Ανζ-Ζακ Γκαμπριέλ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Ange-Jacques Gabriel (Γαλλικά) |
Γέννηση | 23 Οκτωβρίου 1698[1][2][3] Παρίσι |
Θάνατος | 4 Ιανουαρίου 1782[1][2][3] Παρίσι |
Χώρα πολιτογράφησης | Γαλλία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γαλλικά[4] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | αρχιτέκτονας[5] |
Αξιοσημείωτο έργο | Κάστρο του Μενάρ Πλατεία Κονκόρντ Κάστρο του Κολιέ Κάστρο της Κομπιένης |
Οικογένεια | |
Γονείς | Ζακ Γκαμπριέλ |
Συνεργάτης | Robert Pitrou |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Ανζ-Ζακ Γκαμπριέλ (γαλλικά: Ange-Jacques Gabriel) (1698-1782) ήταν ο κύριος αρχιτέκτονας του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΕ΄ της Γαλλίας. Υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς και παραγωγικούς αρχιτέκτονες του 18ου αιώνα.[6]
Τα σημαντικότερα έργα του περιλαμβάνουν την πλατεία Κονκόρντ, την Εκόλ Μιλιταίρ και στο παλάτι των Βερσαλλιών το Μικρό Τριανόν και το Θέατρο όπερας. Η τεχνοτροπία του ήταν μια προσεκτική ισορροπία μεταξύ της γαλλικής μπαρόκ αρχιτεκτονικής και του γαλλικού νεοκλασικισμού.[7]
Ο Ανζ-Ζακ Γκαμπριέλ γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 1698 σε διάσημη οικογένεια αρχιτεκτόνων του Παρισιού και μέσω του γάμου του συνδέθηκε με έναν άλλο διάσημο αρχιτέκτονα της εποχής, τον Φρανσουά Μανσάρ. Ο παππούς του ήταν αρχιτέκτονας και ο πατέρας του, Ζακ Γκαμπριέλ (1667-1742) είχε το αξίωμα του Ελεγκτή των Κτηρίων του Βασιλιά από την ηλικία των 21 ετών. Τα μεγάλα έργα του πατέρα του περιλάμβαναν το Δημαρχείο της Ρεν και τη Βασιλική πλατεία (σημερινή Πλας ντε λα Μπουρς) στο Μπορντώ. Ο νεαρός Ανζ-Ζακ έγινε μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Αρχιτεκτονικής το 1728 και συνεργάστηκε με τον πατέρα του στην Πλας ντε λα Μπουρς. Έγινε ο κύριος βοηθός του πατέρα του ως αρχιτέκτονας των Βερσαλλιών από το 1735 και, μετά το θάνατο του πατέρα του, τον διαδέχθηκε ως βασιλικός αρχιτέκτονας.[8]
Πέθανε στο Παρίσι στις 4 Ιανουαρίου 1782.
Ανάμεσα στα πολλά έργα του Ανζ-Ζακ Γκαμπριέλ, τα σημαντικότερα είναι:
Η πλατεία Λουδοβίκου ΙΕ΄, η σημερινή πλατεία Κονκόρντ, ήταν το πρώτο μεγάλο έργο που ανέλαβε ο Γκαμπριέλ, το 1748. Επέλεξε μεταξύ πολλών ανταγωνιστικών σχεδίων τη διαμόρφωση του ελώδους εδάφους ανάμεσα στις πύλες των κήπων του παλατιού του Κεραμεικού και τη Λεωφόρο Ηλυσίων Πεδίων. Η γη ήταν δωρεά του βασιλιά. Ο Γκαμπριέλ άφησε τη θέα προς τον Σηκουάνα ανοιχτή και διατήρησε ανεμπόδιστο τον μακρύ άξονα μεταξύ του Κεραμεικού και των Ηλυσίων Πεδίων. Δημιούργησε έναν νέο άξονα βορρά-νότου, συνδέοντας την πλατεία με την υπό κατασκευή εκκλησία της Μαντλέν, και κατασκεύασε δύο συμμετρικά μέγαρα - στη βόρεια πλευρά της πλατείας. Οι προσόψεις των μεγάρων, με σειρές κορινθιακών στηλών, διαμορφώθηκαν σύμφωνα με τις κιονοστοιχίες του Λούβρου. Το κεντρικό στοιχείο της πλατείας ήταν ένα ιππικό άγαλμα του Λουδοβίκου ΙΕ΄. Το έργο τελείωσε το 1754 και ολοκληρώθηκε το 1763. Το άγαλμα του Λουδοβίκου ΙΕ΄ αφαιρέθηκε κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης και ο οβελίσκος, τα αγάλματα και τα σιντριβάνια προστέθηκαν τον 19ο αιώνα.[9]
