Η ανηθόλη είναι αρωματική οργανική χημική ένωση που χρησιμοποιείται ευρύτατα για τον αρωματισμό τροφίμων και ποτών. Είναι παράγωγο του φαινυλοπροπανίου, μιας αρωματικής ένωσης που απαντάται πολύ στη φύση, σε αιθέρια έλαια. Συνεισφέρει στην οσμή του γλυκάνισου και του μάραθου (φυτά της οικογένειας σκιαδοφόρα), αλλά και των φυτών Syzygium anisatum (οικογ. μυρτοειδή), γλυκόριζα (ψυχανθή), των λουλουδιών της μανόλιας και του αστεροειδή γλυκάνισου. Πολύ συγγενικό της ανηθόλης είναι το ισομερές της οιστραγόλη, που αφθονεί στα φυτά αρτεμισία η δρακόντειος και βασιλικός, έχοντας οσμή παρόμοια αυτής του γλυκάνισου. Η ανηθόλη είναι υγρό στους 25 °C (πρότυπη θερμοκρασία περιβάλλοντος), αλλά στερεό κρυσταλλικό σώμα στους 20 °C, που από πολλούς καθορίζεται ως «θερμοκρασία δωματίου». Σε αμφότερες τις καταστάσεις είναι άχρωμη ουσία που αναδίδει άρωμα, ενώ ως υγρό είναι μετρίως πτητικό.[1] Η ανηθόλη είναι πρακτικώς αδιάλυτη στο νερό, αλλά πολύ ευδιάλυτη στην αιθανόλη (οινόπνευμα), ιδιότητα που προκαλεί τη θόλωση ορισμένων αρωματισμένων με ανηθόλη οινοπνευματωδών ποτών όταν προσθέσουμε σε αυτά νερό, όπως συμβαίνει με το ούζο, καθώς προκαλείται αυθόρμητη γαλακτωματοποίηση.
Από χημικής απόψεως η ανηθόλη είναι ένας ακόρεστος αρωματικός αιθέρας, συγκεκριμένα ο μεθυλαιθέρας της π-προπενυλοφαινόλης. Υπάρχουν τα στερεοϊσομερή cis–trans ως προς τον διπλό δεσμό έξω από τον δακτύλιο. Το αφθονότερο ισομερές, που προτιμάται και για τις χρήσεις της ανηθόλης, είναι το trans.[2]
Η περισσότερη ανηθόλη αποκτάται σήμερα από δένδρα[1][3], ενώ παλαιότερα η ουσία εξαγόταν σχεδόν αποκλειστικά από το αιθέριο έλαιο του γλυκάνισου ή και από άλλα αιθέρια έλαια.[4][5][6] Σήμερα η παραγωγή από αιθέρια έλαια έχει μειωθεί στα ακόλουθα επίπεδα:
Η ανηθόλη έχει πολύ γλυκιά γεύση, όντας 13 φορές πιο γλυκιά από τη ζάχαρη. Μαζί με την οσμή της, γίνεται αντιληπτή ως ευχάριστη, ακόμα και σε υψηλές συγκεντρώσεις. Προστίθεται έτσι σε οινοπνευματώδη ποτά, όπως το ούζο, το ρακί ή ρακή, το αψέντι και το ανιζέτ. Επίσης προστίθεται σε αρτύματα και σε είδη ζαχαροπλαστικής, αλλά και σε προϊόντα στοματικής υγιεινής, όπως οι οδοντόκρεμες.[5]
Επειδή μερικά βακτήρια μεταβολίζουν την ανηθόλη σε αρκετές άλλες αρωματικές ενώσεις, σχεδιάζεται η χρήση τους στην εμπορική βιομετατροπή της ανηθόλης σε πιο πολύτιμα υλικά.[9] Τέτοια βακτήρια, που μπορούν να χρησιμοποιήσουν την ανηθόλη ως τη μοναδική τους πηγή άνθρακα, είναι το στέλεχος JYR-1 του Pseudomonas putida[10] και το στέλεχος TA13 του Arthrobacter aurescens.[9]
