και κάλεσε τον Ερρίκο Β’ για βοήθεια[52]. Ο Γοδεφρείδος, αδελφός του Ερρίκου, τοποθετήθηκε ως κόμης από τον αδελφό του, αλλά πέθανε το 1158[52]. Ο Κόναν Δ’, στη συνέχεια κυβέρνησε για σύντομο διάστημα ως κόμης, αλλά ο Ερρίκος του πήρε τον τίτλο την ίδια χρονιά συγκεντρώνοντας μία στρατιά στην Αβράνς για να τον απειλήσει[53]. Το 1160, η εξαδέλφη του Ερρίκου, Μαργαρίτα της Σκωτίας, παντρεύτηκε τον Κόναν[54]. Στη συνέχεια, ο Ερρίκος υποστήριξε την ανεξαρτησία της Βρετάνης το 1161 όταν εξασφάλισε την αρχιεπισκοπή του Ντολ[55]. Η δικαιοδοσία της αρχιεπισκοπής της Τουρ θα περιλάμβανε τη Βρετάνη εάν ο Ερρίκος δεν είχε προσφύγει στη Ρώμη[55]. Στη συνέχεια διόρισε ως επίσκοπο του Ντολ τον Ροζέ του Ομέτ (γαλλ.: Roger du Hommet)[56][57]. Χωρίς παράδοση ισχυρής διακυβέρνησης στη Βρετάνη, η δυσαρέσκεια αυξήθηκε μεταξύ των ευγενών της περιοχής τα επόμενα χρόνια, με αποκορύφωμα μία βαρονική εξέγερση την οποία κατέπνιξε ο Ερρίκος Β’ το 1166[58][59]. Αρραβώνιασε, έπειτα, τον επτάχρονο γιό του, Γοδεφρείδο, με την κόρη του Κόναν, Κωνσταντία, και αργότερα υποχρέωσε τον τελευταίο να παραιτηθεί υπερ του γαμπρού του, καθιστώντας τον Ερρίκο ουσιαστικά ηγεμόνα της Βρετάνης, αλλά χωρίς να κατέχει τον τίτλο του δούκα[60]. Οι ευγενείς αντιτάχθηκαν σθεναρά σε αυτή την ενέργεια και έλαβαν χώρα περισσότερες εισβολές τα επόμενα χρόνια μέχρι το 1173[61]. Κάθε μία από αυτές τις εισβολές ακολουθήθηκε από δημεύσεις περιουσιών, και ο Ερρίκος εγκατέστηκε άτομα εμπιστοσύνης του στην περιοχή, τον Ουίλιαμ Φιτσέιμο (William Fitzhamo) και τον Ρολάνδο του Ντινάν (Rolland of Dinan)[62]. Παρόλο που δεν αποτελούσε κτήση των Πλανταγενετών, η Βρετάνη βρισκόταν υπό τον αυστηρό έλεγχό τους[63].

Σφραγίδα του Γουλιέλμου Α' (του Λέοντα), βασιλιά της Σκωτίας

Ο Ερρίκος Β’ συναντήθηκε με τον Μάλκολμ Δ’ το 1157 σχετικά με το ζήτημα των εδαφών της Κουμπρίας, του Ουέστμορλαντ και της Νορθουμβρίας τα οποία είχε καταλάβει στο παρελθόν ο παππούς του τελευταίου, Δαυίδ Α’ της Σκωτίας. Το 1149, πρωτού καταστεί ισχυρός ο Ερρίκος Β’, ορκίστηκε στον Δαυίδ ότι τα εδάφη βόρεια του Νιουκάστλ θα έπρεπε να ανήκουν για πάντα στον βασιλιά της Σκωτίας. Ο Μάλκολμ υπενθύμισε αυτόν τον όρκο στον Ερρίκο Β’ ο οποίος δε συμμορφώθηκε. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι ο Ερρίκος Β’ έλαβε απαλλαγή από τον όρκο του από τον Πάπα αυτή τη φορά, όπως παραθέτει ο Ουίλιαμ του Νιούμπορο (αγγλ.: William of Newburgh), «θεωρώντας συνετά ότι ήταν ο βασιλιάς της Αγγλίας που είχε το καλύτερο επιχείρημα λόγω της πολύ μεγαλύτερης δύναμής του». Ο Μάλκολμ υποχώρησε και κατέβαλε φόρο τιμής σε αντάλλαγμα για το Χάτινγκτον, το οποίο είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του[64][65].