Ο Λουδοβίκος ΙΕ΄ αποφάσισε το 1751 να δημιουργήσει την Εκόλ Μιλιταίρ, την πρώτη γαλλική στρατιωτική ακαδημία, για να εκπαιδεύσει πεντακόσιους νέους από φτωχές οικογένειες ευγενών κυρίων στην τέχνη του πολέμου. Ο χώρος που επιλέχθηκε ήταν στο αγρόκτημα της Γκρενέλ, όπως ονομαζόταν τότε η περιοχή του Πεδίου του Άρεως, στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα, στα δυτικά του κέντρου της πόλης. Το σχέδιο του Γκαμπριέλ προέβλεπε ένα «πύργο» με δύο πτέρυγες να πλαισιώνουν ένα κεντρικό περίπτερο με τρούλο, παρόμοιο με αυτό του Λούβρου. Το κτίριο διέθετε πρόσοψη με κιονοστοιχία δωρικού ρυθμού και στο πίσω μέρος είχε μεγάλη αυλή με στήλες, με πρόσβαση στην πλατεία Φοντενουά. Το εσωτερικό διέθετε ένα πολυτελές διακοσμημένο σαλόνι, σημερινή Αίθουσα των Στραταρχών, που συνδέονταν με τον άνω όροφο με μεγαλοπρεπή σκάλα και το παρεκκλήσι του Λουδοβίκου Θ΄ (Αγίου Λουδοβίκου), προστάτη του Στρατού. Δύο επιπλέον πτέρυγες προστέθηκαν τον 19ο αιώνα.[10]
Κατόπιν αιτήματος της μαρκησίας ντε Πομπαντούρ, ο Γκαμπριέλ έκανε τα σχέδια για ένα μικρότερο μέγαρο στις Βερσαλλίες μακριά από το κεντρικό παλάτι και το Τριανόν. Με το τέλος του Επταετούς Πολέμου ο Λουδοβίκος ΙΕ΄ ενέκρινε τα σχέδια και μεταξύ 1763 και 1768 κατασκευάστηκε το μικρό παλάτι. Το κτήριο είναι τετράγωνο και κάθε πρόσοψη είναι διαφορετική. Η καθεμιά είναι διακοσμημένη με παραστάδες, στήλες και αετώματα σε τέλεια αναλογία και αρμονία. Οι προσόψεις του Μικρού Τριανόν αντιπροσωπεύουν στην πιο καθαρή του μορφή τον αναδυόμενο ρυθμό του νεοκλασικισμού στη Γαλλία.[11]
Μεγάλο μέρος της προσοχής του αφιερώθηκε στις τροποποιήσεις του παλατιού των Βερσαλλιών, σύμφωνα με την επιθυμία του Λουδοβίκου ΙΕ΄. Το παλάτι δεν είχε θέατρο όπερας, ένα θέατρο που είχε παραγγείλει ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ το 1682, δεν είχε κατασκευασθεί λόγω του κόστους των πολέμων του βασιλιά και των αναγκών της βασιλικής αυλής. Ο Γκαμπριέλ έκανε μια νέα πρόταση για όπερα το 1748, αλλά και αυτή αναβλήθηκε λόγω του κόστους. Έτσι, ασχολήθηκε με πολλές τροποποιήσεις στο εξωτερικό του παλατιού, κυρίως την ολοκλήρωση και επέκταση της Βόρειας Πτέρυγας, ακολουθώντας στενά τα αρχικά σχέδια του Φρανσουά Μανσάρ. Αυτές οι εργασίες ολοκληρώθηκαν το 1764.[12]
Το έργο της Όπερας αναβίωσε το 1765 και επιταχύνθηκε το 1770 για τους εορτασμούς του γάμου του δελφίνου, του μελλοντικού Λουδοβίκου ΙΣΤ΄, με την Μαρία-Αντουανέτα. Για να τελειώσει το έργο γρήγορα και με χαμηλότερο κόστος, το θέατρο κατασκευάστηκε εξ ολοκλήρου από ξύλο βαμμένο για να μοιάζει με μάρμαρο, αλλά έχει εξαιρετικά καλή ακουστική.[13] Το θέατρο ήταν σε μπλε και χρυσό χρώμα, σε σχήμα οβάλ, με θεωρεία διακοσμημένα με σκαλιστό και επιχρυσωμένο ξύλο και φωτίζονταν με 3.000 κεριά των οποίων το φως αντανακλώνταν στους καθρέφτες. Εκείνη την εποχή, ο Λουδοβίκος ΙΕ΄ είχε μια νέα ερωμένη, τη μαντάμ ντυ Μπαρί, και το βασιλικό θεωρείο, τριπλάσιο σε μέγεθος από τα άλλα, είχε κάγκελα για να προστατεύει την ιδιωτικότητά τους. Γλυπτά του Ωγκυστέν Παζού και ζωγραφισμένη οροφή του Λουί Ζαν-Ζακ Ντυραμώ ολοκλήρωσαν το εσωτερικό.
Το θέατρο εξακολουθεί να χρησιμοποιείται περιστασιακά για συναυλίες, όπερες και θεατρικά έργα.[14]