Η ανηθόλη είναι επίσης ένα πολλά υποσχόμενο εντομοκτόνο. Αιθέρια έλαια που αποτελούνται κυρίως από ανηθόλη ήταν ήδη γνωστό ότι έχουν εντομοκτόνο δράση εναντίον των προνυμφών των ειδών κουνουπιούOchlerotatus caspius[17] και Aedes aegypti.[18][19] Παρομοίως, η ίδια η ανηθόλη αποδείχθηκε αποτελεσματική κατά ενός άλλου δίπτερου, του Lycoriella ingenua[20] και του ακάρεωςTyrophagus putrescentiae.[21] Κατά του τελευταίου είδους η ανηθόλη είναι ελαφρώς αποτελεσματικότερη από το διαιθυλοτολουαμίδιο (DEET), αλλά η ανισαλδεΰδη, μια συγγενική φυσική ουσία που συνυπάρχει με την ανηθόλη σε πολλά αιθέρια έλαια, είναι 14 φορές πιο αποτελεσματική.[21] Η εντομοκτόνος δράση της ανηθόλης είναι μεγαλύτερη με υποκαπνισμό από ό,τι ως παράγοντα επαφής. Η trans-ανηθόλη είναι πολύ αποτελεσματική με αυτόν τον τρόπο εναντίον της γερμανικής κατσαρίδας (Blattella germanica)[22] και κατά των φυτοφάγων κολεόπτερωνSitophilus oryzae, Callosobruchus chinensis και Lasioderma serricorne.[23]
Εκτός από εντομοκτόνο, η ανηθόλη είναι και αποτελεσματικό εντομοαπωθητικό κατά των κουνουπιών.[24]
Η ανηθόλη είναι μια φθηνή πρόδρομη χημική ένωση της παραμεθοξυαμφεταμίνης (PMA)[25] και χρησιμοποιείται στην παράνομη παραγωγή της.[26] Ανηθόλη περιέχεται στο αιθέριο έλαιο του γκουαράνα, που έχει διεγερτικές επιδράσεις, οι οποίες συνήθως αποδίδονται στην υψηλή περιεκτικότητα του ελαίου σε καφεΐνη. Η απουσία PMA ή οποιασδήποτε άλλης γνωστής ψυχοδραστικής ουσίας-παραγώγου της ανηθόλης στα ανθρώπινα ούρα μετά την πέψη γκουαράνα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η όποια ψυχοδραστική επήρεια του γκουαράνα δεν οφείλεται σε μεταβολίτες της ανηθόλης.[27]
Ανηθόλη περιέχει και το αψέντι, ένα αποσταγμένο οινοπνευματώδες ποτό με φήμη ψυχοδραστικής ουσίας. Αυτή η δράση αποδίδεται ωστόσο πλέον στο οινόπνευμα που περιέχει.[28]
Η ανηθόλη έχει δράση οιστρογόνου[29]: Ανακαλύφθηκε ότι αυξάνει σημαντικά το βάρος της μήτρας σε έφηβους θηλυκούς αρουραίους.[30] Επίσης, η γλυκόριζα, που περιέχει ανηθόλη, έχει βρεθεί ότι έχει γαλακταγωγό επίδραση σε ζώα. Το μόριο της ανηθόλης έχει δομική ομοιότητα με τα μόρια κατεχολαμινών όπως η ντοπαμίνη και ίσως εκτοπίζει την ντοπαμίνη από τους υποδοχείς της, και έτσι αναιρεί την καταστολή της εκκρίσεως προλακτίνης, κάτι που με τη σειρά του ίσως να ευθύνεται για γαλακταγωγό δράση.[31]