Ο Γουλιέλμος Α’, επόμενος βασιλιάς της Σκωτίας, ήταν δυσαρεστημένος με τον Ερρίκο Β’, αφού του είχε δοθεί η Νορθουμβρία από τον Δαυίδ Α’ το 1152, και ως εκ τούτου την έχασε από τον Ερρίκο Β’ όταν ο Μάλκολμ Δ’ του την παρέδωσε το 1157. Ως μέρος του συνασπισμού που δημιούργησε ο Λουδοβίκος Ζ’ της Γαλλίας, ο Γουλιέλμος εισέβαλε αρχικά στη Νορθουμβρία το 1173 και στη συνέχεια πάλι το 1174, με αποτέλεσμα να συλληφθεί κοντά στο Άλνγουικ και να υποχρεωθεί να υπογράψει τη σκληρή, για αυτόν και τη Σκωτία, Συνθήκη της Φαλαίζ. Με βάση αυτή τη συνθήκη τοποθετήθηκαν αγγλικές φρουρές στα κάστρα του Εδιμβούργου, του Ρόξμπορο, του Τζέντμπορο και του Μπέργουικ[18]. Η νότια Σκωτία βρέθηκε τότε υπό τον αυστηρό αγγλικό έλεγχο, όπως και η Βρετάνη. Ο Ριχάρδος Α’ της Αγγλίας θα τερματίσει αργότερα τη Συνθήκη της Φαλαίζ με αντάλλαγμα χρήματα προκειμένου να χρηματοδοτήσει τη δική του σταυροφορία, θέτοντας ένα πλαίσιο για εγκάρδιες σχέσεις μεταξύ των βασιλέων της Αγγλίας και της Σκωτίας.

Ο Ρυς του Ντέχεμπαρθ, ο επονομαζόμενος Άρχοντας Ρυς, και ο Οουαίν Γκουίνεντ βρίσκονταν σε διαπραγματεύσεις. Ο Ερρίκος Β’ χρειάστηκε να επιτεθεί στην Ουαλία τρεις φορές, το 1157, το 1158 και το 1163 για να απαντήσουν στην πρόσκλησή του προς τους Ουαλούς ευγενείς να προσέλθουν στην αυλή του. Οι Ουαλοί βρήκαν τους όρους του πολύ σκληρούς και σε μεγάλο βαθμό εξεγέρθηκαν εναντίον του. Στη συνέχεια ο Ερρίκος προχώρησε σε μία τέταρτη εισβολή το 1164, αυτή τη φορά με μία τεράστια στρατιά. Σύμφωνα με το ουαλικό «Χρονικό των Πριγκίπων» (Ουαλ.: Brut y Tywysogion), ο Ερρίκος κινητοποίησε «ένα ισχυρό πλήθος από επίλεκτους πολεμιστές της Αγγλίας και της Νορμανδίας και της Φλάνδρας και του Ανζού και της Γασκώνης και της Σκωτίας» προκειμένου να «φέρουν τη δουλεία και να καταστρέψουν όλους τους Βρετόνους»[66].

Ο κακός καιρός, οι βροχές, οι πλημμύρες και η συνεχής παρενόχληση από τα ουαλικά στρατεύματα επιβράδυναν την προέλαση της στρατιάς των Ανδεγαυών και εμπόδισαν την κατάληψη της Ουαλίας. Ένας εξαγριωμένος Ερρίκος προέβη στον ακρωτηριασμό των Ουαλών ομήρων. Η Ουαλία θα παρέμενε ασφαλής για λίγο, αλλά η εισβολή στην Ιρλανδία πίεσε τον Ερρίκο Β’ να κλείσει το ζήτημα μέσω διαπραγματεύσεων με τον άρχοντα Ρυς[20].

Το Κάστρο του Βασιλιά Ιωάννη, επί του ποταμού Σάνον.

Υπήρχαν περαιτέρω σχέδια επέκτασης καθώς ο μικρότερος αδελφός του Ερρίκου Β’ δεν είχε δικό του φέουδο. Η Αγία Έδρα πιθανότατα να υποστήριζε μία εκστρατεία στην Ιρλανδία που θα έφερνε την εκκλησία του νησιού στον χριστιανικό λατινικό κόσμο της Ρώμης. Ο Ερρίκος έλαβε την ευλογία της Ρώμης το 1155 υπό τη μορφή μίας παπικής βούλας[67], αλλά έπρεπε να αναβάλει την εισβολή στην Ιρλανδία εξαιτίας των προβλημάτων στις κτήσεις τους αλλά και με τους γείτονές του. Σύμφωνα με τη βούλα Laudabiliter «αξιέπαινα και επικερδώς η εκλαμπρότητά σας αναλογίζεται την επέκταση του ένδοξου ονόματός σας στη γη».

Ο Γουλιέλμος Ι’, κόμης του Πουατού, και μικρότερος αδελφός του Ερρίκου, πέθανε το 1164 χωρίς να εγκατασταθεί στην Ιρλανδία, αλλά ο Ερρίκος Β’ δεν παραιτήθηκε από την κατάκτηση της Ιρλανδίας. Το 1167, ο Διαρμάιτ του Λένστερ, ένας Ιρλανδός τοπικός βασιλιάς, αναγνωρίστηκε ως «πρίγκιπας του Λένστερ» από τον Ερρίκο Β’ και του επιτράπηκε να στρατολογήσει άνδρες στην Αγγλία και την Ουαλία προκειμένου να τους χρησιμοποιήσει στην Ιρλανδία εναντίον άλλων τοπικών ηγεμόνων. Οι ιππότες γνώρισαν επιτυχίες εκεί χωρίζοντας τα εδάφη σε φέουδα που θα κέρδιζαν, γεγονός που ανησύχησε τον Ερρίκο Β’ ώστε να μεταβεί στην Ιρλανδία τον Οκτώβριο του 1171 κοντά στο Γουότερφορντ. Εκεί οι περισσότεροι τοπικοί ηγεμόνες τον αναγνώρισαν ως άρχοντά τους. Ακόμη και ο Ρόρυ Ο’Κόννορ, ο βασιλιάς του Κόνοτ και ύπατος βασιλιάς της Ιρλανδίας απέτισε φόρο τιμής  στον Ερρίκο Β’. Ο Ερρίκος τοποθέτησε μερικούς άντρες του σε φρούρια όπως στο Δουβλίνο και στο Λένστερ, καθώς ο Διαρμάιτ είχε πεθάνει. Έδωσε επίσης τα ακατανίκητα βασίλεια όπως το Κορκ, το Λίμερικ και το Όλστερ στους άνδρες του και άφησε τους Νορμανδούς να χαράξουν τα εδάφη τους στην Ιρλανδία. Το 1177 διόρισε τον γιό του, Ιωάννη, ως πρώτο άρχοντα της Ιρλανδίας, αν και ήταν πολύ νέος, φτάνοντας εκεί αργότερα, το 1185. Όμως ο Ιωάννης απέτυχε να παγιώσει την εξουσία του στο νησί και αναγκάστηκε να επιστρέψει στον πατέρα του. Μόνο 25 χρόνια αργότερα επέστρεψε στην Ιρλανδία ενώ οι Νορμανδοί ευγενείς είχαν χτίσει κάστρα για να διαφυλάξουν τα συμφέροντά τους εκεί.

Άποψη της Καρκασσόν.

Πολύ λιγότερο βάσιμη ήταν η αξίωση για την Τουλούζη. Οι πρόγονοι της Ελεονώρας διεκδίκησαν την τεράστια κομητεία της Τουλούζης, καθώς αποτελούσε την κεντρική δύναμη του αρχαίου δουκάτου της Ακουιτανίας κατά την εποχή του Εύδη του Μεγάλου[15]. Ο Ερρίκος Β’ και ίσως ακόμη και η Ελεονώρα ήταν πιθανώς εντελώς άσχετοι με αυτή την αρχαία γραμμή των δουκών της περιοχής, καθώς η Ελεονώρα προερχόταν από τον Οίκο των Ραμνουλφιδών ή Πουατιέ και ο Ερρίκος ήταν Ανδεγαυός.

Η Τουλούζη ήταν μία πολύ μεγάλη πόλη, βαριά οχυρωμένη και πολύ πλουσιότερη από αρκετές πόλεις της εποχής. Επίσης, ήταν στρατηγικής σημασίας καθώς βρίσκεται μεταξύ του Ατλαντικού Ωκεανού και της Μεσογείου. Η Κομητεία της Τουλούζης ήταν το μεγαλύτερο κράτος του Βασιλείου της Γαλλίας με πρόσβαση στη Μεσόγειο Θάλασσα και περιλάμβανε σημαντικές πόλεις όπως τη Ναρμπόν, την Καόρ, την Αλμπί, τη Νιμ και την Καρκασσόν.