Στις ΗΠΑ η ανηθόλη θεωρείται γενικώς ως ασφαλής ουσία.[32] Η ανηθόλη έχει συσχετισθεί με μικρή αύξηση ποσοστού καρκίνου του ήπατος σε αρουραίους, αλλά οι ενδείξεις είναι ανεπαρκείς και γενικώς θεωρείται ότι στηρίζουν το ότι η ανηθόλη δεν είναι καρκινογόνο.[33] Μια εξέταση των επιδράσεων της ουσίας από την «Κοινή Επιτροπή FAO/WHO επί των Προσθετικών των Τροφίμων» (JECFA) βρήκε ως ανιχνεύσιμες φαρμακολογικές ιδιότητες τη μείωση της κινητικής δραστηριότητας, την ελάττωση της θερμοκρασίας του σώματος και κάποια υπνωτική, αναλγητική και αντισπασμωδική επίδραση.[34] Αυτή τη στιγμή, η σύνοψη όλων των αποτιμήσεων από τη JECFA είναι ότι η ανηθόλη «δεν παρουσιάζει θέματα ασφαλείας στα τρέχοντα επίπεδα προσλήψεως όταν χρησιμοποιείται ως παράγοντας αρωματισμού».[35]
Σε πολύ μεγάλες ποσότητες η ανηθόλη είναι ελαφρώς τοξική και ίσως δρα ως ερεθιστικό.[36]
Το ότι ένα έλαιο μπορούσε να εξαχθεί από το γλυκάνισο και τη γλυκόριζα ήταν γνωστό από την περίοδο της Αναγεννήσεως, μεταξύ άλλων από τον αλχημιστή Ιερώνυμο Μπρούνσβιχ, τον βοτανολόγο Άνταμ Λόνικερ (1528-1586) και τον ιατρό Βαλέριους Κόρντους (1515-1544). Η ανηθόλη ερευνήθηκε για πρώτη φορά χημικώς από τον Ελβετό χημικό Νικολά Τεοντόρ ντε Σωσύρ[37] το 1820. Το 1832 ο χημικός Ζαν-Μπατίστ Ντυμά βρήκε ότι οι κρυσταλλωμένες ουσίες από το έλαιο του γλυκάνισου και από αυτό της γλυκόριζας ήταν ταυτόσημες, και προσδιόρισε τον εμπειρικό χημικό τύπο της ανηθόλης. Το 1845 ο Σαρλ Φρεντερίκ Ζεράρ ονόμασε την ουσία αυτή ανηθόλη (anethol), από τις λατινικές λέξεις anethum (= γλυκάνισος) + oleum (= έλαιο), προτού «θεσμοθετηθεί» ότι την κατάληξη -όλη θα έχουν μόνο οι αλκοόλες.[38] Παρά το ότι ο Γερμανός χημικός Έμιλ Έρλενμάγιερ πρότεινε το 1866 τη σωστή μοριακή δομή της ανηθόλης[39], μόλις το 1872 αυτή η δομή έγινε γενικώς αποδεκτή.[40]
↑Bodsgard, B.R.; Lien, N.R.; Waulters, Q. T. (2016). «Liquid CO2 Extraction and NMR Characterization of Anethole from Fennel Seed: A General Chemistry Laboratory». Journal of Chemical Education93 (2): 397–400. doi:10.1021/acs.jchemed.5b00689. Bibcode: 2016JChEd..93..397B.
↑ 9,09,1Shimoni, E; Baasov, T.; Ravid, U.; Shoham, Y. (2002). «The trans-anethole degradation pathway in an Arthrobacter sp.». Journal of Biological Chemistry277 (14): 11866–11872. doi:10.1074/jbc.M109593200. PMID11805095.
↑Ryu, J.; Seo, J.; Lee, Y.; Lim, Y.; Ahn, J.H.; Hur, H.G. (2005). «Identification of syn- and anti-anethole-2,3-epoxides in the metabolism of trans-anethole by the newly isolated bacterium Pseudomonas putida JYR-1». Journal of Agricultural and Food Chemistry53 (15): 5954-5958. doi:10.1021/jf040445x. PMID16028980.
↑De, M.; De, A.K.; Sen, P.; Banerjee, A.B. (2002). «Antimicrobial properties of star anise (Illicium verum Hook. f.)». Phytotherapy Research16 (1): 94-95. doi:10.1002/ptr.989. PMID11807977.
↑Kubo, I.; Fujita, K. (2001). «Naturally occurring anti-Salmonella agents». Journal of Agricultural and Food Chemistry49 (12): 5750-5754. doi:10.1021/jf010728e. PMID11743758.