Τον Ιούνιο του 1157, οι δυνάμεις του Ερρίκου Β’ συγκεντρώθηκαν στο Πουατιέ. Αυτές περιλάμβαναν στρατεύματα από όλες τις κτήσεις του Ερρίκου, από τη Γασκώνη έως την Αγγλία, καθώς και ενισχύσεις που έστειλαν ο Τιερί και ο Μάλκολμ Δ’. Στην εκστρατεία έλαβε μέρος ακόμη και ένας Ουαλλός ηγεμόνας. Αυτή η στρατιά ήταν μεγαλύτερη από τις αντίστοιχες των κρατών της εποχής, εκτός αυτών που σχηματίστηκαν για τις μεγάλες σταυροφορίες[68]. Ο Ερρίκος Β’ επιτέθηκε από στα βόρεια ενώ άλλοι από τους συμμάχους του, δηλαδή οι Τρανκαβέλ και ο Ραϋμόνδος Βερεγγάριος, άνοιξαν ένα δεύτερο μέτωπο. Ο Ερρίκος Β’ δεν μπόρεσε να καταλάβει την Τουλούζη αφού ο επικυρίαρχός του στην ηπειρωτική Ευρώπη, ο βασιλιάς Λουδοβίκος Ζ’ της Γαλλίας, είχε λάβει ο ίδιος μέρος στη άμυνά της. Έτσι, ο Ερρίκος δεν ήθελε να αποτελέσει παράδειγμα απείθειας  για τους δικούς του υποτελείς, αλλά ούτε και να πρέπει να προχωρήσει στη φυλάκηση του επικυρίαρχού του, Λουδοβίκου Ζ’[68]. Οι συγκρούσεις του Ερρίκου με την Τουλούζη θα ονομάζονταν ως Τεσσαρακονταετής Πόλεμος  από τον Ουίλιαμ του Νιούμπορο. Ο Ερρίκος Β’ που κατέλαβε την Καόρ, αλλά και διάφορα κάστρα στην κοιλάδα του Γαρούνα (περιοχή του Κερσί), επέστρεψε το 1161 και έπειτα ήταν απασχολημένος με συγκρούσεις σε άλλες περιοχές των κτήσεών του, αφήνοντας τους συμμάχους του να πολεμούν εναντίον της Τουλούζης. Ο Αλφόνσος Β’, βασιλιάς της Αραγωνίας, έχοντας και ο ίδιος συμφέροντα εκεί, προσχώρησε στον πόλεμο. Το 1171, ο Ερρίκος Β’ προχώρησε σε συμμαχία με τον Ουμβέρτο Γ’ της Σαβοΐας, προσθέτοντας έτσι έναν ακόμα εχθρό του Ραϋμόνδου Ε’ στο στρατόπεδό του. Το 1173, στη Λιμόζ, ο Ραϋμόνδος εγκατέλειψε τελικά τον αγώνα του μετά από μία δεκαετία συνεχών μαχών. Υποχρεώθηκε να αποτίσει φόρο τιμής στο Ερρίκο Β’ και στους δύο γιούς του, Ερρίκο τον Νεότερο και Ριχάρδο. Ο τελευταίος διορίστηκε νέος δούκας της Ακουιτανίας[69].

Απόγειο της Ανδεγαυικής Αυτοκρατορίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι επιθέσεις εναντίον της Τουλούζης κατέστησαν σαφές ότι η ειρήνη μεταξύ του Λουδοβίκου Ζ’ και του Ερρίκου Β’ δεν ήταν πραγματική ειρήνη αλλά απλώς μία ευκαιρία για τον Ερρίκο να κάνει πόλεμο αλλού[70]. Ο Λουδοβίκος βρισκόταν σε αμήχανη θέση: ο Ερρίκος ήταν πιο ισχυρός από αυτόν και ο Λουδοβίκος δεν είχε αρσενικό κληρονόμο. Η Κωνσταντία της Καστίλης, η δεύτερη σύζυγός του, πέθανε κατά τον τοκετό το 1160 και ο Λουδοβίκος Ζ’ ανακοίνωσε ότι θα ξαναπαντρευόταν άμεσα, υπό την επείγουσα ανάγκη απόκτησης ενός αρσενικού κληρονόμου, με την Αδέλα της Καμπανίας. Ο δίχρονος γιός του Ερρίκου Β’, Ερρίκος, παντρεύτηκε τελικά την Μαργαρίτα υπό την πίεση του πατέρα του και, όπως ανακηρύχθηκε το 1158, το Βεξέν της Νορμανδίας πέρασε σε αυτόν ως προίκα της Μαργαρίτας. Αν ο Λουδοβίκος Ζ’ πέθαινε χωρίς αρσενικό κληρονόμο, ο Ερρίκος θα ήταν ισχυρός υποψήφιος για τον γαλλικό θρόνο.

Το 1164, ο Λουδοβίκος βρήκε έναν επικίνδυνο σύμμαχο στο πρόσωπο του αρχιεπισκόπου Τόμας Μπέκετ[71]. Ο Λουδοβίκος και ο Μπέκετ είχαν συναντηθεί προηγουμένως το 1158, αλλά τώρα οι συνθήκες ήταν διαφορετικές. Η Γαλλία αποτελούσε ήδη καταφύγιο για μερικούς πρόσφυγες κληρικούς και ο Λουδοβίκος ήταν γνωστός ως Rex Christianisimus (ο περισσότερο Χριστιανός βασιλιάς), σύμφωνα με τον Ιωάννη του Σόλσμπερι[71]. Ο Μπέκετ κατέφυγε στη Γαλλία και μετά από το γεγονός αυτό σημειώθηκαν αυξανόμενες συγκρούσεις μεταξύ του Ερρίκου Β’ και του Μπέκετ. Ο Ερρίκος προκάλεσε τελικά τη δολοφονία του Μπέκετ το 1170 αφού προηγουμένως είχε δηλώσει «τί άθλιους προδότες έχω θρέψει στο σπιτικό μου που οδήγησαν τον άρχοντά τους να υποστεί τόσο επαίσχυντη περιφρόνηση από έναν κατώτερης καταγωγής γραφέα!»[72]. Η Χριστιανοσύνη κατηγόρησε τον Ερρίκο, ενώ ο Λουδοβίκος επιδοκιμάστηκε ευρέως εξαιτίας της προστασίας που προσέφερε στον Μπέκετ. Η κοσμική δύναμη του Λουδοβίκου ήταν πολύ μικρότερη από του Ερρίκου, αλλά ο Λουδοβίκος είχε πλέον το ηθικό πλεονέκτημα.

Η παλαιότερη γνωστή απεικόνιση της δολοφονίας του Τόμας Μπέκετ στον Καθεδρικό Ναό του Καντέρμπουρι, όπου ήταν αρχιεπίσκοπος.

Το 1165, οι ελπίδες του γιού του Ερρίκου Β’ για μελλοντική άνοδό του στο θρόνο της Γαλλίας εξανεμίστηκαν, όταν η Αδέλα έφερε στον κόσμο τον γιό του Λουδοβίκου, Φίλιππο. Μετά από αυτό το γεγονός, η εύθραυση αγγλο-γαλλική ειρήνη τερματίστηκε. Το 1167, ο Ερρίκος Β’ βάδισε προς την Ωβέρνη (γαλλ.: Auvergne) και το 1170 επιτέθηκε επίσης στην Μπουρζ. Ο Λουδοβίκος Ζ’ απάντησε με επιδρομή στο Νορμανδικό Βεξέν, αναγκάζοντας τον Ερρίκο Β’ να μετακινήσει τα στρατεύματά του βόρεια, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στον βασιλιά της Γαλλίας να απελευθερώσει την Μπουρζ. Σε αυτό το σημείο, ο ιστορικός Τζων Γκίλιγκχαμ (John Gillingham) στο έργο του «The Angevin Empire» αναφέρει ότι είναι πεπεισμένος πως ο Λουδοβίκος «πρέπει να αναρρωτιόταν αν θα υπήρχε ποτέ τέλος στην επιθετική επεκτατική πολιτική του Ερρίκου»[73].

Ο Ερρίκος Β’ δεν αντιμετώπιζε τα εδάφη του ως μία συνεκτική αυτοκρατορία, αλλά ως ιδιωτικές κτήσεις τις οποίες σχεδίαζε να διανείμει στα παιδιά του. Ο Ερρίκος, «ο νεαρός βασιλιάς», στέφθηκε βασιλιάς της Αγγλίας το 1170 (αν και δεν κυβέρνησε ποτέ). Ο Ριχάρδος έγινε δούκας της Ακουιτανίας το 1172, ο Γοδεφρείδος έγινε δούκας της Βρετάνης το 1181 και ο Ιωάννης ονομάστηκε κύριος της Ιρλανδίας το 1185. Ο Ερρίκος Β’ είχε υποσχεθεί στον Αλφόνσο Ζ’ την κόρη του Ελεωνόρα ως σύζυγο μαζί με τη Γασκώνη ως προίκα κατά τη διάρκεια της εκστρατείας εναντίον της Τουλούζης το 1170. Αυτή η κατανομή των εδαφών μεταξύ των παιδιών του έκανε πιο δύσκολο των έλεγχό τους από αυτόν, καθώς τώρα τα παιδιά του θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν τις δικές τους πολεμικές επιχειρήσεις από τις ίδιες τις κτήσεις τους και να προσπαθήσουν να απομακρύνουν τον πατέρα τους από αυτές.