↑Knio, K. M.; Usta, J.; Dagher, S.; Zournajian, H.; Kreydiyyeh, S. (2008). «Larvicidal activity of essential oils extracted from commonly used herbs in Lebanon against the seaside mosquito, Ochlerotatus caspius». Bioresource Technology99 (4): 763–768. doi:10.1016/j.biortech.2007.01.026. PMID17368893.
↑Cheng, S.S.; Liu, J.Y.; Tsai, K.H.; Chen, W.J.; Chang, S.T. (2004). «Chemical composition and mosquito larvicidal activity of essential oils from leaves of different Cinnamomum osmophloeum provenances». Journal of Agricultural and Food Chemistry52 (14): 4395-4400. doi:10.1021/jf0497152. PMID15237942.
↑Morais, S.M.; Cavalcanti, E.S.; Bertini, L.M.; Oliveira, C.L.; Rodrigues, J.R.; Cardoso, J.H. (2006). «Larvicidal activity of essential oils from Brazilian Croton species against Aedes aegypti L.». Journal of the American Mosquito Control Association22 (1): 161-164. doi:10.2987/8756-971X(2006)22[161:LAOEOF]2.0.CO;2. PMID16646345.
↑Park, I.K.; Choi, K.S.; Kim, D.H.; Choi, I.H.; Kim, L.S.; Bak, W.C.; Choi, J.W.; Shin, S.C. (2006). «Fumigant activity of plant essential oils and components from horseradish (Armoracia rusticana), anise (Pimpinella anisum) and garlic (Allium sativum) oils against Lycoriella ingenua (Diptera: Sciaridae)». Pest Management Science62 (8): 723–728. doi:10.1002/ps.1228. PMID16786497.
↑Chang, K.S.; Ahn, Y.J. (2002). «Fumigant activity of (E)-anethole identified in Illicium verum fruit against Blattella germanica». Pest Management Science58 (2): 161-166. doi:10.1002/ps.435. PMID11852640.
↑Kim, D.H.; Ahn, Y.J. (2001). «Contact and fumigant activities of constituents of Foeniculum vulgare fruit against three coleopteran stored-product insects». Pest Management Science57 (3): 301-306. doi:10.1002/ps.274. PMID11455661.
↑Padilha de Paula, J.; Gomes-Carneiro, M.R.; Paumgartten, F.J. (2003). «Chemical composition, toxicity and mosquito repellency of Ocimum selloi oil». Journal of Ethnopharmacology88 (2-3): 253-260. doi:10.1016/s0378-8741(03)00233-2. PMID12963152.
↑Waumans, D.; Bruneel, N.; Tytgat, J. (2003). «Anise oil as para-methoxyamphetamine (PMA) precursor». Forensic Science International133 (1–2): 159–170. doi:10.1016/S0379-0738(03)00063-X. PMID12742705.
↑Waumans, D.; Hermans, B.; Bruneel, N.; Tytgat, J. (2004). «A neolignan-type impurity arising from the peracid oxidation reaction of anethole in the surreptitious synthesis of 4-methoxyamphetamine (PMA)». Forensic Science International143 (2–3): 133-139. doi:10.1016/j.forsciint.2004.02.033. PMID15240033.
↑Benoni, H.; Dallakian, P.; Taraz, K. (1996). «Studies on the essential oil from guarana». Zeitschrift für Lebensmittel-Untersuchung und -Forschung203 (1): 95-98. doi:10.1007/BF01267777. PMID8765992.
↑Lachenmeier, D.W. (2008). «Thujon-Wirkungen von Absinth sind nur eine Legende—Toxikologie entlarvt Alkohol als eigentliche Absinthismus-Ursache» (στα γερμανικά). Medizinische Monatsschrift für Pharmazeuten31 (3): 101-106. PMID18429531.
↑«Safety data for anethole». Physical & Theoretical Chemistry Laboratory Safety, Oxford University. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Ιουνίου 2008. Ανακτήθηκε στις 10 Μαρτίου 2009.
↑Semmler, F.W.: Die ätherischen Öle nach ihren chemischen Bestandteilen unter Berücksichtigung der geschichtlichen Entwicklung. 4. Veit & Co., Λειψία 1907, σελ. 76.