Μετά τη στέψη του το 1173, ο Ερρίκος, ο «νεαρός βασιλιάς», ζήτησε ως μέρος της κληρονομιάς του, τουλάχιστον την Αγγλία, τη Νορμανδία ή το Ανζού, αλλά ο πατέρας του αρνήθηκε. Ο νεαρός Ερρίκος συνασπίστηκε στη συνέχεια με τον Λουδοβίκο για να ανατρέψει τον πατέρα του, και η μητέρα του, Ελεωνόρα, εντάχθηκε στην εξέγερση εναντίον του Ερρίκου Β’. Τόσο ο Ριχάρδος όσο και ο Γοδεφρείδος εντάχθηκαν σύντομα στις δυνάμεις του αδελφού τους. Οι εχθροί που είχε δημιουργήσει ο Ερρίκος Β’ εισήλθαν τώρα στη σύγκρουση στην πλευρά του Λουδοβίκου, συμπεριλαμβανομένων του βασιλιά Γουλιέλμου του Λέοντα της Σκωτίας, του Φιλίππου, κόμη της Φλάνδρας, του Ματθαίου, κόμη της Βουλώνης και του Θεοβάλδου, κόμη του Μπλουά. Ο Ερρίκος Β’ όμως αναδείχθηκε νικητής. Ο πλούτος του αποδείχθηκε ότι μπορούσε να στρατολογήσει μεγάλο αριθμό μισθοφόρων. Είχε φυλακίσει τη σύζυγό του, Ελεωνόρα, και τον Γουλιέλμο τον Λέοντα, τον οποίο ανάγκασε στην υπογραφή της Συνθήκης της Φαλαίζ. Ο Ερρίκος Β’ αγόρασε την κομητεία της Μαρς και στη συνέχεια αξίωσε ότι οι Γάλλοι έπρεπε να του επιστρέψουν άμεσα το Βεξέν και την Μπουρζ. Ωστόσο, αυτή τη φορά δεν υπήρξε εισβολή για την υποστήριξη της αξίωσης αυτής.

Σημειώσεις και αναφορές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. Ο όρος imperium χρησιμοποιήθηκε τουλάχιστον μία φορά τον 12ο αιώνα, στο Dialogus de Scaccari (περ. 1179), Per longa terrarum spatia triumphali victoria suum dilataverit imperium (Canchy, England, p. 118; Holt, 'The End of the Anglo-Norman Realm', p. 229). Κάποιοι ιστορικοί του 20ού αιώνα αποφεύγουν τον όρο "αυτοκρατορία", ο Robert-Henri Bautier (1984) χρησιμοποίησε τον όρο espace Plantagenêt, ενώ ο Jean Favier χρησιμοποίησε το complexe féodal. Ωστόσο, ο όρος Empire Plantagenêt υπάρχει στην γαλλική ιστοριογραφία. Aurell, Martin (2003). L'Empire des Plantagenêt, 1154–1224. Perrin. p. 1. ISBN 9782262019853.
  2. John H. Elliott (2018). Scots and Catalans: Union and Disunion. Yale University Press. p. 31. ISBN 9780300240719.
  3. Gillingham, John (1984). The Angevin Empire. Hodder Arnold. p. 2. ISBN 9780713162493.
  4. Norgate, Kate (1887). England under the Angevin Kings. London: Macmillan. pp. 393.
  5. Aurell, Martin (2003). L'Empire des Plantagenêt, 1154–1224. Perrin. p. 11. ISBN 9782262019853. En 1984, résumant les communications d'un colloque franco-anglais tenu à Fontevraud (Anjou), lieu de mémoire par excellence des Plantagenêt, Robert Henri-Bautier, coté français, n'est pas en reste, proposant, pour cette 'juxtaposition d'entités' sans 'aucune structure commune' de substituer l'imprécis 'espace' aux trop contraignants 'Empire Plantagenêt' ou 'Etat anglo-angevin'.
  6. 6,0 6,1 Angevin, adj. and n." Oxford English Dictionary. Retrieved 13 January 2015.
  7. E.M., Hallam (1983). Capetian France 937–1328. Longman. p. 221. ISBN 9780582489103. Closer investigation suggests that several of these assumptions are unfounded. One is that the Angevin dominions ever formed an empire in any sense of the word.
  8. 8,0 8,1 8,2 Carpenter, David (2003). The Struggle for Mastery. Penguin. pp. 191. ISBN 9780140148244.
  9. Gillingham, John (1984). The Angevin Empire. Hodder Arnold. p. 3. ISBN 9780713162493. Unquestionably if used in conjunction with atlases in which Henry II's lands are coloured red, it is a dangerous term, for then overtones of the British Empire are unavoidable and politically crass. But in ordinary English usage 'empire' can mean nothing more specific than an extensive territory, especially an aggregate of many states, ruled over by a single ruler. When coupled with 'Angevin', it should, if anything, imply a French rather than a 'British' Empire.
  10. 10,0 10,1 10,2 Aurell, Martin (2003). L'Empire des Plantagenêt, 1154–1224. Perrin. p. 10. ISBN 9782262019853.
  11. Gerli, E. Michael; Armistead, Samuel G., eds. (2003). Medieval Iberia: An Encyclopedia. Routledge. p. 60. ISBN 9780415939188.
  12. Hallam, E.M. (1983). Capetian France 937–1328. Longman. p. 222. ISBN 9780582489103.
  13. Gillingham, John (1984). The Angevin Empire. Hodder Arnold. p. 5. ISBN 9780713162493.
  14. Aurell, Martin (2003). L'empire des Plantagenets. Perrin. p. 11. ISBN 9782262019853.
  15. 15,0 15,1 Hallam, E.M. (1983). Capetian France 987–1328. Longman. p. 74. ISBN 9780582489103.
  16. Hallam, E.M. (1983). Capetian France 987–1328. Longman. p. 64. ISBN 9780582489103. Then in 1151 Henry Plantagenet paid homage for the duchy to Louis VII in Paris, homage he repeated as king of England in 1156.
  17. Gillingham, John (1984). The Angevin Empire. Hodder Arnold. p. 50. ISBN 9780713162493.
  18. 18,0 18,1 Carpenter, David (2003). The Struggle for Mastery. Penguin. pp. 226. ISBN 9780140148244.
  19. 19,0 19,1 Carpenter, David (2003). The Struggle for Mastery. Penguin. pp. 91. ISBN 9780140148244. But this absenteeism solidified rather than sapped royal government since it engendered structures both to maintain peace and extract money in the King's absence, money which was above all needed across the Channel.
  20. 20,0 20,1 Carpenter, David (2003). The Struggle for Mastery. Penguin. pp. 215. ISBN 9780140148244.
  21. Duffy, Sean (2004). Medieval Ireland: An Encyclopedia. Routledge. pp. 58, 59. ISBN 9780415940528.
  22. Gillingham, John (1984). The Angevin Empire. Hodder Arnold. p. 67. ISBN 9780713162493.
  23. Hallam, E.M. (1983). Capetian France 987–1328. Longman. p. 37. ISBN 9780582489103.
  24. Hallam, E.M. (1983). Capetian France 987–1328. Longman. p. 67. ISBN 9780582489103.
  25. Hallam, E.M. (1983). Capetian France 987–1328. Longman. p. 76. ISBN 9780582489103.
  26. Gillingham, John (1984). The Angevin Empire. Hodder Arnold. p. 24. ISBN 9780713162493.
  27. Norgate, Kate (1887). England under the Angevin Kings. London: Macmillan. pp. 388.
  28. Gillingham, John (1984). The Angevin Empire. Hodder Arnold. p. 60. ISBN 9780713162493.
  29. Gillingham, John (1984). The Angevin Empire. Hodder Arnold. p. 58. ISBN 9780713162493.
  30. 30,0 30,1 Moss, Vincent (1999). "The Norman fiscal revolution, 1193–98". In Ormrod, Mark; Bonney, Margaret; Bonney, Richard (eds.). Crises, Revolutions and Self-sustained Growth: Essays in European Fiscal History, 1130–1830. Paul Watkins Publishing. ISBN 9781871615937.
  31. Bolton, J.L. (1999). "The English economy in the early thirteenth century". In Church, S.D. (ed.). King John: New Interpretations. Boydell Press. ISBN 9780851157368.
  32. Gillingham, John (1984). The Angevin Empire. Hodder Arnold. p. 60. ISBN 9780713162493. In 1198, for example, both Caen and Rouen had to find more money than London.
  33. 33,0 33,1 Hallam, E.M. (1983). Capetian France 987–1328. Longman. p. 227. ISBN 9780582489103.
  34. Hallam, E.M. (1983). Capetian France 987–1328. Longman. p. 226. ISBN 9780582489103.
  35. Wheeler, Bonnie; Parsons, John Carmi, eds. (2002). Eleanor of Aquitaine: Lord and Lady. Palgrave Macmillan. ISBN 9780312295820.
  36. Carpenter, David (2003). The Struggle for Mastery. Penguin. pp. 163. ISBN 9780140148244.
  37. Gillingham, John (1984). The Angevin Empire. Hodder Arnold. p. 16. ISBN 9780713162493. While Geoffrey held on the gains he had made in Normandy, in England Matilda was driven back almost to a square one.
  38. Hallam, E.M. (1983). Capetian France 987–1328. Longman. p. 158. ISBN 9780582489103.
  39. Carpenter, David (2003). The Struggle for Mastery. Penguin. pp. 192. ISBN 9780140148244.
  40. Carpenter, David (2003). The Struggle for Mastery. Penguin. pp. 193. ISBN 9780140148244. Henry spent 43 per cent of his reign in Normandy, 20 per cent elsewhere in France (mostly in Anjou, Maine and Touraine) and only 37 per cent in Britain.
  41. Carpenter, David (2003). The Struggle for Mastery. Penguin. pp. 193. ISBN 9780140148244.
  42. Warren, W.L. (2000). Henry II. Yale University Press. p. 64. ISBN 9780300084740.
  43. 43,0 43,1 Warren, W.L. (2000). Henry II. Yale University Press. pp. 71, 72. ISBN 9780300084740.
  44. "An Annotated Translation of the Life of St. Thomas Becket by William Fitzstephen", p. 40-41, accessed 8 January 2015.
  45. Powicke, F.M. (1913). The Loss of Normandy: 1189 – 1204 ; Studies in the History of the Angevin Empire. Manchester University Press. p. 182. ISBN 9780719057403.
  46. Warren, W.L. (2000). Henry II. Yale University Press. p. 59. ISBN 9780300084740.
  47. Nicholas, David (1992). Medieval Flanders. Longman. p. 71. ISBN 9780582016798.
  48. (Cf. Davis, King Stephen, 18–20) At this time the future rival ports of Calais, Dunkirk, and Ostend were blocked by sandbanks, leaving Boulogne as one of the most important continental ports." – W.L. Warren, Henry II, p. 16.
  49. Warren, W.L. (2000). Henry II. Yale University Press. p. 224. ISBN 9780300084740.
  50. 50,0 50,1 50,2 Anderson, James (1732). Royal Genealogies, Or the Genealogical Tables of Emperors, Kings and Princes. p. 619. Hoel was disinherited and declar'd illegitimate by his Father's last will.
  51. Warren, W.L. (2000). Henry II. Yale University Press. p. 75. ISBN 9780300084740.
  52. 52,0 52,1 52,2 Warren, W.L. (2000). Henry II. Yale University Press. p. 76. ISBN 9780300084740.
  53. Warren, W.L. (2000). Henry II. Yale University Press. pp. 76, 77. ISBN 9780300084740.
  54. Warren, W.L. (2000). Henry II. Yale University Press. p. 183. ISBN 9780300084740.
  55. 55,0 55,1 Warren, W.L. (2000). Henry II. Yale University Press. p. 561. ISBN 9780300084740.
  56. Everard, J.A. (2006). Brittany and the Angevins: Province and Empire 1158–1203. Cambridge University Press. p. 73. ISBN 9780521026925.
  57. Harper-Bill, Christopher; Vincent, Nicholas, eds. (2007). Henry II: New Interpretations. Boydell Press. p. 115. ISBN 9781843833406.
  58. Warren, W.L. (2000). Henry II. Yale University Press. pp. 100, 101. ISBN 9780300084740.
  59. Everard, J.A. (2000). Brittany and the Angevins: Province and Empire, 1158–1203. Cambridge University Press. pp. 26–28. ISBN 9780521026925.
  60. Everard, J.A. (2000). Brittany and the Angevins: Province and Empire, 1158–1203. Cambridge University Press. pp. 28, 31. ISBN 9780521026925.
  61. Everard, J.A. (2000). Brittany and the Angevins – Province and Empire 1158–1203. Cambridge University Press. pp. 29–35. ISBN 9780521026925.
  62. Everard, J.A. (2000). Brittany and the Angevins – Province and Empire 1153–1203. Cambridge University Press. p. 41. ISBN 9780521026925.
  63. J.A. Everard states in Brittany and the Angevins – Province and Empire 1158–1203 p. 31 that "The duchy of Brittany was now recognised as forming part of the Angevin Empire".
  64. Duncan, A.A.M. (1975). Scotland, the Making of the Kingdom. Oliver & Boyd. p. 72. ISBN 9780050020371.
  65. Barrow, G.W.S. (1981). Kingship and Unity: Scotland, 1000–1306. University of Toronto Press. p. 47. ISBN 9780802064486.
  66. Gillingham, John (1984). The Angevin Empire. Hodder Arnold. p. 27. ISBN 9780713162493.
  67. Gillingham, John (1984). The Angevin Empire. Hodder Arnold. p. 28. ISBN 9780713162493.
  68. 68,0 68,1 Warren, W.L. (2000). Henry II. Yale University Press. p. 86. ISBN 9780300084740.
  69. Gillingham, John (1984). The Angevin Empire. Hodder Arnold. pp. 29, 30. ISBN 9780713162493.
  70. Gillingham, John (1984). The Angevin Empire. Hodder Arnold. pp. 30, 31. ISBN 9780713162493.
  71. 71,0 71,1 Hallam, E.M. (1983). Capetian France 987–1328. Longman. p. 162. ISBN 9780582489103.
  72. Carpenter, David (2003). The Struggle for Mastery. Penguin. pp. 203. ISBN 9780140148244.
  73. Gillingham, John (1984). The Angevin Empire. Hodder Arnold. p. 31. ISBN 0340741155.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Angevin Empire στο Wikimedia Commons